You are currently viewing Για το «Χωρίς Εκείνη» της Ολβίας Παπαηλίου. Εκδ. Εύμαρος

Για το «Χωρίς Εκείνη» της Ολβίας Παπαηλίου. Εκδ. Εύμαρος

(κείμενο της συγγραφέως από την παρουσίαση του βιβλίου, που έγινε την Τρίτη 26 Μαρτίου 2024, στο βιβλιοπωλείο Επί Λέξει).

 

Το «Χωρίς Εκείνη»  είναι ο απολογισμός μιας αδερφικής σχέσης. Θα μπορούσε επίσης να είναι μια ιστορία φαντασμάτων, το χρονικό μιας πειθαρχικής διαδικασίας ή, αλλιώς, μια ελεγεία στον αποχωρισμό.

 

Αυτά διαβάζει κανείς στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, αλλά τα οπισθόφυλλα δεν λένε πάντα όλη  την αλήθεια. Αν θελήσουμε να προχωρήσουμε σε βαθύτερο επίπεδο θα δούμε ότι η ιστορία δεν είναι ποτέ μία, δύο, ή τρεις. Αντιθέτως, είναι τόσες πολλές όσες και τα μάτια των αναγνωστών.

Θα μπορούσαμε επίσης λοιπόν να πούμε ότι το θέμα του βιβλίου είναι η περιγραφή μιας σχέσης που σχεδόν είναι ένα κλειστό κύκλωμα. Ή ότι το θέμα έχει να κάνει με τις λεπτές αποχρώσεις μεταξύ των εννοιών νομή και κατοχή. Οι δύο αδελφές έχουν μια σχέση αλληλεξάρτησης που δεν θα μπορούσε ίσως να την κατανοήσει κάποιος του οποίου τα παιδικά βιώματα δεν είναι πολλαπλώς τραυματικά. Αλλά αυτές οι δύο φαίνεται να έχουν υπάρξει ο βασικός μάρτυρας η μία της άλλης, και είναι οι μόνες επιζήσασες αυτών των κοινών τους εμπειριών – ώστε είναι απολύτως απαραίτητες για την συνέχεια της ψυχικής τους επιβίωσης, ή έτσι θα μας είχαν να πιστεύουμε. Φαίνεται ότι η μεταξύ τους σχέση είναι δεδομένα σχέση προστασίας και εξουσίας, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο ποια από τις δύο προστατεύει ή εξουσιάζει την άλλη. Αν τις ρώταγε κανείς ξεχωριστά, ίσως η κάθε μία να απαντούσε πως είναι αυτή, η ίδια της, η καθ’αυτό εαυτή της, εκείνη που κρατάει τα ηνία της κατάστασης.

 

Μορφολογικά η μυθοπλαστική αφήγηση έχει τρεις τρόπους να ξεδιπλώνεται. Η πρώτη ενότητα είναι σε τριτοπρόσωπη αφήγηση και δίνει τη βάση της αδελφικής σχέσης, τα μοιρασμένα βιώματα και την μετέπειτα εξέλιξη των ζωών των δύο αδελφών. Εκεί μπορούμε να δούμε τις δυναμικές και τις παρεξηγήσεις αυτών, τις εκατέρωθεν διαφορετικές οπτικές και τις θεωρητικές ομοιότητες. Κοινή παραδοχή μοιάζει να είναι πως η μία των αδελφών, αυτή που θεωρείται “μεγαλύτερη” είναι το είδος του κοριτσιού που, αν το φωτογράφιζε κάποιος, εκείνο θα κοιτούσε κάπου έξω από τη φωτογραφία. Υπερβολικά ντροπαλή και μαζεμένη, φοράει γυαλιά που μπορεί και να μην τα χρειάζεται, δεν ξέρει να εκφράζει θυμούς -ίσως και να μην είναι καν ικανή να τους νοιώσει. Συνεπαγωγικά, δεν είναι επίσης ικανή να εκφράσει ερωτικο-σεξουαλικές επιθυμίες. Η άλλη αδελφή  είναι το είδος του κοριτσιού που, αν το ρώταγε κανείς κάτι αδιάκριτο, θα ήταν πιθανόν να απαντούσε με τη ματιά της έντονα στραμμένη προς τα ουράνια και μ’έναν μόλις καλυμμένο σαρκασμό  “Παναγία μου Σκεπαρνοκαντιλομολυβοπελεκημένη, ποιός σε σκεπαρνοκαντηλομολυβοπελέκισε”. Και έτερον ουδέν. Σιωπή ιχθύος που θα έφερνε τον αδαή αδιάκριτο σε μια πηχτή, απόλυτη αμηχανία. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε με ασφάλεια, πως το κορίτσι αυτό έχει ένα εξόχως θυμωμένο πνεύμα αλλά και μία έξοχα λεπτή επιθετικότητα.

 

Και, όπως γράφει ο γερμανός φιλέλληνας ποιητής Χαίλντερλιν στο ποίημα του με τίτλο “Στις Μοίρες”: “Το πνεύμα που μες στη ζωή δεν αναγνώρισε τον θείο του σκοπό, ούτε στον Άδη μέσα δεν γνωρίζει αναπαμό”.

 

Έτσι μιλάνε οι ποιητές – αλλά και οι ψυχοθεραπευτές μπορούν να δούνε την σαφή αναλογία: ο θείος σκοπός, το θεϊκό δικαίωμα του ανθρώπου είναι η επαν-ανακάλυψη του εαυτού, και ο μόνος τρόπος που αυτή η δικαίωση μπορεί να συμβεί, είναι μέσα από την αναγνώριση της αξίας του υποκειμένου από το ίδιο το υποκείμενο, μπροστά δηλαδή στα μάτια του εαυτού, του θεού και του σύμπαντος. Η αδελφική σχέση που έχει δημιουργηθεί μέσα από τις συνθήκες αλλεπάλληλων παρενοχλήσεων και υπερβάσεων ορίων (πατρικές καταχρήσεις, μητρική ανοχή ή απουσία, ευρύτερος οικογενειακός κύκλος) δημιουργεί στο ζεύγος των αδελφών δυνατότητες σε τάσεις αντίστασης που, αν και αρχικά φαίνονται επιτυχείς, σταδιακά χάνουν την αποδοτικότητά τους. Μέσα από μια ατυχή συγκυρία μειωμένης αποδοτικότητας αντίστασης, η μια από τις αδελφές θα βρεθεί εμπλεγμένη σε μια πειθαρχική διαδικασία  – αφού, προσπαθώντας να οριοθετήσει μια εργασιακή σχέση με κάποιον προϊστάμενο, θα υπερβεί τα εσκαμμένα των δομών ιεραρχίας. Ο εργασιακός της χώρος καθρεφτίζει και παρηχεί τις μαθητικές της εμπειρίες, ίσως να της υπενθυμίζει την σκληρότητα ενός δασκάλου της παιδικής της ηλικίας, και αυτή η παραλληλία μπορεί, εν μέρει, να ευθύνεται για τον συναισθηματικό της εκτροχιασμό. Όπως επίσης και η επιμονή του προϊσταμένου της να την αποκαλεί με λανθασμένο όνομα, ένα ακόμα φυτίλι του οποίου η ανάφλεξη ενδεχομένως να πυροδοτεί την έκρηξη που επακολουθεί. Στα παραμύθια και στους μύθους είναι δεδομένη η δύναμη που έχει το όνομα. Το να γνωρίζει κανείς το όνομα του αντιπάλου του μπορεί να είναι ένας τρόπος να νικήσει σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή αντιπαλότητας. Το να αφαιρεί ή να παραλλάζει κάποιος το όνομα ενός άλλου ισοδυναμεί με κάποιου είδους ύβρη, κάποιο χτύπημα κάτω από τη ζώνη, μια συνειδητή (ή όχι) ατιμία και προσπάθεια επιβολής. Συμβολικά είναι σαν να επιχειρείται κάποιου είδους αναίρεσης του ατόμου, ένα βαρύτατο οντολογικό αμάρτημα. Ακόμα και ένας αμνός του θεού όπως η Νουάλα υπάρχει η πιθανότητα να εξαγριωθεί από μια τέτοια αλλεπάλληλη, επίμονη και συνεχή παρενόχληση. Οι φίλοι που έχουν δει την ταινία Κάρι του Μπράιαν Ντε Πάλμα (ω, αθεόφοβή μας νιότη!) μπορεί να χαμογελάσουν και να αναγνωρίσουν τυχόν ομοιότητες…

 

Κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας που ακολουθεί, η μορφολογία του κειμένου αλλάζει και οι αφηγήσεις γίνονται πρωτοπρόσωπες. Μέσα από αυτές ο αναγνώστης αποκτά πρόσβαση σε διάφορες μαρτυρίες που έχουν ως αντικείμενό τους την περιγραφή γεγονότων σχετιζόμενων με την πενθούσα αδελφή, την Νουάλα, που επίσης δίνουν πληροφορίες για τον χαρακτήρα της. Υπάρχουν καταθέσεις του προϊστάμενου, των συναδέλφων και του βοηθητικού προσωπικού. Υπάρχουν σημειώσεις του εκπροσώπου της συνδικαλιστικής ένωσης στην οποία ανήκει η κατηγορούμενη Νουάλα, η οποία – και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε – βρίσκεται σε περίοδο πένθους. Και, άρα, είναι αρκετά ευάλωτη, απρόβλεπτη, και όχι μόνο συντετριμμένη, αλλά επίσης και σε κατάσταση αναπροσαρμογής, ακόμα και ανασύστασης. Είναι ενδιαφέρον το πώς οι άλλοι βλέπουν, και ποιά είναι η ουσία ενός ατόμου. Ίσως η λεγόμενη πραγματικότητα είναι μια συνθήκη ευμετάβλητη και σαφώς αποτελούμενη από τα επιμέρους στοιχεία των χημικών ενώσεων κάθε διαπροσωπικής συνάντησης. Η ηρωΐδα μας έχει διάφορες όψεις, που ιχνογραφούνται ανάλογα από την οπτική του εκάστοτε μάρτυρα. Η αλήθεια του προσώπου της, αν και καλόβολη, παραμένει ασαφώς αμυδρή…

 

Επιπλέον, υπάρχουν οι ημερολογιακές καταγραφές στο προσωπικό της ημερολόγιο, μέσα από οποίες, ως αναγνώστες, αποκτάμε μια προνομιακή οπτική στο τι συμβαίνει μέσα στην τρικυμισμένη ψυχή ενός ανθρώπου που πενθεί. Γιατί το πένθος, όπως αυτοί που το έχουν νοιώσει γνωρίζουν, είναι μια πολύ επίπονη, αλλά και αναγκαία διαδικασία για την συνέχιση της ζωής. Τα πένθη μπορεί να είναι απλά ή περίπλοκα. Στα απλά πένθη η διαδικασία, αν και οδυνηρή, είναι λιγότερο ψυχοφθόρα. Όμως στα περίπλοκα/ επιστημονικώς αποκαλούμενα “επιπλεγμένα” πένθη, τα οποία είναι και ιδιαιτέρως χρονοβόρα, τα συναισθήματα μοιάζουν να είναι παντελώς ακυβέρνητα και μπορούν να απειλήσουν όχι μόνο την ψυχική ισορροπία, αλλά ακόμα και την οντότητα του ατόμου. Στα επιπλεγμένα πένθη η αδυναμία του πενθούντος να διαχειριστεί το πένθος και να το “μεταβολίσει”, μπορεί να δημιουργήσει μια ψυχική κρύπτη, στην οποία διαφυλάσεται το πνεύμα του νεκρού αντικειμένου– ένα είδος ψυχικού κενοτάφιου μέσα στον ψυχισμό του ατόμου που βρίσκεται ακόμα εν ζωή. Η βασική λειτουργία του πένθους θα μπορούσε να οριστεί σαν μια διαδικασία κατά την οποία το πενθόν υποκείμενο χρειάζεται να αποδεχτεί πως το αντικείμενο της αγάπης του έχει αποχωρήσει, παίρνοντας μαζί του ένα ψυχικό δυναμικό το οποίο έχει αφαιρεθεί από τον πενθούντα. Χάνοντας κάποιον χάνουμε επίσης και κομμάτια του εαυτού μας ή, έστω, την οπτική που μας έδινε για τον εαυτό μας ο άνθρωπος που χάσαμε.  Αποδεχόμενοι τον χαμό του μπορούμε σταδιακά να τον ξαναφέρουμε πίσω από το βασίλειο των σκιών, ξανακερδίζοντας και μετουσιώνοντας τα χαμένα μας κομμάτια, ενώ ταυτόχρονα αφομοιώνουμε τις αναμνήσεις και την ουσία της σχέσης μας με τον άνθρωπο που έχει αποχωρήσει, μέσω μιας διαδικασίας ενδοβολής. Τιμούμε δηλαδή τη σχέση μας με αυτόν σαν έναν διαφορετικό από εμάς, έναν Άλλον, του οποίου η τροχιά μέσα στο Σύμπαν διαφέρει από την δική μας. Έναν άλλον πλανήτη – που μέσα στη διαφορετικότητά του από εμάς γίνεται Μοναδικός και Ανεπανάληπτος.

 

Έτσι λοιπόν λύνεται η αρρώστεια του πένθους, και έτσι έχουμε όχι μόνο αναγνωρίσει την μοναδικότητα του άλλου, αλλά επίσης και την δική μας – γιατί στην αποδοχή της διαφορετικότητας ενυπάρχει ο σεβασμός και για τους δύο πόλους του, μέχρι πρότινος, κλειστού κυκλώματος. H δυαδική σχέση μπορεί πλέον να αναγνωριστεί ως τέτοια – μια σχέση, δηλαδή, ανάμεσα σε δύο υποκείμενα, και όχι ανάμεσα σε ένα υποκείμενο και στο αντικείμενο αυτού. Η επιζήσασα Νουάλα μπορεί εφεξής με ασφάλεια να σχετιστεί με τον εαυτό της όπως και με την αγαπημένη, και συγχωρεμένη πια, αδελφή της. Στην επιτυχημένη έκβαση του πένθους της, η απόδοση του θείου δικαιώματος της αναγνώρισης μπροστά στον εαυτό έχει διπλή κατεύθυνση – έτσι μπορεί να βρει ανάπαυση η ίδια, ενώ το πνεύμα της ξανακερδισμένης, αφοσιωμένα αφομοιωμένης αδελφής, αναπαυμένο αιωρείται ως αστερόσκονη…

 

Ολβία Παπαηλίου (ψυχοθεραπεύτρια/τεχνοψυχοθεραπεύτρια).

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.