You are currently viewing Κωνσταντίνος Τσεκλένης: Ο νταλικιέρης

Κωνσταντίνος Τσεκλένης: Ο νταλικιέρης

Ο ΝΤΑΛΙΚΙΕΡΗΣ


Αυτό που η κάμπια ονομάζει τέλος του κόσμου,
η ζωή το λέει πεταλούδα.
Λαό Τσε

Μεσημέρι έφτασε στην Ηγουμενίτσα, με το πρώτο πρώτο πλοίο απ’ το Μπρίντιζι. Είχε ξεφορτώσει στην Πεσκάρα παλέτες με βιολογικό έξτρα παρθένο ελαιόλαδο από τους Γαργαλιάνους και γύριζε πίσω άδειος.

Μόλις βγήκε απ’ το λιμάνι, έπλυνε τη Μάνια σε μια βούρτσα, έβαλε καύσιμα και ξεκίνησε για Καστοριά μέσω Ιωαννίνων, Μετσόβου, Γρεβενών. Μάνια, έτσι έλεγε την κυρά του, μια τριαξονική δωδεκάτροχη νταλίκα μάρκας MAN, που είχε αγοράσει δεύτερο χέρι προ τριετίας. Εξακύλινδρη, με πεντακόσια άλογα μηχανή και ευρύχωρη καμπίνα που ’χε και κρεββάτι. Εβδομήντα τόννους εμπόρευμα μπορούσε να  μεταφέρει αβίαστα.

Σαράντα χρόνια τώρα, είχε οργώσει όλη την Ευρώπη, την Τουρκία και τη Ρωσία, μεταφέροντας ελληνικά προϊόντα σε διάφορους προορισμούς στις χώρες αυτές.

Απ’ τον Πόντο κρατούσε ο Σάββας Γαβριηλίδης. Με πατέρα απ’ τη Δράμα και μάνα απ’ τον Καύκασο. Από μικρός στα ζόρια και τις απατεωνιές, ειδικά απ’ όταν έχασε τον πατέρα του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στα δεκαπέντε του. Οδηγός στα ΚΤΕΛ ο πατέρας του χρόνια, αλλά η μοίρα τον οδήγησε κι αυτόν πίσω απ’ το τιμόνι.

Μετά το θάνατο του πατέρα, μεγάλωσε με την μάνα του. Τον πήρε απ’ τη Δράμα κι εγκαταστάθηκαν στη Γουμένισσα, όπου εκείνη δούλευε ως μαστόρισσα στην αναπήνιση, στην περίφημη «Βιομηχανία Μετάξης Χρυσσαλίδος».

Ήθελε να φτάσει στην Καστοριά πριν το σούρουπο, κάτι που έμοιαζε εφικτό, καθώς ήταν καθημερινή και η κίνηση στο δρόμο λίγη. Είχε μπει πια για τα καλά ο χειμώνας κι η μέρα μικρή, με μια συννεφιά να μαυρίζει τα χωράφια ζερβόδεξα στο διάβα του. Οι ατελείωτες ώρες οδήγησης αλλά και το χειμωνιάτικο μελαγχολικό τοπίο, είχαν πάντα την ικανότητα να του επιβάλλουν μια ανεξήγητη υπακοή, ώστε ν’ ακολουθεί πιστά τα ξαφνικά προστάγματα των παρορμήσεών του.

Διασχίζοντας αυτά τα μέρη της ελληνικής επαρχίας στην ορεινή ζώνη της Δυτικής Μακεδονίας, της Ροδόπης, αλλά και τα χωριά της συνοριακής γραμμής του νομού Έβρου, ειδικά εκείνα μετά το Διδυμότειχο και την Ορεστιάδα, πολλές φορές είχε την αίσθηση πως ήταν όλα βουλιαγμένα σ’ ένα μόνιμο βαρύ πένθος.

Η μυστηριώδης ελαφρότητα με την οποία βίωνε την καθημερινότητά του, τον έκανε να βλέπει τα τραγικά συμβάντα του βίου του σαν κωμωδία, χωρίς ποτέ να παίρνει τη ζωή στα σοβαρά, όμως παρ’ όλη την επιπολαιότητά του, έβλεπε πάντα έναν απροσδιόριστο κίνδυνο να παραμονεύει επίμονα στο βάθος. Ο κίνδυνος αυτός, είχε την εικόνα μιας σκληρής γυναίκας που τον εκμεταλλευόταν ασύστολα όλα αυτά τα χρόνια.

Έφτασε στην Καστοριά αργά το απόγευμα, λίγο πριν οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου χαθούν πίσω απ’ το ύψωμα του Αγίου Αθανασίου στα δυτικά της Ορεστιάδας Λίμνης.

Το ραντεβού του ήταν στο «Εκθεσιακό Κέντρο Γούνας Δυτικής Μακεδονίας». Όλοι ήταν μαζεμένοι εκεί με την πραμάτεια τους, με τα δελτία αποστολής κομμένα αλλά και με τα ασφάλιστρα όλα πληρωμένα για το τιμαλφές προϊόν που θα μετέφερε.

Αν και οι κάστορες είχαν εξαφανιστεί εδώ και δεκαετίες όχι μόνο από την Καστοριά, αλλά κι απ’ όλη την Ελλάδα, οι γουναράδες πέριξ της λίμνης είχαν τη φήμη –από τις αρχές του περασμένου αιώνα– πως ήταν οι καλύτεροι τεχνίτες, με τις γούνες τους να γίνονται ανάρπαστες στη ρωσική αγορά, ειδικά εκείνες που έφτιαχναν από τα τομάρια μικρών ζώων.

Να πως ο άνθρωπος έδωσε τέτοια υπεραξία σ’ ένα σαρκοβόρο κουνάβι˙ αξιοποιώντας τη γούνα του.

Mίνγκ, βιζόν, ρακούν και ζιμπελίνες, κάστορες, αλεπούδες, λύκοι και τσιντσιλά, με την πρώτη ύλη να έρχεται από τη Ρωσία και την Ασία και με τη ζιμπελίνα να κατακτά διαχρονικά τις ενδυματολογικές προτιμήσεις των γαλαζοαίματων και των πάμπλουτων παγκοσμίως.

Το ναύλο, τού το είχαν κλείσει από τον «Σύνδεσμο Γουνοποιών Καστοριάς». Οι παραγγελίες είχαν συμφωνηθεί μήνες πριν κατά την ετήσια έκθεση, όπου Τούρκοι, Μαγυάροι, Καναδοί και ορδές Ρώσων αγοραστών, κατέφθαναν με τα πούλμαν του Μουζενίδη. Όλο το εμπόρευμα μεταφερόταν πάντα κρεμασμένο, μέσα σε υφασμάτινες θήκες με φερμουάρ, που είχαν τη μικρή τρύπα στην κορφή για να περνά ο γάντζος της κρεμάστρας, κι ένα μικρό πουγκί από τούλι κρυμμένο στις τσέπες, όπου μέσα είχαν βάλει κομμάτια σαπούνι για ν’ απωθούν τα ζωύφια.

Χρόνια τώρα συνεργαζόταν μαζί τους, άλλοτε πήγαινε στη Μόσχα μέσω Βουλγαρίας κι άλλοτε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά γι αυτό το ναύλο θα πήγαινε στην Ουγγαρία, διασχίζοντας τα Σκόπια και τη Σερβία.

Μόλις τελείωσαν το φόρτωμα, έβαλε τις απαραίτητες τζίφρες, πήρε τα δελτία αποστολής και ξεκίνησε για την Έδεσσα, μέσω της επαρχιακής οδού Καστοριάς-Αμυνταίου.

Σκεφτόταν πως θα ήταν ένα από τα τελευταία μεγάλα δρομολόγια, καθώς σε λίγο καιρό θα έβγαινε στη σύνταξη, κι όσο για το φορτηγό, θα έβαζε άλλον πίσω απ’ το τιμόνι, συνεπώς ένας λόγος παραπάνω να κάνει σ’ αυτό το τελευταίο ταξίδι τη μεγάλη μπάζα.

Για να μην τον νυστάζουν οι άσπρες γραμμές του δρόμου που κατάπινε η μούρη του αυτοκινήτου, πολλές φορές άνοιγε το παράθυρο και τραγουδούσε κάποιο βαρύ λαϊκό τραγούδι που έπαιζε στη διαπασών από κάποιον επαρχιακό σταθμό στο ραδιόφωνο. Άλλοτε πάλι, αν δεν υπήρχε διαθέσιμο parking στα επόμενα χιλιόμετρα για να ρίξει έναν δεκαπεντάλεπτο ύπνο, έκλεινε το ραδιόφωνο κι αφουγκραζόταν τους τροχούς του δωδεκάτρουχου θηρίου του να ρολάρουν στην άσφαλτο, με τ’ αερόφρενα –που και που– να οπλίζουν στο ελαφρύ πάτημα του πεντάλ κι όλα μαζί με το μούγκρισμα του κινητήρα, ν’ αντηχούν σαν μόνιμο αντιμάμαλο πάνω στα πρανή του δρόμου.

Πολλές φορές έτσι όπως οδηγούσε, ένιωθε πως περνούσε μέσα από μια πυκνή ομίχλη, ένα παιχνίδι του νου που το πυροδοτούσε η προσπάθειά του ν’ ανιχνεύσει καλύτερα τον ψυχικό του κόσμο.

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, περνώντας έξω από το Αμύνταιο έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε στην αλάνα μιας χασαποταβέρνας που οσονούπω έκλεινε. Δίπλα, στη στάση ΚΤΕΛ, είδε μια παρέα με τον αντίχειρα σηκωμένο να κάνουν auto-stop. Καμιά εισιπενταριά χρονών ήταν όλοι πάνω κάτω. Δυο κορίτσια και δυο αγόρια, με τα κορίτσια να τρώνε μπατιρόσπορους.

Είχε έμπειρο μάτι, πόσο δε μάλλον εκείνη τη νύχτα που το άλλοθι ήταν επιτακτική ανάγκη.

Χωρίς να χάσει χρόνο, άνοιξε την πόρτα της καμπίνας και κατέβηκε στο δρόμο, αφήνοντας τη μηχανή να δουλεύει αλλά και τα φώτα μπροστά αναμμένα για να τους βλέπει καλύτερα. Χρόνια τώρα στο κουρμπέτι, σαν καλό κυνηγόσκυλο, ήξερε από φέρμα. Φαινόντουσαν αθώα πλάσματα, αυγά ημέρας που λένε και με τους προβολής του φορτηγού έτσι να τους στραβώνουν, χαμπάρι δεν πήραν πως είχαν ήδη εμπλακεί σε μια σκοτεινή ιστορία.

– Σάββα με λένε, που πάτε ρε αλάνια; τους ρώτησε πλησιάζοντας την παρέα μ’ ένα χαμόγελο μπαίνοντας κι αυτός στη δέσμη φωτός των προβολέων για να φαίνεται καλά στο σκοτάδι.

– Κιλκίς πάμε όλοι, αποκρίθηκε η παρέα με μια φωνή που πρόδιδε τον ενθουσιασμό τους.

– Βολεύει, πάω στους Ευζώνους, ανεβείτε, θα σας αφήσω στη διασταύρωση έξω από την πόλη, είναι κοντά από κει, τους είπε ο Σάββας και σάλταρε πάνω στην καμπίνα, με την παρέα ν’ ανοίγουν τη δεξιά πόρτα και μες στη τρελή χαρά, ένας-ένας ν’ ανεβαίνουν και να κάθονται, δύο στα μπροστινά και δυο στα πίσω στα καθίσματα.

Ο Σάββας έβαλε πρώτη, έλυσε το χειρόφρενο και ξεκίνησε. Η μηχανή μούγκρισε και κάτι δεκαοχτούρες που γουργούριζαν τσιμπολογώντας τα σπόρια που ’χαν πέσει στο δρόμο, τρόμαξαν και πέταξαν μακρυά.

Ήταν ζεστά εκεί μέσα κι η μουσική που έπαιζε από τον τοπικό σταθμό αγαπησιάρικη. Ο πάγος έσπασε γρήγορα στη θαλπωρή της καμπίνας, με τον Βαρδάρη έξω να λυσσομανάει ξυρίζοντας τα οργωμένα χωράφια.

Ο Πέτρος υπηρετούσε φαντάρος στο Κιλκίς, κι η Μάρω, ήταν αρραβωνιαστικιά του, ντόπια. Ο Γιώργος βοηθούσε στα χωράφια του πατέρα του στο Αμύνταιο, κι η Χαρά ήταν γκόμενά του, που κρατούσε το καφέ της μάνας της στην κεντρική πλατεία του Κιλκίς.

Η Μάρω ήταν πολύ καψούρα με τον φαντάρο, το έδειχναν τα λαμπερά πρόσωπά τους και τα χασκόγελα που ξεπηδούσαν αραιά και που μες στο σκοτάδι απ’ το πίσω κάθισμα της καμπίνας καθώς φιλιόντουσαν και η Μάρω τον χούφτωνε στα μουλωχτά.

Ο Σάββας τους έβλεπε με κλεφτές ματιές απ’ τον καθρέφτη και γέλαγε με τους μπροστινούς που τό ’χαν ρίξει στ’ ανέκδοτα, με τον Γιώργο και τη Χαρά να πίνουν τσίπουρο από ένα φλασκί.

Είχε υπολογίσει τα καύσιμα να τον βγάλουν από την Ηγουμενίτσα μέχρι τα Γιαννιτσά, αλλά μετά την Έδεσσα, ο δείκτης στο καντράν είχε ήδη μπει στη ρεζέρβα, έτσι κάποια στιγμή μερικά χιλιόμετρα πριν την πόλη, άλλαξε πορεία και βγαίνοντας από τον κεντρικό δρόμο κατευθύνθηκε προς ένα μικρό επαρχιακό χωριό, όπου διανυκτέρευε ένα βενζινάδικο, το οποίο βρισκόταν ανάμεσα στους αγρούς, με φόντο ένα σκοτεινό εγκαταλειμμένο χωριό, όπου τα σπίτια του είχαν καταρρεύσει και το ψυχρό φως της λάμπας πάνω απ’ τις αντλίες, κάθε λίγο τρεμόπαιζε στις ριπές του ανέμου.

Ο βενζινάς ήταν σκυθρωπός και ανέκφραστος. Μόνο ένα νεύμα της κεφαλής του σαν χαιρετισμός, ίσως σαν συγκατάβαση πως όλα πήγαιναν ρολόι, να ήταν η μόνη έκφραση στο σκοτεινό του πρόσωπο.

Μέχρι να φουλάρει ο Σάββας το ντεπόζιτο και να βγάλει τιμολόγιο, πέρασε κάμποση ώρα. Στο μεταξύ, η Χαρά είχε αποκοιμηθεί στον ώμο του Γιώργου και πίσω, ο φαντάρος με την Μάρω, βρήκαν την ευκαιρία να χαμουρευτούν ανενόχλητα.

Φεύγοντας από το πρατήριο ακολούθησε την ίδια διαδρομή για να ξαναβγεί στην επαρχιακή οδό, όταν ένα αυτοκίνητο χωρίς πινακίδες βγήκε απότομα απ’ έναν χωματόδρομο κλείνοντάς του τον δρόμο. Από το απότομο φρενάρισμα της νταλίκας, η παρέα σάστισε,  πόσο μάλλον όταν είδαν μέσα απ’ το παρμπρίζ, τρεις οπλισμένους μαντραχαλάδες –φορώντας κουκούλες στα πρόσωπα–, να πετάγονται με αστραπιαία ταχύτητα μέσα από ένα κόκκινο Toyota Celica που ’χε κομμένη εξάτμιση. Ο ένας κρατούσε Καλάσνικοφ, κι οι άλλοι δυο πιστόλια.

Ο πρώτος έκανε νόημα στον οδηγό να κατέβει, κι οι άλλοι δυο, αφού άνοιξαν τη δεξιά πόρτα, βίαια κουτρουβάλιασαν όλη τη παρέα στο δρόμο. Η Μάρω ήταν τσαμποκαλού κι έριξε μια σφαλιάρα στον έναν που την έσπρωχνε με το ζόρι, όμως εκείνος με το κοντάκι τη χτύπησε στο γοφό σωριάζοντάς την στο οδόστρωμα. Οι κουκουλοφόροι έδειχναν πως δεν αστειεύονται, όταν τους ξάπλωσαν όλους μπρούμυτα με τα χέρια πλεγμένα πίσω απ’ το σβέρκο. Ο ένας κρατούσε τσίλιες στη διασταύρωση λίγα μέτρα πιο κάτω, κι ένας ακόμα με την κάννη προτεταμένη πάνω απ’ τα κεφάλια τους, φύλαγε τους ομήρους. Ένα πιο μικρό φορτηγό με μουσαμά, βγήκε κι αυτό απ’ τον χωματόδρομο και πάρκαρε πίσω απ´ την καρότσα του μεγάλου, όσο οι άλλοι δυο –που στο μεταξύ είχαν ανοίξει διάπλατα τις μπουκαπόρτες της νταλίκας– ξεφόρτωναν τσάτρα πάτρα τις γούνες.

Είκοσι λεπτά τους πήρε να μεταφέρουν το εμπόρευμα στο άλλο φορτηγό. Πολλές γούνες δεν χώρεσαν, κάποιες τις άφησαν στη νταλίκα κι αρκετές στρίμωξαν στο πορτμπαγκάζ και στα πίσω καθίσματα του Toyota.

Το φορτηγό, με καλυμμένες τις πινακίδες, ξεκίνησε μ’ έναν οδηγό, ενώ δέκα λεπτά αργότερα, οι άλλοι τρεις, αφού πρώτα προειδοποίησαν τον Σάββα να μην καλέσει την αστυνομία νωρίτερα από μισή ώρα γιατί αλλιώς ήξεραν που θα τον βρουν, επιβιβάστηκαν στο κόκκινο αυτοκίνητο κι εξαφανίστηκαν μέσα στη νύχτα, με τον κινητήρα να βρυχάται και την πειραγμένη εξάτμιση ν’ ακούγεται για κάμποση ώρα μες στη σιωπή.

Τρεις το πρωί είχε πάει όταν πια αποχώρησαν από το αστυνομικό τμήμα Γιαννιτσών. Το περιπολικό έφτασε με δύο αστυνομικούς στο χώρο συμβάντος κι έκανε αυτοψία, ενώ αργότερα ο Σάββας τους ακολούθησε με τη νταλίκα στο τμήμα, όπου δήλωσε το περιστατικό κι ο αξιωματικός υπηρεσίας πήρε από όλους κατάθεση.

Η δουλειά είχε γίνει με το παραπάνω, αλλά τα παιδιά ήταν συντετριμμένα και αμίλητα όσο εκείνος οδηγούσε μέσα στη νύχτα. Είχε μπει πια στην περιφερειακή οδό Θεσσαλονίκης-Ευζώνων κι ύστερα από σαράντα λεπτά έφτασε στη διασταύρωση που πήγαινε δεξιά για Κικλίς.

Ο Σάββας έκοψε ταχύτητα, βγήκε προσεκτικά από τον δρόμο κι αφού σταμάτησε, τράβηξε το χειρόφρενο.

Έμειναν για λίγο σιωπηλοί κοιτάζοντας όλοι μαζί το χιονόνερο που έσκαγε στο παρμπρίζ, κι άκουγαν τον ήχο των υαλοκαθαριστήρων που γύριζαν υπάκουα, λες και προσπαθούσαν να διώξουν τις κακές σκέψεις.

‘Υστερα από μερικά λεπτά που φάνηκαν αιώνες, ο Σάββας έσπασε πρώτος την σιωπή.

– Μη στεναχωριέστε, τι είχαμε τι χάσαμε, τους είπε. Εμπειρίες είναι αυτές. Ακούστε μάγκες ή κατεβαίνετε εδώ και σας τρώνε τα τσακάλια, ή πάμε για ποτό και το ξημέρωμα παίρνετε το πρώτο ΚΤΕΛ. Μη φοβάστε, εγώ κερνάω!

Η φράση του με μιας εξάλειψε τη βαρυθυμία που επικρατούσε κι η Μάρω μ’ ένα πετάρισμα των βλεφάρων τον ρώτησε με περιέργεια: Και που θα πάμε για ποτό, ρε Σάββα τέτοια ώρα;

Στη Χαβάη, αποκρίθηκε εκείνος και μόλις είδε την απορία στο πρόσωπό τους, συνέχισε: Όποιος δεν έχει πάει στη Χαβάη, δεν έχει δει τίποτε!

– Φύγαμε, ούρλιαξαν όλοι μαζί με μια φωνή –χωρίς δεύτερη σκέψη– χοροπηδώντας πάνω στα καθίσματα με ενθουσιασμό.

Χαβάη! Πόσο οξύμωρο ακουγόταν αυτό το όνομα του μαγαζιού και πόσο περίεργο έδειχνε –σαν σκηνή από κακό όνειρο– έτσι όπως έστεκε στο μέσω του πουθενά, μες στο κρύο και τη λάσπη, και με το μετεωρολογικό δελτίο στο τοπικό ραδιόφωνο να προμηνύει ισχυρές χιονοπτώσεις στα ορεινά. Χαβάη! Όνομα και πράμα, κρυμμένο πίσω απ’ τις καλαμιές δίπλα σ’ ένα ρέμα.

Ο Σάββας άφησε την παρέα στην είσοδο, κι ύστερα κουμπώνοντας την όπισθεν, έκανε μανούβρα και πάρκαρε με δεξιοτεχνία το δωδεκάτροχο τέρας, πίσω απ’ το συφιλιασμένο σκυλάδικο της επαρχίας σε μια αλάνα στρωμένη με γαρμπίλι.

Όπως κατέβηκε από την καμπίνα, ένας αλυσοδεμένος σκύλος γαβγίζοντας πήγε να του χιμήξει. Λίγο ακόμα και θα ξήλωνε την αλυσίδα απ’ την κολόνα.

– Τι έγινε ρε Μπρούμη; του φώναξε, πάλι δε με γνώρισες;

Στην αλάνα του ξενυχτάδικου, με το κωλόμπαρο διπλά κι από πίσω κρυμμένη την παράνομη αντλία βενζίνης, υπήρχαν κάτι εγκαταλειμμένα παραπήγματα που τα παράθυρά τους ήταν καρφωμένα με σανίδια, χιαστί.

Το όλο σκηνικό θύμιζε τόπο εγκλήματος.

Ήταν τακτικός θαμώνας των νυχτερινών κέντρων της επαρχίας και η υποδοχή που του έκαναν οι πορτιέρηδες στις εισόδους, τον έκαναν να νιώθει σαν τιμώμενο πρόσωπο.

Πορτιέρης ήταν ένας μεσήλικας, με μπριγιαντίνη στο μαλλί, που φορούσε μαύρο κοστούμι κι έμοιαζε με προαγωγό, ενώ δίπλα του κάτω από τα χρωματιστά λαμπιόνια του μαγαζιού, κρατούσε τσίλιες ένας νάνος ντυμένος με φράκο και με τα χαλασμένα δόντια του να κοσμούν το μόνιμο χαμόγελό του.

Ο νάνος τον πλησίασε και του έδωσε έναν φάκελο, που ο Σάββας τον έκρυψε στη μέσα τσέπη του μπουφάν, λίγο πριν μπει στο μαγαζί ακολουθώντας την παρέα.

Ανοίγοντας την πόρτα, μια αποπνικτική ατμόσφαιρα τσιγαρίλας και χνότου τους πήρε απ’ τα ρουθούνια, εμποτισμένη με αμμωνία απ’ το κάτουρο που δραπεύτευε απ’ τις τουαλέτες. Αυτή η μπόχα, σε βαθμό ασφυξίας, τού ήταν γνώριμη και τον παρότρυνε πάντα για το πρώτο ποτό, από κείνο το νοθευμένο ουίσκι που κάνει πάντα το κεφάλι σκέτη μπόμπα έτοιμη να εκραγεί.

Ανομία και διαφθορά, κόχλαζαν εκεί μέσα υπό τους ήχους του: Η ζωή μου όλη, είν’ ένα τσιγάρο, καθώς οι Βουλγάρες στο μπαρ με τα χρυσά δόντια, αλαλάζοντας στο βωμό της κονσομασιόν, σέρβιραν αβέρτα σφηνάκια κρατώντας ψηλά την κατανάλωση.

Μια τσιγγάνα, με τις γαρδένιες στα χέρια, θα ’ταν δεν θα ’ταν δεκάξι ετών, φορούσε ένα χρωματιστό πανωφόρι φτιαγμένο από ραμμένα ρετάλια –με φανταχτερά χρώματα– που η σύνθεσή του ξεπερνούσε σε φαντασία το όραμα του καλύτερου σχεδιαστή μόδας παγκοσμίως.

Οι άνθρωποι του μαγαζιού έμοιαζε να ζουν από τα υπολείμματα μιας αβέβαιης ζωής κι όλοι μαζί να κολυμπάνε στο βούρκο με τη θέλησή τους, όπως οι χοίροι που κυλιούνται στη λάσπη για να θωρακίσουν το πετσί τους.

Μια υπερβολή που τερμάτιζε τα όρια της αντοχής επικρατούσε εκεί μέσα, με το αλκοόλ να πλημμυρίζει τη σκέψη πνίγοντας τις αναστολές. Αυτός ο τεκές ήταν συνώνυμος με την αναζήτηση της ηδονής. Άρχισαν οι χοροί, τα φιλιά και τα μπαλαμουτιάσματα και δώσ’ του να ρέει το αλκοόλ μέχρι το ξημέρωμα.

Χαράματα βγήκαν από τη Χαβάη. Λίγο πριν φέξει κι ο πόνος εισβάλει στα λαγκάδια, η περιοχή θύμιζε ένα αχανές μνήμα έτοιμο υποδεχτεί την εσχατιά της επαρχίας που ψυχορραγούσε. Πίσω απ’ το παράπηγμα που στέγαζε το μπουζουξίδικο, κάτι ξεχαρβαλωμένα αυτοκίνητα –μαγαρισμένα από τους γύφτους– σάπιζαν μες στα χωράφια, ενώ έξω απ’ τα αναμμένα λαμπιόνια του κωλόμπαρου, τρέκλιζε ένας μεσήλικας άντρας που μόλις είχε κατουρήσει την κολώνα του επαρχιακού δρόμου. Είχε γίνει κομοδίνο απ’ το πιόμα και κοίταζε τη γη να γυρίζει, μάταια περιμένοντας να περάσει το σπίτι του αποκεί. Ο εχθρός σ’ αυτά τα μέρη δεν είχε ταυτότητα, κι ούτε ήταν απαραίτητα εξακριβωμένος.

Σ’ αυτή τη γωνιά του τόπου, με το τοπίο να κερδίζει τη μάχη μεταξύ φύσης κι ανθρώπου, αλλά και με την ηθική να καταποντίζεται στα βάραθρα της ατιμίας, ο Σάββας αντιλαμβανόταν πως κάθε άλλο παρά άτρωτος ήταν.

Κάποια στιγμή το τραίνο σφύριξε από μακριά, κι ύστερα, περνώντας σφαίρα απ’ την αφύλακτη διάβαση πίσω απ’ το νυχτερινό κέντρο, χάθηκε στο σκοτάδι.

Έξω απ’ το μαγαζί, ξαφνικά είχαν όλοι την αίσθηση πως ο χρόνος κυλούσε με καθυστέρηση. Αγκαλιαστήκανε, αντάλλαξαν τηλέφωνα και περπάτησαν όλοι μαζί κάπου δυο χιλιόμετρα μέχρι τη διασταύρωση που βρισκόταν η στάση, τραγουδώντας το τελευταίο σουξέ της νύχτας.

Πίσω απ’ τις βουνοκορφές άρχιζε σιγά-σιγά να φέγγει το άρρωστο και χλωμό φως της αυγής, την ώρα που στο βάθος του δρόμου φάνηκε το πρώτο λεωφορείο να πλησιάζει αγκομαχώντας.

Όταν έφτασε σπίτι εκείνο το πρωί, η μάννα του, μια κωλοπετσωμένη υπέργηρη γυναίκα, τού ’χε φτιάξει ελληνικό καφέ σε χοντρό φλιτζάνι. Κούτσα-κούτσα τον έφερε σ’ ένα δίσκο μαζί μ’ ένα μπολ γεμάτο κουλουράκια κι από δίπλα λίγο γλυκό κουταλιού νεράντζι.

Ο Σάββας αφού μήνυσε στην Καστοριά για τα μαντάτα, έβγαλε τον φάκελο απ’ το μπουφάν, πήγε στο σαλόνι κι κάθισε αντίκρυ της στο τραπέζι. Κοιταχτήκανε για λίγο σιωπηλά κι ύστερα έσπρωξε το φάκελο προς το μέρος της. Όσο εκείνος έπινε τον καφέ του, εκείνη μέτρησε προσεκτικά τα λεφτά. Δις! ‘Υστερα σημείωσε πάνω στο φάκελο το ποσόν: 80.000 ευρώ, κι αφού έβαλε τα χρήματα ξανά μέσα –περνώντας αποπάνω σταυρωτά δυο λαστιχάκια για να μην ανοίξει– τον έκρυψε στον πάτο του τσουβαλιού με τα φασόλια.

– Πώς πήγε η βάρδια σου γιε μου; τον ρώτησε.

Εκείνος έμεινε για λίγο σιωπηλός κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρα τα πουλιά και τα χωράφια που σιγά-σιγά καλύπτονταν απ’ το χιόνι.

– Τίποτε το ιδιαίτερο, Μάνα… μια απ’ τα ίδια, της είπε κι ύστερα μουρμούρισε: Μια απ’ τα ίδια!

Δυο μέρες κοιμόταν. Σερί! Ούτε που το κατάλαβε. Όταν ξύπνησε, εκείνη είχε φύγει. Ίσως μεταμορφώθηκε και πέταξε ψηλά, αφήνοντάς του μόνο το κουκούλι. Μεταξωτό˙ να πλέξει το σάβανό του.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.