Το να παίρνεις θέση υπέρ της σύγχρονης τέχνης, αποποιούμενος τη θρησκοληψία, δεν είναι άρνηση της πίστης· είναι επιβεβαίωση της ζωντανής της διάστασης. Είναι η αναγνώριση ότι το θείο δεν αποκαλύπτεται μόνο μέσω των παγιωμένων μορφών, αλλά και μέσα από την πάλη της συνείδησης με το τραύμα, τη μνήμη και το παρόν. Η τέχνη γίνεται τότε όχι αντικείμενο λατρείας, αλλά χώρος ενσυναίσθησης και πνευματικής συνάντησης, ένα πεδίο όπου η σιωπή, η αμφιβολία και η δημιουργία δεν αναιρούν την πίστη, αλλά την βαθαίνουν. Σε μια εποχή όπου η τέχνη διασταυρώνεται με την πνευματικότητα, την αγορά και τις κοινωνικές εντάσεις, οι παρεμβάσεις του Πάπα Φραγκίσκου αποκτούν ιδιαίτερη σημασία. Από δύο δημοσιεύματα στο ηλεκτρονικό περιοδικό τέχνης Hyperallergic: της Valentina Di Liscia, «Pope Francis’s Most Timeless Insights on Art and Artists»: https://hyperallergic.com/1005264/pope-franciss-most-timeless-insights-on-art-and-artists/?utm_source=ActiveCampaign&utm_medium=email&utm_content=Pope%20Francis%20s%20Timeless%20Insights%20on%20Art&utm_campaign=D042225 και του Ed Simon, «Pope Francis’s Aesthetics of Humility» https://hyperallergic.com/1005634/pope-francis-aesthetics-of-humility/ κωδικοποιώ τα παρακάτω, προς μελλοντική συγκριτική συζήτηση με τις αντίστοιχες θέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ο Φραγκίσκος, ήταν ο πρώτος Ποντίφικας που επισκέφθηκε την Μπιενάλε της Βενετίας (60ή Μπιενάλε, 2024). Εκεί, δήλωσε ότι «ο κόσμος χρειάζεται καλλιτέχνες», χαρακτηρίζοντας τη Βενετία ως «την πόλη του ασύλου» και την τέχνη ως «εργαλείο ειρηνικής συνύπαρξης». Η αντίληψή του για την τέχνη ως δύναμη που απορρίπτει τη βία και αγκαλιάζει τον «άλλον» είναι ταυτόχρονα χριστιανική και βαθιά επίκαιρη.
Για τον ρόλο των καλλιτεχνών, υποστήριξε ότι «η τέχνη μας εκπαιδεύει σε ένα στοχαστικό βλέμμα», ενώ αναγνώρισε τη δυνατότητά τους να ονειρεύονται νέες εκδοχές του κόσμου, αποκαλώντας τους «θεματοφύλακες της ομορφιάς».
Διαχώρισε την τέχνη από την αγορά. Επισήμανε ότι «η αγορά σίγουρα προωθεί και αγιοποιεί, αλλά υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να λυμαίνεται τη δημιουργικότητα, να κλέβει την αθωότητα και να υπαγορεύει τι πρέπει να γίνει». Αντίθετα, υποστήριξε ότι «η τέχνη δεν είναι πολυτέλεια αλλά μια ανάγκη του πνεύματος, πρόκληση για δράση…ένα κάλεσμα, μια κραυγή».
Αναγνώρισε το ρόλο των γυναικών καλλιτέχνιδων, αναφερόμενος σε προσωπικότητες όπως η Frida Kahlo, η Corita Kent και η Louise Bourgeois, λέγοντας: «Ελπίζω ολόψυχα ότι η σύγχρονη τέχνη μπορεί να μας ανοίξει τα μάτια, βοηθώντας μας να εκτιμήσουμε επαρκώς τη συμβολή των γυναικών ως συμπρωταγωνιστών της ανθρώπινης περιπέτειας».
Υποστήριξε τη δημιουργία νέων έργων τέχνης στο Βατικανό με κοινωνικό πρόσημο και μάλιστα για πρώτη φορά μετά τον 17ο αιώνα. Το 2019, το γλυπτό Άγγελοι χωρίς συνείδηση του Timothy Schmalz, αφιερωμένο στους πρόσφυγες και μετανάστες, τοποθετήθηκε στην Πλατεία του Αγίου Πέτρου, ως το πρώτο νέο μνημείο μετά τα έργα του Μπερνίνι. Ακολούθησε Το Καταφύγιο (2022) του ίδιου καλλιτέχνη, με το Άγιο Πνεύμα να σκεπάζει άστεγο με κουβέρτα (https://timothypaulschmalz.com/), και μια Φάτνη (2023) φιλοτεχνημένη από Παλαιστίνιους καλλιτέχνες, όπου ο Χριστός βρέφος είναι ακουμπισμένος σε κεφίγιε, ως ένδειξη αλληλεγγύης προς τους πολιορκημένους της Μέσης Ανατολής. https://hyperallergic.com/974015/vatican-removes-baby-jesus-wearing-keffiyeh-from-nativity/
Σημαντική είναι και η πρωτοβουλία του να ενεργοποιήσει τα Μουσεία του Βατικανού ως τόπους διαλόγου και ζωντανής κουλτούρας. Άνοιξε αίθουσα σύγχρονης τέχνης στη Βιβλιοθήκη του Βατικανό, δηλώνοντας πως τα μουσεία δεν πρέπει να είναι «σκονισμένες αποθήκες του παρελθόντος για την ελίτ», αλλά «χώροι φιλοξενίας, ειρήνης και πολιτισμικής συμμετοχής».
Υποστήριξε την επιστροφή των κλεμμένων αντικειμένων, αναγνωρίζοντας την ανάγκη επανόρθωσης απέναντι στην αποικιοκρατική βία. Ωστόσο, τα Μουσεία του Βατικανού έχουν δεχθεί κριτική για τη σχετική αδράνειά τους απέναντι σε αιτήματα ιθαγενών κοινοτήτων.
Στο βιβλίο του La mia idea di arte (2015), διατύπωσε την άποψη ότι η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει ως αντίσταση απέναντι στη «σύγχρονη κουλτούρα της σπατάλης», αναδεικνύοντας την πνευματική λειτουργία της τέχνης.
Η θέση αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα αν ιδωθεί υπό το πρίσμα της προσωπικής του μεταστροφής. Το 2004, ως Καρδινάλιος Χόρχε Μπεργκόλιο του Μπουένος Άιρες, είχε ζητήσει το κλείσιμο της αναδρομικής έκθεσης του León Ferrari (1920-2013), χαρακτηρίζοντας ως βλάσφημη το έργο Western and Christian Civilization (1965), στο οποίο ο Εσταυρωμένος εμφανίζεται προσαρτημένος πάνω σε αμερικανικό μαχητικό αεροσκάφος, που είναι μια αιχμηρή αλληγορία της βίας που ασκείται στο όνομα της πίστης. Η έκθεση προκάλεσε έντονη αντίδραση στους καθολικούς κύκλους της Αργεντινής, με αποτέλεσμα το προσωρινό της κλείσιμο. Στην Ελλάδα, πρόσφατα είχαμε τον βανδαλισμό έργων στην Εθνική Πινακοθήκη. (https://www.periou.gr/giannis-kolokotronis-i-apognosi-tis-thriskolipsias-o-oloklirotismos-kai-i-katastrofi-tis-technis/) Ο Ferrari, ωστόσο, παρέμεινε αμετακίνητος, δηλώνοντας το 2008, «Αυτό που με ανησυχεί είναι η ύπαρξη της κόλασης στο μυαλό τόσων ανθρώπων. Αυτή είναι η ρίζα της μισαλλοδοξίας.» (https://www.moma.org/artists/1859-leon-ferrari)
Η μετέπειτα στάση του Πάπα, υπέρ της ελευθερίας στην τέχνη και της πολυφωνίας, δεν διαγράφει εκείνη την αντίδραση, αλλά αποκαλύπτει κάτι πιο ουσιαστικό: ότι ακόμη και οι ηγεσίες της Εκκλησίας μπορούν να μετασχηματιστούν, όταν επιλέγουν να ακούν, να στοχάζονται και να συνομιλούν, αντί να καταδικάζουν.
Γιάννης Κολοκοτρώνης
Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Δυτικής Τέχνης
Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών / Δ.Π.Θ.