You are currently viewing Κοσμάς Κοψάρης: Μια συνομιλία με την Βασιλική Χαμαλέλη-Μπούκλα

Κοσμάς Κοψάρης: Μια συνομιλία με την Βασιλική Χαμαλέλη-Μπούκλα

1) Τι σημαίνει για σας λογοτεχνική γραφή, από πότε ξεκινήσατε να γράφετε;

 

Ξεκίνησα όπως οι περισσότεροι λογοτέχνες.  Από πολύ μικρή ηλικία. Από το σχολείο, τότε που οι εκθέσεις μου ξεχώριζαν. Ο έπαινος ήταν για μένα το σπρώξιμο, η ζαχαρίτσα που ενίσχυε την αγάπη μου σε αυτόν τον ξεχωριστό τρόπο γραφής,  που μου έδινε τόση χαρά. Τα πρώτα μου εξωσχολικά αναγνώσματα, αν και πολύ φτωχά σε ποικιλία και αριθμό, έπαιξαν  σημαντικό ρόλο. Σε ηλικία 14 ετών τόλμησα να πάρω μέρος σε πανελλήνιο διαγωνισμό συγγραφής λογοτεχνικού κειμένου, που είχε σαν θέμα του «Τι σημαίνει για σας η ζωή…» ή κάπως έτσι, δεν το θυμάμαι καλά. Απευθυνόταν σε εφήβους. Τον διοργάνωνε μια δημοφιλής μουσική εκπομπή του κρατικού ραδιοφώνου. Μεσούσης της δικτατορίας, στο σπίτι μας «κρύβαμε» έναν συγγενή από τη γενέθλια πατρίδα, που μόλις είχε αποφυλακιστεί από τη Μακρόνησο. Αισθανόμουν τόσο δέος γι’ αυτόν τον άνθρωπο, το μυστήριο που τον τύλιγε με γοήτευε. Τα λόγια του μετρημένα, χαμόγελο ποτέ ολόκληρο. Ταυτόχρονα, ερωτευμένη με ένα γειτονόπουλο, δεχόμουν τόσες επιθέσεις από το θυμικό μου… Το να λάβω μέρος σε αυτόν τον διαγωνισμό, ήταν για μένα λύτρωση. Έγραφα έγραφα, φορτισμένη από διαφορετικά συναισθήματα, βομβαρδισμένη από καταστάσεις τόσο διαφορετικές, που όμως με άγγιζαν,  με χάραζαν κι είχαν να κάνουν με την ίδια τη ζωή. Πήρε το πρώτο βραβείο,. Σημαντικότατο ρόλο στην ενασχόλησή μου με τη λογοτεχνική γραφή έπαιξαν και τα πρόσωπα που με τριγύριζαν. Παρατηρούσα τα εσωτερικά τους μηνύματα, πώς ζωγραφίζονταν – περισσότερο στα μάτια. Προσπαθούσα να μαντέψω σκέψεις τους. Τις επεξεργαζόμουν με το άγουρο υλικό μου κι έβρισκα τρόπο να τις καταγράφω στο μυστικό μου τετράδιο. Πάντα είχα ένα τέτοιο τετράδιο, που μεγαλώνοντας έγινε κανονικό ημερολόγιο.

 

 

 

2) έχετε ασχοληθεί ειδολογικά με πολλά είδη, ποιο σας εκφράζει πιο πολύ;

 

Αγαπώ όλα τα είδη γραφής. Το θέατρο, γιατί το δούλεψα πολύ με τους μαθητές μου, όπως και το παραμύθι. Αυτά τα δύο αποτέλεσαν το σημαντικό τόπο συνάντησής μας, όταν θέλαμε να «βρεθούμε» εκτός διδακτέας ύλης. Την πρώτη μου χρονιά σε σχολική τάξη ήταν που έγραψα για πρώτη φορά σενάριο σε θεατρική μορφή, πάνω σε μια ιδέα μαθητή μου. Αυτά τα δύο είδη με βοήθησαν στο να εκμαιεύω απ’ τα παιδιά εσωτερικές διεργασίες που τα βάραιναν, να βγάλουν στην επιφάνεια επιθυμίες, ταλέντα, που ούτε και τα ίδια υποψιάζονταν. Αγαπώ πολύ και τον πεζό γραπτό λόγο. Από αυτόν ξεκίνησα. Σου παρέχει μια ευκολία στο να εκφραστείς. Ας πούμε ότι είναι η «καθημερινότητα» του λογοτέχνη. Με έχει βοηθήσει πολύ και στα άλλα λογοτεχνικά είδη. Περισσότερο όμως αγαπώ την ποίηση. Ο σπόρος πρέπει να φυτεύτηκε όταν ήρθα σε επαφή με τον επικό μας ποιητή, τον Όμηρο. Η συγκίνησή μου στην ανάλυση της σκηνής του Αχιλλέα με τον Πρίαμο  στην Ιλιάδα, ακόμα με πλημμυρίζει. Αγάπησα τους ποιητές μας, αυτούς που επέτρεπε η δικτατορία στη διδακτέα μας ύλη. Βλέπετε ανήκω στη γενιά την «αδικημένη, και τα καλύτερά μας χρόνια τα περάσαμε κάτω απ’ τις λόγχες των φρουρών», όπως έγραψε ο Δήμος Μούτσης. Σίγουρα βοήθησαν οι τρόποι προσέγγισης που μας δίδασκαν οι σπουδαίες φιλόλογοί μας. Τότε άρχισα να γράφω τα πρώτα μου ποιήματα.  Στη μεταπολίτευση γνώρισα και τους «απαγορευμένους», λάτρεψα και πόνεσα τον Καρυωτάκη, με λίγωνε ο λυρισμός και ο ηρωισμός στην ποίηση του Ρίτσου,  θαύμασα όλους  τους σπουδαίους αυτής της γενιάς. Η ποίηση, πολύ αργότερα,  με στήριξε σε δύσκολες στιγμές της ζωής μου. Είτε διαβάζοντας  είτε γράφοντας. Μέσω αυτής μπορούσα να πω τις αλήθειες μου, χωρίς να πιστοποιώ σε ποιον ανήκαν. Να μιλήσω για όσα με πονούσαν, για πόθους κρυφούς, ένοχα μυστικά. Κι όλα αυτά μέσα σε λίγες γραμμές.  Η συνήθως μικρή της φόρμα με εξυπηρετούσε, όταν τα χρονικά μου περιθώρια με στένευαν κι εγώ έπρεπε οπωσδήποτε να αποφορτιστώ. Με την ποίηση νιώθω σαν την κυρία που φροντίζει πολύ την εμφάνισή της, και στην παραμικρή της λεπτομέρεια, πριν βγει στον κόσμο, να συνομιλήσει μαζί του. Ακόμα κι όταν γράφω πεζό ή παραμύθι, ο λόγος μου, χωρίς να το επιδιώκω, από ένα σημείο και μετά αποκτά έναν εσωτερικό ρυθμό, ψάχνω τις λέξεις εκείνες που εμπεριέχουν συμπυκνωμένο νόημα, που μπορούν να κουβαλούν περισσότερα από ένα  σημαινόμενα, ώστε να κουμπώνουν στη διάθεση και την πείρα ζωής του κάθε αναγνώστη, αλλά ταυτόχρονα να εξυπηρετούν την πληθώρα των μηνυμάτων που θέλω να μεταφέρω, πέρα από το κείμενο αυτό καθ’ αυτώ.

 

 

 

 

 

 

 

3 Μιλήστε μας για την ιστορία του πρόσφατου βιβλίου σας

 

Το νέο μου βιβλίο «Εκτός Σχεδίου, από τον Άγιο Θωμά Πρέβεζας στην Άνω Νεάπολη Νίκαιας», θα έλεγα ότι γράφεται εδώ και πολλά χρόνια. Πρώτα στην ψυχή μου, γιατί έχει να κάνει και με προσωπικές μνήμες. Ύστερα στο μυαλό και στο χαρτί, υπό μορφή ημερολογίου. Καταγράφοντας  τα πιο σημαντικά γεγονότα των ετών 1958-1965, ήρθε ο καιρός που ένιωσα την ανάγκη να μην μείνουν αποσπάσματα της παιδικής μου ηλικίας, αλλά να έχουν μια σύνδεση μεταξύ τους. Εδώ προστέθηκαν αφηγήσεις δικών μου ανθρώπων, αυτές που έλεγε το στόμα, αλλά και άλλες, που προσπαθούσαν να κρύψουν τα χείλη, αλλά φανέρωνε η καρδιά. Με τη μητέρα μου είχαμε μια αέναη επικοινωνία, περισσότερο αθέατη. Όμως πολλά από τα μεγάλα της μυστικά τα εξομολογήθηκε στα τελευταία ένα δυο χρόνια της ζωής της. Δεν τόλμησα να τα συμπεριλάβω στο κείμενο. Τώρα. Αργότερα ίσως βρω μέσα από τη λογοτεχνία τρόπους να βγουν στο φως.  Επίσης μπήκε η μυθοπλασία, που γεφύρωνε τα κενά της μνήμης και διαμόρφωνε τους ήρωες, πλάθοντας χαρακτήρες που εξυπηρετούσαν την αναφορά μου σε καταστάσεις που τις θυμόμουν σαν συναισθήματα περισσότερο ή σαν ίχνη που επικάθισαν πάνω στις αισθήσεις. Μυρουδιές, αγγίγματα, βλέμματα, ηχοχρώματα… Τέλος ένιωσα ότι όφειλα να επιστρέψω κάτι χρωστούμενα, πρώτ’ απ’ όλα στη ρίζα μου, στον τόπο που γεννήθηκα,  τους Μικρασιάτες και  παλαιοελλαδίτες παππούδες μου, στους ήρωες γονείς μου, στους ανθρώπους που πέρασαν απ’ τη ζωή μου την περίοδο εκείνη κι άφησαν σημάδια βαθιά, άλλοτε πληγές κι άλλοτε σφραγίδες αγάπης. Μα πάνω απ’ όλα ήθελα να κάνω τους αναγνώστες  κοινωνούς αυτής της κατάθεσής μου. Έτσι δημιουργήθηκε το βιβλίο.

 

4) είναι δύσκολο η προσωπική εμπειρία να γίνει λογοτεχνική κατάθεση;

 

 

Νομίζω στην ποίηση είναι ευκολότερο, όπως αναφέρθηκα σε προηγούμενη ερώτηση. Μέσα από στίχους μου έχω μιλήσει για πολύ σημαντικά μου θέματα, χωρίς να αποκαλύπτομαι. Είναι ενδιαφέρον να ακούς τις διαφορετικές ερμηνείες που δίνουν οι αναγνώστες. Έχει μια ομορφιά αυτό. Ταυτόχρονα  ο δημιουργός νιώθει  ότι τα  προσωπικά του δεδομένα είναι ασφαλή. Όταν όμως πρόκειται να καταγγείλει ένα κοινωνικό γεγονός, πρέπει να είναι ο εαυτός του, να καταθέσει την άποψή του, την προσωπική του εμπειρία. Και αυτό πρέπει να το κάνει με προσοχή, ώστε να αφυπνίσει συνειδήσεις, χωρίς να δημιουργήσει πάθη ή διαστρεβλώσεις. Στο μυθιστόρημα, αν δεν είναι κυρίως αυτοβιογραφικό, η προσωπική εμπειρία πρέπει να κατατίθεται, αφού περάσει πρώτα μέσα από φίλτρα. Βοηθά η χρήση του τρίτου προσώπου, ώστε να γίνεται αντικειμενικοποίηση των γεγονότων. Ο συγγραφέας μπαίνει κάθε φορά στον ρόλο του κάθε ήρωά του, διαλέγει ποιος θα φέρει το προσωπικό του βίωμα, τον ντύνει με όλη την αλήθεια του, χωρίς να στοχοποιεί τον εαυτό του. Η μυθοπλασία έρχεται αρωγός σε αυτό. Προσωπικά, στο «Εκτός σχεδίου» απέφυγα την ωμή εξιστόρηση γεγονότων. Προτίμησα «γρατζουνώντας και χαϊδεύοντας», όπως πολύ όμορφα μού επισήμανε μια αναγνώστρια φίλη, να αποδοθεί η αλήθεια μου. Να μην «εκθέσω» πρόσωπα. Δε σας κρύβω πως υπέκυψα στο δόγμα ότι πάντα θα  υπάρχουν και πράγματα που δε λέγονται,  επειδή το συγκεκριμένο βιβλίο απευθύνεται και σε εφήβους αναγνώστες. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η λογοτεχνική κατάθεση μιας προσωπικής εμπειρίας, ενέχει αρκετές δυσκολίες.

 

5 σε ένα βιβλίο σάς αρέσει το ευχάριστο ή το ρεαλιστικό φινάλε;

 

Προτιμώ το ρεαλιστικό φινάλε με αισιόδοξες νύξεις. Μπορεί να  είναι τραγικό, αλλά με κάποιο τρόπο να έρχεται η κάθαρση. Δε μου αρέσει να με αφήνει αιωρούμενο, ανικανοποίητο, παρόλο που δημιουργεί ευκαιρίες για προβληματισμούς και περαιτέρω σκέψεις.

 

6 ποια η βασική υπόθεση του βιβλίου;

 

Το βιβλίο “ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ, από τον Άγιο Θωμά Πρέβεζας στην Άνω Νεάπολης Νίκαιας” είναι ένα αφηγηματικό πεζογράφημα με θέμα του την εσωτερική μετανάστευση στα χρόνια της έντονης αστυφιλίας, τότε που άδειαζαν τα χωριά και διογκώνονταν οι πόλεις, ιδιαίτερα η Αθήνα και ο Πειραιάς. Η μικρή ηρωίδα ακολουθεί την οικογένειά της στον νέο τόπο μετεγκατάστασής τους από ένα μικρό χωριό του Αμβρακικού Κόλπου στις παρυφές του όρους Αιγάλεω, εκεί όπου αργότερα  διαμορφώθηκε η συνοικία της άνω Νεάπολης Νίκαιας. Η αλλαγή αυτή τους επηρεάζει όλους, περισσότερο όμως την ίδια και τη μητέρα της. Οι δυσκολίες πολλές: η αποδοχή των κατοίκων, η σκληρή δουλειά του πατέρα, ο τεράστιος αγώνας για απόκτηση δικής τους κατοικίας. Ο αναγνώστης ακολουθεί την αφηγήτρια σε όλη της την πορεία, από το 1958 έως το 1965, καθώς προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη προσαρμογής και στη βαθιά νοσταλγία για τον γενέθλιο τόπο. Βιώνοντας μαζί της γεγονότα που την ατσάλωσαν και τη βοήθησαν να φτάσει στην κρίσιμη ηλικία της εφηβείας. Θέματα όπως ο ρατσισμός, η κάθε μορφής βία, η σεξουαλική παρενόχληση, ο αυστηρά πατριαρχικός χαρακτήρας της οικογένειας, η υποτίμηση της γυναίκας, αλλά και η δύναμη της θέλησης, της ανάγκης για επιβίωση, η ανιδιοτελής φιλία, το πείσμα για κατάκτηση του καλύτερου, η αλληλοϋποστήριξη στις δυσκολίες, συνθέτουν τον καμβά, όπου, με πολλές ποιητικές πινελιές, “άλλοτε γρατζουνώντας και άλλοτε χαϊδεύοντας” καταθέτω τη δική μου  αλήθεια, τη δική μου «προσωπική εμπειρία».

 

 

7 ποια η σχέση σας ως δημιουργός με τον λογοτεχνικό χρόνο;

 

.

Ο λογοτεχνικός χρόνος γράφει διαφορετικά στην ψυχή του δημιουργού. Ανάλογα με το πλαίσιο που κάθε φορά αυτός δημιουργεί. Τις μνήμες που περικλείει. Τα συναισθήματα που γεννά. Προσωπικά  χρησιμοποιώ όλες του  τις στιγμές, προσπαθώντας να μετουσιώσω τις εγγραφές του μέσα μου σε γόνιμο υλικό, απαλλαγμένο από την ένταση του τότε, χρωματισμένο με τις ανάγκες του λογοτεχνήματος, αλλά και των συγκυριών του παρόντος. Και φυσικά, ανάλογα με τη λογοτεχνική μορφή του δημιουργήματος. Τον θεωρώ πολύτιμο συστατικό, που σε πολλές περιπτώσεις, για να μην πω όλες, καθορίζει την πλοκή ή την εξέλιξη που θα πάρει ένα ποίημα, ένα πεζογράφημα, ένα παραμύθι. Γιατί είμαστε όλα όσα ζήσαμε, όσα νιώσαμε, όσα συναντήσαμε.  Αυτό καταθέτει στο αναγνωστικό κοινό ο λογοτέχνης: την ψυχή του. Αυτή είναι το σκαρί του, τα πανιά του και η ρότα του.

 

 

 

8 ποια σκηνή είναι αυτή που θα θέλατε να μοιραστείτε με το αναγνωστικό κοινό, από το βιβλίο σας;

 

Χαίρομαι όταν οι αναγνώστες μού μιλούν κάθε φορά για διαφορετικά κομμάτια που τους άγγιξαν. Γι’ αυτό και στις παρουσιάσεις του διαβάζονται αρκετά ολιγόλεπτα αποσπάσματα. Παραθέτω εδώ ένα, από τα πρώτα κεφάλαια.

 

(Το κράτησα στα χέρια μου με τρυφερότητα και προσοχή. Το γράμμα. Μην τύχη και μπατάρει και χυθούν στο τίποτα αυτά τα τόσο σπουδαία, που έκαναν την καρδιά μου να χτυπάει. Ένα χρόνο είχαμε να τον δούμε τον πατέρα. Ζωντανό κι όχι στο χαρτί. Γιατί  τον είδαμε σε μια φωτογραφία, που μας είχε στείλει. Μαζί με άλλους δυο, όρθιοι, χαμόγελα πλατιά, μαντίλι δεμένο στο κεφάλι σαν καπέλο – «να τραβάει τουν ίδρωτα», μου είπε  η μάνα –  κρατούσε, μόνος αυτός, το ρόπαλο του Ηρακλή στο δεξί του χέρι. Το αριστερό πόδι ακουμπισμένο σε μια τεράστια πέτρα. Και γύρω τους άλλες πολλές. Προσπαθούσα να ξεχωρίσω τα μάτια του. Αδύνατο. Κάτι  τα θάμπωνε.

Νομίζω μισοξεχασμένη την είχα τη μορφή του. Τις πιο πολλές φορές σκοτεινιασμένη, με μια χαρακιά φαράγγι ανάμεσα στα φρύδια. Και δάχτυλα πρησμένα απ’ τ’ αλάτι. Συχνά μού φαίνονταν να σπαρταρούν σαν ψάρια, καθώς μπάλωνε τα μισοσκισμένα απ’ τα δελφίνια δίχτυα. «Δεν έχχ ζουή ιδώ. Θα φύγου». Λόγια μαχαίρια. Σκοτείνιαζαν κι εμένα. Δεν ξέρω αν είχε ζωή στο χωριό μας. Φαΐ αρκετό πάντως δεν είχε. Δεν πεινάγαμε, αλλά αρκετό δεν ήταν. Μας το ’τρωγε η θάλασσα, που για να την οργώνει, έβαλε δάνειο κι αγόρασε καΐκι. Το ψάρι πολύ κι η τιμή του τιποτένια. Ή λίγο, που δεν έφτανε να μας θρέψει. Όπως και να ’χει, το ’παιρναν οι εμπόροι για ένα κομμάτι ψωμί. Πώς να χορτάσεις με «ένα κομμάτι ψωμί». Και να το τρώει το δάνειο κι αυτό. Να γιατί έκλεισε τα μάτια του και πήγε. Εκεί, στην Αθήνα. Του ’χε δουλειά στρωμένη ένας συγχωριανός, που είχε ήδη φύγει πριν δυο χρόνια. Σκληρή, αλλά σίγουρη. Στο νταμάρι. Λέξη άγρια μού φαινόταν. Μάλλον έφταιγε αυτό το «ντ» στην αρχή, που χτύπαγε σαν κύμα στα δόντια και το «ρ» λίγο πριν το τέλος, καταρράχτης στα Τζουμέρκα, να πέφτει από ψηλά. Αλλά μπορεί να κάνω και λάθος. Εγώ απ’ τη φωτογραφία κατάλαβα ότι Ηρακλής ήταν ο πατέρας. Δε μου έμενε παρά να δω το θεριό που  λάβωνε…)

 

 

9 θα θέλατε να κλείσουμε με ένα ποίημά σας τη συνομιλία μας;

 

Με μεγάλη μου χαρά. Πρόκειται για το ποίημα «Ελεύθερη Κατάβαση», από τη δεύτερη υπό έκδοση ποιητική συλλογή μου. Το αγαπώ πολύ, γιατί μέσα του βρίσκεται μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου. Από τα «καμουφλαρισμένα», που λέγαμε!

 

«Ελεύθερη κατάβαση»

 

Ανασαίνει με μικρά διαλείμματα.

Ανάσα-ζωή.

Η υπόλοιπη ζωή της,

ζωή δεν είναι.

Εκπνοή-θάνατος, μοιάζει.

Εκπαιδεύεται σαν τους δύτες.

Κάθε φορά ελεύθερη κατάβαση

σ’ ανεξερεύνητους βυθούς,

χωρίς οξυγόνο.

Το στοίχημα,

ν’ ανέβει ένα δεύτερο αργότερα,

μέχρι να σπάσει

το ρεκόρ της αντοχής της.

Πάντα θα παλεύει

γι’ αυτό το ένα δεύτερο αργότερα.

Και πάντα θα της υπολείπεται

άλλο ένα.

Γιατί, κάπου αλλού,

κάποιος απελπισμένος

θα το έχει ήδη κατακτήσει…

 

 

15.06.19  (ποιητική βραδιά Αίγινας)

 

10 ποιο το μήνυμά σας για όσους αγαπούν τη λογοτεχνία ή θα την αγαπήσουν κάποια στιγμή;

 

 

Η Λογοτεχνία πολλές φορές απαιτεί να βαδίσεις σε μοναχικό μονοπάτι. Αλλά γρήγορα σε βγάζει σε φωτεινά ξέφωτα του νου, όπου θα βρεις ψωμί και νερό να χορτάσεις και να ξεδιψάσεις! Καλά σας λογοτεχνικά ταξίδια!

 

ευχαριστώ πολύ, πάντα δημιουργική!!!!

 

 

 

Σύντομο Βιογραφικό

 

 

Η Βάσω Χαμαλέλη-Μπούκλα, ποιήτρια – λογοτέχνις, γεννήθηκε στον Άγιο Θωμά Πρέβεζας και μεγάλωσε στη Νίκαια. Από το 2007 μένει μόνιμα στην Αίγινα. Τα τελευταία χρόνια ζει κατά μεγάλα διαστήματα και στον Άγιο Θωμά Πρέβεζας. Υπηρέτησε 27 χρόνια στη Δημόσια Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Έχουν δημοσιευτεί αρκετές εισηγήσεις της πάνω σε σύγχρονα εκπαιδευτικά θέματα. Το 1999 ο Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου την τίμησε με το Βραβείο «Κ. Π. Δεμερτζή στον Έλληνα Δάσκαλο, για τη συμβολή της στην προώθηση της Παιδικής Λογοτεχνίας». Έχει γράψει θεατρικά έργα για παιδιά, παραμύθια, διηγήματα. Έργα της έχουν βραβευθεί από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών και συμπεριλαμβάνονται στην Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια Λογοτεχνίας, που εκδίδει Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Σπουδών, ΧΑΡΗ ΤΖΟ ΠΑΤΣΗ. Έχει εκδώσει τα παραμύθια: «Τα Σκουλαρίκια της Βασίλισσας», «Μια Φωτίτσα στο μπαλκόνι», «Γιατί κλαίει η Μαργαρίτα», την ποιητική συλλογή «Τα Αξόδευτα» και πρόσφατα το πεζογράφημα «Εκτός Σχεδίου, από τον Άγιο Θωμά Πρέβεζας στην Άνω Νεάπολη Νίκαιας».

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.