You are currently viewing Κωνσταντίνος Τσεκλένης: Η ΡΕΣΕΨΙΟΝΙΣΤ

Κωνσταντίνος Τσεκλένης: Η ΡΕΣΕΨΙΟΝΙΣΤ

Σαν όνειρο του φάνηκε η επιστροφή στον τόπο καταγωγής του. Σαράντα χρόνια έλειπε από την πόλη που γεννήθηκε. Με το που πάτησε πόδι εκείνο το πρωί στη γενέτειρά του, μια απίστευτη ενέργεια τον είχε κυριεύσει, με μια χαρά και μια λαχτάρα συνάμα. Σεργιάνιζε όλη μέρα στα παλιά του λημέρια, στην πόλη, στα προάστια και στο λιμάνι. Απολύτως τίποτε δεν είχε αλλάξει από τις παραστάσεις που είχαν αποτυπωθεί στον καμβά της μνήμης, παρά μόνον οι άνθρωποι, που έδειχναν να μην τον αναγνωρίζουν, έτσι όπως τον χαιρετούσαν ευγενικά και με περιέργεια, σαν έναν ξένο που ήρθε ξαφνικά στα μέρη τους.

Η οικογένειά του είχε πέσει θύμα του κράχτη της εκβιομηχάνισης. Παράτησαν τις καλλιέργειες, πήραν των ομματιών τους και μετακόμισαν στην Αθήνα. Ο πατέρας του δούλευε θυρωρός σε μια πολυκατοικία στην Κυψέλη κι η μητέρα στην Καπνοβιομηχανία Κεράνη στον Πειραιά.

Το πατρικό του στους αγρούς, είχε μείνει πια ένα κουφάρι. Η στέγη είχε πέσει και μια λαμαρίνα στην οροφή προστάτευε ένα κοπάδι γίδια που ήταν μαντρωμένα στο δωμάτιο των γονιών του.
Τίποτε το σημαντικό δεν είχε συμβεί μέχρι τότε στη ζωή του, και όποτε πραγματικά κάτι άξιο λόγου συνέβαινε, σύντομα απογοητευόταν. Είχε αποφοιτήσει από τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και για πολλά χρόνια εργαζόταν ως διορθωτής σε διάφορους εκδοτικούς οίκους.
Κάποια στιγμή, με τις οικονομίας του, κατάφερε να μπει συνέταιρος σ’ ένα τυπογραφείο στον Ταύρο. Η ζωή του είχε κυλήσει αθόρυβα, όπως ένα άδειο ημερολόγιο, που απλά κάποιος επιμελής γύριζε κάθε μέρα κι από μια σελίδα. Είχε ήδη φτάσει στο πεντηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του όταν πια αποφάσισε να πουλήσει το μερίδιο του και ν’ αφήσει πίσω το κλεινόν άστυ για να γυρίσει στη γενέτειρά του.

Θραυσματικές αναμνήσεις άρχισαν να καταλαμβάνουν το οπτικό του πεδίο. Το φουγάρο στο πέτρινο κτίσμα του βυρσοδεψείου, οι χήνες στον ντόκο κι οι γλάροι στα βαθιά να τσαλαβουτάνε στα νερά. Πιο πέρα, ο ατσίγγανος στον πάνω μαχαλά να μαζεύει μέταλλα για scrap κι ο γανωτής στο πλατύσκαλο μιας αποθήκης καπνού, να μπαλώνει εκείνο το παλιό τούρκικο μαγκάλι με τα σφυρηλατημένα φύλλα μπρούτζου.

Στην αφετηρία των λεωφορείων, οι πάλαι ποτέ μπεκρήδες αναλώνονταν σ’ ένα τσαμπουκά χωρίς σοβαρή αιτία. Όπως τους άφησε, έτσι τους βρήκε, απλά λίγο γερασμένους. Όλοι και όλα ήταν εκεί, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Κυνηγοί, αγωγιάτες και γυρολόγοι περνούσαν το γιοφύρι πάνω απ’ το ρέμα του κρεμασμένου. Παλιατζήδες, χαμάληδες, λούστροι κι άλλοι μεροκαματιάρηδες ήταν συνωστισμένοι έξω απ’ το παλιό ταβερνείο, εκεί που πέφταν αβέρτα τα βερεσέδια, και στο βάθος η προβλήτα του λιμανιού, με τους συνομήλικούς του να καπνίζουν τις γόπες που ‘χαν πετάξει οι περαστικοί, υπό το απαξιωτικό βλέμμα του δημάρχου –αλά μπρατσέτα με τη γυναίκα του– που καμάρωνε τα παιδιά της να παραβγαίνουν μέχρι τον κυματοθραύστη με τ’ αστραφτερά ποδήλατα.

Κυκλοθυμικά πάντα τα παιχνίδια της μνήμης. Θυμήθηκε εκείνο το μελαχρινό κορίτσι που έφυγε μακριά, σαν να μην έζησε, λες και την πήρανε τα κύματα. Δεν του ζήτησε τίποτε άλλο, παρά μόνο να θυμάται, εκείνο το κόκκινο απόγευμα στο θαλασσοδαρμένο φάρο, το φιλί και το νερό που ήπιαν απ’ τη στάμνα με τα κουλουριασμένα δελφίνια.

Πίστευε πως οι παράλληλοι βίοι διανύουν τεράστιες αποστάσεις μέχρι εντέλει να συναντηθούν και πως ο κάθε άνθρωπος ζούσε δυο ζωές, μια εκείνη που βίωνε, και μια δεύτερη, αυτή που βλέπουν οι άλλοι, καθώς σε κοιτούν λες κι είσαι ένα ψάρι πίσω απ’ το τζάμι ενός φαντασμαγορικού ενυδρείου.

Άρχισε να βραδιάζει. Όλη μέρα γυρνοβολούσε στα πέριξ. Πέρα από τα λαμπιόνια των κακόφημων σπιτιών, η κορυφογραμμή έσβησε σιγά-σιγά κάτω από τ’ αστέρια. Τα γαμωσταυρίδια των νταβατζίβων, που έβριζαν με όσα τις παστρικιές για το μερτικό τους και τα τσοπανόσκυλα που όλο γάβγιζαν έξω απ’ τα μαντριά στους λόφους, έβαζαν περιορισμούς στην εκδήλωση των επιθυμιών του.
Περπάτησε προς την κεντρική πλατεία της πόλης. Προσπέρασε το παλιό μπαρμπέρικο, το κρασοπουλιό κι ύστερα το παντοπωλείο με την επιγραφή Εδώδιμα και Αποικιακά, ώσπου έφτασε στο Δημοτικό Θέατρο, με τα γυαλιστερά ασπρόμαυρα μάρμαρα σε σχέδιο σκακιέρας στο δάπεδο, αλλά και τους μπρούτζινους πολυελαίους που κρεμόντουσαν επιβλητικά απ’ τα σταυροθόλια της οροφής. Μια ξεφτισμένη αφίσα της παράστασης Fata Morgana της δεκαετίας του ’60, ήταν αναρτημένη στην τζαμαρία της εισόδου. Δεκαπέντε ετών ήταν όταν ρώτησε τη μάνα του να του εξηγήσει το τίτλο, όμως εκείνη δεν είχε πάει ποτέ σχολείο, δούλευε στα χωράφια από μικρή, όπως κι οι γονείς της.

Τίποτε δεν είχε αλλάξει κι όμως πολλά ήταν διαφορετικά. Μια πλάνη αμφισημίας, η γενέτειρά του.

Ακριβώς απέναντι, βρισκόταν το κεντρικό πανδοχείο της  πόλης. Galaxy, έγραφε –με σκαλιστά γράμματα– η ξύλινη, αμυδρά φωτισμένη, ταμπέλα του πανδοχείου. Παλιά ήταν το αρχοντικό ενός μεγαλοτσιφλικά της περιοχής, ένα κτήριο του 1910, με τα βορινά του παράθυρα να βλέπουν προς την πλατεία. Το πανδοχείο δεν το είχε επισκεφτεί ποτέ. Όταν ανακαινίστηκε, εκείνος ζούσε στην Αθήνα με τον πενιχρό μισθό του.

Μια μπρούτζινη πλάκα στο ντουβάρι της εισόδου έγραφε: Οικογενειακός Ξενώνας Galaxy.

Ζαλωμένος με τα λιγοστά υπάρχοντά του στην πλάτη, άνοιξε την πόρτα της εισόδου κι ανέβηκε την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο γκισέ. Οι τοίχοι ήταν ντυμένοι με ταπετσαρίες, που είχαν ένα bronze φόντο με μοβ σχέδια φυτών από παλιά βιβλία βοτανολογίας.

Η ρεσεψιονίστ, μια όμορφη μεσήλικη γυναίκα, καθόταν σ’ ένα σεκρετέρ και ζωγράφιζε σ’ ένα χαρτόνι με κάρβουνο. Τα ξανθιά μαλλιά της ήταν περιποιημένα και κυματιστά, με μπούκλες στα πλάγια. Πίσω της κρεμόταν μια ταπισερί, υφασμένη στον αργαλειό, με μια παράσταση που θύμιζε Εξοχικό Κοντσέρτο. Δεξιά, σ’ ένα ξύλινο κάδρο, η ασπρόμαυρη φωτογραφία μιας αρχόντισσας δέσποζε πάνω από μια μικρή βιβλιοθήκη με πολύχρωμες μπάμπουσκες στις προθήκες, ανάμεσα από παλιά δερματόδετα βιβλία.

Στο τραπεζάκι αναμονής, ανάμεσα από δυο βικτοριανές πολυθρόνες, υπήρχε μια παλιά έκδοση με τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες.

Εκείνη την ώρα δυο χελιδόνια τιτιβίζοντας, πέταξαν από τη φωλιά που είχαν φτιάξει στη γωνία του ταβανιού και βγήκαν απ’ το παράθυρο.

Καλωσορίζοντάς τον η ρεσεψιονίστ, του είπε πως τα χελιδόνια τ’ άφηναν να μπαινοβγαίνουν ανενόχλητα. Δεν τα πείραζαν ποτέ, ούτε και τις φωλιές τους, ώστε να τις βρίσκουν άθικτες τον επόμενο χρόνο.

Όπως όριζαν οι κανόνες υποδοχής, του σερβίρισε ένα γυάλινο ποτήρι με τσάι από ένα ρώσικο σαμοβάρι και τον ρώτησε αν ήθελε μονόκλινο ή δίκλινο δωμάτιο.

Της είπε πως είχε γεννηθεί σ’ αυτά τα μέρη και πως έλειπε για πολλά χρόνια, αλλά επέστρεψε για να γράψει ένα βιβλίο. Επισήμανε πως θα έμενε αρκετό καιρό και πως θα ήθελε ένα φωτεινό δωμάτιο. Ύστερα έβγαλε τριάντα χαρτονομίσματα και τ’ ακούμπησε πάνω στον πάγκο, λέγοντάς της πως, αν το ποσό δεν έφτανε για να καλύψει τη διαμονή του κατά την αναχώρηση, θα ήταν διατεθειμένος να υπογράψει ένα γραμμάτιο με επίδειξη της ταυτότητάς του.

–Τα σκυλιά είναι πολύ άγρια, του είπε γελώντας.

–Ποια σκυλιά; ρώτησε εκείνος.

–Εκείνα που ‘ναι δεμένα πίσω στην αυλή, του απάντησε περιπαιχτικά.

Η ρεσεψιονίστ είχε ευγενικά μάτια κι αλαβάστρινο δέρμα. Φορούσε μια ρόμπα χνουδωτή με μεγάλο άνοιγμα στο ντεκολτέ και μια αρχοντιά που έδειχνε ότι κρατούσε από παλιό τζάκι. Δεν έμοιαζε για γυναίκα που οι εραστές της την ξεφορτώνονταν εύκολα, ενώ η όλη εμφάνισή της εξέπεμπε μια γοητεία και μια γαλήνη.

Κοιτάζοντάς τον στα μάτια, τον ενημέρωσε πως το μενού είχε ψαρόσουπα αν ήθελε να δειπνήσει και του έδωσε το κλειδί του δωματίου μαζί μ’ εκείνο της εισόδου. Στην περίπτωση που ερχόταν αργά το βράδυ, επισήμανε πως οι σκάλες έτριζαν, συνεπώς θα έπρεπε να ανεβαίνει και να κατεβαίνει με προσοχή, ώστε να μην ενοχλεί τους ενοίκους, καθώς το πανδοχείο ήταν γεμάτο.

Τη ρώτησε αν θα μπορούσε να δώσει κάποια ρούχα για πλύσιμο κι εκείνη προθυμοποιήθηκε να τα ετοιμάσει, αρκεί να τ’ άφηνε σε μια σακούλα έξω από την πόρτα του δωματίου.

Την ευχαρίστησε, πήρε το κλειδί του, κι άρχισε ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά για το δωμάτιο που είχε το νούμερο 33. Λίγο πριν απομακρυνθεί απ’ το γκισέ, έριξε μια κλεφτή ματιά στο σχέδιο που ζωγράφιζε η ρεσεψιονίστ. Αναπαριστούσε έναν άντρα που φορούσε ένα αμπέχονο και κάπνιζε καθισμένος σε κάτι καφάσια. Του φάνηκε πως ήταν ο ίδιος σε πιο νεαρή ηλικία.

Παρά το ότι ένα χοντρό χειροποίητο χαλί ήταν στρωμένο στον διάδρομο και στη σκάλα, το ξύλινο δάπεδο και τα σκαλιά έτριζαν.

Μπαίνοντας στο δωμάτιό του, αντίκρισε μια παλιά αφίσα του Τσίρκο Medrano, μ’ έναν νάνο να κοιτά ψηλά μια καμηλοπάρδαλη. Άνοιξε τον σάκο, έβαλε τ’ άπλυτα σε μια σακούλα,  και τ’ άφησε έξω απ’ την πόρτα. Ύστερα έβγαλε από τη θήκη της τη μικρή Olivetti Lettera γραφομηχανή του 1950 και την ακούμπησε στο μικρό σεκρετέρ. Τη γραφομηχανή την είχε αγοράσει με τις οικονομίες του από ένα παλαιοπωλείο το Μοναστηράκι. Ήταν σε άριστη κατάσταση και, μέχρι εκείνη τη μέρα, όλα τα κείμενά του τα ‘χε γράψει σ’ αυτή τη γραφομηχανή, μ’ εκείνο το γράμμα, το θήτα, να γέρνει λίγο στο πλάι.

Στο συρτάρι του σεκρετέρ βρήκε λευκές κόλλες χαρτί και μια πένα, ενώ πάνω στο κομοδίνο υπήρχε ένα ivoire χάρτινο κουτί με λουκούμια που ‘χε ένα δεμένο φιόγκο με κόκκινη κορδέλα, κι από δίπλα ένα μικρό βιβλίο με τίτλο Το Πιθάρι, του Λουίτζι Πιραντέλο.

Εντυπωσιάστηκε βλέποντας το μαντεμένιο τζάκι στο δωμάτιό του, με το μικρό ζεμπίλι από δίπλα γεμάτο μικρά κλαράκια λυγαριάς και δαδί για προσάναμμα, αλλά κι εκείνο το κοχύλι στο περβάζι, να μεταδίδει τη βοή των κυμάτων. Κυριαρχούσε παντού μια αδιατάρακτη τάξη, που ήταν εύκολα διακριτή στο ντεκόρ του πανδοχείου.

Απ’ το παράθυρό του, κοίταξε για λίγο την έρημη  πλατεία με το αφώτιστο συντριβάνι, κι ύστερα ξάπλωσε εξουθενωμένος στο κρεββάτι.

Ήταν η πρώτη φορά που θα είχε χρόνο να εκμαιεύσει μια σοφία από τα λάθη του παρελθόντος και να διαπιστώσει αν τελικά το μέλλον ήταν μια πραγματικότητα, ή ήταν υπαρκτό μόνο μέσα από τις φοβίες, τις αμφιβολίες και τις ελπίδες του παρόντος.

Μέχρι να τον πάρει ο ύπνος σκέφτηκε πως όλος ο ξενώνας θύμιζε πανδοχείο για ξέμπαρκες αγάπες. Είχε την αίσθηση ότι από στιγμή σε στιγμή θα ξεχυθούν παλιομοδίτες αγαπητικοί απ’ τα δωμάτια, ντυμένοι στην πέννα με φράκο, ημίψηλο κι ένα μονόκλ στο δεξί μάτι.

Καθώς βυθιζόταν στην αγκαλιά του Μορφέα, άκουγε το καζανάκι που έτρεχε, έναν φυματικό να βήχει τα σωθικά του, τις σούστες μιας καριόλας από το διπλανό δωμάτιο να τρίζουν ρυθμικά, αλλά και το σαράκι που ροκάνιζε σιγά-σιγά κάποιο σανίδι.

Τα ξημερώματα, η ρεσεπτιονίστ ανέβηκε στο δωμάτιό του με τα σιδερωμένα ρούχα. Άνοιξε με το πασπαρτού, κρέμασε τα ρούχα στην ντουλάπα κι ύστερα ξάπλωσε δίπλα του στο κρεβάτι. Κοιμήθηκαν μαζί εκείνο το βράδυ και το πρωί κάναν έρωτα. Αργότερα εκείνη κατέβηκε κάτω ξυπόλητη για να ανοίξει την είσοδο.

Ξαφνικά απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο του δωματίου του, μπήκε ένα χελιδόνι. Εγκλωβισμένο, χτύπαγε από τοίχο σε τοίχο στην αγωνία του να βρει την έξοδο και κάθε τόσο έσκαγε με φόρα πάνω στο τζάμι. Κάποια στιγμή ζαβλακωμένο έπεσε στο ξύλινο περβάζι.

Εκείνος το πήρε στα χέρια και το ζέστανε με την αναπνοή του. Ήταν τρομαγμένο κι η καρδούλα του χτύπαγε δυνατά καθώς τον κοίταζε με τα μελιά του μάτια. Μόλις το κακόμοιρο ανέκτησε τις δυνάμεις του, εκείνος άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα και το αμόλησε στο πρωινό φως.

Πέρασε αρκετός καιρός από κείνη την πρώτη νύχτα που έκαναν έρωτα στο δωμάτιό του και κύλησε μια ευτυχισμένη περίοδος όπου εκείνος απολάμβανε την περιποίηση της ρεσεψιονίστ. Η συμβίωση μαζί της, απογείωνε τη δημιουργικότητά του.

Έμεναν ατελείωτες ώρες και μέρες κλεισμένοι στο ξενοδοχείο, όπου αυτός έγραφε κι εκείνη τον φρόντιζε. Η παρουσία της ήταν εμφανής στα γραπτά του. Άλλοτε με τη μορφή μιας μέλισσας που ρούφαγε τους χυμούς των λουλουδιών ενός ανοιξιάτικου κάμπου κι άλλοτε μ’ εκείνη της μανιασμένης θάλασσας.

Μήνες αργότερα, είχε τελειώσει τη συγγραφή του βιβλίου. Το βράδυ που έγραψε το τελευταίο κεφάλαιο, δεν ήταν σίγουρος για την κάθαρση. Έμοιαζε σαν κάτι θολό να ταλαντευόταν στον ορίζοντα, που όμως ακόμα δεν είχε καταφέρει να προσδιορίσει.

Εκείνο το πρωί κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Ένιωσε πως η ακατανόητη φύση της σάρκας είχε αρχίσει να τον εγκαταλείπει προς όφελος της πνευματικότητάς του.

Γερνούσε, το έβλεπε, όπως κάποιοι άνθρωποι το αντιλαμβάνονται όταν σε βλέπουν μετά από καιρό και όχι σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Θυμήθηκε τον στίχο του ποιητή που έγραφε πως το γήρας, παρά τα χρόνια του, έρχεται τρέχοντας.2 Γι’ αυτήν όμως, ο χρόνος ήταν αδιάφορος, λες και περνούσε ανέπαφα από πάνω της.

Ντύθηκε, πήρε υπό μάλης ένα ντοσιέ με τα γραπτά του κι ετοιμάστηκε να κατέβει κάτω.

Από εκείνη την πρώτη μέρα της διαμονής του, του είχε γίνει εμμονή να κατεβαίνει αλλά και να ανεβαίνει την ξύλινη σκάλα με προσοχή, ώστε να μην τρίζουν τα σκαλοπάτια. Έτσι κι εκείνη τη μέρα κατέβηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, λες και τα δωμάτια ήταν γεμάτα με ενοίκους που χουζούρευαν ακόμα στα κρεβάτια τους.

Από καιρό είχε καταλάβει πως το πανδοχείο ήταν παντελώς άδειο, όμως δεν τόλμησε ποτέ να τη ρωτήσει γιατί εκείνη την πρώτη νύχτα, με τα λεγόμενά της, άφηνε να εννοηθεί πως ο ξενώνας ήταν κατάμεστος από κόσμο. Δίσταζε να της κάνει ερωτήσεις. Φοβόταν μήπως εκείνη το εκλάμβανε ως αμφισβήτηση, με αποτέλεσμα να κλονιστεί η εμπιστοσύνη της γι’ αυτόν, κάτι που τόσο είχε ανάγκη για να πιστώσει την αυτοεκτίμησή του.

Πολλές φορές τα βράδια κτυπούσε με το δάχτυλο τη μεσοτοιχία, συνθηματικά. Ένας κώδικας επικοινωνίας που πάντα πιάνει. Μάταια όμως.

Κατεβαίνοντας, η πόρτα ενός δωματίου στο πρώτο όροφο ήταν μισάνοιχτη. Την έσπρωξε σιγά-σιγά κι έριξε μια ματιά. Ήταν παντελώς άδειο και το κρεβάτι  στρωμένο, σαν να μην είχε μείνει κανείς εκεί το προηγούμενο βράδυ.

Σε όλο τον ξενώνα επικρατούσε άκρα σιγή, λες κι είχαν όλοι πεθάνει στα δωμάτια τους.

Άραγε μόνο αυτός υπήρχε;

Όταν έφτασε στην είσοδο, το γκισέ ήταν έρημο και η πόρτα του πανδοχείου ορθάνοιχτη. Κοντοστάθηκε. Φαντάστηκε πως εκείνη θα ‘χε βγει έξω για προμήθειες. Άλλωστε ήταν αρχή του μήνα.

Βγήκε στην κεντρική πλατεία. Η χρόνια χρεοκοπία έχει αφήσει βαθιά σημάδια πάνω σ’ αυτήν την πόλη, αλλά κι αυτή παντελώς έρημη. Το κρώξιμο των γλάρων που πετούσαν ψηλά, ήταν το μόνο σημείο ζωής.

Γύρισε και κοίταξε πίσω του. Το πανδοχείο ήταν υπό κατεδάφιση. Πέρασε απ’ το μυαλό του τότε η σκέψη να φύγει, παίρνοντας μαζί μόνο το σύγγραμμά του κι αφήνοντας τη γραφομηχανή με τα υπάρχοντά του στο δωμάτιο. Άλλωστε η εικόνα τού υπό κατεδάφιση ξενώνα,  αποτελούσε την τέλεια ιδέα για το εξώφυλλο του βιβλίου του, με τίτλο Η Ρεσεψιονίστ.

Προσπέρασε τις αποθήκες του λιμανιού και περπάτησε μέχρι τη στάση του τραίνου, εκεί που ξεκινούσαν τα χωράφια. Το ρολόι του σταθμού ήταν σταματημένο στις 03:00 και το μισό κτήριο είχε καταρρεύσει πάνω στην αποβάθρα.

Περίμενε κάμποσες ώρες εκεί μες στη βροχή. Μια απροσδιόριστη δύναμη τον εμπόδιζε να επιστρέψει πίσω στο πανδοχείο, και μια άλλη, που τον κρατούσε εκεί όμηρο ν’ αγναντεύει, στο βάθος του οπτικού του πεδίου, τη φύση με τα γυμνά δέντρα του φθινοπώρου, περιμένοντας το τρένο που αργούσε να φανεί.

Ένας τσοπάνος που βόσκαγε τα ζωντανά, τον κοίταζε με απόλυτη συναίσθηση του πόνου του, έτσι όπως καθόταν εκεί με τις ώρες περιμένοντας. Όταν κάποια στιγμή συναντήθηκαν τα βλέμματά τους, ο βοσκός, με τη γλίτσα στον ώμο, κλείνοντας την κεφαλή, ακούμπησε τον δείκτη του δεξιού χεριού στο γείσο της τραγιάσκας σε ένδειξη χαιρετισμού και συνέχισε στα βοσκοτόπια.

Εκείνος ανταπέδωσε τον χαιρετισμό και κοίταζε τον τσοπάνη ν’ ανεβαίνει την πλαγιά, σαλαγώντας τα ζωντανά, με το μαντρόσκυλό του να κυνηγά δυο πρόβατα που είχαν ξεστρατίσει απ’ το κοπάδι.

Λίγο πριν η φιγούρα του βοσκού χαθεί πίσω απ’ τη βουνοκορφή, άκουσε τη φωνή του τσοπάνη να του φωνάζει: Έειιιιι! Τι περιμένεις; Το τραίνο έχει να περάσει εδώ και χρόνια.

 

*
Το γήρας / Παρά τα χρόνια του / Έρχεται τρέχοντας: Είναι στίχος του ποιητή Αντώνη Φωστιέρη, από τη συλλογή «Θάνατος ο Δεύτερος».

 

(Από το υπό έκδοση βιβλίο του Κ.Τσ. “Βαρέα κι ανθυγιεινά”)

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.