You are currently viewing Γεωργία Παπαδάκη. ΠΑΡΑΚΛΑΥΣΙΘΥΡΟΝ

Γεωργία Παπαδάκη. ΠΑΡΑΚΛΑΥΣΙΘΥΡΟΝ

 

Μία λέξη που με ξάφνιασε και με γοήτευσε με την τόλμη και την πρωτοτυπία της, αλλά και με τη δύναμή της να με διακτινίσει στον κόσμο και στην καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων, είναι το ουσιαστικό τὸ παρακλαυσίθυρον. Πρόκειται για λέξη σύνθετη από την πρόθεση παρά= κοντά, το ρήμα κλαίω και το ουσιαστικό θύρα, σημαίνει κυριολεκτικά κλαίω δίπλα στην πόρτα και δηλώνει το παραπονεμένο, γεμάτο πάθος τραγούδι τού ερωτευμένου μπροστά στην πόρτα τής αγαπημένης ή του αγαπημένου, η καντάδα θα λέγαμε. Εδώ θα το γνωρίσουμε σε ένα απόσπασμα από το έργο Ἐρωτικὸς τού  Πλουτάρχου, αφού προηγουμένως ασχοληθούμε με τα συνθετικά μέρη τής λέξης, όπως το συνηθίζουμε, στην προκειμένη περίπτωση με το ρήμα κλαίω και το ουσιαστικό θύρα.

    Και πρώτα το ρήμα κλαίω, άλλη μία λέξη που μας έχει έρθει από το βάθος των αιώνων ώς τις μέρες μας αυτούσια. Ομόρριζα: κλαῦμα (→ κλάμα)· κλαυθμός (→ το μεταγενέστερο ὁ κλαυθμών-ῶνος= τόπος κλαυθμών και θρήνων)= κλάμα, θρήνος· κλαυ(σ)τός= άξιος κλαυθμού, αξιοθρήνητος· ἄκλαυ(σ)τος= αθρήνητος· κλαυθμηρίζω= κάνω κάποιον να κλαίει, αλλά και κλαίω, κυρίως για βρέφη, κλαψουρίζω· κλαυσίγελως= γέλιο με δάκρυα· κλάψα· κλαψιάρης· κλάψιμο κ. ά. τόσο της αρχαίας, όσο και της νέας Ελληνικής.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με την αριστουργηματική Ἰλιάδα, το έργο που μας κληροδότησε ο 8ος αι. π. Χ. Στη ραψωδία Η, μετά την άκαρπη μονομαχία Αίαντα και ΄Εκτορα, οι Αχαιοί και οι Τρώες αποφάσισαν να σταματήσουν τη μάχη για να κάψουν τους νεκρούς τους. ΄Ετσι οι εχθροί έσμιγαν στον κάμπο, άλλοι μεταφέροντας τους νεκρούς, και άλλοι ξύλα για τις πυρές. Αλλά καθώς δεν ήταν εύκολο να  ξεχωρίσουν τον κάθε νεκρό, οι Τρώες έπλεναν με νερό το ξερό πηγμένο αίμα  δάκρυα χύνοντας καυτά και τους φόρτωναν στα αμάξια. Ακολουθούν οι στίχοι 427-429:

οὐδ’ εἴα κλαίειν Πρίαμος μέγας· οἱ δὲ σιωπῇ

νεκροὺς πυρκαϊῆς ἐπενήνεον ἀχνύμενοι κῆρ,

ἐν δὲ πυρὶ πρήσαντες ἔβαν προτὶ Ἴλιον ἱρήν.     

Μα ο μεγάλος Πρίαμος δεν άφηνε να κλαίνε· κι εκείνοι σιωπηλά

σώρευαν τους νεκρούς επάνω στην πυρά με την καρδιά θλιμμένη,

κι αφού τους έκαψαν με τη φωτιά, στο ιερό γυρίσανε το ΄Ιλιο.

 

Και βαίνοντας προς το τέλος τού μεγαλόπνοου ηρωικού έπους (ραψωδία Ω), που θα σφραγιστεί με την καύση του νεκρού ΄Εκτορα, ο Πρίαμος συνοδευόμενος από τον κήρυκα έχει παραλάβει τον νεκρό του γιο, τον οποίο του παρέδωσε ο Αχιλλέας και, έχοντάς τον τοποθετημένο πάνω στο αμάξι που το έσερναν μουλάρια, επιστρέφει στο κάστρο. Πρώτη τους βλέπει η Κασσάνδρα κι ευθύς το διαλαλεί σ’ ολόκληρη την πόλη. Σύσσωμη η Τροία εξέρχεται από τις πύλες και όλοι ξεσπούν σε κλάματα και οδυρμούς. Και όλη την ημέρα, ώσπου να δύσει ο ήλιος, θα οδύρονταν μπροστά στις πύλες, αν ο γέροντας Πρίαμος δεν φώναζε από τ’ αμάξι (στ. 716-717):

« εἴξατέ μοι οὐρεῦσι διελθέμεν· αὐτὰρ ἔπειτα

ἄσεσθε κλαυθμοῖο, ἐπὴν ἀγάγωμι δόμονδε». 

«Κάντε μου τόπο να περάσουν τα μουλάρια· κι ύστερα

θρήνο θα χορτάσετε αφού τον φέρω μέσα στο παλάτι».

 

Στην τραγωδία του Πέρσαι ο Αισχύλος περιγράφει έναν άλλο πόλεμο, όπως γνωρίζουμε, αυτόν που διεξήγαγαν οι ΄Ελληνες υπέρ βωμών και εστιών εναντίον των Περσών στο νησί τής Σαλαμίνας. Θυμίζουμε ότι στην Περσία η ΄Ατοσσα, η μητέρα τού Ξέρξη, μαθαίνει από έναν αγγελιοφόρο την καταστροφή τού περσικού στόλου και, κάνοντας σπονδές πάνω στον τάφο τού Δαρείου, εμφανίζεται το είδωλο του νεκρού βασιλιά και ζητά να μάθει τι έχει συμβεί. Ο Χορός των γερόντων Περσών εκφράζει τον φόβο του για το πώς να βγει από το στόμα του λόγος τόσο μεγάλης συμφοράς, και ο Δαρείος ακούγεται να λέει προς την ΄Ατοσσα (στ. 703-706):

ΔΑΡ. Ἀλλ’ ἐπεὶ δέος παλαιόν σοὶ φρενῶν ἀνθίσταται,

         τῶν ἐμῶν λέκτρων γεραιὰ ξύννομ’ εὐγενὲς γύναι,

         κλαυμάτων λήξασα τῶνδε καὶ γόων σαφές τί μοι

         λέξον. 

ΔΑΡ. Αφού το δέος το παλιό στέκει ενάντια στην ψυχή σου,1

εσύ ομόκλινή μου γηραιά, γυναίκα αρχοντική,

πάψε τα κλάματα αυτά και τους ολολυγμούς και πες μου

κάτι καθαρά.

 

Ο έτερος μεγάλος δραματουργός, ο Σοφοκλής, στην Ἀντιγόνη του συνθέτει έναν υψηλής ποιητικής πνοής κομμό2 με την τραγική ηρωίδα να θρηνεί καθότι πρόκειται να οδηγηθεί σε υπόγειο όρυγμα όπου και θα κλειστεί ζωντανή. Παραθέτουμε τους στίχους 844-849 από τον θρήνο της:

ἰὼ Διρκαῖαι κρῆναι Θήβας τ’ εὐ-

αρμάτου ἄλσος, ἔμπας

ξυμμάρτυρας ὔμμ’ ἐπικτῶμαι,

οἵα φίλων ἄκλαυτος, οἵοις νόμοις

πρὸς ἕργμα τυμβόχωστον ἔρ-

χομαι τάφου ποταινίου·        

Ωιμέ πηγές τής Δίρκης3  κι άλσος της Θήβας

που έχει τα ωραία άρματα,

έτσι κι αλλιώς εσάς καλώ για μάρτυρές μου,

που άκλαυτη από φίλους, με νόμους ποιους

σε φυλακή τάφου ανήκουστου τραβώ,

σε φυλακή χωμένη μες σε τύμβο!

 

Ο Πλούταρχος στην πραγματεία του Περὶ παίδων ἀγωγῆς έχει ως αντικείμενο τις ιδέες και τις αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων για την ανατροφή και τη μόρφωση των παιδιών τους. Διατυπώνει τις απόψεις του, ασκεί κριτική, εφιστά την προσοχή, επιδοκιμάζει αλλά και αποδοκιμάζει πρακτικές όπως το ξύλο και η σωματική κακοποίηση των παιδιών. Προτείνει τους επαίνους που ωθούν τα παιδιά προς το καλό και τις επιπλήξεις που τα εμποδίζουν από το κακό. Επισημαίνει όμως ότι οι έπαινοι και οι επιπλήξεις πρέπει να γίνονται εκ περιτροπής· όποτε αυθαδιάζουν να τα ντροπιάζουμε μαλώνοντάς τα και πάλι να τα ενθαρρύνουμε με επαίνους ⸺ και συμπληρώνει (12.9):

καὶ μιμεῖσθαι τὰς τίτθας, αἵτινες ἐπειδὰν τὰ παιδία κλαυθμυρίσωσιν, εἰς παρηγορίαν πάλιν τὸν μαστὸν ὑπέχουσι. 

και να μιμούμαστε τις παραμάνες που, όταν τα μικρά αρχίζουν να κλαψουρίζουν,

τα βάζουν πάλι στον μαστό για κατευνασμό.

                                  “Ψυχρολουσία” (λεπτομέρεια). Γεώργιος Ιακωβίδης

 

Ο Ξενοφών στο ιστορικό του έργο Ἑλληνικά, όπου συνεχίζει τη διήγηση του Θουκυδίδη (από το 411 π. Χ. μέχρι τη μάχη τής Μαντίνειας το 361 π. Χ.), εξιστορεί στο έβδομο βιβλίο τις πολεμικές επιχειρήσεις που έλαβαν χώρα στην Πελοπόννησο το 369 π. Χ. και μεταξύ των άλλων την επίθεση των Αρκάδων και των Ηλείων ⸺ 600 άνδρες συνολικά ⸺ εναντίον του Φλειούντος, πόλης συμμαχικής των Σπαρτιατών. Παρά την πίεση των επιτιθεμένων και την περικύκλωση της πόλης, οι Φλειάσιοι πολίτες πολέμησαν με ανδρεία και ανάγκασαν τους εχθρούς να υποχωρήσουν, αφήνοντας πίσω τους νεκρούς και βαριά τραυματισμένους. Και ο ιστορικός τελειώνει την αφήγησή του με την παρακάτω ζωηρή εικόνα των Φλειασίων πολιτών (Ζ 2.9):

Ἔνθα δὴ θεάσασθαι παρῆν ἐπὶ τῆς σωτηρίας τοὺς μὲν ἄνδρας δεξιουμένους ἀλλήλους, τὰς δὲ γυναῖκας πιεῖν τε φερούσας καὶ ἅμα χαρᾷ δακρυούσας. Πάντας δὲτοὺς παρόντας τότε γε τῷ ὄντι κλαυσίγελως εἶχεν. 

Τότε πλέον ήταν δυνατόν να βλέπει κανείς τους μεν άντρες να σφίγγουν τα χέρια ο ένας του άλλου για τη σωτηρία τους, τις δε γυναίκες να τους φέρνουν να πιουν και συγχρόνως να χύνουν δάκρυα από χαρά. Και όλους τούς τότε παρόντες πράγματι τους είχε πιάσει κλάμα και γέλιο μαζί.

 

Και ήρθε η σειρά τής θύρας ⸺ μαρτυρείται και αυτή η λέξη ήδη στα ομηρικά έπη ⸺ της νεοελληνικής «πόρτας» (← λατιν. porta). Ομόρριζα: το υποκοριστικό τής θύρας θυρίς (→ θυρίδα)= μικρή θύρα αλλά και παράθυρο· δίθυρος-ον· ὁ, ἡ θυρωρός (← θύρα + ὤρα=φροντίδα ἀθυρόστομος (← στερητικό α + θύρα + στόμα )= ο φλύαρος ⸺ σήμερα δηλώνει τον βωμολόχο· θύραθεν= έξω από την πόρτα και οἱ θύραθεν= οι ξένοι, οι εχθροί, ενώ στην Καινή Διαθήκη κατέληξε να σημαίνει τους εθνικούς, τους ειδωλολάτρες, ως επίθετο, δε, στα Νέα Ελληνικά  δηλώνει αυτόν που έχει κοσμικό περιεχόμενο σε αντίθεση με το εκκλησιαστικό· θυροκοπέω-ῶ= κτυπώ τη θύρα· θυρεός: η αρχική σημασία είναι πέτρα που τοποθετείται πίσω από την πόρτα για να την κρατά κλειστή. Στα μεταγενέστερα χρόνια (από τον 3ο αι. π. Χ.) αναφερόταν στη μεγάλη επιμήκη ασπίδα, την όμοια στο σχήμα με θύρα, σε αντίθεση με τη στρογγυλή. Τέλος, σήμερα σημαίνει το έμβλημα κράτους ή αριστοκρατικής οικογένειας συνήθως σε σχήμα ασπίδας και με διάφορες παραστάσεις· θυρεοειδής (← θυρεός + -ειδής): η λέξη απαντά ήδη στον Γαληνό με τη σημερινή έννοια, του ενδοκρινούς αδένα τού λαιμού που έχει σχήμα θυρεού κ. ά.· οι σύγχρονες θυρο-τηλεόραση-τηλέφωνο, θυρόφυλλο, θυροκολλώ κ. ά.

Στους  Βατράχους του Αριστοφάνη ⸺ για την υπόθεση αυτής της κωμωδίας έχουμε μιλήσει σε προγενέστερα άρθρα μας ⸺ ο θεός Διόνυσος μαζί με τον δούλο του Ξανθία, πριν κατεβεί στον ΄Αδη για να ανεβάσει στον επάνω κόσμο τον Ευριπίδη ελλείψει αξιόλογου ζωντανού ποιητή, φθάνει στο σπίτι τού Ηρακλή. Κτυπά την πόρτα, και προβάλλει ο Ηρακλής λέγοντας (στ. 38-39):

ΗΡΑ. Τίς τὴν θύραν ἐπάταξεν; ὡς κενταυρικῶς

          ἐνήλαθ’ ὅστις· εἰπέ μοι τουτὶ τί ἦν; 

ΗΡΑ. Ποιος χτύπησε την πόρτα;4 Πώς έπεσε επάνω της,

ωσάν κτηνώδης κένταυρος,5 όποιος κι αν είν’ αυτός!

Πες μου τι ήταν τούτο δω;

 

Και από την θύραν στη θυρίδα, το παράθυρο, και μάλιστα του σπιτιού τού Φιλοκλέωνα από μία άλλη αριστοφάνεια κωμωδία, τους Σφῆκες, για το θέμα της οποίας έχουμε επίσης κάνει λόγο. Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από τον Αθηναίο Φιλοκλέωνα που είναι δικομανής και σ’ αυτό βρίσκει αντίθετο τον γιο του, τον Βδελυκλέωνα. Μην μπορώντας ο τελευταίος να αποτρέψει τον πατέρα του από τη συμμετοχή του σε δίκες, τον κλειδώνει στη σοφίτα και βάζει δύο δούλους να τον φυλάνε. Μάταια ο Φιλοκλέων προσπαθεί με χίλιους τρόπους να τους ξεγελάσει και να τους ξεφύγει. Σε λίγο μπροστά από το σπίτι περνά μια ομάδα από συναδέλφους τού Φιλοκλέωνα δικαστές ⸺ ο Χορός τής κωμωδίας που τα μέλη του ο ποιητής τα παρομοιάζει με σφήκες ⸺ για να τον πάρουν για το δικαστήριο. Ανήσυχοι δεν τον βλέπουν πουθενά, όταν ο Φιλοκλέων εμφανίζεται πίσω από ένα παράθυρο και τους ενημερώνει για το πρόβλημά του. Εκείνοι του προτείνουν τρόπους διαφυγής όπως (στ. 380-381):

Ἀλλ’ ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλῴδιον εἶτα καθίμα

δήσας σαυτὸν καὶ τὴν ψυχὴν ἐμπλησάμενος Διοπείθους. 

Μα έλα, δέσε το σχοινί απ’ το παράθυρο και έπειτα κατέβα

δεμένος με αυτό και με γεμάτη την ψυχή από τον Διοπείθη.6

 

      Σήμερα η επιστήμη μιλάει για την ομοταξία των διθύρων μαλακίων (στρείδια, μύδια, αχιβάδες, χτένια κ. ά. ) που έχουν κύριο χαρακτηριστικό το όστρακο το αποτελούμενο από δύο ασβεστολιθικές θυρίδες. Ωστόσο, ήδη ο Αριστοτέλης γράφει για τα ὀστρακόδερμα και γενικώς τα ὄστρεα, δηλαδή τα όστρακα, τα διακρίνει δε σε μονόθυρα και δίθυρα· και για τα τελευταία αναφέρει ως παράδειγμα τα χτένια και τα μύδια.

 

Ανατρέχουμε και πάλι στον Πλούταρχο και στο έργο του Περὶ πολυπραγμοσύνης, όπου σε κάποιο σημείο κάνει λόγο για θυρωρούς (516 Ε):

καίτοι μὴ κόψαντά γε θύραν εἰς οἰκίαν ἀλλοτρίαν οὐ νομίζεται παρελθεῖν, ἀλλὰ

νῦν μὲν εἰσὶ θυρωροί, πάλαι δὲ ῥόπτρα κρουόμενα πρὸς ταῖς θύραις αἴσθησιν παρεῖχεν, […]  

Ωστόσο δεν συνηθίζεται να μπαίνει κανείς σε ξένο σπίτι χωρίς να χτυπήσει βέβαια την πόρτα· και τώρα μεν υπάρχουν θυρωροί, παλιά, δε, υπήρχαν ρόπτρα που, όταν τα χτυπούσαν στις πόρτες, έκαναν αισθητή την παρουσία κάποιου, […]

 

Το επίθετο ἀθυρόστομος χρησιμοποιεί με αισθαντικότητα ο Σοφοκλής στην πάροδο του Χορού στην τραγωδία του Φιλοκτήτης.7 Στη δεύτερη στροφή τής παρόδου ο Χορός, ο αποτελούμενος από άνδρες τού πληρώματος του πλοίου που έφερε στη Λήμνο τον Οδυσσέα και τον νεαρό γιο τού Αχιλλέα, τον Νεοπτόλεμο, με σκοπό να φέρουν στην Τροία τον Φιλοκτήτη, εκφράζει τον βαθύτατο οίκτο του και την ειλικρινή του συμπάθεια για τον πάσχοντα ήρωα (στ. 180-190):

Οὗτoς πρωτογόνων ἴσως

οἴκων οὐδενὸς ὕστερος,

πάντων ἄμμορος ἐν βίῳ

κεῖται μοῦνος ἀπ’ ἄλλων,

στικτῶν ἢ λασίων μετὰ

θηρῶν, ἔν τ’ ὀδύναις ὁμοῦ

λιμῷ τ’ οἰκτρὸς ἀνήκεστα μερι-

μνήματ’ ἔχων βοᾷ.

ἁ δ’ ἀθυρόστομος

ἀχὼ τηλεφανὴς πικρὰς

οἰμωγὰς ὑποχεῖται. 

Αυτός όμοια από οίκους ευγενείς κατάγεται

κι από κανέναν κατώτερος δεν είναι,

και όμως στερημένος απ’ όλα στη ζωή του

βρίσκεται μοναχός, μακριά από τους άλλους,

με συντροφιά κατάστικτα ή μαλλιαρά αγρίμια,

και μες στους πόνους του

μαζί και με την πείνα αξιολύπητος, έχοντας

έγνοιες αθεράπευτες βγάζει κραυγές.

Κι η πολυλάλητη ηχώ

που από μακριά ακούγεται, τους γοερούς

πικρούς του οδυρμούς αντιλαλεί.

 

΄Οσο για τον θυρεόν, η βασική έννοιά του απαντά στον ΄Ομηρο. Στη ραψωδία ι της Οδύσσειας ο Οδυσσέας ιστορεί την περιπέτειά του και των συντρόφων του με τον Κύκλωπα Πολύφημο. Διηγείται λοιπόν ότι, ενώ βρίσκονταν μέσα στη σπηλιά του, ήρθε ο Πολύφημος, έβαλε μέσα τις προβατίνες, όσες άρμεγε, και άφησε έξω στην αυλή τα κριάρια και τους τράγους. Η συνέχεια στους στίχους 240-243:

Αὐτὰρ ἔπειτ’ ἐπέθηκε θυρεὸν μέγαν ὑψόσ’ ἀείρας,

ὄβριμον·οὐκ ἂν τον γε δύω καὶ εἴκοσ’ ἄμαξαι

ἐσθλαὶ τετράκυκλοι ἀπ’ οὔδεος  ὀχλίσσειαν·

τόσσην ἠλίβατον πέτρην ἐπέθηκε θύρῃσιν. 

Κι έπειτα σήκωσε ψηλά μεγάλη πέτρα ασήκωτη και στης σπηλιάς

την είσοδο την έβαλε· αυτή δεν θα μπορούσανε μήτε είκοσι δύο άμαξες

γερές τετράτροχες να τη μετακινήσουνε από τη γη·

τόσο τεράστιο στην πόρτα βράχο έβαλε.

 

Τη μεταγενέστερη σημασία της λέξης θυρεός= ασπίδα την παρουσιάζουμε εδώ μέσα από το ιστορικό έργο τού Διόδωρου του Σικελιώτη, ο οποίος μιλώντας για τους Λίγυες 8 γράφει ότι έχουν ελαφρότερο στην κατασκευή οπλισμό από τους Ρωμαίους ⸺ και η αιτία (5.39):

σκεπάζει γὰρ αὐτοὺς παραμήκης θυρεὸς εἰς τὸν Γαλατικὸν ῥυθμὸν δεδημιουργημένος […]

γιατί τους καλύπτει επιμήκης θυρεός δουλεμένος με τη Γαλατική μέθοδο […]

Το επίρρημα θύραθεν με την κύρια σημασία του το χρησιμοποιεί στα μεταμελημένα λόγια της προς την Ανδρομάχη στη φερώνυμη τραγωδία τού Ευριπίδη η Ερμιόνη, η κόρη τής Ελένης και του Μενέλαου. Η Ανδρομάχη, η άλλοτε ευτυχισμένη σύζυγος του Τρωαδίτη ΄Εκτορα, μετά την πτώση τής Τροίας δόθηκε ως λάφυρο στον γιο τού Αχιλλέα, τον Νεοπτόλεμο, τον οποίο αναγκάστηκε να ακολουθήσει στην επιστροφή του στην Ελλάδα και μαζί του ως σκλάβα έχει αποκτήσει έναν γιο, τον Μολοσσό. Ο Νεοπτόλεμος παντρεύεται την Ερμιόνη, η οποία ζηλεύει την Ανδρομάχη, της μιλάει με μίσος και περιφρόνηση, γιατί η ίδια δεν κατάφερε να δώσει παιδί στον άντρα της, και μαζί με τον Μενέλαο σχεδιάζουν να εξοντώσουν μητέρα και παιδί ⸺ ο Νεοπτόλεμος λείπει στους Δελφούς. Τη στιγμή που ο Μενέλαος ετοιμάζεται να διαπράξει την αποτρόπαιη σφαγή, εμφανίζεται ο Πηλέας, ο παππούς τού Νεοπτόλεμου, ο οποίος σώζει την Ανδρομάχη και τον μικρό Μολοσσό. Ο Μενέλαος φεύγει, και η αλαζονική Ερμιόνη φοβούμενη μην τυχόν δεινοπαθήσει με την επιστροφή τού Νεοπτόλεμου, συνειδητοποιεί τα σφάλματά της και εκφράζει τη μεταμέλειά της για τη συμπεριφορά της απέναντι στην Ανδρομάχη, αναγνωρίζοντας και αναλύοντας την αρνητική επιρροή που είχαν επάνω της «κακές» γυναίκες που την περιέβαλλαν ⸺ ο Ευριπίδης βρίσκει την ευκαιρία να ασκήσει πάλι κριτική στο γυναικείο φύλο ⸺και καταλήγει ( στ. 950-952):

                            πρὸς τάδ’ εὖ φυλάσσετε

κλῄθροισι καὶ μοχλοῖσι δωμάτων πύλας·

ὑγιὲς γὰρ οὐδὲν αἱ θύραθεν εἴσοδοι

δρῶσιν γυναικῶν, ἀλλὰ πολλὰ καὶ κακά. 

Για όλαυτά, τις πόρτες των σπιτιών σας

να τις σφαλίζετε καλά με κλειδαριές κι αμπάρες·

γιατί οι ερχομοί των γυναικών απέξω τίποτε το καλό

δεν φέρνουνε, μόνο πολλά και μάλιστα κακά.

 

Οἱ θύραθεν με την έννοια των εχθρών· θα δούμε εδώ πώς απαντά στην τραγωδία Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας του Αισχύλου. ΄Ενας κήρυκας έρχεται προς τον Ετεοκλή, τον γιο τού Οιδίποδα και βασιλιά τής Θήβας, που πολιορκείται από τη στρατιά των Αργείων των συγκεντρωμένων από τον Πολυνείκη, τον αδελφό τού Ετεοκλή. Ο κήρυκας που είχε σταλεί να κατασκοπεύσει το εχθρικό στρατόπεδο φέρνει στον βασιλιά του τα νέα ότι ο εχθρός ετοιμάζεται να κατασκάψει την πόλη τής Θήβας με επικεφαλής επτά Αργείους στρατηγούς, που ρίχνουν κλήρο σε ποια από τις επτά πύλες τής Θήβας θα πάρει θέση ο καθένας. Τον καλεί λοιπόν να αντιπαρατάξει σε αυτούς τους καλύτερους δικούς του, αναφερόμενος, δε, στον εαυτό του εκφωνεί τούτα τα λόγια (στ. 66-68):

κἀγὼ τὰ λοιπὰ πιστὸν ἡμεροσκόπον

ὀφθαλμὸν ἕξω, καὶ σαφηνείᾳ λόγου

εἰδὼς τὰ τῶν θύραθεν ἀβλαβὴς ἔσῃ. 

κι εγώ για τα υπόλοιπα πιστό φύλακα μες στη μέρα

το μάτι μου θα έχω κι από ξεκάθαρες κουβέντες

μαθαίνοντας τα σχέδια των εχθρών θα είσαι ασφαλής.

 

Και το ενδιαφέρον, θα ήθελα να πιστεύω, ταξίδι μας στις λέξεις και μέσω αυτών στον συναρπαστικό κόσμο των αρχαίων κειμένων τελειώνει με επιστέγασμα το παρακλαυσίθυρον των ερωτευμένων.

Ο Ἐρωτικὸς τού Πλουτάρχου είναι μία συζήτηση που έγινε ανάμεσα στον Πλούταρχο και κάποιους φίλους του με θέμα τον έρωτα· πιο συγκεκριμένα, θα λέγαμε ότι πρόκειται για τη θεωρητική προσέγγιση της παιδεραστίας και του ετεροφυλόφιλου έρωτα. Αφορμή, δύο φίλοι τού Πλουτάρχου, ο Ανθεμίων και ο Πεισίας, που ήταν ερωτευμένοι με έναν όμορφο νέο, τον Βάκχωνα. Αλλά τον Βάκχωνα τον είχε ερωτευτεί και μία πολύ μεγαλύτερή του πλούσια και χήρα, η Ισμηνοδώρα, που ήθελε να τον παντρευτεί και τελικά τον απήγαγε. Οι φίλοι τού Πλουτάρχου είναι διαιρεμένοι σε δύο στρατόπεδα· οι μεν είναι υπέρ του γάμου, οι δε κατά, οι μεν υποστηρικτές της παιδεραστίας, οι δε εναντίον. Σε κάποιο σημείο τής συζήτησης, ένας από τους συνομιλητές, ο Πρωτογένης, φανατικός υποστηρικτής τής παιδεραστίας και ορκισμένος εχθρός τού γάμου, παίρνει τον λόγο αγανακτισμένος. Κοντεύουμε, λέει, να αντιστρέψουμε τα λόγια του Ησιόδου, ότι η κατάλληλη ηλικία να παντρευτείς είναι όταν είσαι ούτε πολύ νεότερος από τριάντα ετών ούτε όταν θα τα έχεις πολύ περάσει· όσο για τη γυναίκα, να είναι στον τέταρτο χρόνο τής εφηβείας της και τον πέμπτο να παντρεύεται. Κι εμείς θα δώσουμε έναν άγουρο άντρα σε μια γυναίκα τόσα χρόνια μεγαλύτερή του! Και συνεχίζει χλευαστικά (κεφ. 8):

« Ἐρᾶται γὰρ αὐτοῦ νὴ Δία καὶ κάεται »· τίς οὖν ὁ κωλύων ἐστὶ κωμάζειν  ἐπὶ

θύρας, ᾄδειν τὸ παρακλαυσίθυρον, ἀναδεῖν τὰ εἰκόνια, παγκρατιάζειν πρὸς τοὺς

ἀντεραστάς; ταῦτα γὰρ ἐρωτικά· […]

« Μα είναι ερωτευμένη μαζί του, μά τον Δία, και καίγεται γι’ αυτόν », [θα πει κάποιος]. Ποιος λοιπόν την εμποδίζει να πηγαίνει έξω από το σπίτι του σαν γλεντοκόπος, να τραγουδάει κλαψιάρικες καντάδες μπροστά στην πόρτα του, να στολίζει με στεφάνια τις εικόνες του, να χτυπιέται αλύπητα9 με τους αντεραστές; Γιατί αυτά κάνει ο ερωτευμένος· […]

 

 

 

1)Τα λόγια αυτού του στίχου απευθύνονται στον κορυφαίο τού Χορού.

2)Ο κομμός (← κόπτομαι= χτυπιέμαι ένεκα θλίψης) είναι σύντομο θρηνητικό άσμα που παρεμβάλλεται στα διαλογικά μέρη τής τραγωδίας. Το έψαλλαν ή εναλλάξ ο Χορός και ένας ή δύο υποκριτές ή ένας υποκριτή (μονῳδία) ή δύο υποκριτές (δυῳδία).

3)Δίρκη: μικρός ποταμός τής Θήβας, που πήρε το όνομά του από την ομώνυμη πηγή τής πόλης από την οποία πήγαζε.

4)Οι πόρτες στα αρχαία σπίτια άνοιγαν προς τα έξω, γι’ αυτό πριν βγουν από το σπίτι, κτυπούσαν από μέσα, για να μην τραυματίσουν ανοίγοντας την πόρτα με δύναμη κανέναν περαστικό. Αργότερα καθιερώθηκε να ανοίγουν οι πόρτες προς τα μέσα, για να μην εμποδίζεται η κυκλοφορία στους δρόμους.  Τα παράθυρα, όπου υπήρχαν, ήταν πολύ μικρά σε μέγεθος φεγγίτη, και καθώς δεν γνώριζαν το διαφανές τζάμι, αν ήθελαν να τα κλείσουν, το έκαναν με σκούρα πανιά.

5)Τους Κενταύρους, τα μυθικά διφυή όντα που δημιούργησε η φαντασία των Ελλήνων και τα τοποθετούσε στα δάση τής ΄Ηλιδας, της Αρκαδίας και κυρίως της Θεσσαλίας, τους θεωρούσαν άγριους, βίαιους, άρπαγες γυναικών και ασελγείς.

6)Διοπείθης: Αθηναίος χρησμολόγος και δημαγωγός που ρητόρευε με παράφορο μένος. ΄Ηταν εχθρός των νεωτεριστικών ιδεών τού Περικλή και με τη δική του εισήγηση ψηφίστηκε νόμος να μηνύονται όσοι δεν πίστευαν στους θεούς και δίδασκαν θεωρίες για τα υπερκόσμια. Συνέπεια αυτού του νόμου ήταν να δικαστεί και να εξοριστεί ο Αναξαγόρας.

7)Για την υπόθεση τού δράματος βλ. σχ. 1 του άρθρου μας: https://www.periou.gr/%cf%83%ce%bf%cf%86%ce%bf%ce%ba%ce%bb%ce%b7-%cf%86%ce%b9%ce%bb%ce%bf%ce%ba%cf%84%ce%ae%cf%84%ce%b7%cf%82-%cf%83%cf%84-676-717-%ce%bc%ce%b5%cf%84%ce%ac%cf%86%cf%81%ce%b1%cf%83%ce%b7-%ce%b3/

8)Λίγυες ή Λίγυρες: αρχαίος λαός εγκαταστημένος στη μεσογειακή ακτή μεταξύ των σημερινών πόλεων της Μασσαλίας και της Λα Σπέτσια, και στην ενδοχώρα των ΄Αλπεων. Στους Λίγυες οφείλει το όνομά της η Λιγυρία, η περιοχή τής ηπειρωτικής Ιταλίας.

9)Παγκρατιάζειν στο πρωτότυπο, απαρέμφατο τού ρήματος παγκρατιάζω= αγωνίζομαι στο παγκράτιο. ΄Οπως έχουμε πει, το παγκράτιο ήταν αγώνισμα μεικτό πάλης και πυγμής. Ανήκε στα πιο άγρια και βαριά αγωνίσματα, καθώς επιτρέπονταν κάθε είδους κτυπήματα και λαβές που έθεταν σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα αλλά και τη ζωή των αθλητών. Η νίκη δεν αποφασιζόταν, μέχρις ότου ο ένας από τους δύο αγωνιζομένους φονευόταν ή σήκωνε το δάκτυλο, κίνηση που δήλωνε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει τον αγώνα.

 

 

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.