Αίμα στις γαρδένιες
Όταν οι πολιτοφύλακες έφθασαν στο αγροτόσπιτο της μάνας Ρόσα, ήταν κιόλας μια εβδομάδα που ο Πεδρίλιο ήταν στο κρεβάτι στο κακό του χάλι από πόνο και θυμό. Οι πληγές στο μπράτσο είχαν πάρει ένα άσχημο χρώμα ώριμης ντομάτας και το χέρι πρηζόταν έτσι που έλεγες θα σκάσει. Η μόλυνση και ο πυρετός τον κατέτρωγαν και αν τον έβρισκαν εκείνοι οι καταραμένοι της πολιτοφυλακής, δεν θα τον άφηναν ζωντανό. Αυτό, αν μόνο τον σκότωναν, θα ήταν το λιγότερο! Ο Πεδρίλιο όμως ήξερε ότι, πριν τον ξεκάνουν σαν σκυλί με μια τουφεκιά ή με μια μαχαιριά στο σβέρκο καλά υπολογισμένη, για να σπάσουν τα οστά, και το κεφάλι να μείνει να κρέμεται μια από εδώ και μια από εκεί, έτσι θα ήταν εύκολο να το κόψουν και μετά να το καρφώσουν σε ένα παλούκι και να το φέρουν στο δημαρχείο του χωριού σαν τρόπαιο. Πριν λοιπόν συμβεί αυτό, ο Πεδρίλιο ήξερε ότι θα του έκαναν και άλλα χειρότερα, μιας και τα είχαν κάνει και σε άλλους. Ήξερε ότι θα τον βασάνιζαν στη φυλακή, το ήξερε και η μάνα Ρόσα, η μάνα του. Αυτό τον βασάνιζε περισσότερο απ’ όλα και του φαινόταν σαν μια πρόγευση των βασανιστηρίων που ασφαλώς θα δοκίμαζαν να κάνουν ξανά αυτοί οι βάρβαροι, αν κατάφερναν να τον πιάσουν.
Πρώτα θα του έκοβαν τα δάχτυλα των ποδιών, όπως στον Σάουλο Γκόμες, και μετά θα τον έβαζαν να περπατήσει πάνω στις πέτρες της αυλής. Και μετά ποιος ξέρει, θα τον κρέμαγαν από τα χέρια για να τον μαστιγώσουν γυμνό, ενώ με τις ξιφολόγχες αυτά τα σκυλιά θα διασκέδαζαν ανοίγοντάς του τρύπες στο κορμί. Και αλλοίμονο, δόλια μάνα Ρόσα, αν την υποχρέωναν δια της βίας και με κλωτσιές να παραστεί στο θέαμα, όπως η δύστυχη Μαρία ντελ Κάρμεν Βάργκας που έχασε τα λογικά της επί τόπου και αναγκάστηκαν να την πάρουν από το χωριό για το τρελοκομείο. Α! Όχι. Δεν θα καθόταν να τον πιάσουν. Ήταν σκληρό καρύδι αυτός .
Οι πολιτοφύλακες όμως έρχονταν. Η μάνα Ρόσα τους διέκρινε από το μικρό λόφο, που το απόγευμα σκίαζε τη μια πλευρά του σπιτιού, και κατέβηκε τρέχοντας να ειδοποιήσει τον Πεδρίλιο. Το πρόσωπο της γυναίκας είχε γίνει σταχτί, είχε πάρει το χρώμα της καρβουνόσκονης που αφήνει το ξύλο, όταν έχει πια σβήσει μισοκαμμένο πάνω στην παραστιά του τζακιού. «Έρχονται, εδώ, εδώ έρχονται!», φώναξε. Ο Πεδρίλιο δυσκολεύτηκε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Ο πυρετός, σαν ένας ύπουλος εχθρός, πολέμαγε να τον γονατίσει. Εκείνος όμως ήταν παλληκάρι εικοσιπέντε χρόνων, δηλαδή παλληκάρι ζόρικο και δυνατό, κι αν τον έλεγαν Πεδρίλιο ήταν μόνο για αστείο, από αληθινή ευχαρίστηση για την αντίθεση ανάμεσα στο σφρίγος του ξωμάχου και το υποκοριστικό με το οποίο τον φώναζε η μητέρα του από μικρόν. Το λερωμένο πανί που του χρησίμευε σαν ιμάντας για το πληγωμένο του μπράτσο έπεσε στο πάτωμα και το χέρι χάνοντας αυτό το στήριγμα, έγινε απίστευτα βαρύ και με αφόρητο πόνο. Στο πρόσωπό του φαινόταν το μαρτύριό του. Μια φοβερή βλαστήμια του ξέφυγε και η μάνα Ρόσα με χέρια που έτρεμαν ξανάδεσε το πανί πίσω στο λαιμό. «Γρήγορα μάνα, δος μου ένα από τα όπλα». Είχε δυο, γεμάτα, κάτω από το κρεβάτι. Εκείνη τράβηξε το ένα, το κρέμασε στον ώμο του καλού χεριού του γιου της και άνοιξε την πόρτα. Το διάφανο φως του απογεύματος μπήκε χωρίς τίποτα να το εμποδίζει και μαζί του, από τον άνεμο φερμένο, το εξαίσιο άρωμα από τους καλαμιώνες. Η γη τους ήταν γη για ζαχαροκάλαμο και καφεόδενδρα, για πορτοκαλιές και γαρδένιες, για τις γαρδένιες που καλλιεργούσε η μάνα Ρόσα.
Ο Πεδρίλιο βγήκε ακουμπώντας στον τοίχο της πλιθόκτιστης μάντρας. Έκανε μεγάλη προσπάθεια να ορθώσει το κορμί του και σιγά σιγά άνοιξε το βήμα. Η μάνα Ρόσα έμεινε να στέκεται στην πόρτα. Ο ήλιος έπεφτε στα ορθάνοιχτα μάτια της. Έμοιαζε με φιγούρα ελαιογραφίας, με τη μαύρη αφάνα των μαλλιών της χωρισμένη στα δυο, το στήθος ψηλά να πάλλεται κάτω από τη ντρίλινη μπλούζα της, τα χέρια πάνω στις φαρδιές λαγόνες της, το φόβο και την πίκρα διάχυτα στο πρόσωπό της. Τον είδε να χάνεται πιο πέρα από τα καλάμια, πιο πέρα από τα καφεόδενδρα, πιο πέρα από την τελευταία λόχμη των θάμνων.
Οι πολιτοφύλακες όμως κατέφτασαν. Από το σημείο που τους είδε η μάνα Ρόσα ως το σπίτι, ήταν μόλις πέντε με οχτώ λεπτά δρόμος. Πιθανόν να πέρασαν δέκα όταν, σε απόσταση ενός μέτρου από την πόρτα, τους πήρε το μάτι της με τις κάνες των τριών όπλων στραμμένες πάνω της. Η μάνα Ρόσα είχε πρόφτασει ωστόσο να τα τακτοποιήσει όλα: το κρεβάτι και την κουζίνα. Δεν παραμέρισε το τουφέκι που είχε αφήσει ο Πεδρίλιο. Άφησε μόνο το ξεβαμμένο κάλυμμα του κρεβατιού, να πέσει λίγο ακόμα προς το πάτωμα, για να κρύψει το όπλο. Το έκανε χωρίς να ξέρει γιατί, αφού η ίδια δεν σκόπευε να προβάλλει καμιά αντίσταση. «Αν θέλουν να με σκοτώσουν, ας με σκοτώσουν ,ο Θεός ξέρει». Τόσες άλλες μανάδες Ρόσες είχαν πεθάνει έτσι τους τελευταίους μήνες που η ίδια βέβαια δεν θα ήταν δα κάτι πρωτοφανές. Νεκρές ήταν η Κάρμεν και το κοριτσάκι η Λουίσα και η γριά Ροσάριο, η κουμπάρα της, η νονά του Πεδρίλιο. Τι το σπουδαίο λοιπόν; Και το σημαντικότερο, ενώ θα την σκότωναν, θα έδιναν οι πολιτοφύλακες λίγη ακόμα ώρα στον Πεδρίλιο για να ξεφύγει. Ο θάνατος διάβαινε τώρα σε όλη την περιοχή, κάποιες φορές με την κυβερνητική στολή και άλλες χωρίς στολή. Σκότωναν οι μεν τους δε εδώ και μήνες. Ο Πεδρίλιο είχε μπει στο « πανηγύρι» όπως και οι δικοί του. Και βέβαια είχε πάρει και ο Πεδρίλιο κάμποσες ζωές από εκείνες με τις παρδαλές στολές, με τις σφαίρες και το μαχαίρι στη ζώνη. Τούτο το πράγμα φαινόταν της μάνας Ρόσας κατάρα από τον ουρανό. Αλλά, διάολε, τίποτα δεν κερδιζόταν με παρακάλια. Εκείνη δεν καταλάβαινε γρι από πολιτική και όταν ο Πεδρίλιο θέλησε να της εξηγήσει, η μάνα Ρόσα του είπε πως καλύτερα να βάδιζε στο δρόμο του Θεού και να μην ανακατευόταν σε τίποτα. Όμως ο Πεδρίλιο είχε μπει πια στο χορό. «Αν κάποιος δεν προλάβει να σκοτώσει, τον σκοτώνουν». Κάτι τέτοιο της είπε και η μαμά Ρόσα παραιτήθηκε.
Τώρα πια τι να κάνει. Μπροστά της στέκονταν οι πολιτοφύλακες. «Θα μπορούσε άραγε να περπατήσει ακόμα ο Πεδρίλιο;» «Ο πόνος δεν θα σταματούσε μέχρι να σωριαστεί». «Και τούτοι εδώ θα ξεμπέρδευαν μαζί του;» Η μάνα Ρόσα τους κοίταζε και ένιωθε να σβήνει. «Γιατί δεν πυροβολούν;». «Έπρεπε να είμαι πια νεκρή». «Θεέ μου! Θεέ μου!».Τίποτα. Εκείνη περιέργως ήταν ζωντανή μπροστά στις κάνες των τουφεκιών και μπροστά σε εκείνα τα καθόλου κακόβουλα πρόσωπα. «Είναι σαν τον Πεδρίλιο μου». «Τόσο νέοι όσο ο Πεδρίλιο μου». Προχώρησαν. «Τώρα θα πυροβολήσουν». «Συγχώρα με Θεέ μου, Μεγαλοδύναμε». Ένας από αυτούς της φώναξε: «Ακίνητη γριά!», και σημαδεύοντας με το όπλο που κρατούσε στο ένα χέρι, τη χτύπησε στο πρόσωπο με το άλλο. Η μάνα Ρόσα έφερε τα χέρια της στο πρόσωπο και τα κατέβασε γεμάτα αίμα . Αμέσως της ήρθε στο νου ότι προς τη μεριά της βρισκόταν ριγμένο το κοντάκι του τουφεκιού. Έπεσε κάτω και εκεί επάνω στο χρησμένο με χώμα πάτωμα που της φάνηκε ζεστό και υγρό, την κάρφωσε κλωτσώντας την στο στήθος κοντά η μύτη μιας μπότας μια, δυο, τρεις φορές. Δόλια μάνα Ρόσα! Ο φοβερός πόνος που παρέλυσε όλο της το σώμα δεν την εμπόδισε να θυμηθεί ότι είχε δει πολλές φορές να κακομεταχειρίζονται έτσι οι εργάτες τα γουρούνια και τα σκυλιά στα χωριά. Αυτή τώρα δεν ήταν τίποτα καλύτερο από τα γουρούνια και τα σκυλιά. Οι τρεις άντρες την έπιασαν στην κάσα της πόρτας. Ένας απ’ αυτούς φώναξε: « Το γιο σου σκύλα, παράδωσέ τον αλλιώς σε σκοτώνουμε». Φοβούνταν να μπουν στο σπίτι. Πέρασαν μερικά λεπτά και κατόπιν ένας αναστεναγμός ακούστηκε. «Δεν υπάρχει κανένας, δεν είναι κανένας εδώ», τους φώναξε η μάνα Ρόσα, «σκοτώστε με, σκοτώστε με». Οι άντρες μπήκαν στο σπίτι και η μάνα Ρόσα σύρθηκε και τους ακολούθησε. Γύρισαν να την κοιτάξουν και εκείνος που φαινόταν πιο ευέξαπτος παρατηρούσε το σώμα της μάνας Ρόσα. «Προσοχή στη γριά. Αυτή ξέρει προς τα πού έχει πάει», είπε ένας άλλος. Και τότε ακούστηκε απ΄έξω, από μακριά ένας πυροβολισμός. Οι τρεις πολιτοφύλακες έτρεξαν έξω από το σπίτι με τα όπλα προτεταμμένα. H μάνα Ρόσα έπεφτε λιπόθυμη, όμως μέσα στην ομίχλη των αισθήσεών της τής φάνηκε πως ένας καινούργιος πυροβολισμός ακουγόταν, πιο κοντά, όχι τόσο μακριά. «Είναι ο Πεδρίλιο», σκέφτηκε. Και το κεφάλι με τη μαύρη αφάνα των μαλλιών χωρισμένη στα δυο, και ματωμένη τώρα, έπεσε στο πάτωμα.
Όμως οι πολιτοφύλακες ξαναγύρισαν. Όταν η μάνα Ρόσα βρήκε τις αισθήσεις της και μπόρεσε πάλι να σηκωθεί, πίστεψε πως ο Θεός δεν ήταν καθόλου σπλαχνικός μαζί της, αφού της επέτρεπε να ζει για να δει αυτό που τώρα έβλεπε. Ο Πεδρίλιο είχε κυνηγηθεί από τους πολιτοφύλακες. Εκείνος μάλλον είχε πυροβολήσει στον αέρα για να τους αποσπάσει την προσοχή και να την σώσει. Και τώρα εδώ στην πορτοκαλιά που στόλιζε τον κηπάκο αντικριστά στην πόρτα της εισόδου ήταν κρεμασμένος από τις παλάμες, σαν σφάγιο, οι πλάτες γυμνές, χαρακωμένες να τρέχουν αίμα… Η κραυγή της μάνας Ρόσα έκανε να στρέψει το πρόσωπό του ο ένας από τους τρεις πολιτοφύλακες. «Αυτό ήταν που άξιζε ο γιος της σκύλας». « Και λίγο είναι, γριά π…» γαύγισε αυτός που στεκόταν σκουπίζοντας πάνω στον αραιό θάμνο τη ματωμένη ζώνη. Η μάνα Ρόσα έβλεπε στον ήλιο του απογεύματος να αστράφτουν σαν μια πληγή εκείνες οι δυνατές πλάτες του γίγαντα Πεδρίλιο που είχε από την κοιλιά της βγει μια νύχτα, μικρούλης,τόσος δα και εύθραυστος. Να τώρα ο Πεδρίλιο, χειρότερος κι από γδαρμένο σκυλί. «Συγχώρα με Θεέ μου,… σαν το Χριστό». Ξέχασε τους δικούς της πόνους. Δεν ένιωθε το δικό της σώμα αλλά το σώμα του Πεδρίλιο της. Ήταν σαν εκείνες οι πλάτες να ήταν η δική της σάρκα. Όχι δεν ήταν οι δικοί της πόνοι αλλά εκείνου, του Πεδρίλιο, οι πόνοι που έγδερναν τις σάρκες και την ψυχή και που αντανακλούσαν και έφταναν σε εκείνη.
Δόλια μάνα Ρόσα με την ωραία χωρίστρα στα μαύρα σου μαλλιά, με τη βιβλική μορφή της αγρότισσας μάνας που τώρα σου κρέμονται δυο άδεια χέρια, απελπισμένα και τραγικά. « Και δεν μένει γρια π…» να ουρλιάζει ξανά ο πολιτοφύλακας και την ίδια στιγμή έκανε να σφυρίξει το μαστίγιο στον αέρα πριν πέσει ξανά και ξανά στην πλάτη του παλληκαριού. Ακούστηκε ένα βογγητό σαν ζώου λίγο πριν ξεψυχήσει, ένα παράπονο βουβό, αρχέγονο που έμοιαζε να έρχεται από τα απώτερα βάθη της Ζωής, από τα αβυσσαλέα έγκατα της ύπαρξης. «Και δεν μένει…» μούγγρισε και πάλι η φωνή.
Η μάνα Ρόσα ένιωσε πως και αυτή, κρεμασμένη όπως ο Πεδρίλιο, ταλαντευόταν πέρα δώθε. Και πήγε να πέσει ξανά στο χώμα. «Παναγία Παρθένα βοήθα με». Το στήθος της συνταραζόταν από αναφιλητά. Ακουγόταν ξανά το μαστίγωμα. « Άθλιοι, άθλιοι έπρεπε να τον σκοτώνατε καλύτερα». Και η μάνα Ρόσα θυμήθηκε τότε ότι εκεί, κάτω από το κρεβάτι, βρισκόταν το άλλο τουφέκι του Πεδρίλιο. Ναι. Η Παρθένος των Πόνων την είχε ακούσει.
Η πρώτη τουφεκιά αστόχησε και βρήκε ένα μέρος από τη φυλλωσιά του δέντρου. Αλλά η δεύτερη πέτυχε το βασανισμένο και αιμόφυρτο κορμί στην πλάτη παίρνοντας του για πάντα τον πόνο και τη ζωή. Η μάνα Ρόσα σωριάστηκε στο πάτωμα με το όπλο στα χέρια. Κειτόταν εδώ με το κεφάλι πάνω στη γη. Ένα κεφάλι σαν ζωγραφιά, με την μαύρη αφάνα των μαλλιών της χωρισμένη στα δυο.
Ευμορφία Μαντζαβίνου, Χολαργός 7/1/2021.