You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Εουτζένιο Μοντάλε, την κιβωτό μου, ω, χαμένοι [!]

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Εουτζένιο Μοντάλε, την κιβωτό μου, ω, χαμένοι [!]

«…μια τετραφωνία ισχνών καλαμιών. Η μόνη μουσική που αντέχω.» (Ημερολόγιο του ’71).

 

«Η ποίηση γίνεται τέχνη τη στιγμή ακριβώς που η τέχνη

αμφισβητείται και αναιρείται προς όφελος άλλων ανθρωπίνων

δημιουργιών: του θεάματος, της χειρονομίας, της κρυπτογράφησης,

του πρόχειρου κλισέ. Πανάκειες δεν υπάρχουν: αν άλλαζε ο κόσμος

θʼ άλλαζε και η ποίηση· αλλά η ποίηση (ό,τι επιζεί από αυτήν)

δεν μπορεί νʼ αλλάξει τον κόσμο…».

Εουτζένιο Μοντάλε

 

Ανάμεσα στο φωτεινό και σκοτεινόχρωμα υπάρχει  ένας

πέπλος λευκός

Ανάμεσα στο σκοτάδι και τη νύχτα ο πέπλος εκλεπτύνεται

Ανάμεσα στη νύχτα και το μηδέν, αραχνοΰφαντος γίνεται

 

Μια γενιά Ιταλών ποιητών που δημιούργησε το έργο της στον ευρωπαϊκό Μεσοπόλεμο αλλά και στον Μεταπόλεμο, μεταξύ άλλων, ο Μοντάλε [1896-1981], ο Ουνγκαρέτι [1888-1970], ο Κουαζίμοντο [1901-1968], ο Σάμπα [1893-1957] όταν ήρθε στο προσκήνιο αντιτάχθηκε με το σθένος κάποιων ρομαντικών στην μεγαληγορία, στην «λαμπρόηχη ρητορεία» και γενικά σ’ αυτό που είθισται να ονομάζουμε υψηλό.

«Θέλησα», έλεγε, μιλώντας για τη ρητορεία, ο Εουτζένιο Μοντάλε, «να της στρίψω το λαρύγγι». Αισθάνονταν άλλωστε υποχρεωμένοι οι ποιητές αυτοί να στραγγαλίσουν τον κλασικό ιταλικό ενδεκασύλλαβο. Ο Μοντάλε υποστήριζε πως υπάκουε σε μια εσωτερική ανάγκη στη μουσική έκφραση γράφοντας τα ποιήματα της συλλογής Τα κόκκαλα της σουπιάς [1925].

Ο Μοντάλε προκειμένου να στηρίξει την υποκειμενικότητα της εμπειρίας που χαρακτήριζε το έργο του και πειθαρχώντας στην ελιοτική θεωρία χρησιμοποιεί ένα πλήθος αντικειμένων-συμβόλων, ισχυρίζεται ο μελετητής και μεταφραστής του στα ελληνικά Νίκος Αλιφέρης, «αντικειμενικών  συστοίχων που διερμηνεύουν  επίσης ενός είδους ψυχολογική προσέγγιση. Τείνει με αυτόν τον τρόπο να καταργήσει  τον φραγμό ανάμεσα στον εσωτερικό και τον εξωτερικό κόσμο».

 

Όπως έχει γίνει φανερό η Ποιητική του Μοντάλε απέχει πολύ από εκείνη του Πάουντ ή του Έλιοτ, αν και, όπως είδαμε είναι επηρεασμένος από το σπουδαίο δοκιμιακό έργο του Αγγλοαμερικανού ποιητή.

Η ομάδα των ποιητών που αναφέρθηκαν στην αρχή αλλά και ποιητές Ιταλοί και μη είναι επηρεασμένοι από έναν δικό μας, τον μεγάλο Αλεξανδρινό Κ. Π. Καβάφη. Ο οποίος φυσικά είναι ποιητής εν πολλοίς διαφορετικού ύφους και αρκετά διαφορετικής αισθητικής και ποιητικής αλλά καταφέρνει να νομίσει ο αναγνώστης, εσφαλμένα φυσικά, πως τα ποιήματά του είναι εύκολα και σε κάποιες περιπτώσεις αφελή ή και υπερβολικά εξηγήσιμα. Πράγμα που χρησιμοποιώντας την πεζολογία κάνει και ο Μοντάλε, ωστόσο αυτός ντύνει το ποίημα με χιούμορ παρά την σχεδόν αδιόρατη ειρωνεία του Καβάφη, ο οποίος άλλωστε όντας ποιητής ‘εθνικός’ προσπαθεί να εκφράσει ολόκληρο τον ελληνισμό, αν και ‘ελληνικός’. Αντίθετα ο Μοντάλε είναι ποιητής του ατομικού λόγου. Ο Ιταλός ποιητής ζηλεύει τη δημιουργία ενός αντικειμενικού λόγου που δημιουργεί περίτεχνα αλλά αφανώς ο Καβάφης, τη στιγμή που ο Μοντάλε ενδιαφέρεται να αποδεσμεύσει το καλλιτέχνημα από τον καλλιτέχνη.

«Η ποιητική δημιουργία απαιτεί ένα είδος λήθης του εαυτού σου», συμβουλεύει ο Έλιοτ. Πράγμα που μπορεί και να σημαίνει πως το ποίημα είναι σημαντικότερο από τον ποιητή. Την  επιταγή αυτή ακολουθούν και οι δύο ποιητές.

«Η πόλις σημαντικότερη από τα μέρη της./ Το μέρος σημαντικότερο από το κάθε μέρος του/κι ο κηρυχθείς επίσης από τον κηρύττοντα./ Μα ο συλληφθείς λιγότερο από τον συλλαμβάνοντα».

 

 

«ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΚΑΒΑΦΗ

 

Ενώ ο Νέρων κοιμάται γαλήνιος

 

μες στην άλκιμη ομορφιά του

 

οι μικροί του οι Λάρητες άκουσαν των Ερινύων τη βοή

 

κι εγκαταλείπουν την εστία

 

σε σύγχυση μεγάλη. Πώς και πότε θα ξυπνήσει;

 

Έτσι είπε ο Ποιητής.

 

Εγώ, ηγεμόνας του τίποτε, ούτε καν του εαυτού μου,

 

δίχως τη θαλπωρή του ευωδιαστού ξύλου

 

με το κρύο άγγιγμα μιας σαραβαλιασμένης σόμπας πετρελαίου

 

κι εγώ ακούω ήχους ρυθμικούς αλλά ασήμαντους

 

από τσόκαρα και πόδια.

 

Μα δεν ξυπνώ, ήμουν άγρυπνος εδώ και ώρα.

 

Δεν περιμένω περίσσιο όλεθρο πέρα από τις ήδη γνωστές συμφορές.

 

Ούτε σε κάποιον δούλο μπορώ να επιβάλω

 

να μου κόψει τις φλέβες. Τίποτα δεν με ταράζει. Άκουσα

 

το τρεχαλητό ενός ποντικιού. Παγίδες

 

εγώ δεν έστησα ποτέ μου». [μτφρ. Τζίνα Καρβουνάκη]

 

«Η γλώσσα μας», επισημαίνει ο Μοντάλε, «- μία από τις μεγάλες λογοτεχνικές γλώσσες της Ευρώπης  – εξελίσσεται εδώ και αιώνες με τους πιο αργούς ρυθμούς.  Και συνεπώς η λογοτεχνία μας παρέμεινε, παραμένει και θα παραμείνει και μετά τον φασισμό η πλέον στατική και η πλέον αδιάφορη στις συγκυρίες της ζωής, ο λιγότερο πιστός εκφραστής της εποχής μες στην οποία γεννιέται».

Στην Ιταλία μετά την Ρωμαϊκή εποχή, την Αναγέννηση – και ό,τι σημαντικό ακολούθησε- η ιταλική γλώσσα και λογοτεχνία κλείστηκε στον εαυτό της, αντιμετωπίζοντας μάλλον και τις καταλυτικές πολιτικές εξελίξεις που στο μεταξύ διαμείφθηκαν , ώστε η ρήξη με το παρελθόν άργησε πολύ. Συντελέστηκε εντέλει στον εικοστό αιώνα.

Ο Μοντάλε δεν ήταν ο ποιητής των μεγάλων χειρονομιών αλλά ούτε ο εκφραστής του μεγάλου οράματος . Στάθηκε στωικά απέναντι στο φασισμό, στάθηκε το ίδιο στωικά σ’ ένα κόσμο που «βρίθει από υποκατάστατα και ατομικές περιπέτειες» και καταδίκασε και τους δύο, και περιορίστηκε στο να ακολουθήσει τη δική περιπέτεια.

«Η ιστορία είναι απάνθρωπη έστω κι αν κάποιοι ανόητοι προσπαθούν να της δώσουν ένα νόημα» γράφει στο ποίημα Postilla a ʽUna Visitaʼ των «Άλλων στίχων», εκφράζοντας έτσι τον πεσιμισμό του, ενώ σε μια άλλη συνέντευξή του δηλώνει: «Δεν υπήρξα αδιάφορος για όσα συνέβησαν τα τελευταία τριάντα χρόνια· αλλά δεν μπορώ να πω και ότι εάν τα γεγονότα ήσαν διαφορετικά πως η ποίηση μου θα άλλαζε ριζικά».

 

«Η μπόρα που ξεχύνει επάνω στα σκληρά

τα φύλλα της μανόλιας χαλάζι και μακρόσυρτες

μαρτιάτικες βροντές»

 

«μπορείς να με οδηγείς από το χέρι, αν παριστάνεις

πως βρίσκεσαι μαζί μου, αν με κενρίζει η τρέλα

να σ’ ακολουθώ μακριά ό,τι κι αν πιάνεις,[…]

 

 

αν ό,τι λες δείχνεις να το ορίζεις».

 

Με μια γλώσσα «απλή και στερημένη από κάθε έμφαση, προβάλλει πλούσια σε αναλογίες και σύμβολα, επενδύεται με λέξεις χρησιμοποιούμενες και νοούμενες με καινούριες και ασυνήθιστες σημασίες, σε μια σύνθεση αντιπαραδοσιακή. Σε πολλές περιπτώσεις εκφράζονται νοήματα απόλυτα προσωπικά και υποκειμενικά, σε τρόπο που να δημιουργείται μια δυσχέρεια επικοινωνίας ανάμεσα στο δημιουργό ποιητή και το δέκτη αναγνώστη. Αλλά εκείνο που επιδιώκει ο ποιητής δεν είναι η ευκρινής διατύπωση, αλλά η διατήρηση της καθαρότητας της ποίησης και όχι η ευχέρεια της κατανόησης» .

 

Η ποίηση του Μοντάλε χαρακτηρίστηκε ερμητική κάτι που ο ίδιος επίμονα αρνιόταν. Αυτός πίστευε στη μέση οδό σε μια λογοτεχνία όπου τα πάντα θα ήταν υπαινικτικά, ασαφή, αλλά και το αντίθετο.

 

Ερμητική ή όχι, η ποίηση του Montale είναι δύσκολη. Ο Ρώσος ποιητής και κριτικός Joseph Brodsky σε ένα άρθρο του στο New York Review of Books σημείωνε: «Η φωνή του ανθρώπου που μιλά —που σιγοψιθυρίζει μάλλον— στον εαυτό του είναι το πιο έντονο χαρακτηριστικό της ποίησης του Montale.» Πολλά από τα ποιήματα του είναι αδιαφανή με την πρώτη ανάγνωση, ακριβώς όπως το νόημα των λόγων ενός ανθρώπου που μιλάει στον εαυτό του και είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό σε έναν άλλον που το ακούει. Έτσι, τα πιο απλά νοήματα που περιέχουν απαιτούν το κλειδί της ευαισθησίας  και φυσικά της προσοχής…

 

«Δεν ξέρω διόλου που βρίσκεται ο πρίγκιπας της Γιορτής

ο διέπων τον κόσμο και τις άλλες σφαίρες.

Δεν ξέρω εάν αυτό που βλέπω

σαν σκύβω απ’ το παράθυρο είναι σφαγείο είτε γιορτή.

Αν όντως αληθεύει πως ο ψύλλος ζει στις δικές του διαστάσεις

(καθώς και κάθε άλλο ζωντανό) και όχι στις δικές μας,

αν αληθεύει πως το άλογο βλέπει τον άνθρωπο μεγαλύτερο

σχεδόν δύο φορές, τότε το ανθρώπινο μάτι δεν επαρκεί.

Ίσως η αιώνια νύχτα να μην άντεξε πια, πετάχτηκε

κάποιος σπινθήρας. Ή ένα αιθέριο φως

κηλιδώθηκε μην στέργοντας τον ίδιο τον εαυτό του.

Ενδέχεται ο πρίγκιπας να αγνοεί τα κτίσματά του

είτε και να παινεύεται γι’ αυτά σε ομοιοπαθητικές δόσεις.

Το βέβαιο είναι πως τον θρόνο του μια ημέρα

θα τον ζεστάνει άλλος πισινός.  Ήγγικεν η ώρα».

 

Ένα λυρικό ποίημα, έγραφε, έχοντας προφανώς στο νου του τον Αριστοτέλη, «είναι ένα αντικείμενο ξέχωρο με δική του ζωή». Η λυρική ποίηση δεν έχει ανάγκη από μεγάλη ελευθερία, θυμίζοντας για μια ακόμη φορά τον Έλιοτ.

Από το πρώτο μου καταφύγιο,

κρατώ στη μνήμη μου μόνο τις σκιές

των ευκαλύπτων· αλλά οι άλλες,

οι σκιές, που κρύβονται

ανάμεσα στις λέξεις, οι απατηλές,

που δεν αποκαλύπτονται, οι άγραφες,

οι μισοειπωμένες,

οι μόνες που δεν φοβούνται

παρανομίες,

καταδιώξεις, χειροπέδες,

δεν έχουν ούτε ένα πριν ούτε ένα μετά,

γιατί αυτές είναι η ουσία της μνήμης.

Έχουν τη μορφή της επιβίωσης,

που δεν ενδιαφέρει την ιστορία,

μια πονηρή παρουσία, μια ασφυξία που δεν είναι

μόνο πόνος και μετάνοια.

 

Και μπορώ να σου το πω χωρίς οργή,

αλλά είναι ανώφελο, διότι

σ’ αυτό μου μοιάζεις,

ότι ανάμεσα στο θύμα και τον βασανιστή,

στη φυλακή και την εξορία,

υπάρχει ένας τόπος όπου ο άοπλος άνθρωπος

γυαλίζει τα λίγα αλλά διαρκή όπλα του.

 

Η αντίσταση στον νικητή

αξίζει χειροκρότημα και παράσημα,

η αντίσταση στους νικημένους

που θα ξυπνήσουν και θα είναι χειρότεροι,

η αντίσταση στο κακό που μοιάζει

στο καλό, σημαίνει ότι θα σωθούμε

από την ατιμία, ζωντανοί (αλλά είναι μια ψευδαίσθηση)

στον μοναδικό βιότοπο που αναπνέει

από κείνον που ισχυρίζεται ότι το να ζει

είναι πραγματικά εφικτό.

 

Θυμάμαι την ξενοδόχο

στο Ξυλόκαστρο, το μενού

όπου διάβασα τη λέξη barbunia και μάντευα

ότι επρόκειτο για μπαρμπούνια, κάτι που ήταν ακριβές,

αν και μπαγιάτικα, και μου φάνηκε

σαν δώρο των θεών. Θυμάμαι τα πάντα

για τη χώρα σου, τη θάλασσά της,

τις κατσίκες της, τους ανθρώπους της,

αμφίβολους κληρονόμους ενός κόσμου

που τον μαθαίνουμε μέσα στα βιβλία και ο οποίος ήταν ίσως

εξίσου τρομερός με τον δικό μας.

Όσο για μένα, ήμουν ένας θεός

ντυμένος τουρίστας, κάτι

σαν τον Οδοιπόρο της Τετραλογίας,

αλλά άοπλος, άκακος, βγαλμένος,

από κάποιον ειδικό, λαθραία από τάφο.

 

Αλλά παρ’ όλα αυτά εγώ λουζόμουνα μέσα στο θείο. Τώρα

ζω εν μέσω δύο εκκλησιών που καταρρέουν, βεβηλωμένες από πάντα, διεφθαρμένες

όπου τα ψάρια που παλεύουν μεταξύ τους και πεθαίνουν

είναι εντελώς τα ίδια. Αν δεν πίστευα

πως η φιλευσπλαχνία είναι ανεξάντλητη αλλά αντίθετα

ότι είναι ένα παραπάνω εμπόδιο, θα έλεγα ότι γίνεται κατάχρηση.

Αλλά το αξίζω κι εγώ; Αφήνω άλυτο

το πρόβλημα, κλείνω αυτό το γράμμα

και το βάζω στην άκρη. Η περιπέτεια

και η λογοκρισία έχουν κοινό, μόνο

την ομοιοκαταληξία. Και δεν είναι αρκετό».

[μτφρ. Γιάννης Η. Παππάς]

 

Το ποίημα όπως γίνεται φανερό είναι από ταξίδι του στην Ελλάδα.

«Τα γεγονότα ανάμεσα στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους  τα έζησα καθισμένος στην καρέκλα μου και παρατηρώντας τα, δεν υπήρχε για μένα τίποτε άλλο να κάνω. Στο βιβλιαράκι μου Φινιστέρε ο τελευταίος μεγάλος Πόλεμος μεν σε όλο το σκηνικό βάθος αλλά σαν αό αντανάκλαση και μόνο».

 

Ο Εουτζένιο Μοντάλε (Eugenio Montale, 12 Οκτωβρίου 1896 – 12 Σεπτεμβρίου 1981) ήταν Ιταλός ποιητής, μεταφραστής και πεζογράφος, που το 1975 βραβεύθηκε με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. Θεωρείται από πολλούς ως ο μεγαλύτερος Ιταλός λυρικός ποιητής από την εποχή του Τζάκομο Λεοπάρντι.

Γεννήθηκε στη Γένοβα. Η οικογένειά του ασχολείτο με το εμπόριο χημικών προϊόντων (ο πατέρας του προμήθευε την εταιρεία του Ίταλο Σβέβο). Η ανεψιά του ποιητή, η Μπιάνκα Μοντάλε, περιγράφει στο Cronaca famigliare («Οικογενειακό χρονικό») το 1986 τα κοινά χαρακτηριστικά της οικογένειας ως εξής: «εύθραυστα νεύρα, ντροπαλότητα, λακωνικότητα, τάση να βλέπουν το χειρότερο σε κάθε γεγονός, μία κάποια αίσθηση του χιούμορ».

 

Ο Μοντάλε ήταν ο μικρότερος από 6 αδελφούς. Καθώς γράφει:

 

«`Ημασταν μία μεγάλη οικογένεια. Οι αδελφοί μου πήγαιναν στο σκιάνο [το γραφειο στα γενοβέζικα]. Η μοναδική μου αδελφή σπούδασε στο πανεπιστήμιο, ενώ εγώ δεν είχα τέτοια ευκαιρία. Σε πολλές οικογένειες υπήρχε η άγραφη συνήθεια ο μικρότερος να απελευθερώνεται από το καθήκον να συνεχίσει την οικογενειακή επιχείρηση».

Ο Μοντάλε ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος. Μεγαλώνοντας, το πνεύμα του αιχμαλωτίσθηκε από αρκετούς συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Δάντης, από τη μελέτη ξένων γλωσσών (ειδικότερα της αγγλικής), καθώς και από τα τοπία της ανατολικής Λιγουρίας, όπου περνούσε τις διακοπές με την οικογένειά του.

Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως μέλος της Στρατιωτικής Ακαδημίας της Πάρμας, ο Μοντάλε ζήτησε να υπηρετήσει στο μέτωπο. Μετά από μία σύντομη επαφή με πολεμικές επιχειρήσεις ως αξιωματικός του πεζικού στη βόρεια Ιταλία, επέστρεψε σπίτι το 1920.

 

Ο Μοντάλε είχε γράψει για όλα σχεδόν τα σημαντικά λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής.

 

«Στη χαραυγή

 

Ο συγγραφέας εικάζει (και ούτε λόγος για

τον ποιητή)

ότι μετά θάνατον τα έργα του

τον καθιστούν αθάνατο.

Η προοπτική δεν είναι παράδοξη,

σας την παραθέτω για ό,τι αξίζει.

Δεν συλλογιέμαι κάτι ανάλογο για τον συκοφάγο

που τσιμπολογά το πρωινό του πέρα στους αγρούς.

Εκείνος είναι σίγουρος για τη ζωή· ο φιλόσοφος

του ισογείου αντιθέτως

έχει τις αμφιβολίες του. Το σύμπαν

πορεύεται χωρίς το καθετί, ακόμη και χωρίς τον εαυτό του».

[μτφρ. Ευαγγελία Πολύμου]

Από το 1933 ως το 1938 είχε μία ερωτική σχέση με την `Ιρμα Μπραντάις (1905-1990), μία Αμερικανοεβραία μελετήτρια του Δάντη που επισκεπτόταν περιστασιακά την Ιταλία. Η Le occasioni περιέχει πολλές έμμεσες αναφορές στη Μπραντάις, με το όνομα Clizia (Κλυτία). Ο Φράνκο Φορτίνι κρίνει τις συλλογές του Μοντάλε Ossi di seppia και Le occasioni ως το υψηλότερο επίπεδο στο οποίο έφθασε η ιταλική ποίηση του 20ού αιώνα.

Από το 1948 μέχρι τον θάνατό του ο Μοντάλε ζούσε στο Μιλάνο. Εκτός από μουσικός συντάκτης στην Corriere della Sera, έκανε ρεπορτάζ και από το εξωτερικό, όπως από την Παλαιστίνη όταν πήγε εκεί για την επίσκεψη του Πάπα Παύλου ΣΤ΄.

Πριν τιμηθεί με το Βραβείο Νομπέλ, είχε ήδη ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτορας από τα Πανεπιστήμια του Μιλάνου (1961), του Κέμπριτζ (1967) και της Ρώμης (1974), ενώ είχε ορισθεί τιμητικά ισόβιος γερουσιαστής στη Γερουσία της Δημοκρατίας και το 1973 είχε βραβευθεί με το Χρυσό Στεφάνι των Ποιητικών Βραδιών της Στρούγκα, στην τότε Γιουγκοσλαβία.

 

Ο Μοντάλε πέθανε στο Μιλάνο το 1981 σε ηλικία 84 ετών, έξι χρόνια μετά την απονομή του Βραβείου Νομπέλ.

 

 

Σημείωση: παραθέματα και άλλα άντλησα από τα: ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ’72 & ΦΙΝΙΣΤΕΡΕ & άλλα ποιήματα σε μτφρ, Νίκου Αλιφέρη των εκδόσεων Άγρα, 1999 & 1995 αντίστοιχα όπως και από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ και το diastixo.gr 7Μαη 2018.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.