«Ήταν ντυμένοι στα καφέ και φορούσαν τρίκοχα στο κεφάλι. […] Ο αρχηγός τους ήταν ένας τερατώδης νάνος με ένα κεφάλι γεμάτο εξογκώματα. Είσαι ένας προδότης, είπε ο νάνος, κι εμείς είμαστε οι δήμιοί σου. Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα τον έφτυσε στα μούτρα ενώ οι στρατιώτες τον είχαν ήδη ακινητοποιήσει». Αυτό είναι ένα απόσπασμα από ένα όνειρο που είδε ο Αντόνιο Ταμπούκι για λογαριασμό του Λόρκα.
«Ποια είσαι; Ρώτησε ο Φρανθίσκο Γκόγια υ Λουθιέντες» μια ξεδοντιασμένη μέγαιρα με κίτρινα μάτια.
«Είμαι η προσγείωση στην πραγματικότητα […] κι εξουσιάζω τον κόσμο γιατί κάθε ανθρώπινο όνειρο διαρκεί λίγο», είπε η γριά που το δέρμα της ήταν σαν περγαμηνή.
Κι είχε δίκιο ως ένα μεγάλο βαθμό. Αλλά έπρεπε ν’ αφήσει απέξω τους καλλιτέχνες, τους ποιητές και εν γένει τους νυν και αεί ονειροπόλους. Αυτοί δε βγαίνουν σχεδόν ποτέ από τα όνειρά τους γιατί έτσι δημιουργούν τα έργα τους και έτσι περνούν τα Έργα και τις ημέρες τους. Ξέχασα όμως τα παιδιά που ψιθυρίζουν κάτι μπερδεμένες ιστορίες όταν ξυπνούν χαρούμενα ή λυπημένα από ένα βαθύ και μακρύ ύπνο. Τα όνειρα που εμπνεύστηκε γι αυτούς τους ονειροπαρμένους ο Αντόνιο Ταμπούκι τα οφείλει στο τετράδιο που του χάρισε η κόρη του Τερέζα.
Ο άλλος που μάγεψε και σαγήνευσε και αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης για τον Αντόνιο Ταμπούκι ήταν ο Πορτογάλος ποιητής και φαντασιοκόπος Φερνάντο Πεσόα που όταν ο αμαξάς τον ρώτησε πού να τον πάει εκείνος απάντησε «πηγαίνετέ με προς το τέλος του ονείρου […] σήμερα είναι μια θριαμβική μέρα για τη ζωή μου». ‘Η έτσι ονειρεύτηκε για λογαριασμό του ο Ιταλός συγγραφέας Αντόνιο Ταμπούκι και τον οδήγησε σε μια καινούργια μέρα με τον ήλιο να χαμογελά από το παράθυρο και δεν είχε χρόνο για όνειρα αφού θα έγραφε ένα ποίημα: «ήμουν σαν το χορτάρι και με ξερίζωσαν».
«Γεννήθηκα τον Σεπτέμβριο του 1943 στην Πίζα, σ’ ένα νοσοκομείο. Ήταν η μέρα που η Πίζα βομβαρδιζόταν από τους Συμμάχους»
Η μητέρα του του είπε πως την ώρα που γεννιόταν τα παράθυρα του νοσοκομείου ήταν θρύψαλα από τις βόμβες.
Την άλλη μέρα ήρθε ο πατέρας του και τους πήρε μάνα και γιο μ’ ένα ποδήλατο στο σπίτι. Ήταν «ένα δίπατο παλιό σπίτι στο χρώμα της ώχρας, με πράσινα παραθυρόφυλλα που βλέπει σ’ ένα μικρό κήπο» κι ένα μεγάλο πεύκο στη μέση της αυλής.
Πέρασε, εξομολογείται πάντα στον Έλληνα μεταφραστή και φίλο του Ανταίο Χρυσοστομίδη «μια τυπική παιδική ηλικία της ιταλικής περιόδου». Ωστόσο η οικογένεια του πατέρα είχε αναρχοσυνδικαλιστικές ρίζες. Ο πατέρας του ήταν ένας δημοκρατικός άνθρωπος, έμπορος στο επάγγελμα αλλά η πολιτική δεν τον ενδιέφερε όπως και τη μητέρα του.
Ο μικρός Αντόνιο ήταν ένα ζωηρό κοινωνικό παιδί με όνειρο να γίνει αστρονόμος. Απορροφούσε σαν σφουγγάρι τις ιστορίες που διηγιόνταν οι παππούδες του για τον Μεγάλο πόλεμο και με τη φαντασία του τις νόμιζε για παραμύθια. Αυτές οι αληθινές ιστορίες άρχισαν σιγά σιγά να χτίζουν τη συγγραφική του προσωπικότητα. Έτσι ενώ το πρώτο του βιβλίο Πλατεία Ιταλίας αναφερόταν στα χρόνια του φασισμού αυτός τα είχε μεταποιήσει σε θρύλους.
Τη δεκαετία του ’60 πήγε στο Παρίσι που τον γοήτευσε αφού ήταν τόσο αλλιώτικο από την πατρίδα του.
Εκείνη την εποχή δεν είναι ακόμα συγγραφέας. Του αρέσει ο Καμύ, ο Σβέβο και η Συνείδηση του Ζήνωνα τον είχε ενθουσιάσει. Ο Καλβίνο κυρίως των πρώτων χρόνων, αλλά πάνω από όλους ο Κάρλο Εμίλιο Γκάντα κι εκείνο το Φονικό στην οδό Μερουλάνα ή η Γνώση του πόνου.
Αλλά βιαστήκαμε γιατί εκείνο που τα έφερε όλα τούμπα, που ανέτρεψε τα πάντα ακόμα και τη μελέτη του κινηματογράφου του Σεργκέι Αιζενστάιν ή τα μαθήματα για την ειρωνεία και τη μουσική με τον Γιανκέλεβιτς στη Σορβόννη, αυτό που του άλλαξε τη ζωή και τον οδήγησε στη λογοτεχνία και στη συγγραφή ήταν ένα ποίημα που ανακάλυψε στα βιβλιοπωλεία στις όχθες του Σηκουάνα.
Ένα ποίημα του Álvaro de Campos, ετερωνύμου του Φερνάντο Πεσόα [1888-1935] που έφερε τον τίτλο Καπνοπωλείο και άρχιζε έτσι:
Δεν είμαι τίποτα.
Ποτέ δεν θα’ μαι τίποτα.
Δεν μπορώ να θέλω να’ μαι τίποτα.
Πέρα απ’ αυτό, έχω μέσα μου τα όνειρα του κόσμου όλου.
Παράθυρα της κάμαράς μου,
Μιας κάμαρας, στα εκατομμύρια του κόσμου, που κανείς δεν γνωρίζει ποιά είναι,
(Κι αν την ήξεραν, τι θα ήξεραν;),
που βλέπει στο μυστήριο ενός δρόμου γεμάτου περαστικούς.
Σ’ ένα δρόμο απροσπέλαστο για όλες μου τις σκέψεις.
Πραγματικό, απίθανα πραγματικό, βέβαια, αβέβαια βέβαιο.
Με το μυστήριο των πραγμάτων κάτω από τις πέτρες και τα όντα,
Με τον θάνατο που υγραίνει τους τοίχους και ασπρίζει τα μαλλιά των ανθρώπων.
Με το Πεπρωμένο που σέρνει την άμαξα των πάντων, μέσα από το δρόμο του τίποτα.
Μ’ αυτό το ποίημα ενός άγνωστου του ως τότε ποιητή εισήλθε και πορεύτηκε στο χώρο της λογοτεχνίας κι έγινε ο γνωστός κοσμοπολίτης, ελλειπτικός, μινιμαλιστής συγγραφέας.
Το ποίημα αυτό, που κινείται μεταξύ μεταφυσικής και πραγματικότητας, άσκησε βαθιά επίδραση στον νεαρό Ταμπούκι, ώστε να τον οδηγήσει στην απόφαση να επισκεφθεί τη Λισαβώνα για να γνωρίσει καλύτερα την πόλη, όπου έζησε και δημιούργησε ο ποιητής. Το ταξίδι του στη γενέτειρα του Πεσόα τον έκανε να αγαπήσει την πρωτεύουσα της Πορτογαλίας και του φάντο, την οποία έκανε δεύτερη πατρίδα του.
Ο Ταμπούκι αποφάσισε ότι πρέπει να μάθει πορτογαλικά για να κατανοήσει καλύτερα το έργο και τους χαρακτήρες του Πεσόα. Μετά την ιταλική φιλολογία συνέχισε τις σπουδές του στην πορτογαλική γλώσσα και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Σιένα και αποφοίτησε το 1969 με τη διατριβή Ο σουρεαλισμός στην Πορτογαλία. Το 1973 διορίσθηκε καθηγητής της Πορτογαλικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια.
Όσον αφορά την επήρεια του Πεσόα στο έργο του σπεύδει να ξεκαθαρίσει πως δεν μπορείς να πας παραπέρα από κει που πάει ένας συγγραφέας που φτάνει στα άκρα όπως ο Μπέκετ ή ο Πεσόα. Άρα «αφού ο τελευταίος είχε βάλει στο ίδιο επίπεδο τον εαυτό του με το δημιούργημά του, μπορούσε ο ίδιος να γίνει δικό μου δημιούργημα […] Ας παίξουμε λοιπόν κι οι τρεις ένα παιχνίδι». Αλλά όσο βαθιά κι αν πάει η επήρειά του δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κάποια έργα του πεσοϊκα, αλλά υπάρχει σ’ αυτά μια ατμόσφαιρα τέτοια, «σαν να διασχίζει ο ίδιος ο Πεσόα τη σκηνή».
Το 1978 διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Γένοβας και το 1984 παρουσίασε το πρώτο μείζον μυθιστόρημά του Νυχτερινό στην Ινδία, το οποίο μετέφερε στον κινηματογράφο το 1989 ο γάλλος σκηνοθέτης Αλέν Κορνό. Ο πρωταγωνιστής του έργου ακολουθεί τα ίχνη ενός φίλου που εξαφανίστηκε στην Ινδία, αλλά παράλληλα αναζητά και τη δική του ταυτότητα.
Το 1986 παρουσιάζει το μυθιστόρημα του Il filo del’ orizzonte (Η γραμμή του ορίζοντα), με τον ήρωά του να ψάχνει την ταυτότητα ενός πτώματος, αλλά στην πραγματικότητα να αναζητά τη δική του ταυτότητα, ένα μοτίβο που επανέρχεται συχνά στα έργα του Ταμπούκι. Το έργο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1993 από τον πορτογάλο σκηνοθέτη Φερνάντο Λόπες. Παράλληλα με τα δικά του λογοτεχνικά πονήματα μετέφραζε ασταμάτητα τα έργα του Φερνάντο Πεσόα, μαζί με την πορτογαλίδα σύζυγό του Μαρία Ζοζέ ντε Λενκάστρε, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά.
Τον Σεπτέμβριο του 2002 ο Ταμπούκι βρέθηκε στην Αθήνα για την παρουσίαση του βιβλίου του Είναι αργά, όλο και πιο αργά, ένα μυθιστόρημα σε επιστολική μορφή. Αποτελείται από 17 ερωτικά ανεπίδοτα γράμματα. Αποστολείς: 17 μυστήριοι άνδρες. Παραλήπτριες: ισάριθμες φανταστικές ερωμένες. Η χώρα μας αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το βιβλίο του Δύο ελληνικά διηγήματα, που κυκλοφόρησε το 2000 από τις Εκδόσεις Άγρα. Από τον ίδιο εκδοτικό οίκο κυκλοφόρησε το 1999 το βιβλίο Ένα πουκάμισο γεμάτο λεκέδες, που περιλαμβάνει μία συζήτηση εφ’ όλης της ύλης του Αντόνιο Ταμπούκι με τον μεταφραστή του έργου του στα ελληνικά Ανταίο Χρυσοστομίδη και το οποίο αποτελεί μία καλή εισαγωγή στο έργο του ιταλού συγγραφέα.
Το 1997 ο Ταμπούκι τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Αριστείο Γραμμάτων για το πολιτικό θρίλερ Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα (Sostiene Pereira ο πρωτότυπος τίτλος στα ιταλικά), που εξελίσσεται στην αγαπημένη του Πορτογαλία την εποχή της δικτατορίας Σαλαζάρ. Επειδή ο ήρωάς του είναι ένας επαρχιακός δημοσιογράφος που τα βάζει με τον δικτάτορα, το βιβλίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Ιταλία και θεωρήθηκε από την κριτική ως σύμβολο αντίστασης κατά της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι. Το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο από τον Ρομπέρτο Φαέντσα, με πρωταγωνιστή τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι.
Το 2004 ο Αντόνιο Ταμπούκι ήταν υποψήφιος ευρωβουλευτής με το Αριστερό Μπλοκ, ένα μικρό κόμμα με ιδιαίτερα προωθημένες θέσεις για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων στην καθολική και συντηρητική Πορτογαλία. Ο ίδιος σε δηλώσεις του έδειξε να μην πιστεύει στα παραδοσιακά κόμματα: «Πιστεύω ότι μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, τα παλιά πολιτικά κόμματα παρέμειναν. Αλλά χωρίς περιεχόμενο. Είναι σαν άδεια κουτιά. Αλλά όλα αυτά τα άδεια κουτιά εξακολουθούν να καταλαμβάνουν τις πολυθρόνες τους. Πιστεύω ότι υπάρχει μία κρίση της Δημοκρατίας, με την έννοια της μορφής, της φόρμας. Πιστεύω, λοιπόν, ότι πρέπει να τη διαχειριστούμε μ’ έναν διαφορετικό τρόπο. Είναι υπερβολικά έμμεση η Δημοκρατία μας. Επομένως, πρέπει να βρούμε μια μορφή Δημοκρατίας, στην οποία θα υπάρχει μεγαλύτερη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών. Αρκετές φορές δεν αξίζουμε αυτού του επιπέδου τα κόμματα. Γιατί εμείς είμαστε καλύτεροι από αυτά.»
Στις 19 Μαΐου 2011 ο Ταμπούκι επισκέφθηκε εκ νέου τη χώρα μας. Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Megaron Plus, συνομίλησε στο Μέγαρο Μουσικής της Αθήνας με τον μεταφραστή του Ανταίο Χρυσοστομίδη, για το νέο του βιβλίο Ταξίδια και άλλα ταξίδια. Μεταξύ άλλων, ο Ιταλός συγγραφέας είχε πει στην ομιλία του: «…Το ταξίδι είναι μια ιδιαίτερη διάσταση της ζωής μας. Οι λογαριασμοί της ζωής μας έχουν να κάνουν με το χρόνο. Τα ταξίδι είναι μια ανακωχή ανάμεσα σε μας και το χρόνο, μια εκεχειρία αν θέλετε. Ο χρόνος στο ταξίδι παρουσιάζει το εξής πλεονέκτημα για μας: είναι μια μικρή αιωνιότητα τσέπης…».
Όσο για τη λογοτεχνία είπε πως σταματά εκεί που αρχίζει το μυστήριο της ζωής, δηλαδή εκεί που «η λογοτεχνία ξαναπιάνει αμέσως δουλειά».
Για το γιατί γράφουμε έχει τρεις πιθανές απαντήσεις: επειδή φοβόμαστε το θάνατο, επειδή φοβόμαστε να ζήσουμε, επειδή νοσταλγούμε την παιδική μας ηλικία.
Ο Αντόνιο Ταμπούκι άφησε την τελευταία του πνοή στις 25 Μαρτίου 2012, σε ηλικία 68 ετών. Νοσηλευόταν στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού στη Λισαβόνα, χτυπημένος από την επάρατη νόσο.
Σημείωση: παραθέματα από τρία βιβλία του Ταμπούκι: Όνειρα Ονείρων, ένα πουκάμισο γεμάτο λεκέδες, λογοτεχνίας εγκώμιο, όλα σε μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη και από τις εκδόσεις ΆΓΡΑ-















