Μια ωραία ταινία, το ‘’Vermiglio’’ (2024) της Maura Delpero, που προβάλλεται αυτές τις μέρες στις αίθουσες, μου δίνει την ευκαιρία να καταθέσω δυο- τρεις δικές μου αλήθειες από τη μακρά εμπειρία μου ως απλού θεατή. Νομίζω ότι ο θεατής όταν επιλέγει να δει μια ταινία, επιθυμεί (ή τουλάχιστον επιθυμούσε παλιότερα) είτε να μοιραστεί με άλλους το ρίγος της σκοτεινής αίθουσας, την κοινή προσδοκία μέχρι την έναρξη της, την εύγλωττη σιωπή που ακολουθεί τους τίτλους τέλους, είτε να καταφύγει στο μοναχικό ή συντροφικό streaming, αποθαρρυμένος από τους σημερινούς θεατές του ποπ-κορν και τους εξαρτημένους από το κινητό τους. Και στις δυο περιπτώσεις επιλέγει την ταινία φέροντας αναγκαστικά μαζί του τις αποσκευές που του προσπόρισε ο βίος του: τα βιώματα του, την ηλικία του, την προσωπικότητα του, το ιδεολογικό του οπλοστάσιο, τον αισθητικό του κώδικα, την όποια σχετική ή άσχετη με το αντικείμενο παιδεία του. Τα ίδια υποκειμενικά δεδομένα θα επηρεάσουν αποφασιστικά τη θερμοκρασία της αξιολόγησης του: αν θα προσηλωθεί στην ταινία ή θα κοιτά το ρολόι του, αν θα συγκινηθεί ή θα παραμείνει ψυχρός παρατηρητής, αν θα ανοίξει ή όχι διάλογο μαζί της, αν εν τέλει θα περάσει όμορφα – όπως ο καθένας εννοεί αυτό το ‘’όμορφα’’.
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Πήγα να δω την ταινία της Delpero μετά από αρκετές εβδομάδες κινηματογραφικής αποχής, διανύοντας μια φάση ψυχολογικής κάμψης και δυσθυμίας – όπως λίγο-πολύ όλοι μας – σε μια περίοδο συναισθηματικής ξηρασίας, στείρου σχολιασμού και ατελέσφορης υπερανάλυσης των πάντων και έχοντας υπερκορεστεί τη φετινή χρονιά από άγονους κινηματογραφικούς πειραματισμούς, βεβιασμένα κοινωνικά μηνύματα και ταινίες ‘’καλές μεν αλλά…’’, που δε θα έχανα και τίποτα σπουδαίο αν δεν τις έβλεπα. Είχα ανάγκη από μια στιβαρή ταινία που ξέρει τι θέλει να πει και πώς να το πει.
Το ’’Vermiglio’’ δεν είναι μια πρωτότυπη ταινία. Δεν είναι η πρώτη φορά που το σινεμά ασχολείται με ιστορικές φάσεις μετάβασης και αλλαγών και με άκαμπτες κοινωνικές δομές που οι ίδιοι οι άνθρωποι συντηρούν· ούτε η πρώτη φορά που αναδεικνύει τον απόηχο της Μεγάλης Ιστορίας στον ψυχισμό και στις σχέσεις των ατόμων, τη δυναμική της εξουσίας σε μια απομονωμένη περίκλειστη κοινότητα, όπου τα συναισθήματα καταπιέζονται και οι επιθυμίες και ανάγκες υπονοούνται· και προφανώς δεν είναι πρωτότυπο το μοτίβο του ‘’ξένου’’ που διαταράσσει τις ισορροπίες και εκτρέπει τον προδιαγεγραμμένο ρου της ζωής των ηρώων.
Πρόκειται όμως για μια ταινία σίγουρη για τον εαυτό της, ήσυχη και στοχαστική, με υποδόρια ένταση, νηφάλια οπτική, εξαιρετική οικονομία και ροή των σκηνών, ελλειπτική αφήγηση χωρίς δραματικές κορυφώσεις. Περιγράφει τους χαρακτήρες περισσότερο με εικόνες, σιωπές, μικρές χειρονομίες και βλέμματα παρά με τον λόγο και επιλέγει να τους προσεγγίσει πάντα μέσα από τη σχέση τους με τους άλλους. Η έξοχη φωτογραφία του Mikhail Krichman, μόνιμου συνεργάτη του σπουδαίου Zvyagintsev, και η υποβλητική μουσική των Τεσσάρων Εποχών διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο· οι σκοτεινοί εσωτερικοί χώροι και τα εκπληκτικά τοπία των ιταλικών Άλπεων εικονογραφούν τις ψυχικές εναλλαγές και μεταμορφώσεις των ηρώων, ενώ η εκτύλιξη της πλοκής ακολουθεί την κυκλική ανάπτυξη του έργου του Βιβάλντι.
Απλή πλοκή, σχεδόν στοιχειώδης, χωρίς εκπλήξεις και κορυφώσεις, εστιάζει σε μια 10μελή οικογένεια που ζει στη μεταβατική ιστορική φάση του τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σε ένα απομονωμένο χωριό του ιταλικού βορρά· η δύσκολη καθημερινή πραγματικότητα είναι απόρροια της φτώχιας, της αμάθειας, της προσκόλλησης στην παράδοση, της πατριαρχικής κοινωνικής δομής και των συνεπειών της, της απουσίας προοπτικών, σε συνάρτηση με τον απόηχο των ιστορικών γεγονότων. Η άφιξη ενός στρατιώτη, λιποτάκτη από το μέτωπο, είναι ο καταλύτης που σηματοδοτεί τις γενικότερες και ειδικότερες μετατοπίσεις που η νέα εποχή, αργά αλλά σταθερά, θα επιβάλει.
Από τους τρόπους που επιλέγει η Delpero να χειριστεί το θέμα της δε μπορεί να μη θαυμάσει κανείς τη συγκρατημένη, ώριμη απόδοση του μηχανισμού της πατριαρχίας και της προσωπικότητας του ίδιου του πατέρα-πατριάρχη και τη σύνδεση αυτών των μηχανισμών με τις συνθήκες και ανάγκες της εποχής, μακριά από τις κορώνες της πολιτικής ορθότητας και του δικαιωματισμού, τις διαφορετικές, δυσδιάκριτες, επαναστάσεις των μεγαλύτερων παιδιών της οικογένειας στην διαδρομή για την αναζήτηση της προσωπικής ελευθερίας, και την επιλογή της σκηνοθέτιδας να παρουσιάσει την οικογένεια – πέρα από την έμφαση που δίνει στην ιστορία της μεγαλύτερης κόρης – αφενός ως κοινότητα, ως κοινωνικό κύτταρο, αφετέρου ως συναισθηματικό δεσμό με όλες τις δυνάμεις έλξης και απώθησης που αναπτύσσονται μεταξύ των μελών της.
Το ‘’Vemiglio’’ έφερε στο νου και την καρδιά μου τον απόηχο του κινηματογράφου των αδελφών Ταβιάνι, τον προβληματισμό τους για την κρίσιμη εποχή τους, τη σύνδεση της Ιστορίας με την ανθρώπινη συμπεριφορά, την ποιητική προσέγγιση των θεμάτων τους, την αίσθηση της ισορροπίας και πληρότητας που αφήνουν οι ταινίες τους στον θεατή – ένα σινεμά που νοσταλγώ έντονα και έχω σε τούτους τους καιρούς πολλή ανάγκη. Πώς λοιπόν να πείσω για το αντίθετο όσους θεατές βρήκαν την ταινία αργή και πλατειάζουσα, τους χαρακτήρες σχηματικούς με ασαφή κίνητρα και ανεξήγητες συμπεριφορές ή πώς να προτρέψω μελλοντικούς θεατές; Και αναρωτιέμαι, είναι άραγε απαραίτητο;




