You are currently viewing Jorge Luis Borges ( 1899 Βuenoς Aires, Argentina – 1986 Ginebra, Suiza) Emma Zunz Mετφρ. από τα ισπανικά: Ευμορφία Μαντζαβίνου

Jorge Luis Borges ( 1899 Βuenoς Aires, Argentina – 1986 Ginebra, Suiza) Emma Zunz Mετφρ. από τα ισπανικά: Ευμορφία Μαντζαβίνου

Έμμα Σουνς

Στις 14 Ιανουαρίου του 1922, η Έμμα Σουνς  επιστρέφοντας από το εργοστάσιο υφασμάτων Τάρμπουχ και Λέβενταλ βρήκε στο βάθος του διαδρόμου ένα γράμμα ταχυδρομημένο από τη Βραζιλία με το οποίο την πληροφορούσαν ότι ο πατέρας της είχε πεθάνει. Με την πρώτη ματιά  ξεγελάστηκε από το γραμματόσημο και το φάκελο. Μετά την ανησύχησε η άγνωστη γραφή. Εννιά με δέκα προχειρογραμμένες σειρές ήθελαν να γεμίσουν τη σελίδα. Η Έμμα διάβασε ότι ο κύριος Μάγερ είχε πάρει από λάθος μια μεγάλη δόση από βερονάλ και είχε καταλήξει στις τρεις τρέχοντος στο νοσοκομείο της Μπαγέ. Ένας φίλος από την πανσιόν του πατέρα της υπέγραφε την είδηση, κάποιος Φέιν ή Φάιν από το Ρίο Γκράντε ο οποίος μάλλον δεν  ήξερε ότι απευθυνόταν  στην κόρη του θανόντος.

Η Έμμα άφησε να πέσει το χαρτί. Το πρώτο που ένιωσε ήταν μια ενόχληση στην κοιλιά και στα γόνατα. Μετά κάτι σαν αδιανόητο λάθος, σαν κάτι που δεν μπορούσε να έχει συμβεί, μετά κάτι σαν κρύο και τρόμο. Κατόπιν θέλησε να σκεφτεί πια την επόμενη μέρα. Στη συνέχεια κατάλαβε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν άχρηστο, γιατί ο θάνατος του πατέρα της ήταν ό,τι μοναδικό  είχε συμβεί στον κόσμο και θα εξακολουθούσε να συμβαίνει χωρίς τέλος. Μάζεψε το χαρτί και πήγε στο διαμέρισμά της. Βιαστικά το φύλαξε σε ένα συρτάρι καθώς ήδη, κατά κάποιον  τρόπο, γνώριζε τα γεγονότα που θα ακολουθούσαν. Είχε αρχίσει πια να τα διαβλέπει, πιθανόν. Ήταν πια αυτή που θα έπρεπε να είναι.

Στο σκοτάδι που ολοένα γινόταν πυκνότερο η Έμμα έκλαψε. Έκλαψε ως το τέλος της μέρας εκείνης που αυτοκτόνησε ο Μανουέλ Μάγερ, ο οποίος στις παλιές ευτυχισμένες μέρες υπήρξε ο Εμάνουελ Σούνς. Θυμήθηκε τους παραθερισμούς τους σε μια αγροικία κοντά στη Γκουαλεγουάη, θυμήθηκε  προσπάθησε να θυμηθεί)  την μητέρα της, θυμήθηκε το σπιτάκι στο Λανούς όπου  αποτελείωναν το καλοκαίρι τους, θυμήθηκε τους κίτρινους ρόμβους σε ένα παράθυρο, θυμήθηκε το αυτοκίνητο της φυλακής, το όνειδος, θυμήθηκε τους ανώνυμους που είχαν αποχαλινωθεί με την «υπεξαίρεση του ταμία», θυμήθηκε (μόνο που αυτό ποτέ δεν το είχε ξεχάσει) ότι ο πατέρας της  το τελευταίο βράδυ τής είχε ορκιστεί ότι ο κλέφτης ήταν ο Λέβενταλ. Ο Λέβενταλ, Ααρών Λέβενταλ, πριν διευθυντής και τώρα ένας από τους ιδιοκτήτες του εργοστασίου. Η Έμμα από το 1916 το κρατούσε μυστικό. Δεν το είχε φανερώσει σε κανέναν ούτε καν στην καλύτερή της φίλη, την Έλσα Ουρστέιν. Ίσως απέφευγε την δυσπιστία όσων δεν γνώριζαν. Ίσως πίστευε ότι το μυστικό ήταν ένας δεσμός ανάμεσα σε εκείνη και τον απόντα. Ο Λέβενταλ δεν ήξερε ότι εκείνη γνώριζε. Η Έμμα Σουνς αντλούσε από αυτό το αμελητέο γεγονός ένα αίσθημα ισχύος.

Εκείνη την νύχτα δεν κοιμήθηκε και, όταν το πρώτο φως προσδιόρισε το ορθογώνιο του παραθύρου, ήδη το σχέδιό της ήταν έτοιμο. Φρόντισε εκείνη η μέρα που της φάνηκε ατέλειωτη να είναι όπως οι άλλες. Στο εργοστάσιο κυκλοφορούσαν φήμες για απεργία. Η Έμμα δήλωσε, όπως πάντα, αντίθετη σε κάθε βίαιη ενέργεια. Στις έξι, αφού τελείωσε τη δουλειά της, πήγε με την Έλσα σε μια λέσχη για γυναίκες που έχει γυμναστήριο και πιλάτες. Έκαναν εγγραφή, έπρεπε να επαναλάβει και να συλλαβίσει το όνομα και το επώνυμό της και υποχρεώθηκε να γελάσει με τα χοντροκομμένα αστεία που σχολίαζαν τον έλεγχο. Με την Έλσα και με τη μικρότερη από τις Κρόνφους  συνεννοήθηκαν σε ποιον κινηματογράφο θα πήγαιναν την Κυριακή το απόγευμα. Μετά η κουβέντα γύρισε στους γκόμενους και κανένας δεν περίμενε ότι η Έμμα θα έπαιρνε μέρος . Τον Απρίλιο θα συμπλήρωνε τα δεκαεννιά, οι άντρες όμως  ακόμα τη φόβιζαν, σχεδόν παθολογικά… Όταν γύρισε σπίτι ετοίμασε μια σούπα από ταπιόκα και λίγα όσπρια, έφαγε νωρίς, πλάγιασε και πίεσε τον εαυτό της να κοιμηθεί. Έτσι με πολλά και διάφορα, ωστόσο  συνηθισμένα, πέρασε το βράδυ της Παρασκευής δεκαπέντε τρέχοντος.

Το Σάββατο η ανυπομονησία την ξύπνησε. Η ανυπομονησία όχι η ανησυχία και η μοναδική ανακούφιση της ζωής της εκείνη την ημέρα, επιτέλους. Δεν  είχε να σκεφτεί πια ούτε να φανταστεί. Μέσα σε λίγες ώρες κατάφερε να απλοποιήσει τα πράγματα. Διάβασε στον  Τύπο ότι ο Νορδστσάρναν από το Μάλμε θα σάλπαρε εκείνο το βράδυ από την προβλήτα 3.Τηλεφώνησε στο Λέβενταλ, υπαινίχθηκε πως θα ήθελε να μιλήσουν, χωρίς να το ξέρουν οι άλλες, για κάτι που αφορούσε στην απεργία και υποσχέθηκε να περάσει από το γραφείο του με το που θα βράδιαζε. Η φωνή της έτρεμε. Το τρεμούλιασμα ταίριαζε σε μια σπιούνα. Τίποτα το αξιοσημείωτο δεν συνέβη εκείνο το πρωί. Η Έμμα δούλεψε μέχρι τις δώδεκα και κανόνισε με την Έλσα και την Πέρλα τις λεπτομέρειες για τη βόλτα της Κυριακής. Πλάγιασε μετά το φαγητό και ανακεφαλαίωσε, με κλειστά τα μάτια, το σχέδιο που είχε σκεφτεί. Σκέφτηκε ότι η τελευταία πράξη θα ήταν λιγότερο φρικτή από την πρώτη και που θα της επιφύλασσε χωρίς αμφιβολία την γεύση της νίκης και της δικαιοσύνης. Ξαφνικά, σαν κάτι να την προειδοποιούσε, σηκώθηκε τράβηξε το συρτάρι από την κομόντα. Το άνοιξε κάτω από το πορτραίτο του Μίλτον Σίλλς, όπου το είχε αφήσει την προηγούμενη νύχτα, ήταν το γράμμα του Φάιν. Κανένας δεν θα μπορούσε να το έχει δει. Το διάβασε ξανά και το έσκισε.

Το να ανακαλέσει με κάποια βεβαιότητα τα γεγονότα εκείνου του απογεύματος θα ήταν δύσκολο και ίσως απερίσκεπτο. Ένα χαρακτηριστικό  της κόλασης είναι η μη πραγματικότητα, ένα χαρακτηριστικό που φαίνεται να κατευνάζει τους φόβους και που συγχρόνως τους μεγεθύνει . Πώς να κάνει μια πράξη να φαίνεται αληθινή, την οποία σχεδόν δεν συνειδητοποίησε ποιος την εκτέλεσε, πώς να βάλει σε τάξη εκείνο το σύντομο χάος που σήμερα η μνήμη της Έμμα Σουνς αποκηρύσσει και συγχέει; Η Έμμα ζούσε στο Αλμάργο στην οδό Λίνιερς. Είμαστε βέβαιοι ότι εκείνο το απόγευμα πήγε στο λιμάνι. Συμπτωματικά στο κακόφημο Πασέο δε Χούλιο εθεάθη να καθρεφτίζεται πολλές φορές  δημόσια, λόγω του φωτισμού  και σαν ξεγυμνωμένη από τα πεινασμένα μάτια, περισσότερο λογικό όμως είναι να εικάσουμε ότι αρχικά έκανε λάθος αφηρημένη από το αδιάφορο παζάρι… Μπήκε σε δυο τρία μπαρ, είδε τη ρουτίνα ή τα κόλπα άλλων γυναικών. Κατέληξε στο τέλος με άνδρες του Νόρδστσαρναν. Ένας, πολύ νεαρός, φοβήθηκε ότι θα της γεννούσε κάποια τρυφερότητα και διάλεξε άλλον,  πολύ πιο κοντό πιθανόν από αυτήν και άξεστο, έτσι που η ένταση της φρίκης να μην διαλυόταν. Ο άντρας την έμπασε σε μια πόρτα και μετά σε ένα θορυβώδη διάδρομο και μετά σε μια σκάλα στριφογυριστή και μετά σε  έναν προθάλαμο (στον οποίο  υπήρχε μια βιτρίνα με ρόμβους παρόμοιους με εκείνους στο σπίτι του Λανούς) και κατόπιν σε έναν διάδρομο και  μετά σε μια πόρτα που έκλεισε. Τα βαρυσήμαντα γεγονότα βρίσκονται  έξω από το χρόνο επειδή σε αυτά πια το άμεσο παρελθόν μένει σαν αποσπασμένο από το μέλλον γιατί   δεν φαίνονται διαδοχικά τα μέρη  που το σχηματίζουν.

Σε ποια στιγμή ήταν του χρόνου και σε ποια αμήχανη αναστάτωση με αισθήσεις ασυνάρτητες και απαίσιες, που η Έμμα Σουνς σκέφτηκε για μοναδική φορά τον νεκρό που ήταν το κίνητρο της θυσίας; Εγώ το κάνω για μένα  που σκέφτηκε μια στιγμή και που εκείνη τη στιγμή κινδύνευσε ο απελπισμένος της σκοπός. Σκέφτηκε ( δεν μπορούσε να μη σκεφτεί) ότι ο πατέρας της είχε κάνει στη μητέρα της το τρομερό πράγμα που έκαναν τώρα σε εκείνη . Το σκέφτηκε με μια απορία και στη συνέχεια χάθηκε στον ίλιγγο. Ο άνδρας, σουηδός ή φινλανδός, δεν μιλούσε ισπανικά. Ήταν ένα εργαλείο για την Έμμα όπως η ίδια ήταν για εκείνον, εκείνη όμως του χρησίμευσε για την ευχαρίστηση και εκείνος της χρησίμευσε για να αποδώσει δικαιοσύνη.

Όταν έμεινε μόνη η Έμμα δεν άνοιξε αμέσως τα μάτια. Στο κομοδίνο ήταν τα λεφτά που είχε αφήσει ο άντρας. Η Εμμα σηκώθηκε και τα έσκισε όπως πριν είχε σκίσει το γράμμα. Να σκίσεις χρήματα είναι μια ασέβεια, όπως το να πετάξεις το ψωμί. Η Έμμα μόλις το έκανε, το μετάνιωσε. Μια πράξη υπεροψίας και μάλιστα εκείνη την ημέρα… Ο φόβος της χάθηκε στη θλίψη για το κορμί της, στην αηδία. Αηδία και  λύπη την αλυσόδεναν, η Έμμα όμως σηκώθηκε και σιγά σιγά άρχισε να ντύνεται. Στο δωμάτιο δεν υπήρχαν ζωηρά χρώματα, Έπεφτε το σούρουπο.Η Έμμα μπόρεσε να βγει χωρίς να γίνει αντιληπτή. Στη γωνία ανέβηκε σε ένα Λακρόσε που πήγαινε δυτικά. Διάλεξε, σύμφωνα με το σχέδιό της, τη μπροστινή θέση ώστε να μη βλέπουν το πρόσωπό της. Πιθανόν της αναπτέρωνε το ηθικό το να ξεκαθαρίσει, στο ανούσιο πηγαινέλα των δρόμων, ότι το συμβάν δεν είχε μιάνει τα πράγματα μέσα της. Πέρασε από γειτονιές υποβαθμισμένες και σκοτεινές που τις έβλεπε και τις ξεχνούσε στη στιγμή και κατέβηκε σε ένα σταυροδρόμι στο Βάρνες. Περιέργως η κούρασή της γινόταν μια δύναμη που την υποχρέωνε να συγκεντρωθεί στις λεπτομέρειες της περιπέτειάς της και απωθούσε το πλαίσιο και το τέλος.

Ο Ααρών Λέβενταλ ήταν για όλους ένας σοβαρός άνθρωπος. Για τους λίγους πιο κοντινούς, ένας άπληστος. Ζούσε στον τελευταίο όροφο  του εργοστασίου, μόνος. Εγκατεστημένος στο αφύλαχτο προάστιο, φοβόταν τους κλέφτες. Στην εσωτερική αυλή του εργοστασίου είχε ένα μεγάλο σκυλί και στο συρτάρι του γραφείου του, όλοι το ήξεραν, ένα ρεβόλβερ. Είχε θρηνήσει επιδεικτικά την προηγούμενη χρονιά τον αδόκητο θάνατο της γυναίκας του. Μια Γκάους που είχε μεγάλη προίκα! Το χρήμα ήταν όμως για αυτόν το αληθινό του πάθος. Ενδόμυχα  ντρεπόταν αφού  όλοι ήξεραν ότι ήταν λιγότερο ικανός στο να το κερδίσει από το να το διατηρήσει. Ήταν πολύ θρησκευόμενος, πίστευε ότι έχει κάνει με τον Ύψιστο μια μυστική συμφωνία, με τέχνασμα την προσευχή και την ευλάβεια, που τον απάλλασσε από το να πράττει το καλό. Φαλακρός, σωματώδης, με πένθος, με ματογυάλια θολά και ξανθά γένια, περίμενε όρθιος κοντά στο παράθυρο την εμπιστευτική πληροφορία της εργάτριας Σούνς.

Tην είδε να σπρώχνει τη αυλόπορτα (την οποία εκείνος επί τούτου είχε μισοκλείσει) και να διασχίζει το σκοτεινό αίθριο. Τα χείλη της Έμμα  τρεμόπαιζαν όπως όταν κάποιος προσεύχεται ψιθυριστά, κουρασμένα επαναλάμβαναν την κατηγορία που ο κύριος Λέβενταλ θα άκουγε πριν πεθάνει.

Τα πράγματα δεν συνέβησαν όπως τα είχε προβλέψει η Έμμα Σουνς. Αξημέρωτα ακόμα εκείνη είχε ονειρευτεί ξανά και ξανά να προτείνει το βαρύ ρεβόλβερ και να αναγκάζει τον άθλιο να ομολογήσει την αποτρόπαια ενοχή του και να εκθέτει το τολμηρό στρατήγημα που θα επέτρεπε στη Θεία Δίκη να θριαμβεύσει επί της ανθρώπινης δικαιοσύνης. (Όχι από φόβο αλλά για να υπάρξει όργανο  της Δικαιοσύνης, αυτή δεν ήθελε να τιμωρηθεί). Κατόπιν ένας μόνο πυροβολισμός κατάστηθα θα έγραφε την τύχη του Λέβενταλ. Όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι.

Ενώπιον του Ααρών Λέβενταλ, περισσότερο από την επείγουσα ανάγκη να πάρει εκδίκηση για τον πατέρα της,η Έμμα  αισθάνθηκε την ανάγκη εκείνη του να τον τιμωρήσει για την προσβολή που είχε υποστεί για τούτο. Όχι δεν μπορούσε απλώς να τον σκοτώσει μετά από εκείνη την μεγάλη ατίμωση. Όμως δεν είχε καθόλου χρόνο να χάσει σε θεατρινισμούς. Καθισμένη, συνεσταλμένη ζήτησε συγνώμη από το Λέβενταλ, επικαλέστηκε, για να αποφύγει το χαρακτηρισμό της σπιούνας, την υποχρέωσή της να είναι αφοσιωμένη, πρόφερε κάποια ονόματα, υπαινίχθηκε κάποια άλλα και η φωνή της κόπηκε σαν να την είχε νικήσει ο φόβος. Αυτό που πέτυχε ήταν να βγει ο Λέβενταλ για να της φέρει ένα ποτήρι νερό. Όταν αυτός, παρότι δύσπιστος σε τέτοια νάζια ανεκτικός ωστόσο, γύρισε από την τραπεζαρία η Έμμα είχε ήδη βγάλει από το συρτάρι το βαρύ ρεβόλβερ. Πίεσε τη σκανδάλη δυο φορές. Το ογκώδες σώμα λύγισε σαν να το τσάκισαν οι πυροβολισμοί και ο καπνός, το ποτήρι με το νερό έσπασε, τα μάτια του την κοίταξαν με έκπληξη και φρίκη, το στόμα του  έβριζε στα ισπανικά και στα γίντις. Το υβρεολόγιο δεν  έπαυε. Η Έμμα αναγκάστηκε να πυροβολήσει άλλη μια φορά, απότομα αίμα  ξεπήδησε από τα ελεεινά χείλη του που, καθώς χύθηκε, λέκιασε τα γένια και τα ρούχα του. Στο αίθριο ο αλυσοδεμένος σκύλος άρχισε να γαυγίζει άγρια.  Η Έμμα άρχισε να τον περιλούζει με όσα είχε ετοιμάσει ( «Παίρνω εκδίκηση για τον πατέρα μου και δεν θα μπορέσουν να με τιμωρήσουν…») δεν τέλειωσε όμως γιατί ο κύριος Λέβενταλ ήταν πια νεκρός. Δεν έμαθε ποτέ αν πρόλαβε να ακούσει κάτι.

Τα γαυγίσματα που δεν σταματούσαν την επανέφεραν σε εγρήγορση, δεν είχε καιρό για χάσιμο,  δεν μπορούσε καν ανάσα να πάρει. Ξέστρωσε τον καναπέ, ξεκούμπωσε από το πτώμα το κουστούμι, του έβγαλε τα χοντρά γυαλιά και τα άφησε πάνω στο φοριαμό. Μετά πήρε το τηλέφωνο και επανέλαβε αυτό που τόσες φορές είχε επαναλάβει με τις ίδιες ή άλλες λέξεις. Έχει συμβεί κάτι απίστευτο… Ο κύριος Λέβενταλ μου είπε να έλθω με πρόσχημα την απεργία… Με βίασε, τον σκότωσα…

Η ιστορία ήταν αδιανόητη, επηρέασε πράγματι όμως τους πάντες γιατί κατ’ ουσίαν ήταν αληθινή. Αληθινός ήταν ο τόνος της Έμμα Σουνς, αληθινό το μίσος. Αληθινή ήταν επίσης η ατίμωση που είχε υποστεί, ψεύτικες μόνο ήταν οι περιστάσεις, η ώρα και  ένα δυο κατάλληλα ονόματα.

 

 

(Από τη συλλογή διηγημάτων,  Alef (1949))

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.