You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Εξπρεσιονισμός, το πορτραίτο ενός –ισμού

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Εξπρεσιονισμός, το πορτραίτο ενός –ισμού

Ξεκινώντας ας επιχειρήσουμε να λύσουμε μερικές παρεξηγήσεις όσον αφορά την εκάστοτε κυριαρχία ορισμένων σχολών, τεχνοτροπιών –  ούτως ειπείν –ισμών, μερικοί από τους οποίους δημιούργησαν σεισμούς.

Ας έρθουμε όμως στις παρεξηγήσεις: κανενός –ισμού η βασιλεία όσο μακρά και σημαντική και να είναι δεν βασιλεύει μόνη της. Ο εξπρεσιονισμός φερ’ ειπείν κυριάρχησε μεν αλλά και συνέπεσε και συνυπήρξε,  μεταξύ άλλων, με διάφορους και διόλου αδιάφορους –ισμούς όπως τον νατουραλισμό, τον ιμπρεσιονισμό, τον συμβολισμό και τον φουτουρισμό. Ο ιμπρεσιονισμός μοιάζει να είναι κοντινός με τον νατουραλισμό. Οι δυο αυτές τεχνοτροπίες έχουν αρκετά, αν όχι πολλά κοινά σημεία: ο συμβολισμός πλησιάζει την νεορομαντική σχολή και ο νατουραλισμός την ιμπρεσιονιστική. Ζολά, Μωπασάν, αφοί Γκονκούρ κατατάσσονται στην νατουραλιστική τάση που χαρακτηρίζεται από την απτή εικόνα της πραγματικότητας. Ο Ζολά έχει σαφείς και έντονες κοινωνικοπολιτικές αναφορές, τον σοσιαλισμό, σχέση με την επιστήμη και μεγάλη αγάπη για την ζωγραφική.  Στο θέατρο  ο Ίψεν και ο Χάουπτμαν ακολουθούν τη νεορομαντική και συμβολιστική σχολή μαζί με ποιητές όπως ο Μαλαρμέ, ο Βερλαίν, ο Υσμάν, ο Μέτερλινγκ, ο Ρίλκε.

 

Αν η νατουραλιστική- ιμπρεσιονιστική  τάση αποβλέπει στην περιγραφή και τον σχολιασμό της απτής πραγματικότητας, η συμβολιστική- νεορομαντική τάση χαρακτηρίζεται από τη φυγή από τον κόσμο και τη δημιουργία τεχνητών παραδείσων και την αναζήτηση της εξευγενισμένης ομορφιάς. Ωστόσο νατουραλισμός και ιμπρεσιονισμός  ήταν αρκετά επιφανειακοί και παθητικοί δέκτες του έξω κόσμου, ενώ ο συμβολισμός κι ο νεορομαντισμός ήταν υπερβολικά εκλεπτυσμένοι και βουλιάζαν στην επιτήδευση, την πενιχρότητα και την παρακμή.

 

Παράλληλα προς την ανάγκη μιας νέας συγκίνησης, ενός νέου πάθους, μιας καινούργιας έκφρασης αναδύεται κι ένα κάποιο ενδιαφέρον για την ανθρώπινη ζωή και τον άνθρωπο που συνθλίβεται από τη βάναυση μηχανοποίηση των πάντων. Η βιομηχανική Επανάσταση ανατρέπει ό,τι υπήρχε ως τότε. Οι νέες ιδέες στη φιλοσοφία και την πολιτική το ίδιο. Οι νέες καλλιτεχνικές αναζητήσεις είναι εξίσου ανατρεπτικές. Αλλά ο άνθρωπος στριμώχνεται στο καινοφανές και το άγνωστο που τον φοβίζει. Στο μεταξύ ο Θεός έχει πεθάνει. Ο Φρόυντ με το κλεφτοφάναρό του ψάχνει στα υπόγεια του Ασυνείδητου. Ανακαλύπτει το Εγώ και το Αυτό. Ανασύρει το τραύμα προσπαθώντας να το θεραπεύσει. Αναγνωρίζει την υστερία-κληρονομιά του Σαρκό. Διαβάζει λογοτεχνία.

Αλλά ας έρθουμε στο προκείμενο: τον λογοτεχνικό εξπρεσιονισμό που δεν υπολείπεται από την ισχύ και την κυριαρχία της ζωγραφικής που είναι η βασική τέχνη που εκφράστηκε από το δυναμισμό και την μπαρόκ αισθητική του εξπρεσιονισμού. Ο οποίος είναι ευρύς όρος, τόσο ευρύς που είναι δύσκολο να οριστεί επακριβώς.

Ο εξπρεσιονισμός χαρακτηρίζεται από 1) τη χρήση ποικίλων αντι-νατουραλιστικών ή ‘αφηρημένων’ τεχνασμάτων όπως  τη συντακτική σύμπτυξη ή την αλληλουχία συμβολικών εικόνων, 2) τη βίαιη επίθεση μιας αριστερής διεθνιστικής κίνησης ενάντια στα «ιερά και όσια» της αστικής τάξης της εποχής του Γουλιέλμου του Δεύτερου [Γερμανός Αυτοκράτορας Βασιλιάς της Πρωσίας, κυβέρνησε από τις 15 Ιουνίου 1888 – 9 Νοεμβρίου 1918, ο οποίος απέλυσε τον πανίσχυρο Καγκελάριο Μπίσμαρκ. Κατά τη διάρκεια της Κρίσης του Ιουλίου του 1914, ο Γουλιέλμος εγγυήθηκε στρατιωτική υποστήριξη στην Αυστροουγγαρία, κάτι που αποτέλεσε μία από τις αφορμές για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια είχε διαμορφωθεί μια κατ΄ουσίαν στρατιωτική δικτατορία, υπό την ηγεσία του Γουλιέλμου Β΄, που καθόριζε την εθνική πολιτική για το υπόλοιπο μέρος του Πολέμου. Παρά το γεγονός ότι η Γερμανία βγήκε νικήτρια στον πόλεμο εναντίον της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και απέκτησε σημαντικά εδαφικά κέρδη στην Ανατολική Ευρώπη, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει όλες τις κατακτήσεις της μετά από την ήττα που σημείωσε στο Δυτικό Μέτωπο το φθινόπωρο του 1918], 3) την εκλογή του θέματος της πνευματικής αναγέννησης και 4) την υιοθέτηση ενός φλογερού ρητορικού ύφους.

Η αντικειμενικότητα  του νατουραλισμού καθώς και η τάση της «τέχνης για την τέχνη» και η συνακόλουθη ποιητική της Παρακμής παραμερίζονται χάριν των χαρακτηριστικών που θα καταλάβουν τη θέση τους στην εξπρεσιονιστική αισθητική. Μερικά από αυτά είναι κατ’ αρχήν η έντονη υποκειμενικότητα του συγγραφέα, η εμβάθυνση των ακραίων ψυχολογικών καταστάσεων και ιδιαίτερα ως δημιουργικού παθιασμένου πυρήνα μιας στροβιλιζόμενης δίνης.

Ο νατουραλιστής Ζολά σε επιστολή του στον Στρίντμπεργκ εκφράζει έντονες αντιρρήσεις σχετικά με τη σχηματικότητα του βασικού ήρωα του έργου του ο Πατέρας και την απουσία ονόματος του Λοχαγού. Αυτή αφαιρετικότητα, η ‘αφηρημένη χρήση των τύπων’ και όχι των ατόμων, καθώς και έλλειψη έγνοιας για τη ευλογοφάνεια  του νατουραλισμού απομονώνουν τον Ζολά, τον παροπλίζουν , τον κάνουν να μοιάζει ξεπερασμένος. Αλλά δεν αφήνει ασχολίαστη την έλξη-απώθηση των πρωταγωνιστών  του Χορού του θανάτου [1900] πάλι του Στρίντμπεργκ τον αντιστικτικτό τους διάλογο και την παγιδευμένη κατάστασή τους στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα ενός απομονωμένου νησιού. Να σημειώσουμε πως αντίθετα με τον Ζολά ο Ελβετός  Φρήντριχ Ντύρενματ διασκεύασε το έργο το 1969 δίνοντας του το τίτλο Πλαίη Στρίντμπεργκ, φέρνοντάς το στον κόσμο του, το συγγραφικό του σύμπαν και την εποχή του αναγνωρίζοντας πως το θέμα του έργου όπως και η φόρμα του δεν γέρασαν.

Το έργο του Στρίντμπεργκ Προς τη Δαμασκό [1898-1901] θεωρείται πως σηματοδοτεί το τέλος του νατουραλιστικού δράματος και εγκαινιάζει το εξπρεσιονιστικό δράμα. Οι χαρακτήρες του προέρχονται από τον ψυχικό κόσμο και μάχονται με όλες τους τις δυνάμεις το Άγνωστο. Ο Δρόμος προς τη Δαμασκό είναι μια περίπλοκη τριλογία που οδηγεί εξελικτικά  προς την αυτογνωσία. Ο Δρόμος αυτός είναι οδυνηρός αλλά αναγκαίος και είναι ναρκοθετημένος όπως η διαδρομή του Ιησού στον Γολγοθά από στάσεις που προδίδουν αγωνία, αμφιβολίες και ανησυχία. Το έργο αναδίδει θρησκευτικά αισθήματα και ερωτήματα. Στο επόμενο έργο – πάντα του Στρίντμπεργκ – το αριστουργηματικό Ονειρόδραμα [1901-1902] οι χαρακτήρες παρουσιάζονται σαν συντρίμμια μιας ονειροπαρμένης νόησης. Ο ίδιος ο συγγραφέας  παρατηρεί: «Οι χαρακτήρες διχάζονται, διπλασιάζονται, πολλαπλασιάζονται, εξαφανίζονται, στερεοποιούνται, συσκοτίζονται, διευκρινίζονται, αλλά η συνείδηση  του ονειροπαρμένου κυριαρχεί πάνω απ’ όλα: δεν υπάρχουν πια μυστικά, δεν υπάρχουν ασυναρτησίες, ενδοιασμοί ή νόμοι. Δεν υπάρχει πια καταδίκη ή απαλλαγή, αλλά μονάχα αφήγηση».

 

Όσο για μένα [τον διχασμένο, τον αναστατωμένο

                                          Από τις βίαιες αυτές μέρες]

όλους τους έχω μες στο νου, με όλους ταυτίζομαι, σε

                                                                    όλους πιστεύω,

Πιστεύω στην αλήθεια του υλισμού και την αλήθεια

                                                             

Αυτό είναι το φλογερό, πανθεϊστικό αγκάλιασμα του Ουώλτ Ουίτμαν.

Ας υποθέσουμε πως η κίνηση, η τάση, η νοοτροπία γνωστή ως εξπρεσιονισμός οφείλει την οντολογική του ύπαρξη στον βιταλισμό του Νίτσε, τον φουτουρισμό του Μαρινέτι, τον πανθεϊσμό του Ουίτμαν, την ψυχολογική διερεύνηση των σκοτεινών ανθρώπινων αδιεξόδων καθώς και του μη – έλλογου από τον Ντοστογιέφσκι αποτέλεσαν μια πρώτη προδρομική μαγιά για τον εξπρεσιονισμό, τη γέννηση και την ακμή του.

Η θλιμμένη ψυχή που βασανίζεται καιόμενη μέσα στις τρομαχτικές φλόγες είναι μια αυθεντικά εξπρεσιονιστική εικόνα. Έπειτα ο ίδιος Ο Νίτσε παραδέχεται πως ό,τι διδάχτηκε από την ψυχολογία προερχόταν από τον Ντοστογιέφσκι τον μόνο ψυχολόγο. Επίσης εκτιμά τον Στρίντμπεργκ απεριόριστα και αλληλογραφεί μαζί του όταν φτάνει στην αρχή της τρέλας που θα διαρκέσει τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του. Η θεωρία του Υπερανθρώπου  τον οδηγεί στην αγκαλιά της γιατί ήταν ένας εξαιρετικά ευαίσθητος και ασταθής ψυχολογικά νους και πολύ ορμητικός. Πίστευε ακόμα στην Αναγέννηση του Ανθρώπου στη δημιουργία ενός Καινούργιου Ανθρώπου την οποία ενστερνίστηκε και ο εξπρεσιονισμός ενίοτε μ’ έναν κραυγαλέο τρόπο που άγγιζε τα όρια της γελοιότητας.

Να επισημάνουμε την τεράστια γοητεία που ασκεί ο Ντοστογιέφσκι πάνω σε πάρα πολλούς συγγραφείς

Ωστόσο  όταν έρχονται στο φως οι ψευδο-θρησκευτικές απόψεις του Ντοστογιέφσκι ως ερευνητή του εγκλήματος ως ψυχολόγου που ανιχνεύει τη φύση του εγκλήματος οι όψεις αυτές της αντιδραστικής ηθικά και πολιτικά ιδεοληψίας του μοιραία  οδηγούν τα πράγματα  στην αγκαλιά του τέρατος, στο αποκλιθέν ‘αυγό του φιδιού’, στον εθνικοσοσιαλισμό δια των προλόγων  που έγραψε ο Μελερ βαν ντε Μπρουκ σε επιμέλεια Μερεσκόφσκι και άλλων σε μια μεγάλη έκδοση των Απάντων του Ντοστογιέφσκι που άρχισε να εκδίδεται ήδη από το 1906. Σ’ αυτά τα κείμενα ο βαν ντεν Μπρουκ πέρασε τις δικές του απόψεις για την τέχνη και την κοινωνία με φερέφωνο τον Ρώσο συγγραφέα φτάνοντας σε υψηλές πωλήσεις ιδίως των Αφών Καραμαζώφ και κυρίως του Μεγάλου Ιεροεξεταστή. Αποκορύφωμα ωστόσο της λατρείας και του τυφλού θαυμασμού των ντοστογιεφσκικών ιδεών  εκφράστηκε στη διετία 1920-22 συμπίπτοντας με την εξπρεσιονιστική άνοιξη. Ήταν τότε που μεταφράστηκαν πάνω από μισό εκατομμύριο αντίτυπα έργων του όπου φαίνονται ξεκάθαρα ο αντιδραστικός μυστικισμός του, ο αντιδυτικισμός του, η νοσηρή πατριωτική του στάση καθώς και ο εθνικισμός του και η άκρατη και άκριτη σλαβοφιλία του που οδήγησαν στο Τρίτο Ράιχ του Μέλερ βαν ντεν Μπρουκ. Ωστόσο στον εξπρεσιονισμό εκφράστηκε και η ριζοσπαστική αριστερά ιδιαίτερα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά λόγω του αχαλίνωτου ιδεαλισμού που τον χαρακτήριζε βρήκε λαμπρό πεδίο δόξης ο δεξιός ακτιβισμός η επαναστατική δεξιά του Έρνστ Γιούνγκερ ο οποίος υπήρξε κατασκευαστής μύθων παρά κοινωνικός αναλυτής όπως αποφαίνεται στο βιβλίο του ο Αντιδραστικός Μοντερνισμός [Τεχνολογία, Κουλτούρα & πολιτική στη Βαϊμάρη & το Τρίτο Ράιχ] ο Τζέφρυ Χερφ. Υπέρμαχος της Τεχνολογίας ήταν ο Χανς Φράυερ ο οποίος ακολουθώντας τον Καρλ Σμιτ πολέμησε φιλελευθερισμό και μαρξισμό στράφηκε στον ρομαντισμό και επιχείρησε να συγκεράσει την τεχνολογία με την ψυχή κι όπως ολόκληρος  ο αντιδραστικός μοντερνισμός και η ιδεολογία του ακολούθησε την τάση φυγής όχι τόσο προς τα πίσω δηλαδή προς το παρελθόν όσο προς τα μέσα, προς το εγώ. Και φυσικά φρόντισε να απαξιώσει τη δημοκρατία και κηρύξει τον εθνικισμό ως εγκόσμια θρησκεία.

Η έμφαση πάντως που δόθηκε στην υποκειμενικότητα καθώς και η τάση προς το παράλογο μαζί με την λαχτάρα του Καινούργιου ανθρώπου ήταν που οδήγησαν στην ‘συντηρητική επανάσταση’ και στον εθνικοσοσιαλισμό. Ούτε ο Τόμας Μαν έμεινε ανεπηρέαστος από τη σαγήνη του Ντοστογιέφσκι όταν ήταν κάτω από την επήρεια του εθνικισμού όπως την ομολογεί ο ίδιος στο αντιδραστικής νοοτροπίας έργο του Στοχασμοί ενός απολιτικού. Βέβαια συγγραφείς της Αριστερής όχθης, όπως μεταξύ άλλων, ο Κουρτ Άισνερ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ κι αργότερα ο Έρνστ Τόλερ που υπήρξε για ένα διάστημα επικεφαλής της Σοβιετικής Δημοκρατίας του Μονάχου έκριναν ολέθρια από κάθε άποψη την επιρροή του Ντοστογιέφσκι.

Αλλά και ο ουτοπικός χαρακτήρας της ποίησης του Ουίτμαν επηρέασε αποφασιστικά τον εξπρεσιονισμό: «καινούργια φυλή που εξουσιάζει τις προηγούμενες, που είναι ανώτερη από αυτές, με τους και νούργιους της αγώνες./ Με  τη νέα της πολιτική, τη νέα της λογοτεχνία και θρησκεία, τις καινούργιες εφευρέσεις και τις καινούργιες τέχνες της». Η λατρεία της μηχανής και η «υγεία του πολέμου του φουτουριστή Μαρινέτι και του ομώνυμου Μανιφέστου του [1909] οδήγησαν στον φασισμό του Μουσολίνι.

Περνώντας από τους διάσημους και επιφανείς προγόνους του στους καθεαυτού συγγραφείς του εξπρεσιονισμού δεν θα μπορούσαμε να προσπεράσουμε τον Φρανκ Βέντεκιντ [1864-1918]  που σημάδεψε με το εγκώμιο του σεξ μια άκρως συντηρητική και πουριτανική εποχή της βιλελμινικής αυτοκρατορίας με έργα όπως το Ξύπνημα της Άνοιξης, Το Κουτί της Πανδώρας (1903), όπου η Πανδώρα είναι η προσωποποίηση του έρωτα, Ο Μαρκήσιος του Κάιτ (1901), το αρσενικό αντίστοιχο της Λούλου, Ο Χορός του Θανάτου (1906), Η Λογοκρισία (1908), Θάνατος και Διάβολος (1909), Ο Πύργος του Βέττερσταιν (1910), Ο Βασιλιάς Νικολό ή Έτσι είναι η ζωή (1911), Μπίσμαρκ (1916), Ηρακλής (1917). Ο βαγκνερικός Τενόρος (Der Kammersaenger, 1899) το πιο δημοφιλές και πολυπαιγμένο έργο του.

Αμοραλισμός, άκρατος αισθησιασμός, ελευθεροστομία, λεσβιακές σχέσεις, σεξουαλικές φαντασιώσεις, προπαγάνδα του ελεύθερου έρωτα, αλλά και νατουραλιστική ειλικρίνεια για τη σεξουαλικότητα και την «τυραννία του σεξ», βασιλεύουν στα έργα του Βέντεκιντ. Έχει δίκαια αναγνωρισθεί ως ιδεολόγος του εξπρεσιονισμού και προάγγελος του Θεάτρου του Παράλογου.

Η ποίηση του σπουδαίου Γκόντφριντ Μπεν που ερωτοτρόπησε για ένα διάστημα με τον ναζισμό αξίζει επίσης ν’ αναφερθεί.

Ο λογοτεχνικός εξπρεσιονισμός (λατινικά expressio:έκφραση) ήταν ένα πρωτοποριακό λογοτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε γύρω στο 1910 στη Γερμανία και διήρκεσε μέχρι περίπου το 1925.

 

Στα πλαίσια του κινήματος του εξπρεσιονισμού, ο εξπρεσιονισμός στη λογοτεχνία προέκυψε ως λογοτεχνία διαμαρτυρίας, αντίδραση στον υλισμό, την εφησυχασμένη αστική ευημερία, την ταχεία εκβιομηχάνιση και αστικοποίηση και την κυριαρχία της αστικής ηθικής στην ευρωπαϊκή κοινωνία πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν το κυρίαρχο κίνημα στη γερμανική λογοτεχνία λίγο πριν, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι εξπρεσιονιστές ενδιαφέρθηκαν για τη βαθύτερη σημασία των πραγμάτων, τον εσωτερικό κόσμο, την ψυχική κατάσταση του ατόμου και όχι για την εξωτερική μορφή, η οποία απλώς σκιαγραφείται και μόλις ορίζεται στον τόπο ή τον χρόνο. Δεν περιέγραψαν τη ζωή εν δράσει αλλά στόχευαν στην πρόκληση διανοητικών καταστάσεων.

Κεντρικό θέμα της εξπρεσιονιστικής λογοτεχνίας είναι η αφύπνιση του κοινού, που αντικατοπτρίζεται στο πάθος των εξπρεσιονιστών για καταγγελτικό λόγο. Η επίγνωση της ανάγκης απελευθέρωσης από τα πολιτικά, κοινωνικά και αισθητικά δεσμά του παρελθόντος ήταν κοινή σε όλους τους εκπροσώπους του λογοτεχνικού κινήματος και εκφράστηκε με καινοτόμες μορφές και περιεχόμενο.

Σημαντικά κέντρα του λογοτεχνικού εξπρεσιονισμού ήταν το Βερολίνο και η γερμανόφωνη κοινότητα συγγραφέων της Πράγας.

Η γερμανική κοινωνία στα τέλη του 19ου αιώνα μετασχηματίστηκε ραγδαία από την τεχνολογία και τον εκσυγχρονισμό, και ταυτόχρονα η φιλοσοφία, οι ιδεολογίες και η αισθητική άλλαξαν βαθιά. Στην πρώτη φάση του εξπρεσιονισμού, από το 1910 έως το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι εξπρεσιονιστές συγγραφείς εξέφρασαν την έντονη ανησυχία τους για την εκβιομηχάνιση της Γερμανίας, ανησυχία που εκδηλώθηκε με τη δαιμονοποίηση της μεγάλης πόλης, του χρήματος, της τεχνολογίας, της δημοκρατίας, καθώς και με την έκφραση της κρίσης του ατόμου, της αποξένωσης της σύγχρονης ζωής και της νοσταλγίας για τον παλιό κόσμο. Στη δεύτερη φάση, μεταξύ 1914 και 1919, κατά τη διάρκεια του πολέμου, το κίνημα είχε επαναστατικές και ειρηνιστικές τάσεις, βαθιά εμπλεκόμενο σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα και διερεύνηση των συνεπειών των πολεμικών γεγονότων. Η τρίτη φάση οδήγησε παρακμή του εξπρεσιονισμού, με έναρξη εμφάνισης σουρεαλιστικών τάσεων.

Το πρώτο ολοκληρωμένο εξπρεσιονιστικό έργο ήταν το θεατρικό του Ράινχαρντ Ζόργκε Ο ζητιάνος (1912). Σημαντικοί θεατρικοί συγγραφείς του κινήματος ήταν οι Γκέοργκ Κάιζερ, Ερνστ Τόλερ, Πάουλ Κόρνφελτ, Φριτς φον Ούνρου, Βάλτερ Χάζενκλεβερ, Καρλ Στέρνχαϊμ και Ράινχαρντ Γκέρινγκ, ο γλύπτης Ερνστ Μπάρλαχ και ο ζωγράφος Όσκαρ Κοκόσκα. Τα έργα τους χαρακτηρίζονται από την αναζήτηση της ουσίας των πραγμάτων και το πνευματικό νόημα της ζωής, θέματα που έθεταν με τρόπο ώστε να προκαλέσουν σκέψεις και συζητήσεις. Επιπλέον, προσπάθησαν να κάνουν τη θεατρική παράσταση να μοιάζει με μια πραγματική τελετουργία. Χρησιμοποίησαν την τεχνική της παντομίμας, χρησιμοποίησαν μάσκες και απευθύνονταν άμεσα στο κοινό. Προτίμησαν ιστορικά και μυθολογικά μοτίβα, πιο συχνά από τα σύγχρονα. Ακόμη, το εξπρεσιονιστικό δράμα καταργεί την αρχή της συνέχειας της δράσης και δίνει έμφαση στην αποσπασματική σύνθεση του έργου.

Η εξπρεσιονιστική ποίηση, ήταν ομοίως μη αναφορική και αναζητούσε έναν εκστατικό λυρισμό με σημαντική συνειρμική δύναμη. Αυτή η συμπυκνωμένη, απογυμνωμένη ποίηση, χρησιμοποιώντας σειρές ουσιαστικών και μερικά επίθετα και απαρέμφατα, απομακρύνθηκε από την παραδοσιακή αφήγηση και την περιγραφή για να φτάσει στην ουσία του συναισθήματος. Στην ιστορία της λογοτεχνίας, το ποίημα του Γιάκομπ βαν Χόντις Το τέλος του κόσμου (1911) αναφέρεται συχνά ως το αρχικό έναυσμα για την εξπρεσιονιστική ποίηση. Σημαντικοί εξπρεσιονιστές ποιητές ήταν οι Γκέοργκ Χάιμ, Γκέοργκ Τρακλ, Γκότφριντ Μπεν, Έλζε Λάσκερ-Σύλερ και Φραντς Βέρφελ, οι οποίοι επιδίωξαν να εκφράσουν το νόημα της συναισθηματικής εμπειρίας και όχι της φυσικής πραγματικότητας συχνά με γκροτέσκο ύφος, ειρωνεία και σάτιρα. Αρκετά ποιήματα και κείμενα του Μπέρτολτ Μπρεχτ, γραμμένα μεταξύ 1916 και 1926, παραπέμπουν στον εξπρεσιονισμό. Τα κυρίαρχα θέματα του εξπρεσιονιστικού στίχου ήταν η απέχθεια για την αστική ζωή και τον σύγχρονο πολιτισμό, η ανωνυμία και η αποξένωση και η αλλοτρίωση ως κεντρικές πτυχές των διαπροσωπικών σχέσεων και τα αποκαλυπτικά οράματα της κατάρρευσης του πολιτισμού.

 

 

Στην πεζογραφία, το πυρετώδες ύφος του Χάινριχ Μαν προαναγγέλλει τον εξπρεσιονισμό. Οι συγγραφείς πειραματίστηκαν με νέες μορφές αφήγησης, ήδη από το 1912 το μυθιστόρημα του Καρλ Αϊνστάιν Μπεμπουκίν ή Οι ερασιτέχνες των θαυμάτων απομακρύνεται από την ψυχολογική εμβάθυνση ή τις περιγραφές, στερείται κατανοητής πλοκής και οι χαρακτήρες δεν είναι σαφώς καθορισμένοι. Ο Άλφρεντ Ντέμπλιν, ο Γκότφριντ Μπεν, ο Γκέοργκ Χάιμ εκφράζουν την αγωνία τους για την αποσύνθεση του κόσμου. Στην Αυστρία, ο Ρόμπερτ Μούζιλ ήταν ένας από τους σημαντικότερους εξπρεσιονιστές συγγραφείς. Το μυθιστόρημα Τα τρία άλματα του Βανγκ-Λουν του Ντέμπλιν και Η συμμορία των ληστών του Λέοναρντ Φρανκ είναι από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα της εξπρεσιονιστικής εποχής. Οι σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε (1910) του Ράινερ Μαρία Ρίλκε είναι γραμμένο σε εξπρεσιονιστικό ύφος.

Πολλοί άλλοι συγγραφείς της γερμανικής λογοτεχνίας της Πράγας έγραψαν εξπρεσιονιστικά έργα, μεταξύ των οποίων οι Βίκτορ Χάντβιγκερ, Πάουλ Άντλερ, Μαξ Μπροντ. Ο Φραντς Κάφκα, σημαντικός εκπρόσωπος του μοντερνισμού, περιγράφει το άτομο μέσα σε έναν κόσμο άγχους και αγωνίας να συντρίβεται από αβυσσαλέες δυνάμεις ενσωματώνοντας κάποια εξπρεσιονιστικά στοιχεία στο έργο του.

 

Μερικοί ποιητές και συγγραφείς εξέφρασαν την απαισιοδοξία τους με τη σάτιρα των αστικών αξιών και της αστικής υποκρισίας, ενώ άλλοι ασχολήθηκαν περισσότερο με την πολιτική και τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και εξέφραζαν την ελπίδα για μια επερχόμενη επανάσταση.

Εκτός Γερμανίας, στους θεατρικούς συγγραφείς που χρησιμοποίησαν εξπρεσιονιστικές δραματικές τεχνικές περιλαμβάνονταν οι Αμερικανοί συγγραφείς Ευγένιος Ο’Νιλ και Έλμερ Ράις.

Ίσως πρόδρομοι και εκπρόσωποι αυτού του μάλλον λιγόζωου αντιφατικού, προκλητικού και γεμάτου αντιθέσεις κινήματος που κυνήγησε το απόλυτο ισορροπούν μεταξύ τους και βρίσκονται στο ίδιο περίπου υψηλό επίπεδο.

 

 

-R. S. FURNESS, Εξπρεσιονισμός, μτφρ., Ιουλιέττα Ράλλη-Καίτη Χατζηδήμου, Ερμής, σειρά Η γλώσσα της κριτικής, 1980.
Περ. Διαβάζω 1/2/1989, τχ. 208
-Βικιπαιδεια, λογοτεχνικός εξπρεσιονισμός

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.