Στην ποίηση τις λέξεις τις ζυγιάζεις
όπως ο φαρμακοποιός τα δηλητήρια.
Τον Νικολαΐδη τον απασχολούσε ο χρόνος και τα φαντάσματα που κυκλοφορούν στις ρωγμές του δίνοντας εναύσματα για αναστοχασμό.
«Στη ζωή μας ο χρόνος δεν είναι γραμμικός, αλλά έρχεται κάποια στιγμή νωρίτερα ή αργότερα που κάποιος κόμβος σφίγγει πολύ μέσα στις τέσσερεις διαστάσεις, και θα ήταν μάταιο να προσπαθήσεις να βρεις κάποια γόρδια εξήγηση για ό,τι φαίνεται σφιχτά δεμένο μέσα στη ζωή σου».
Πρόκειται για την αρχή αυτοβιογραφικού κειμένου [από τα κατάλοιπα] στοχασμού γύρω από το θάνατο σε συνδυασμό όμως με την «σχατη χαρά» της ύπαρξης του εγγονού του Αντώνη – Αριστοτέλη. Πράγμα που για έναν παππού αποτελεί ευτυχή κοινοτοπία ενώ ένας συγγραφέας και ένας ψυχαναλυτής επίσης δυσκολεύεται να την εκφράσει συνηθισμένος να κινείται στα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής και της ανθρώπινης κατάστασης.
Ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά της ελληνικής λογοτεχνίας. Το έργο του είναι επηρεασμένο από τη φροϋδική θεωρία, τον υπαρξισμό, τον σουρεαλισμό και τον λεττρισμό.
«Ο Νικολαΐδης ανήκει στους ελάχιστους εκείνους λογοτέχνες οι οποίοι πέρασαν μέσα από το καθαρτήριο της ψυχανάλυσης», γράφει ο Θανάσης Ντόκος που πήρε μια μεγάλη συνέντευξη από τον συγγραφέα. Άσκησε μάλιστα την ψυχιατρική και την ψυχανάλυση αλλά τις εγκατέλειψε χάριν της λογοτεχνίας την οποία τίμησε δεόντως με ποιήματα, δοκίμια, αλλά κυρίως με λαμπρά μυθιστορήματα όπως,
Οι συνυπάρχοντες (Μόντρεαλ, 1969, έχει μεταφερθεί στην τηλεόραση)
Η εξαφάνιση (1975, Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1976)
Στην κίτρινη ώρα (1980) και πολλά ακόμη.
Η Εξαφάνιση είναι μια σκληρή ανατομία της κοινωνικής πραγματικότητας της εποχής των Δεκεμβριανών. Η βαθύτερη επιδίωξη του συγγραφέα δεν ήταν απλώς να γράψει μια συναρπαστική μυθιστορία -οιονεί αστυνομικής υφής, με ψήγματα φιλοσοφικού προβληματισμού- αλλά να θέσει τα δάκτυλα επί των τύπων των ήλων του χρόνου και των γεγονότων. Ποιος δεν είχε “μπερδευτεί” εκείνες τις ασυνάρτητες εποχές με τον ρόλο που πραγματικά έπαιζε ή θα του ζητούσαν να παίξει;
Στην Εξαφάνιση, οι καταστάσεις και οι περιστάσεις σπρώχνουν την φαντασία σε βάθη ανεξέλεγκτα. Ο Θεοφάνης υφίσταται μεταμορφώσεις που τον φέρουν άλλοτε νεκρό, άλλοτε άνθρωπο της Ασφάλειας να προδίδει συντρόφους του, και άλλοτε κυκλοφορούντα στο Καράκας με τ’ όνομα Δον ή φον Ρόχας! Το άτομο είτε πρόκειται για τον Θανάση Τηλεκίδη είτε για τον Θεοφάνη είτε για την περιπαθή, ερωτική και άπιστη Χαρούλα- δέχεται, στον συγκεκριμένο χωροχρόνο όπου υπάρχει και κινείται, τα σκαμπανεβάσματα της ιστορικής πραγματικότητας και συνείδησης και αντιδρά συχνά τελείως απρόβλεπτα. Οι εμπειρίες του συγγραφέα αποπροσωποποιούνται έτσι ώστε να “κατασκευάζει” ένα μύθο γνήσιο και συνταρακτικό, όπου κυριαρχούν η οδύνη της περιπέτειας και τα αναπάντητα ερωτήματα του ανθρώπου.
Όπως υποστηρίζει ο Λευτέρης Καλοσπύρος σε άρθρο του στην Εποχή οι Συνυπάρχοντες αντίθετα με το όμορο Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου είναι πλημυρισμένο με χιούμορ και μάλιστα μαύρο, πράγμα σπάνιο στην ελληνική πεζογραφία που προτιμάει την ειρωνεία.
Ιδού ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα για του λόγου το αληθές:
«Ο Θανάσης Τηλεκίδης, ο πρωταγωνιστής της Εξαφάνισης, κλειδώνει έναν γνωστό του, σύντροφο απ’ το Κόμμα, σε μια καταπακτή του δωματίου στο σπίτι όπου διαμένει μαζί με τη θεία του, κι ενώ διανύουμε τις ζοφερές πυορροούσες μέρες των Δεκεμβριανών. Ξαφνικά χτυπούν την πόρτα του αστυνόμοι που τον τσακώνουν και τον σέρνουν στο τμήμα για ανάκριση και τον πετούν κατόπιν στη φυλακή για απροσδιόριστο διάστημα. Όταν επιστρέφει στο σπίτι του, ο Τηλεκίδης αντί για τον σύντροφό του αντικρίζει, όπως αναμενόταν, τον σκελετό του, κι αφού δεν έχει πού να τον ξεφορτωθεί, κάποια στιγμή θα τον χαρίσει ανακουφισμένος σε μια φοιτήτρια Ιατρικής με την οποία στο μεταξύ συνάπτει δεσμό, και η οποία αναζητούσε, έτσι κι αλλιώς, σκελετό για τα μαθήματα Ανατομίας στη σχολή. Πρόκειται για σκηνικό που θα μπορούσε άνετα να συναντήσει κανείς σε ταινία των αδερφών Κοέν. Κι ωστόσο, υπάρχει σε ελληνικό μυθιστόρημα που εκδόθηκε το 1975, το οποίο, εκτός απ’ τους διθύραμβους που εισέπραξε –όχι πάντως χωρίς να προκαλέσει αμηχανία σε μια μερίδα της κριτικής– τιμήθηκε και με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος».
«Τα τρία σημαντικότερα μυθιστορήματά του, Οι συνυπάρχοντες, Η εξαφάνιση και Ο αιώνας τέλειωνε στην κόψη, που όλα μαζί συνθέτουν μια υπερφιλόδοξη μυθιστορηματική τριλογία για την περίοδο από τον Εμφύλιο έως και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, είναι βιβλία έκκεντρα, στοχαστικά, μεταμοντέρνα», συμπληρώνει ο Καλοσπύρος. « Στους Συνυπάρχοντες όπου ο βασικός ήρωας επιστρέφει στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο, ενόσω εκκρεμεί εις βάρος του θανατική καταδίκη, αλλά η συνθήκη αυτή εκρήγνυται. Στον σκουρόχρωμο ουρανό που είναι το φόντο στα μυθιστορήματα, ένα αχανές πεδίο έντονης μελαγχολίας, αναστοχαστικής διάθεσης και οντολογικής ασάφειας που αγγίζει ορισμένες φορές τα όρια της υπαρξιακής ναυτίας, σχεδιάζονται τροχιές απρόβλεπτες, ελλειπτικές, τεθλασμένες, ημιτελείς. Οι ήρωες πασχίζουν να ξεφύγουν απ’ την αρπάγη της Ιστορίας για να καταλήξουν αντιμέτωποι με τον ίδιο τους τον εαυτό, ή, μάλλον, τα θρυμματισμένα είδωλά του».
Ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης (25 Νοεμβρίου 1922 – 8 Οκτωβρίου 1996) ήταν Έλληνας ψυχίατρος, λογοτέχνης, πεζογράφος, ποιητής και δοκιμιογράφος που γεννήθηκε στη Μυτιλήνη.
Ο πατέρας του, Θεολόγης Νικολαΐδης, ήταν γιατρός. Είχε άλλα δύο αδέλφια την Κωνσταντίνα, καθηγήτρια Φυσικής (απεβ. 1975) και τον Νίκο, ψυχίατρο-ψυχαναλυτή, καθηγητή Ψυχανάλυσης στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης (1927-2016). Και τα τρία αδέλφια είχαν ενεργό συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση και φυλακίστηκαν. Ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης φυλακίστηκε στην Κατοχή για δυο μήνες το 1942 από τους Ιταλούς, και στα Δεκεμβριανά τρεις μήνες (1944-45) από τους Άγγλους. Μετά τα Δεκεμβριανά διαχώρισε τη θέση του από την πολιτική του ΚΚΕ.
Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ειδικεύτηκε στο Αιγινήτειο στην ψυχιατρική. Εκεί εκπόνησε και τη διδακτορική του διατριβή που είχε θέμα «Το σύνδρομο της αποπροσωποποιήσεως». Το 1954 πήγε στο Παρίσι με σκοπό να μετεκπαιδευτεί στην ψυχιατρική ως υπότροφος του γαλλικού κράτους. Εκεί γνώρισε και παντρεύτηκε τη ζωγράφο Ίνγκριντ-Τίλντα. Μαζί της απέκτησε μια κόρη. Έζησε στη Γαλλία, τις ΗΠΑ, τη Γερμανία και την Ελβετία, εργαζόμενος ως νευρολόγος-ψυχίατρος.
Επανήλθε στην Ελλάδα μετά την πτώση της Δικτατορίας.
Ήταν ο ιδρυτής του Διεθνούς Κέντρου Επιστημονικής Ορολογίας και Γλώσσας της Αθήνας το 1966, καθώς και ιδρυτικό μέλος του Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου. Ασχολήθηκε επίσης με την επιστημονική αρθρογραφία και τη λογοτεχνία. Προς τούτο συνεργάστηκε με το Το Βήμα, Journal de Geneve, Gazette de Lausanne, Frankfurter Allgemeine, Τα Νέα και με περιοδικά όπως τα Ελεύθερα Γράμματα, Νέα Εστία, Τραμ, Η λέξη, Καινούργια Εποχή, Δώμα, Τομές, Διαβάζω, κ.ά.
Μετέφρασε δε Τ.Σ. Έλιοτ, Άπαντα τα ποιήματα (1984).
Σταχυολογώ από την συνέντευξη που προανέφερα:
«από Μεγαλοέλληνες γίναμε Μικροέλληνες. Θυμάμαι τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν Κωνσταντινουπολίτης και δεν είχε κανένα απολύτως αίσθημα κατωτερότητας απέναντι στους μεγάλους. Αυτό που έχει ο σημερινός Έλληνας όταν λέει «ο μεγάλος κι εμείς». Έβγαινε από ένα έθνος το οποίο αισθανόταν ότι ήταν ένα ιστορικό έθνος».
«Πιστεύω πως η επαναστατική συμμετοχή-πράξη είναι μια ποιητική πράξη. Αν δούμε τις επαναστάσεις ατόφιες, χωρίς τα παραφερνάλια τους, τα ενδιαφέροντα και μη ενδιαφέροντα (και πολλά δεν είναι καθόλου σοβαρά), εκείνο που αξίζει μέσα τους, είναι το γνησίως επαναστατικό, το καινούριο είναι ποιητικό. «Ο χρόνος μας η ποίηση», ο χρόνος μας πραγματικά βρίσκει τον προσωπικό του χρόνο και τη συγχρονία του μέσα στο πέρασμα των εποχών. Φυσικά, η ποίηση, ως πηγή τού είναι, εκφράζει βεβαίως την προσωπική μου έγκλιση».
Ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης πέθανε στις 8 Οκτωβρίου 1996 στην Αθήνα.