Η ΒΙΑ ΕΝΤΟΣ
Είναι ο κόσμος μας ένας «καλός γονέας»;
Συνέβησαν πρόσφατα αδόκητοι θάνατοι στο άμεσο και ευρύτερο περιβάλλον μου. Θάνατοι, νέων κυρίως ανθρώπων -μερικοί από τους οποίους προβλήθηκαν στα ΜΜΕ- που πληγώνουν την συλλογική ευαισθησία. Θάνατοι τυχαίοι και σκληροί, που μας κάνουν να αναλογιζόμαστε, μήπως θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει κάτι -σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο- για να μη συμβούν. Έναν δρόμο με καλύτερη σήμανση και κατασκευή, μια πιο έγκαιρη προληπτική ιατρική φροντίδα, ένα κρατικό νοσηλευτικό ίδρυμα με αρτιότερη στελέχωση…
Συμβαίνουν, όμως, και βάρβαροι θάνατοι λίγο πιο πέρα, προγραμματισμένοι, που μεθοδικά και επίμονα προκαλούν άνθρωποι εναντίον ανθρώπων. Μιλάω για την Γάζα, όπου ιδιαίτερα μας πληγώνει το πλήθος των μικρών παιδιών που πεθαίνουν από πείνα, από δίψα από τραυματισμό, μπορεί και από απελπισία.
Αναρωτιέμαι πιο πολύ από ποτέ, γιατί φέρνουμε παιδιά στον κόσμο, εμείς οι άνθρωποι.
Και σκέφτομαι πως, ίσως, στην πρώιμη φάση της ιστορίας του είδους, και μέχρι σχετικά πρόσφατα, τα παιδιά προέκυπταν από πρόνοια της φύσης, για τη διαιώνιση του είδους. Η προέκυπταν από φροντίδα οικο-νομίας, για να υπάρχουν χέρια να συντηρήσουν τη φαμίλια. Τότε, μάλιστα, οι άνθρωποι έκαναν πολλά παιδιά, καθώς πέθαιναν και πολλά, πριν καν ενηλικιωθούν.
Σε επόμενη φάση τα παιδιά δεν γίνονται πια από βιολογική παρόρμηση ούτε από κοινωνικό αυτοματισμό. Οι γονείς, στον προηγμένο πρώτο κόσμο μας τουλάχιστον, προγραμματίζουν τη γέννησή τους. Αν θέλουν παιδιά θα κάνουν, όσα θέλουν και όποτε θέλουν. Αν δεν θέλουν, δεν θα κάνουν.
Ας δούμε εκείνους που επιλέγουν να κάνουν παιδιά, ποιος είναι ο λόγος που τους ωθεί.
Κάποιοι κάνουν παιδιά για να ικανοποιήσουν το εγώ τους, την δική τους επιθυμία. Μπορούν να επιλέξουν σε ποια δική τους ηλικία θα τεκνοποιήσουν, έχοντας πρώτα ολοκληρώσει τους προσωπικούς στόχους τους απερίσπαστοι. Αυτοί οι γονείς μπορεί να είναι «καλοί γονείς» επειδή αποκτούν παιδιά σε ηλικία ωριμότητας και με επίγνωση. Μπορεί να μην είναι και τόσο «καλοί γονείς», αν θέλουν τα παιδιά τους κατ’ εικόνα του δικού τους μοντέλου. Επειδή νιώθουν το παιδί τους ως ένα ον που τους ανήκει και όχι ως έναν άλλο άνθρωπο, στον οποίο κυρίως οφείλουν αγάπη και αποδοχή.
Κάποιοι φέρουν στον κόσμο παιδιά, έτοιμοι να θυσιάσουν μέρος της αυτοδιάθεσής τους στην ευημερία και την απρόσκοπτη ανάπτυξή τους. Αυτοί σέβονται το παιδί τους από μικρό και δεν επιβάλλουν με εμμονή τα «πρέπει και δεν πρέπει» που έχουν κληρονομήσει οι ίδιοι. Γι’ αυτούς η μόνη ανταποδοτικότητα της σχέσης γονέα-παιδιού είναι η ροή της αγάπης. Αυτοί είναι οι λιγότερο ιδιοτελείς γονείς και από αυτούς τους γονείς υπάρχει πιθανότητα να προκύψουν ενήλικες ώριμοι και ισορροπημένοι.
Στον κόσμο μας υπάρχουν, νομίζω, ακόμα και οι τρεις κατηγορίες κινήτρων για την αναπαραγωγή του είδους. Και, όπως μου είπε πρόσφατα ένας φίλος ψυχολόγος, «Οι γονείς είναι, κατά κανόνα, όσο καλοί μπορούν να είναι».
Τελευταία, βλέποντας τον θάνατο μικρών παιδιών να εκτίθεται σε κοινή θέα από οθόνης ανά τον κόσμο, υποψιάζομαι ότι υπάρχει και ένας τέταρτος λόγος για την γέννηση παιδιών. Έχω την εντύπωση ότι ο κόσμος «χρειάζεται» και κάποια «παιδιά-θύματα».
Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς ότι οργανώνονται ταξίδια αναψυχής και συνιστά θέαμα για κάποιο είδος τουριστών, να παρακολουθούν τη σφαγή των αμάχων από τα υψώματα, πάνω από τη λωρίδα της Γάζας; Αν υπάρχουν άνθρωποι που απολαμβάνουν τη βία ως θέαμα, η βία θα προσφέρεται και μάλιστα σε κοινή θέα. Μου θυμίζει την ρωμαϊκή αρένα δυο χιλιάδες χρόνια μετά. Και, ίσως, με αυτά τα παιδιά-θύματα ικανοποιεί το συλλογικό υποσυνείδητο την ανάγκη εκτόνωσης του «βίαιου εαυτού» της ανθρωπότητας κατά εποχές και κατά περιοχές, εις επήκοον όλων. Και, ίσως, έτσι να εξορκίζεται η ροπή προς το «κακό» στον πλανήτη, κάθε τόσο κάπου αλλού, με μια νέα αφορμή.
Η σκέψη μου ίσως να μην είναι εντελώς λανθασμένη. Καθώς, αυτή η ανάγκη εκτόνωσης των αρχέγονων ενστίκτων υπήρχε πάντα και την κάλυπταν οι σχετικές ιεροτελεστίες, θρησκευτικές ή κοινωνικές, όπως θυσίες ανθρώπων και ζώων, μαζικές τελετές εξόντωσης περιθωριακών ατόμων και ομάδων. Αυτές οι τελετουργίες έχουν σήμερα εκλείψει. Τις κατάργησε ο πολιτισμός ως βάρβαρες.
Ούτε η διδασκαλία της Αγάπης της Χριστιανικής υπαρξιακής φιλοσοφίας φαίνεται να μπορεί, μέχρι τώρα, να εξαλείψει τις πρώιμες σφραγίδες βίας που κάθε τόσο ξεπηδούν ανεξέλεγκτες σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Οπότε, με μια εκστρατεία εθνοκάθαρσης, κάποιος φορέας εξουσίας και ισχύος βρίσκεται, κατά περίπτωση, πρόθυμος να αναλάβει το έργο. Να συνδυάσει τα γεωπολιτικά του συμφέροντα με την προαιώνια ανάγκη για εκτόνωση της βίας, και όχι πια σε συμβολικό επίπεδο αλλά σε πραγματικό χώρο και χρόνο και με πραγματικά θύματα.
Έχω την εντύπωση, μάλιστα, ότι όσο πιο ανίσχυρο είναι το θύμα, τόσο πιο αποτελεσματικό το εγχείρημα, σε συμβολικό επίπεδο, σε έμφαση και διάρκεια. Ας θυμηθούμε την εξόντωση των Εβραίων από τους Ναζί. Ακόμα στοιχειώνει τη συλλογική μνήμη ως έγκλημα και τη συλλογική μνήμη του Γερμανικού λαού ως ενοχή. Και να που επαναλαμβάνεται, και μάλιστα από τους απογόνους των πρώην θυμάτων.
Υποψιάζομαι ότι τα βρέφη και τα παιδιά της Γάζας, θα κυνηγούν τη συλλογική μνήμη του κόσμου μας για ακόμη μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και με ακόμη μεγαλύτερη ένταση. Και αντίστοιχα ο Εβραϊκός λαός θα χρεωθεί -ασχέτως αν δεν φταίνε ποτέ όλοι οι άνθρωποι που ανήκουν στην ίδια θρησκευτική ή φυλετική ενότητα- για πολλά χρόνια και με μεγάλη ένταση το βάρος της ενοχής. Μέχρι που θα γίνουν οι ίδιοι ο αποδιοπομπαίος τράγος της ιστορίας, που γράφεται τώρα με ευθύνη τους και με το αίμα αθώων ανθρώπων και εξ ορισμού αθώων παιδιών.
Είναι βέβαιο:
Ότι δεν φταίνε αυτά τα παιδιά για τη νηπιακή ανωριμότητα που κυβερνά τον πλανήτη!
Ότι όσοι παθητικά παρακολουθούμε το έγκλημα δεν αντέχουμε τη συλλογική ευθύνη την οποία μας φορτώνει η βαρβαρότητα που συντελείται.
Και ότι ο κόσμος μας δεν είναι «όσο μπορεί να είναι καλός γονέας», αν θυσιάζει μέχρι και παιδιά με το πρόσχημα ότι έτσι θα γιατρέψει την «βία εντός μας».
Κατίνα Βλάχου
