You are currently viewing Γιάννης Κολοκοτρώνης: «Η Ανοξείδωτη γλυπτική» της Χριστίνας Δουζένη
Screenshot

Γιάννης Κολοκοτρώνης: «Η Ανοξείδωτη γλυπτική» της Χριστίνας Δουζένη

Τα ανοξείδωτα γλυπτά και οι αφηγηματικές συνθέσεις της Χριστίνας Δουζένη είναι τομές συναισθηματικής και αισθητικής εξερεύνησης. Μετά τις σπουδές της στη Σχολή Καλών Τεχνών της Ρώμης και το ντεμπούτο της ως καλλιτέχνιδας το 1993 (γκαλερί Άστρα), η Δουζένη αφιέρωσε δύο δεκαετίες κατακτώντας τα παραδοσιακά μέσα της γλυπτικής στο μάρμαρο, το μπρούτζο, το ξύλο, το τσιμέντο και τον πολυεστέρα, προτού επεκτείνει τις καλλιτεχνικές της έρευνες στις δυνατότητες του ανοξείδωτου χάλυβα. Η μετάβαση στο χάλυβα, ένα κράμα σιδήρου, άνθρακα και ιδίως χρωμίου που του δίνει αντοχή στη διάβρωση, μαγνήτισε την Δουζένη τόσο για το βιομηχανικό χαρακτήρα του όσο και τη δυνατότητά του για λυρική, σχεδόν αιθέρια έκφραση. Παρόμοια, με την αρχιτεκτονική αλληλεπίδραση της μορφής και του υλικού που παρατηρείται σε κατασκευές, όπως με επιστρωμένο τιτάνιο στο Μουσείο Guggenheim στο Μπιλμπάο της Ισπανίας όπου, το υλικό γίνεται ενεργός παράγοντας στη διαμόρφωση του νοήματος και της αισθητικής εμπειρίας.

Αυτή η μετασχηματιστική φάση στην πρακτική της γλυπτικής της επέτρεψε να επαναπροσδιορίσει τον ανοξείδωτο χάλυβα, όχι απλώς ως ένα μέσον αλλά και ως ένα εννοιολογικό υλικό για τα έργα της. Ξεπερνώντας τις παραδοσιακές προσθετικές και αφαιρετικές μεθόδους γλυπτικής, άρχισε να κόβει, να συγκολλά και να καμπυλώνει το υλικό, δημιουργώντας μορφές από μεταλλικά κομμάτια. Αυτά τα πολυεπίπεδα γλυπτά ισοσταθμίζουν τη στιβαρότητα και τη γυαλάδα του μετάλλου με την ελαφρότητα που αποκτούν οι αφηγηματικές της συνθέσεις. Αντί να χρησιμοποιεί στυλό ή πινέλο για να συνθέσει, η Δουζένη βασίζεται στις γραμμές, τις καμπύλες και τα σχήματα που σχηματίζονται από τα κοψίματα του υλικού της. Αυτή η τεχνική έχει ως αποτέλεσμα μια αυθόρμητη, εκφραστική ποιότητα που θυμίζει τη διαδικασία γρήγορου σκίτσου ενός ζωγράφου – όπως τα περίφημα σκίτσα των πέντε λεπτών, όπου οι καλλιτέχνες αποτυπώνουν την ουσία ενός θέματος με γρήγορες, χειρονομιακές κινήσεις. Το αποτέλεσμα είναι τόσο άμεσο όσο και υποβλητικό, προσδίδοντας στο έργο μια ενέργεια και ρευστότητα παρόμοια με εκείνη που συναντάμε στο παραδοσιακό σκίτσο. Επιπλέον, καθώς κόβει και επανασυνδέει τα μεταλλικά κομμάτια, αναπτύσσονται πολυεπίπεδα πλέγματα μεταξύ τους, επιτρέποντας στο φως που πέφτει πάνω στις γυαλισμένες επιφάνειες του μετάλλου, να τονίσει τον όγκο του στον περιβάλλοντα χώρο.

Οι ανθρώπινες μορφές της, απαλλαγμένες από τα ατομικά χαρακτηριστικά τους, σχεδόν αφαιρετικές, μετατρέπονται σε στοχαστικούς προβληματισμούς για την ύπαρξη και την ταυτότητα. Αποφεύγοντας τον περιγραφικό ρεαλισμό, η γλύπτρια απομακρύνεται από την απεικόνιση αναγνωρίσιμων ατόμων και εστιάζει σε μια ευρύτερη, εννοιολογική ερμηνεία της ανθρώπινης κατάστασης, σαν να πρόκειται για μια διαδικασία κατακερματισμού και ανασύνθεσης. Δηλαδή, σαν έναν άλλο τρόπο να δηλώσει στο θεατή ότι, η ταυτότητα είναι ρευστή και διαμορφώνεται από την αλλαγή και την προσαρμογή παρά από σταθερά χαρακτηριστικά.

Στα μικρότερα αφηγηματικά της έργα, αποδίδει φευγαλέες, ποιητικές στιγμές καθημερινότητας,  όπως έναν παιχνιδιάρη σκύλο, ένα ζευγάρι κάτω από ένα δέντρο, ένα παιδί με σκύλο, ή μορφές γύρω από ένα δέντρο και παγκάκια του πάρκου κ.ά.. Πρόκειται για βινιέτες γλυπτικής, που προσφέρουν οικειότητα σε αντίθεση με την πυκνότητα του βιομηχανικού υλικού.  Αντιπαραθέτοντας ευαίσθητα θέματα με βιομηχανικά υλικά, η Δουζένη αναδεικνύει την αντίφαση ανάμεσα στο οργανικό και το κατασκευασμένο, το προσωπικό και το απρόσωπο. Από φιλοσοφική σκοπιά, το έργο της μπορεί να θεωρηθεί ως προσομοίωση της ανθρώπινης φύσης και της κοινωνικότητας, απεικονίζοντας τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα περιηγούνται και ενσωματώνονται στο αστικό-βιομηχανικό τοπίο.

Η τυποποίηση των ανθρώπινων μορφών μέσα σε αυτά τα δομημένα περιβάλλοντα παραπέμπει στους τρόπους με τους οποίους οι αστικοί χώροι διαμορφώνουν τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και τη συλλογική ύπαρξη. Μέσα από αυτό το πρίσμα, το έργο της Δουζένη, γίνεται ένα σχόλιο για την αλληλεπίδραση μεταξύ των ανθρώπων και του δομημένου περιβάλλοντος, τονίζοντας ότι ο αστικός χώρος δεν φιλοξενεί μόνον την ανθρώπινη δραστηριότητα αλλά την καθορίζει και την οργανώνει διακριτικά.

Σε αντίθεση με τις σκηνές κοινωνικής καθημερινότητας, η γυναικεία μορφή καθισμένη σε μια πολυθρόνα με το σκύλο δίπλα της, είναι μια σύνθεση εσωστρεφούς διαχρονικής αναμονής. Η μορφή σαν να αναλώνεται σε μια άσκοπη προσδοκία που παραπέμπει στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Samuel Beckett, υπάρχει σ’ έναν απροσδιόριστο χώρο, έξω από κάθε πλαίσιο, τοποθεσία ή ιστορική στιγμή. Παγιδευμένη σ’ ένα κύκλο παθητικής αναμονής, αποκομμένη από τον εξωτερικό κόσμο και χωρίς ατομικά χαρακτηριστικά, ούτε σημεία αναφοράς για το περιβάλλον, η μορφή γίνεται ένα σύμβολο υπαρξιακού στοχασμού.

Σε μεγαλύτερα και πιο ογκώδη έργα όπως το μεγαλοπρεπές άλογο, τα τεμαχισμένα μεταλλικά φύλλα σχηματίζουν μια ρευστή σκελετική δομή, που εντάσσεται δυναμικά στο περιβάλλον. Ο ανοξείδωτος χάλυβας, δίνει στο άλογο μια ψυχρή και άκαμπτη εμφάνιση σε αντίθεση με την οργανική ζωτικότητα που χαρακτηρίζει το ζώο. Αυτή η μετατροπή από ένα ζωντανό ον σε ένα μηχανικό αντικείμενο, πιο πολύ πρέπει να το αντιληφθούμε σαν ένα έμμεσο σχόλιο στην παρέμβαση του ανθρώπου στον φυσικό κόσμο και στην εξελισσόμενη σχέση μεταξύ ανθρώπων και ζώων στην νέα εποχή που έχει εισέλθει η ανθρωπότητα, την Ανθρωπόκαινο. Την εποχή που ορίζεται από τη βαθιά επίδραση της ανθρωπότητας στον πλανήτη, από τα μέσα του 20ού αιώνα. Το άλογο της Δουζένη είναι πολλαπλά εννοιοδοτημένο: εξερευνά τις εκφραστικές δυνατότητες του μετάλλου, είναι διαλογισμός για την απώλεια της οργανικής αυθεντικότητας σε μια μηχανοποιημένη εποχή και επιπλέον, ένας προβληματισμός για την εξελισσόμενη δυναμική μεταξύ της φύσης και των ανθρώπινων κατασκευών.

Η Νίκη της Δουζένη συγχωνεύει μυθολογικά και σύγχρονα στοιχεία. Με σαφείς αναφορές στη φτερωτή μορφή της αρχαιότητας, τη Νίκη της Σαμοθράκης, και ταυτόχρονα στη σύγχρονη έννοια του cyborg, το γλυπτό συμπυκνώνει την αποσύνθεση και την επανασύνθεση της παράδοσης μέσα σε ένα νέο πλαίσιο, για μια καινούργια εκδοχή της ανθρώπινης προόδου. Η τεχνολογική πρόοδος συνυπάρχει με τη διάβρωση της πολιτιστικής κληρονομιάς και την ανάδειξη των υβριδικών μορφών τέχνης. Η Νίκη, οργανική και μηχανική, αντιπροσωπεύει τα μεταβαλλόμενα όρια μεταξύ της ανθρωπότητας και της τεχνολογίας, της παράδοσης και του μοντερνισμού, της υλικότητας και της αφαίρεσης.

Ο Hal Foster, στο βιβλίο του The Return of the Real: the Avant-Garde at the End of the Century (1996. MIT Press) υποστηρίζει ότι η πρωτοπορία «επιστρέφει σε εμάς από το μέλλον, επανατοποθετημένη από καινοτόμες πρακτικές στο παρόν». Αυτή η παρατήρηση συμβαδίζει με τη γλυπτική διαδικασία της Δουζένη, όπου ο ανοξείδωτος χάλυβας ως υλικό δεν είναι απλά μια φυσική επιλογή αλλά ένα εννοιολογικό υπόβαθρο του έργου της. Έτσι, τα γλυπτά της Χριστίνας Δουζένη, αναδιαμορφώνουν την παράδοση μέσω των σύγχρονων υλικών. Η γειωμένη και ταυτόχρονα ρομαντική πτυχή της γλυπτικής της με την υλική και την κοινωνική πραγματικότητα δίνει ένα μεταβατικό εννοιολογικό πλαίσιο της σύγχρονης γλυπτικής στο νέο περιβάλλον που καθορίζεται μέρα με τη μέρα, όλο και πιο πολύ, από την τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ).

 

 

Γιάννης Κολοκοτρώνης
Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης Δ.Π.Θ. / Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.