You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Χάινριχ φον Κλάιστ, ένας μέγας ρομαντικός

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Χάινριχ φον Κλάιστ, ένας μέγας ρομαντικός

«… Αγαπητό κορίτσι, μη μου γράφεις πια. Δεν έχω άλλη επιθυμία παρά να πεθάνω σύντομα»

Δεν ήταν απειλή αλλά μια ειλημμένη απόφαση που μάλιστα πραγματοποίησε. Την ημέρα εκείνη [21  Νοεμβρίου 1811], ο Κλάιστ ήταν 34 ετών και 34  ημερών. Ο Κλάιστ αυτοκτόνησε μαζί με μια στενή του φίλη που ήταν άρρωστη. Την Εριέττα Φόγκελ που έγραψε σε ζεύγος φίλων της: «Έχετε γεια λοιπόν, καλοί μου φίλοι. Να μας θυμόσαστε καμιά φορά, στις λύπες σας και στις χαρές σας, εμάς τους δυο παράξενους ανθρώπους, που σύντομα ανοίγουμε πανιά για τη μεγάλη ανακάλυψη». Ένα υστερόγραφο τόσο σύντομο αλλά και τόσο περιεκτικό που δεν αφήνει αμφιβολίες πως θ’ ακολουθήσει η πράξη της αυτοχειρίας του ζεύγους του ποιητή και της αγαπημένης του φίλης. Η Εριέττα ήταν ανίατα άρρωστη. Ο Κλάιστ όχι. Αλλά είχε αποφασίσει πως δεν ήθελε να δει το τέλος να έρχεται. Ήθελε να το προλάβει. «Όμως το πώς γενήκαν όλα αυτά, θα σας το πω μιαν άλλη μέρα, σήμερα βιάζομαι πολύ», καθώς ισχυρίζεται ο Γκαίτε, που τον επικαλείται η Εριέττα στο υστερόγραφό της που φέρνει στο νου το σαρκαστικό καρυωτακικό υστερόγραφο: «Ορισμένως κάποτε θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου», αφού την επομένη κιόλας αυτοπυροβολείται. Έπειτα πως ένας πνιγμένος δύναται να εξηγήσει την πράξη του;

Όπως και στην περίπτωση του Καρυωτάκη δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την αυτοχειρία του και να πούμε πως τον πάτησε τραμ ούτως ώστε να επικεντρωθούμε τάχα στο έργο που έχει πληγεί θετικά ή αρνητικά από την αυτοκτονία του, όπως δεν μπορούμε να αγνοήσομε το γεγονός του ηθελημένου θανάτου μιας σειράς συγγραφέων στωικών, ρομαντικών ή μεταμοντέρνων έτσι δεν μπορούμε παρά να θεωρήσουμε τη διπλή αυτοκτονία του Κλάιστ με την Φόγκελ μια πράξη καθοριστική και άρρηκτα συνυφασμένη με τα έργο ή και εξαιτίας ακριβώς του έργου ή της αποτυχίας του.

Ιδού λοιπόν ένα σύντομο ιστορικό του συμβάντος:

Μετά από διαδοχικές αποτυχίες: την απόρριψη της Πενθεσίλειας από τον Γκάιτε, την αποτυχία του πρώτου ανεβάσματος της αριστουργηματικής κωμωδίας Σπασμένη Στάμνα καταθλίψεις  που ακολουθούνταν από ενθουσιασμούς και υπερβολικές ευφορίες συνάντησε τη Χενριέτε Φόγκελ, μια παντρεμένη γυναίκα που έπασχε από ανίατο καρκίνο. Προδίδοντας τη σύζυγό του, Μαρί φον Κλάιστ, που αρνήθηκε μια συμφωνία αυτοκτονίας, ο Κλάιστ στράφηκε στη Φόγκελ που με ενθουσιασμό ασπάστηκε την ιδέα ενός διπλού θανάτου. Ετοίμασαν επιμελώς τις τελικές λεπτομέρειες. Έκαψε τα υπολείμματα των έργων του (μαζί και την αυτοβιογραφική νουβέλα του “Η ιστορία της ψυχής μου”, που λέγεται ότι είχε καταπλήξει τους ελάχιστους που τη διάβασαν). Στις 21 Νοεμβρίου του 1811, βγήκαν στην εξοχή και ήπιαν τσάι· εκεί ο Κλάιστ πρώτα πυροβόλησε τη Φόγκελ κι έπειτα τον εαυτό του.

Ο διπλός αυτός πυροβολισμός επισφράγισε τη ζωή και το έργο του ρομαντικού συγγραφέα. Η αυτοχειρία μια πράξη άρνησης να συνεχίσεις να ζεις και να υπάρχεις είναι μια ύστατη επιλογή για τον άνθρωπο που δε διαλέγει να γεννηθεί, αλλά έρχεται ακουσίως στον κόσμο. Προφανώς τα κίνητρα ενός αυτόχειρα είναι βαθύτερα και εν πολλοίς αδιάγνωστα, δυσανάγνωστα, δυσερμήνευτα.

Ας δούμε την περίπτωση του διαταραγμένου ψυχισμού του Κλάιστ και αυτό που τον οδήγησε στο απονενοημένο διάβημα από ένα συγγραφέα που επίσης αυτοκτόνησε με την σύντροφό του τον Στέφαν Τσβάιχ: «Γυρεύει ένα στήριγμα ενάντια στη δυνατή έλξη της αβύσσου… η άβυσσος όμως βρίσκεται μέσα του,  και γι αυτό δεν μπορεί να την αποφύγει. Τη φέρνει μαζί του σαν τη σκιά του. […] Ο Κλάιστ μας θυμίζει τους χριστιανούς μάρτυρες, που ο Νέρωνας έντυνε με στουπιά και τους έβαζε κατόπιν φωτιά, και που σα ζωντανοί πυρσοί, άρχιζαν να τρέχουν χωρίς να ξέρουν  πού πηγαίνουν. Μήτε αυτός είδε ποτέ του τις χιλιομετρικές στήλες των δρόμων: είναι ζήτημα αν άνοιγε τα μάτια του για να δει τις πόλεις απ’ όπου περνούσε. Όλη του η ζωή δεν είναι παρά μια φυγή, ένας καλπασμός προς την άβυσσο, ένα φοβερό κυνηγητό, που τον κρατάει σε μια συνεχή αγωνία και συντριβή».

«Βλέπουμε ότι, στον  οργανικό κόσμο, όσο σκοτίζεται και αδυνατίζει ο λογισμός, τόσο πιο αστραποβόλα και ηγεμονική προβάλλει η χάρη», λέει ο Κλάιστ στη λιλιπούτεια εμβληματική μελέτη του Μαριονέτες που ο Μπέρναρντ Ντορτ την ξεχωρίζει και τη συναριθμεί με την ομιλία στους ηθοποιούς στον Άμλετ και το Θέατρο και το είδωλό του  Αρτώ και υποστηρίζει πως αποτελεί «μανιφέστο που καλεί στην αποκατάσταση ενός κατώτερου είδους και το προάγει σε θεατρικό πρότυπο ή σαν ένας στοχασμός πάνω στο αμάρτημα και τη σωτηρία».

Ο Χάινριχ φον Κλάιστ (Heinrich von Kleist, 18 Οκτωβρίου 1777 – 21 Νοεμβρίου 1811) ήταν Γερμανός ποιητής, δραματουργός, μυθιστοριογράφος, συγγραφέας μικρών ιστοριών και δημοσιογράφος του 19ου αιώνα. Τα γνωστότερα έργα του είναι τα θεατρικά: Η Καίτη από το Χάιλμπρον (Das Käthchen von Heilbronn), Η σπασμένη στάμνα, Αμφιτρύων

(Amphitryon), Πενθεσίλεια και τις νουβέλες Μίκαελ Κόλχαας και Η μαρκησία φον Ο..

 

Το βραβείο Κλάιστ, ένα βραβείο κύρους πάνω στη γερμανική λογοτεχνία, πήρε το όνομά του από αυτόν, όπως και το Θέατρο Κλάιστ στην ιδιαίτερη πόλη του Φραγκφούρτη επί του Όντερ.

Ο Μπερνντ Χάινριχ Βίλεμ φον Κλάιστ γεννήθηκε στη Φρανκφούρτη και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια στρατιωτικών και ποιητών. Έχοντας λάβει μια ελάχιστη εκπαίδευση, κατατάχθηκε στον πρωσικό στρατό το 1792 και πήρε μέρος στην εκστρατεία του Ρήνου κατά της Γαλλίας το 1796 και το 1799 παραιτήθηκε από τον στρατό με τον βαθμό του υπολοχαγού. Σπούδασε νομική και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης επί του Όντερ και το 1800 έλαβε μια θέση στο Υπουργείο Οικονομικών στο Βερολίνο.

Τον επόμενο χρόνο, το νευρικό και ανήσυχο πνεύμα του Κλάιστ έβγαλε τον καλύτερο εαυτό του στη λογοτεχνία αλλά έκανε μια παρατεταμένη αποχή από αυτήν προκειμένου να επισκεφτεί το Παρίσι και αργότερα να εγκατασταθεί στην Ελβετία. Εκεί βρήκε τους στενούς φίλους του Χάινριχ Σόκκε και Λούντβιχ Βίλαντ (1777-1819), γιος του ποιητή Κρίστοφ Μάρτιν Βίλαντ, στους οποίους διάβασε το πρώτο δραματικό έργο του, την τραγωδία “Οικογένεια Σρόφφενσταϊν” (Die Familie Schroffenstein, 1803).

Το φθινόπωρο του 1802, ο Κλάιστ επέστρεψε στη Γερμανία, επισκέφτηκε τον Γκαίτε, τον Σίλλερ και τον Βίλαντ στη Βαϊμάρη, για μικρό χρονικό διάστημα έμεινε στη Λειψία και στη Δρέσδη, ξαναπήγε στο Παρίσι και τελικά το 1804 επέστρεψε στη θέση του στο Βερολίνο, το οποίο μεταφέρθηκε από το Domänenkammer (υπηρεσία διαχείρισης βασιλικών γαιών) στο Καίνιξμπεργκ. Σε ένα ταξίδι στη Δρέσδη το 1807, ο Κλάιστ συνελήφθη από τις γαλλικές αρχές ως κατάσκοπος. Για να κερδίσει την ελευθερία του, επέστρεψε στη Δρέσδη όπου, μαζί με τον Άνταμ Χάινριχ Μύλλερ (1779-1829), κυκλοφόρησε το περιοδικό Phöbus (= Φοίβος) το 1808.

Το 1809, ο Κλάιστ πήγε στην Πράγα και εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου συνέβαλε στην ύλη της εφημερίδα Berliner Abendblätter. Γοητευμένος από τα μουσικά και πνευματικά επιτεύγματα της άρρωστης Ενριέττε Φόγκελ, ο Κλάιστ συμφώνησε να συμμετάσχει στην απόφασή της και να πεθάνει μαζί της, πραγματοποιώντας το σχέδιό του και σκοτώνοντας πρώτα τη Φόγκελ και ύστερα τον ίδιο στην παραλία Kleiner Wannsee κοντά στο Πότσδαμ, στις 21 Νοεμβρίου 1811.

Στο πρώτο από τα μεγαλύτερα δοκίμιά του, “Περί της βαθμιαίας εξέλιξης της σκέψης μέσω της ομιλίας” (Über die allmähliche Verfertigung der Gedanken beim Reden), ο Κλάιστ ισχυρίζεται ότι οι περισσότεροι άνθρωποι μιλάνε μόνο για αυτά που ήδη καταλαβαίνουν. Αντί να μιλάνε για αυτά που ήδη γνωρίζουν, ο Κλάιστ συμβουλεύει τους αναγνώστες να μιλούν με τους άλλους έχοντας “τη λογική πρόθεση να διδάξουν τον εαυτό τους.” Η προώθηση ενός διαλόγου μέσω της τεχνικής της “επιδέξιας ανάκρισης” είναι το κλειδί πίσω από την επίτευξη μιας ορθολογικής ψυχικής διάθεσης. Ο Κλάιστ χρησιμοποιεί το παράδειγμα της Γαλλικής Επανάστασης ως το σημαντικότερο γεγονός της εποχής του Διαφωτισμού, με την οποία ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από τις σκοτεινές και φεουδαλικές αλυσίδες του καθεστώτος υπέρ της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης. Ωστόσο δεν ήταν τόσο εύκολο για τον Κλάιστ. Ο άνθρωπος δεν μπορεί απλώς να κατευθύνει τον εαυτό του προς το μέλλον έχοντας ένα λογικό μυαλό ως το κύριο εργαλείο του. Ως εκ τούτου, ο Κλάιστ υποστηρίζει ένθερμα τη χρησιμότητα της αντανάκλασης πριν ή μετά το εκάστοτε γεγονός. Με αυτόν τον τρόπο, ο κάθε άνθρωπος θα μπορεί να διαμορφώσει τη συλλογική συνείδησή του κατά τρόπο που να ευνοεί την αρχή της ελεύθερης βούλησης. Μετά το γεγονός, ο άνθρωπος θα μπορεί να αποφύγει την απεχθή παρεμπόδιση που του προσφέρει φαινομενικά η λογική σκέψη. Με άλλα λόγια, η θέληση για εξουσία έχει “την υπέρτατη πηγή της στο συναίσθημα” και έτσι ο άνθρωπος πρέπει να ξεπεράσει “τον αγώνα του με τη μοίρα” σε ένα ισορροπημένο μίγμα σοφίας και πάθους.

Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα, «ολόκληρη η ζωή του Κλάιστ ήταν γεμάτη από μια προσπάθεια για ιδανική και απατηλή ευτυχία, και αυτό αποτυπώθηκε στο έργο του. Ήταν ο πιο σημαντικός βορειο-Γερμανός δραματουργός του ρομαντικού κινήματος, και κανένας από τους ρομαντικούς δεν τον πλησιάζει στον τρόπο με τον οποίο εκφράζει την πατριωτική αγανάκτηση».

 

 

ΒΟΗΘΉΜΑΤΑ

-Στέφαν Τσβάιχ, Χάινριχ Κλάιστ, μτφρ. Άλεξ. Καρέρ, Γκοβόστης χ.χ.ε.
-ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.