Όταν μία ταξιδιωτική περιήγηση γίνεται εμπειρία ζωής και αφορμή συγγραφής
Οι Κορσικανοί Αδελφοί είναι ένα μυθιστόρημα που, ενώ εδράζεται σε ένα μοναδικό γεγονός, αυτό της άρρηκτης σχέσης των δύο Κορσικανών αδερφών και της τελικής εκδίκησης του ενός για τον φόνο του άλλου, μπορεί και εξακτινώνεται σε πλήθος θεμάτων, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν τον κοινωνικό και πολιτιστικό ιστό των δύο κοινωνιών που συμμετέχουν ως τοπικά κέντρα της πλοκής, της Κορσικής και του Παρισιού. Παράλληλα, η τεχνική του Δουμά συμπυκνώνει τεχνικές εξαιρετικής ηθογράφησης προσώπων, βαθιάς ψυχογράφησης ηρώων, εφαρμοσμένες μέσα από τη δεξιοτεχνία ενός φλανέρ (flânerie).
Η ιστορία ξεδιπλώνεται υπό τη ματιά ενός πρωτοπρόσωπου αφηγητή-ταξιδευτή, ο οποίος στο πρώτο μέρος της αποτελεί τον βασικό ήρωα, που καταγράφει βήμα βήμα το ταξίδι στην Κορσική, ανακαλώντας τα λόγια του Μπωντλαίρ για τα χαρακτηριστικά του φλανέρ: «Φλανέρ είναι ο λάτρης της ζωής που κάνει ολόκληρο τον κόσμο οικογένειά του… O φλανέρ είναι μια τεράστια δεξαμενή ηλεκτρικής ενέργειας. Ακόμη θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένας καθρέφτη απέραντος που γεμίζει από την εικόνα του πλήθους. Ένα καλειδοσκόπιο προικισμένο με συνείδηση, που ανταποκρίνεται σε κάθε μία από τις κινήσεις του και αναπαράγει την πολλαπλότητα της ζωής». Ή ακόμη περισσότερο τον χαρακτηρισμό του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, που απέδωσε στον φλανέρ «τη γαστρονομία του ματιού». Και πράγματι, χορτάτος νιώθει ο αναγνώστης από τις εικόνες και τις μυρωδιές που αποπνέει η περιήγηση του Δουμά στους δρόμους της Κορσικής και του Παρισιού. Μπορεί ο καθαρόαιμος φλανέρ να καταγράφει σκηνές από μια πεζοπορία, πλάνης μέσα στην πλάνη του, αλλά και ο Δουμάς κατορθώνει και αποδίδει τον παλμό του τόπου, εστιάζοντας στη λεπτομέρεια ακόμη και πάνω σε ρόδες ή σε άλογα, πολύ κοντά στην τεχνική του Μητσάκη στα Αφηγήματα και Ταξιδιωτικές Εντυπώσεις.
Η αρχή του κειμένου δεν παραπέμπει καθόλου στο είδος του μυθιστορήματος που θα ακολουθήσει: «Στις αρχές του Μάρτη του έτους 1841, ταξίδευα στην Κορσική. Δεν υπάρχει τίποτα πιο γραφικό και πιο άνετο από ένα ταξίδι στην Κορσική: επιβιβαστήκαμε στην Τουλόν· σε είκοσι ώρες είμαστε στο Αιάκειο και σε είκοσι τέσσερεις ώρες στην Μπαστιά». Σε αυτό το αρχικό κεφάλαιο, όπου ο αφηγητής φιλοξενείται στο σπίτι των Φράντσι, από τη μητέρα της οικογένειας και τον ένα από τα δύο αδέρφια, τον Λουί, παρελαύνουν μπροστά στα μάτια του αναγνώστη όλες οι τυπικές συνήθειες του τόπου, συνήθειες που αφορούν τις αρχές της φιλοξενίας, της ενδυμασίας, αλλά και τη βεντέτα που καλά κρατεί στα εκεί μέρη και σκιάζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Αφηγητής και αναγνώστης αντλούν πληροφορίες για τον πνευματικό κόσμο της εποχής, για τους μεγάλους ανθρώπους των γραμμάτων της Γαλλίας, για σημαντικά ιστορικά γεγονότα και για σπουδαία ιστορικά πρόσωπα, για την ιστορία δρόμων, τοπωνυμίων, ανθρώπων, συλλέγοντας ένα τόσο μεγάλο πλήθος από εγκυκλοπαιδικές γνώσεις που, πέρα από την ενίσχυση της γνώσης του συγκείμενου, ικανοποιούν τη φυσική περιέργεια για μάθηση.
Σε αυτό το μέρος του μυθιστορήματος ο αναγνώστης γνωρίζει το έναν από τους δύο κομβικούς ήρωες, τον έναν από τα δύο παιδιά της οικογένειας Φράντσι, που αν και δίδυμα ‒εκτός από το μεγάλο δέσιμο που τα διακρίνει‒, χαρακτηρίζονται από μια μεγάλη αντίθεση. Ο Λουί δεν μπορεί να αφήσει τον τόπο του και την αγριότητα της ζωής στην ύπαιθρο («Είμαι ένα προϊόν του νησιού, όπως η πράσινη βελανιδιά και η ρόδινη πικροδάφνη· έχω ανάγκη από ετούτη την ατμόσφαιρα την γεμάτη από αρώματα της θάλασσας και από ανάσες του βουνού· μου αρέσει να διασχίζω χειμάρρους, να σκαρφαλώνω βράχια, να εξερευνώ δάση· έχω ανάγκη αυτό το περιβάλλον, έχω ανάγκη την ελευθερία· αν με πήγαιναν σε μια πόλη μου φαίνεται ότι θα πέθαινα εκεί», σελ. 40), την ίδια στιγμή που ο αδερφός του, Λυσιέν, δεν μπορεί να αφήσει την κοσμική ζωή ενός νομικού στο Παρίσι. Ο σκληρός Λουί, γέννημα-θρέμμα της Κορσικής, παιδί της φύσης, λάτρης του κυνηγιού και τεχνίτης στον χειρισμό όπλων αποτελεί το αντίστροφο ανάλογο του Λυσιέν, που αγαπά την τρυφηλή ζωή στον πνευματικό κόσμο της γαλλικής διανόησης και που, φυσικά, δεν έχει καμιά επαφή με τα όπλα. Και, ασφαλώς, μια καλή πλοκή, όπως αυτή που υφαίνει ο Δουμάς, φέρνει αντιμέτωπο τον Λυσιέν με την ανάγκη να υπερασπιστεί τον εαυτό του σε μια μονομαχία όπλων, με λογικό επακόλουθο τον θάνατό του και, ακόμη πιο λογικό επακόλουθο, τον φόνο του φονιά του Λυσιέν από τον Λουί, ο οποίος χειρίζεται αφενός επιδέξια τα όπλα, αφετέρου δεν μπόρεσε να σώσει το άλλο του μισό παρά μόνο να εκδικηθεί για αυτό.
Τα δυο αδέρφια τα ενώνει αφενός το σωματικό δέσιμο που είχαν τη στιγμή που γεννήθηκαν και που σφράγισε ανεξίτηλα τη σχέση αυτή και, παράλληλα, το γεγονός ότι τους εμφανίζονται κοινά όνειρα ‒με πρωταγωνιστή τον από καιρό εκλιπόντα πατέρα‒, που προδιαγράφουν όσα θα συμβούν. Από την άλλη τα δύο αδέρφια τα χωρίζει ο τόπος και ο τρόπος ζωής. Αυτές τις συνδέσεις και αυτές τις αποκλίσεις επιδέξια χειρίζεται ο συγγραφέας και αφηγητής, προκειμένου να υφάνει μια πλοκή που ξεκινά από ένα περιηγητικό κείμενο, για να καταλήξει σε ένα ρομαντικό ιπποτικό μυθιστόρημα, με τον ίδιο να κινεί τα νήματα της εξέλιξης, τόσο ως συγγραφέας όσο και ως μάρτυρας. Αρμός, λοιπόν, στη μεταξύ των αδερφών σύγκλιση και τρόπος προσέγγισης των μεταξύ τους αποκλίσεων, ο Αλέξανδρος Δουμάς, με τον ρόλο τού παντού και πάντα παριστάμενου και του μεταφορέα επιστολών μεταξύ των αδερφών. Το ψευδές περιεχόμενο σχετικά με τον τρόπο του θανάτου του Λυσιέν έρχεται να αποκαταστήσει ένα ακόμη συγγραφικό τέχνασμα: η τηλεπάθεια μεταξύ των αδερφών.
Η τηλεπαθητική σχέση των δύο αδερφών περιλαμβάνει και την εμφάνιση του νεκρού πατέρα, ο οποίος θα γνωστοποιήσει την αλήθεια στον Λουί ‒ο Λυσιέν δεν πέθανε από εγκεφαλίτιδα όπως ο ίδιος ήθελε να νομίζει η οικογένειά του, αλλά σε μια οπλομαχία για μία γυναίκα‒ και θα τον ωθήσει στη δίκαιη εκδίκηση για τον φόνο του αδερφού του. Αυτός είναι και ο λόγος για να λάβει χώρα μία δεύτερη οπλομαχία, μεταξύ του Λουί και του Σατώ-Ρενώ, ο οποίος υπήρξε και ο άνθρωπος που έδωσε τέλος στη ζωή του Λυσιέν. Έτσι, επισφραγίζεται η αδερφική αγάπη. Έτσι, γεφυρώνονται οι αντιθέσεις, πάνω στο νήμα του κοινού αίματος, της κοινής ηθικής, του κοινού αξιακού κώδικα της Κορσικής. Έτσι, το κοινό γονίδιο του σώματος και του τόπου υπερισχύει σε σχέση αυτού του χαρακτήρα και των επιλογών.
Πάνω και πέρα από τα κομβικά σημεία της πλοκής, το μυθιστόρημα Οι Κορσικανοί Αδελφοί αποτελεί ένα οδοιπορικό στους γεωγραφικούς μα περισσότερο στους ανθρώπινους τόπους. Ο θεσμός της βεντέτας και το λύσιμο των διαφορών με τα όπλα συνιστά μία πρακτική αφενός αναχρονιστική για τον σύγχρονο αναγνώστη αφετέρου αναγκαία για να φωτίσει τις αξίες μιας άλλης εποχής, στην οποία οι άνθρωποι έλυναν τις διαφορές τους κατά πρόσωπο. Μπορεί να είναι ένας τρόπος βάναυσος, αποτρόπαιος και σκληρός, δεν παύει, ωστόσο, να επαφίεται σε έναν κώδικα τιμής πολύ ειλικρινή ‒ αδιανόητο για τον σύγχρονο «πολιτισμένο» κόσμο, αλλά ειλικρινή.
Ο δε λιτός λόγος του Δουμά, η ακρίβεια των περιγραφών και η δραματική παρουσίαση των ηρώων σε συνδυασμό με τον τόνο μαρτυρίας που προσδίδει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αποτελεί μία εξαιρετική μαθητεία για τη συγγραφή μυθιστορημάτων που εστιάζουν στην ουσία κι αποφεύγουν τη φλυαρία με την οποία γεμίζουν σήμερα με ανιαρό τρόπο οι γραμμές και οι σελίδες, καθιστώντας συχνά κουραστική κι ανιαρή την ανάγνωση, στο όνομα μιας επίδειξης λόγου, που μέσα στην επιτήδευσή του ξεχνά να μιλήσει στο μυαλό και στην καρδιά των αναγνωστών. Σε τούτη την άμεση μετάδοση των σκέψεων, των συναισθημάτων, των στάσεων, των παραστάσεων και των καταστάσεων, στην ατόφια μετάγγιση του λόγου του Δουμά στην αναγνωστική φλέβα, συμβάλει σαφώς η μεταφραστική δεινότητα της Αντωνίας Μασουρίδου, η οποία πέρα από την επιστημονική αρτιότητα με την οποία εργάστηκε, φαίνεται ότι έχει καταθέσει και ένα μέρος της καρδιάς της στον μεγάλο συγγραφέα και, κατά συνέπεια, σε όλους εμάς τους τυχερούς αναγνώστες.
