29D
Σ’ εμένανε ο Πλούτος ⸺ αφού, μωρέ, είναι θεόστραβος 2⸺
ποτέ στο καλυβάκι μου δεν ήρθε να μου πει:
« Ιππώνακτα, τριάντα μνες 3 σού δίνω ασημένιες
κι άλλα πολλά περίμενε». Βλέπεις, χαμένα τα ’χει τα μυαλά του!
1D
Δύο είναι οι πιο γλυκές ημέρες της γυναίκας:
τότε που κάποιος την παντρεύεται
κι όταν νεκρή για θάψιμο την πάει.
79D
Αχ και να ’χα μια παρθένα όμορφη και τρυφερούλα!
77D. (σχ. 4)
Μούσα, ψάλλε μου του Ευρυμέδοντα τον γιο,
τη θαλασσορουφήχτρα,
ετούτη τη μαχαίρα που μέσα στην κοιλιά δουλεύει,
αυτόν που τρώει δίχως ευπρέπεια,
πώς λιθοβολημένος κακό θάνατο θε νά βρει
με του λαού απόφαση πλάι στης απέραντης της θάλασσας
τ’ αμμουδερό ακρογιάλι.
P.Oxy.2174fr. 16
] χάμω, πάνω στο στρώμα από ψαθί,
] αφού πετάξαμε τα ρούχα,
] δαγκώναμε, φιλούσαμε,
] μέσ’ απ’ τις πόρτες βλέποντας
] μήπως και μας τσακώσει
] τσίτσιδους,
] κι εκείνη όλο ανέβαινε
] κι εγώ τηνε πηδούσα […] και
] μπρος πίσω τηνε τράβαγα πάνω στην ψηλωσιά μου
σαν να ’τριβα λουκάνικο,
] λέγοντας για τον Βούπαλο να πάει να σκάσει, να πλαντάξει,
] κι αυτή αμέσως μ’ έσπρωξε και έγινε πλημμύρα,
] και πιάσαμε δουλειά,
] κι εγώ αφήνοντας σαν ζαρωμένο το πανί του καραβιού να πέσει
]… σφάζοντας …
Pap. Argentorat. Sitz. b. Berl. Akad. 1899.857 (σχ. 5)
[…………………….]
Στο κύμα έρμαιο πλανώμενος·
και στη Σαλμυδησσό 6 είθε γυμνό να τονε πιάσουνε χαρούμενοι
οι Θράκες με το μαλλί τους μεσοκέφαλα 7
⸺ εκεί πολλά βάσανα να τονε πνίξουν
ψωμί τρώγοντας σκλάβου ⸺
κι από το κρύο να παγώνει ελόγου του· και έξω απ’ τον αφρό
φύκια πολλά να τον κατασκεπάζουν,
τα δόντια του να κροταλίζει σαν σκυλί
πεσμένος μπρούμυτα από την ανημπόρια
στην άκρη του γιαλού […]
Αυτά θα ήθελα να δω γι’ αυτόν που με αδίκησε
και ποδοπάτησε τους όρκους,
μόλο που πριν ήτανε φίλος.
1)Λυρικός ποιητής, ιαμβογράφος, που έζησε στα μέσα του 6ου αι. π. Χ (περ. 560-500). Για τη ζωή του ελάχιστα γνωρίζουμε. Καταγόταν από την ΄Εφεσο, που όμως την εγκατέλειψε για πολιτικούς λόγους, όταν η εξουσία της πόλης περιήλθε στα χέρια τυράννων. Πηγαίνει στις Κλαζομενές και έκτοτε ζει εξόριστος και περιπλανώμενος μέσα σε έσχατη φτώχεια και εξαθλίωση, όπως μαρτυρούν τα ποιήματά του, γεγονός που τον κάνει ιδιαίτερα σκωπτικό και εριστικό. Η ποίησή του είναι απόλυτα αυτοβιογραφική και ρεαλιστική. Περιγράφει τις εμπειρίες της αξιοθρήνητης ζωής του και καταφέρεται εναντίον των εχθρών του εντυπωσιάζοντας με τη δηκτικότητα της σάτιρας, το ξεχωριστό υπόγειο χιούμορ του και την αχαλίνωτη αθυροστομία του, που κορυφώνεται σε ασελγείς λέξεις και περιγραφές. Ένα πρόσωπο που γίνεται συχνά στόχος των σαρκαστικών ιάμβων του είναι ο γλύπτης Βούπαλος. Λέγεται πως ο ποιητής είχε εξοργιστεί εναντίον του, γιατί ο Βούπαλος μαζί με τον αδελφό του τον απεικόνισε τονίζοντας υπερβολικά την ασχήμια του. Φαίνεται όμως πως η πραγματική αιτία ήταν η ερωτική αντιζηλία τους για μία γυναίκα, την Αρήτη. Από τα έργα του σώζονται, δυστυχώς, λίγα αποσπάσματα και πλήθος σπαραγμάτων.
2)Το θέμα του τυφλού Πλούτου θα το πραγματευθεί αργότερα στην ομώνυμη κωμωδία του ο Αριστοφάνης.
3)Μνᾶ: νόμισμα που ισοδυναμούσε με 100 αττικές δραχμές. Οι τριάντα μνες ήταν τεράστιο ποσό· για να αντιληφθεί κανείς την αξία της δραχμής την εποχή τού Ιππώνακτα, αρκεί να αναφέρουμε ότι 1 δραχμή κόστιζε τότε ένα πρόβατο.
4)Ο ποιητής βάσει αυτού του αποσπάσματος στο οποίο σατιρίζει έναν λαίμαργο, θεωρήθηκε ο εμπνευστής τής παρωδίας. Στους στίχους του παρωδεί το ύφος τού Ομήρου, χρησιμοποιώντας και το δακτυλικό εξάμετρο και φράσεις ομηρικές, όπως τη γνωστή επίκληση στην αρχή τής Οδύσσειας, Ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα […]· κακὸν οἶτον ὄλλυσθαι (πέμπτος στίχος της μετάφρασης)· παρὰ θῖν’ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο (τελευταίος στίχος της μετάφρασης)
5)Υπάρχει η άποψη ότι ποιητής αυτού του αποσπάσματος είναι ο Αρχίλοχος. Εάν ανήκει στον Ιππώνακτα, ο αδικητής, για τον οποίον γίνεται λόγος, είναι ο Βούπαλος.
6)Η Σαλμυδησσός ήταν πόλη τής Θράκης.
7)Οι Θράκες συνήθιζαν να ξυρίζουν όλο το κεφάλι τους εκτός από την κορυφή του.