I Γιασμίνα
Όταν η Γιασμίνα στέγνωσε στην ακτή, έβγαλε απ’ τον κόρφο της το μικρό μαχαίρι, έκοψε την πλεξίδα της και την έριξε πίσω στο κύμα που την έφερε. Ύστερα προχώρησε προς τα ’κει που είδε τα αναμμένα φώτα.
II Ρηνούλα
Καθάρισε και γυάλισε το σπίτι, έπλυνε κι αρωμάτισε το κορμί της κι έπειτα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και περίμενε. Μια δυνατή λάμψη στα τζάμια του παραθύρου την έκανε να αναρριγήσει για μια στιγμή, αλλά το αυτοκίνητο προσπέρασε. Περίμενε ως το πρώτο φως της επόμενης μέρας, η Ρηνούλα και πάλι ολομόναχη…
ΙΙΙ Αγγελική
Ένιωσε πατήματα δίπλα της. Κάποιος της τράβηξε την κουβέρτα. Στο λίγο φως η Αγγελική είδε τους δυο άντρες με τις στολές.
«Σήκω πάμε», της είπαν, «έχει κρύο εδώ, θα παγώσεις» και τη σήκωσαν πάνω.
«Όχι!» Τους είπε, και τινάζοντας με δύναμη το αδύνατο σώμα της προς τα πίσω έπεσε ανάσκελα στο πεζοδρόμιο. Το αίμα κατακόκκινο, μια φούντα από μετάξι, κύλησε στο ρείθρο.
