«Ο Φραντς Μπίμπερκοφ, χέρια στις τσέπες, γιακά σηκωμένο, κεφάλι και καπέλο ανάμεσα στους ώμους…». Να το πορτραίτο του ήρωα του μεγάλου ποιοτικά και ποσοτικά μυθιστορήματος του Άλφρεντ Ντέμπλιν [10 Αυγούστου 1878 – 26 Ιουνίου 1957] Βερολίνο Αλεξάντερπλατς [1929].
Ο Φραντς Μπίμπερκοπφ πρώην εργάτης τσιμέντου και μεταφορών, «απαιτεί από τη ζωή κάτι περισσότερο από ένα κομμάτι ψωμί. Στην περίπτωση αυτή όχι πολύ φαΐ, λεφτά ή γυναίκες, αλλά κάτι πολύ χειρότερο. Εκείνο που θέλει να γευτεί το βρομόστομά του δεν έχει συγκεκριμένη μορφή. Τον κατατρώει η πείνα του πεπρωμένου, αυτό είναι. Τούτος ο άντρας είναι υποχρεωμένος να ζωγραφίζει ξανά και ξανά τον διάβολο στον τοίχο με νερομπογιά. Δεν είναι ν’ απορείς λοιπόν που ο διάβολος έρχεται κάθε τόσο να τον πάρει…».
«Ο Φραντς Μπίμπερκοπφ αγοράζει ένα μοσχαρίσιο φιλέτο – Κι ο Φραντς ορκίζεται στον κόσμο ολόκληρο και στον εαυτό του να μείνει τίμιος στο Βερολίνο έχει δεν έχει λεφτά». Τα δύο τελευταία κεφάλαια του 1ου βιβλίου.
«Η ιστορία αυτού του Φραντς Μπίμπερκοφ», καταλήγει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν σε κείμενό του για το βιβλίο, «είναι η αισθηματική αγωγή του αλήτη. Η ακραία απατηλή, πιο προωθημένη μορφή του παλιού αστικού μορφωτικού μυθιστορήματος».
Η ιστορία του Φραντς Μπίμπερκοφ ταλαντεύεται ανάμεσα στον κόσμο του Ντίκενς- όπου αριστοκράτες κι αλήτες συνυπάρχουν αρμονικά ζώντας τις διαφορετικές ταξικά και υπαρξιακά ζωές τους- στον κλασικό Φλωμπέρ και στα μυθιστορηματικά του πανοράματα σαν την Αισθηματική Αγωγή – ενώ τέλος λοξοκοιτάει στα τολμηρά πειράματα του Προυστ και του Τζόυς, διαφορετικά κορυφαία ορόσημα του Μοντερνισμού.
«Βασική αρχή του στυλ αυτού του βιβλίου είναι το μοντάζ.», μας λέει ο Μπένγιαμιν:
«Μικροαστικά έντυπα, ιστορίες σκανδάλων, ατυχήματα, συνταρακτικά γεγονότα του ’28, λαϊκά τραγούδια, αγγελίες πλημμυρίζουν το κείμενο. Το μοντάζ ανατινάζει το μυθιστόρημα, ανατινάζει τόσο τη δομή όσο και το στυλ του, και ανοίγει νέες, πραγματικά επικές δυνατότητες… Το γνήσιο στηρίζεται στο ντοκουμέντο. Ο ντανταϊσμός στον φανατικό του αγώνα εναντίον του έργου τέχνης έκανε την καθημερινή ζωή σύμμαχό του μέσω του μοντάζ…». Και πιο κάτω: «Το μοντάζ είναι τόσο πυκνό που ο συγγραφέας μόλις και μετά βίας βρίσκει ευκαιρία να μιλήσει ο ίδιος. Κράτησε για τον εαυτό του τους όμοιους με μπαλάντες τίτλους των κεφαλαίων…».
«Ο Φραντς δεν καταλαβαίνει τίποτα και η ζωή συνεχίζεται – Η ατμόσφαιρα γίνεται βαριά…».
Ο κόσμος μας είναι ο κόσμος δύο θεών. Είναι ο κόσμος της δημιουργίας και ο κόσμος της διάλυσης. Η αντιπαράθεσή τους διαδραματίζεται πάνω στη γη κι εμείς συμμετέχουμε σ’ αυτή. Συνδέω τώρα αυτή τη συλλογιστική με την εγκληματικότητα. Η κοινωνία είναι ζυμωμένη με το έγκλημα. Τι σημαίνει αυτό; Ότι υπάρχει τάξη και διάλυση. Δεν είναι δυνατόν να υφίσταται τάξη χωρίς να υπάρχει ταυτόχρονα τάση για διάλυση και de facto καταστροφή.
«…ποτέ μέχρι τώρα δεν ένιωσε να διαποτίζεται ο αναγνώστης ολόκληρος από αυτόν τον καταρράκτη της ομιλούμενης γλώσσας», μας βεβαιώνει ο Μπένγιαμιν.
«Γιατί στον άνθρωπο συμβαίνει ό,τι και στο ζώο-όπως πεθαίνει αυτό έτσι πεθαίνει κι εκείνος» [σελ. 132 κ.ε. της ελληνικής έκδοσης].
«Στα βορειοανατολικά της πόλης ανάμεσα στην Ελντενάερ Στράσσε πέρα από την Τάερστράσσε, ακόμα πιο πέρα απ’ την Λαντσεμπέργκερ Αλέε μέχρι την Κοτιένιουστράσσε κατά μήκος της Ρινγκμπάν εκεί που είναι τα υπόστεγα που στεγάζουν τους στάβλους των εκτροφείων και των σφαγείων. Καλύπτουν μια έκταση 47,88 εκταρίων. Για την όλη ιστορία είναι γνωστό πως φαγώθηκαν κάπου 27.083.492 μάρκα. Από τα οποία 7.000.000 εκατομμύρια αναλογούν στα εκτροφεία και 19.000.000 στα σφαγεία. Εγώ ήξερα μόνο για τους αριθμούς των ανέργων που μετρούσαν εκατομμύρια. Μάλιστα στις 16 Ιουλίου 1927 είχε ψηφιστεί νόμος για την ασφάλιση τους. Το Μάρτιο του 1930 3.500.000 άνεργοι. Νωρίτερα το κραχ στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Ίσως γι αυτό δεν ήξερα τίποτα για τα 7.500.000 περίπου μάρκα που αναλογούν στα εκτροφεία και τα 19.500.000 περίπου που αναλογούν στα σφαγεία. Φυσικά δεν ήξερα και άλλα πράγματα σχετικά με τις αποζημιώσεις, αλλά έβλεπα την οικονομική κατάσταση να κατρακυλάει ανάμεσα στους βρώμικους γκρίζους τοίχους με το αγκαθωτό σύρμα στη κορυφή να σχηματίζουν ένα συμπαγές μέτωπο με πρόσοψη στην Ελντενάερ Στράσσε. Τώρα πώς μπορεί μια κατάσταση ακόμα και οικονομική να έχει πάρει τον κατήφορο και να κατρακυλάει μαζί με αίμα, εντόσθια και βρωμιές δεν ξέρω. Ξέρω πως τα δέντρα είναι γυμνά. Ξέρω πως είναι Χειμώνας. Ξέρω πως τα δέντρα προσμένουν την Άνοιξη. Βλέπω αμάξια που μεταφέρουνε σφαχτά. Τα βλέπω να κυλάνε αβίαστα, με κομψό καλπασμό, κίτρινες και κόκκινες ρόδες που τις σέρνουν ανάλαφρα λευκά άλογα.
[…]
Βελάζουν, μουγκανίζουν, γρυλίζουν τα γουρούνια που ποτέ δεν ξέρουν που να πάνε γι αυτό αυτοί που τα κουμαντάρουν τρέχουν από πίσω τους με τα κεντριά. Ξαπλώνονται στους στάβλους, κείτονται κατάχαμα, ολόασπρα και καλοθρεμμένα, το ένα δίπλα στ’ άλλο. Κοιμούνται. Κυνηγήθηκαν τόσες ώρες, ταρακουνήθηκαν μες στα βαγόνια. Τώρα εξουθενωμένα κάνουν απίστευτο θόρυβο. Ροχαλίζοντας όλα μαζί ξαπλωμένα στα κρύα πλακάκια που και που ξυπνάνε και σπρώχνονται. Παλεύουν, δίνουν κουτουλιές, αρπάζονται απ’ τους λαιμούς, στριφογυρίζουν, αγκομαχάνε, για λίγο μένουν ήσυχα και ύστερα δαγκώνονται. Σκαρφαλώνουν το ένα πάνω στο άλλο πανικόβλητα, αναδεύονται. Σε λίγο θα είναι τρομοκρατημένα. Ένας άντρας με ένα ραβδί και πέτσινη ποδιά ανοίγει το στάβλο και μπαίνει ανάμεσά τους. Εκείνα σπρώχνονται, γρυλίζουν, ουρλιάζουν. Από τους διαδρόμους, τις αυλές οδηγούνται στα υπόστεγα τα γουστόζικα αυτά πλάσματα, με τα αστεία στρουμπουλά μεριά και τις χαριτωμένες γυριστές ουρίτσες… Καλά μου γουρουνάκια κάντε ό,τι θέλετε, κυλιστείτε στα πλακάκια, στο χώμα ή στη λάσπη, κοιμηθείτε ή μείνετε ξύπνια , παραστήστε τα γελαστά ζώα, φάτε ό,τι βρείτε, κοιμηθείτε, ονειρευτείτε, ερωτευτείτε αν μπορείτε- αν σας τύχει καμιά ωραία γουρουνίτσα, νά ‘χει τις ίδιες σκέψεις με σας. Θα σας σφάξουμε. Εμείς θα σας σφάξουμε στο πανάκριβο σφαγείο των χοίρων. Το βλέμμα μου θολώνει, τα αυτιά μου δεν ακούν καλά, εγώ που δε φοράω γυαλιά τώρα φοράω. Είμαι γυμνός, ιδρωμένος ανάμεσα στα γουρούνια, έχω ένα μπουκάλι στο χέρι με κονιάκ. Ο μόνος θόρυβος που ακούγεται τώρα αφότου τα γουρούνια σώπασαν τρομοκρατημένα που άκουσαν πως θα τα σφάξω, είναι απ΄ τα τσόκαρα που φορώ. Είμαι μπροστά σε ένα ρωσορωμαϊκό λουτρό. Θαρρώ πως ο ατμός θα μου βγάλει τη πέτσα, το δέρμα. Φαίνεται πως δεν ακούω τίποτα ούτε καν το αγκομαχητό μου ή μήπως δεν είναι δικό μου ούτε αυτό ούτε το στρίγκλισμα ούτε οι κραυγές κάποιων ανδρών ούτε εργαλεία που πέφτουν από τα κασελάκια τους ή από κει που κρέμονται. Ό,τι υπάρχει εδώ μέσα είναι τσιγκέλια, ο παχύς άσπρος ατμός, τα σιωπηλά γουρούνια, το τσεκούρι, το πριόνι, το βαρίδι και ό,τι κόβει και χτυπάει θανάσιμα. Σωρός τα κομμένα χοιρινά ποδαράκια, ζώα ξεκοιλιασμένα, κρεμασμένα σ’ ένα σιδερένιο κοντάρι. Οι συνάδελφοί μου χαζεύουν με απάθεια ένα γύρω αυλακιές από αίμα. Ακούς χτυπήματα ξερούς ήχους στριγκλιές, αγκομαχητά, κραυγές, ουρλιαχτά, καζάνια που βράζουν, άντρες που βυθίζουνε σκοτωμένα ζώα μέσα στο καυτό νερό.
[…]
Η ανάσα όμως καταλαγιάζει, το κορμί πέφτει εύκολα θύμα της βαρύτητας, κι ένας άλλος άντρας κόβει με το μαχαίρι του στο λαιμό και τραβά το τομάρι του αργά αργά, ώσπου να τ’ αφήσει εκεί γυμνό, νεκρό χωρίς αίμα, χωρίς πνοή. Πνιγηρός, ζεστός στάβλος, κρεοπωλείο άπλετα φωτισμένο, τεχνητό φως».
Ο Μπρούνο Άλφρεντ Ντέμπλιν θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του γερμανικού εξπρεσιονιστικού κινήματος, και εν γένει του γερμανικού ρομαντισμού. Ορισμένα από τα έργα του εκφράζουν το κλίμα και τα καλλιτεχνικά ρεύματα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Ο Ντέμπλιν μεγάλωσε από Εβραίους γονείς. Μετακόμισε με τη μητέρα του και τα αδέλφια του στο Βερολίνο όταν ήταν δέκα ετών και τους είχε εγκαταλείψει ο πατέρας του. Στα 16 του χρόνια έγραψε το πρώτο μυθιστόρημα με τίτλο “Το βιαστικό άλογο” (Jagende Rosse). Σπούδασε γενική Ιατρική στο πανεπιστήμιο Friedrich Wilhelm (σημερινό Πανεπιστήμιο Χούμπολτ), και ειδικεύτηκε στην ψυχιατρική στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Ως ψυχίατρος ξεκίνησε την καριέρα του στην εργατική περιοχή του Βερολίνου Αλεξάντερπλατς. Λόγω της ανόδου του Ναζισμού στη Γερμανία μετακομίζει στη Γαλλία το 1933 και το 1940 στις ΗΠΑ και πιο συγκεκριμένα στο Λος Άντζελες, κέντρο των εξ ανάγκης μεταναστών της εποχής. Την ίδια εποχή γίνεται καθολικός. Επέστρεψε στη Δυτική Γερμανία μετά τον πόλεμο, όμως η συντηρητική μεταπολεμική Γερμανία τον απώθησε και επέστρεψε εκ νέου στο Παρίσι. Τα τελευταία του χρόνια σημαδεύτηκαν από κακή υγεία και οικονομικές δυσκολίες ενώ το λογοτεχνικό του έργο αντιμετωπίστηκε με σχετική αδιαφορία.
Ο Άλφρεντ Ντέμπλιν μέσα από την υψηλή και πολυποίκιλη παραγωγή των έργων του, αναδεικνύει την κενότητα του σύγχρονου πολιτισμού και τον κίνδυνο κατάρρευσης του που ελλοχεύει ανά πάσα στιγμή. Η αγωνία του είναι να εξασφαλίσει μια κιβωτό σωτηρίας για τη βασανισμένη ανθρωπότητα, που εκφράζεται και απεικονίζεται από τους ήρωες του οι οποίοι συνήθως αντιπαρατίθενται μόνοι τους, απέναντι σε ένα αδυσώπητο και ισχυρό σύστημα εξουσίας. Το όπλο των ηρώων του, απέναντι στην αποσύνθεση του κόσμου που συνήθως οφείλεται στην υπερβολική δύναμη και εξουσία των ηγεμονικών δομών που στρέφονται στον ίδιο τους τον εαυτό, είναι η μη βία της ανωτερότητας του πνεύματος.
-
ΑΛΦΡΕΝΤ ΝΤΕΜΠΛΙΝ, ΜΠΕΡΛΙΝ ΑΛΕΞΑΝΤΕΡΠΛΑΤΣ, μτφρ. Μηνάς Παράσχης, επιμ. Τούλα Σιετή, εκδόσεις Οδυσσέας, 1982