You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Γκέοργκ Μπύχνερ, ένας προδρομικός συγγραφέας

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Γκέοργκ Μπύχνερ, ένας προδρομικός συγγραφέας

 

         «Είναι το νερό που φωνάζει, επειδή έχει καιρό να πνιγεί

κανείς»

«Κάθε άνθρωπος είναι σαν μια άβυσσος. Σε πιάνει ίλιγγος σαν κοιτάζεις μέσα του» [από τον Βόυτσεκ – μτφρ. Στέλιου Γούτη]

 

 

ΒΟΫΤΣΕΚ

 

 

Στον «Βόυτσεκ» [1836-37] έχουμε δύο ιστορίες: Μία πραγματική χωρίς, επομένως, εισαγωγικά, την ιστορία ενός στρατιώτη που σκότωσε την ερωμένη του και μία μέσα σε εισαγωγικά, μυθοπλαστική, η οποία όμως δεν αποτελεί ρεαλιστική απόδοση της πραγματικής. Πρόκειται, άλλωστε, για θεατρικό έργο που γράφτηκε χρόνια μετά από το πραγματικό περιστατικό από τον Γκέοργκ Μπύχνερ (1813-1837) και επηρέασε αποφασιστικά τον Μπρεχτ στην πρώτη του θεατρική προσπάθεια – μετά τον Βάαλ – στο θεατρικό έργο Ταμπούρλα στην Νύχτα [1918].

Στο Θάνατο του Δαντών ο Μπύχνερ φωνάζει: «Είμαστε ανδρείκελα που τα χειρίζονται άγνωστες δυνάμεις. Μονάχοι μας δεν είμαστε τίποτα. Είμαστε τα σπαθιά με τα οποία πολεμάνε τα πνεύματα. Μόνο που δε βλέπει κανείς τα χέρια».

 

Σ’ ένα έργο βουτηγμένο σε μια μαύρη ατμόσφαιρα με έναν ήρωα που προαναγγέλλει το παράλογο ακούμε μια άλλη φωνή, αυτή του Μωπασάν να λέει πως όποιος ταπεινώνεται σκοτώνει!

Ο Βόυτσεκ δεν είναι παρά ένας κουρέας ο οποίος είναι τραγικά αποξενωμένος και η αποξένωσή του αυτή προστιθέμενη στην ερωτική του παραφορά για τη Μαρία τον οδηγεί στην παραφροσύνη και το έγκλημα. Αν και το έργο δεν αποτελεί καταγγελία, αλλά τραγικής μορφής δράμα. Ο ήρωας του Μπύχνερ ζει σ’ ένα κόσμο χωρίς αγάπη χωρίς κατανόηση παντελώς αδιάφορο για τον συνάνθρωπο. Χωρίς το έγκλημά του ο Βόυτσεκ θα εκμηδενιζόταν σ’ αυτό το ηχηρά απάνθρωπο περιβάλλον. Γι αυτόν δεν υπάρχει τίποτα το αξιοπρόσεκτο στο οποίο να πιστέψει εκτός από το ένστικτο και την παραφορά του. Ζει ήδη σ’ ένα κόσμο χωρίς θεό και δεν μπορεί να εμπιστευτεί ούτε το μηδέν. Αφού κι αυτό «αυτοκτόνησε, η πλάση είναι η πληγή του, είμαστε οι σταγόνες από το αίμα του, ο κόσμος είναι ο τάφος όπου σαπίζει». Ούτε καν ο Μπέκετ, δεν έφτασε σε τέτοια βάθη απελπισίας, στο ναδίρ του πεσιμισμού.

 

Ο Βόυτσεκ δεν είναι ένα ολοκληρωμένο θεατρικό έργο. Μόνο 12 φύλλα χαρτί έχουν σωθεί από αυτό, όπου ο Μπύχνερ,  έχει σχεδιάσει 49 σκηνές. Αυτό που γνωρίζουμε σήμερα σαν Βόυτσεκ είναι ένα κολάζ που προέρχεται από τους εκδότες του, οι οποίοι έχουν συγκροτήσει ένα λίγο πολύ πλήρες θεατρικό έργο από τις ασύνδετες αυτές σκηνές . Το 1850 ο Λούντβιχ Μπύχνερ, 13 χρόνια μετά το θάνατο του αδερφού του, πραγματοποιεί την πρώτη έκδοση των έργων του, στην οποία δεν συμπεριλαμβάνει τον Βόυτσεκ. Το χειρόγραφο, γραμμένο με πολύ αχνό μελάνι, ήταν αδύνατο να διαβαστεί, και τα λίγα σχετικώς ευανάγνωστα κομμάτια δεν είχαν καμιά συνοχή. Για πρώτη φορά το 1879 ο Καρλ Έμιλ Φράντσοζ τονίζει με χημικά μέσα το μελάνι και αρχίζει να αποκρυπτογραφεί το κείμενο, γραμμένο βιαστικά και με πολλές συντμήσεις, να το βάζει σε κάποια σειρά και με τον τρόπο αυτό να το καθιστά αναγνώσιμο. Από αυτόν προέρχεται και ο τίτλος Βόυτσεκ.

Με αφετηρία την πρώτη αυτή έκδοση, συνεχίζονται ως σήμερα οι προσπάθειες των ενδιαφερομένων να κατανοήσουν κατά το δυνατό, τις προθέσεις του συγγραφέα. Αλλά βρίσκονται μοιραία μπροστά σ’ ένα λαβύρινθο από αινίγματα.

«Άντρες: Φοβάμαι.

Βόυτσεκ: Είναι μια περίεργη ηρεμία. Έτσι που θες να κρατήσεις την αναπνοή σου. Άντρες!

Άντρες: Τι;

Βόυτσεκ: Πες κάτι! (Κοιτάζει γύρω του) Άντρες! Πόσο φωτεινά είναι όλα! Πάνω από την πόλη φωτιά και λάβρα! Φλόγες πυρπολούν τον ουρανό, από πάνω βουητό ωσάν από σάλπιγγες. Πώς ανεβαίνει! – Γρήγορα, μακριά! Μην κοιτάς πίσω σου!

Άντρες: (μετά από ένα διάλειμμα) Βόυτσεκ, το ακούς ακόμη;

Βόυτσεκ: Ησυχία, όλα ήσυχα σαν ο κόσμος να είναι νεκρός.

Άντρες: Ακούς; Μέσα χτυπούν τα ταμπούρλα. Πρέπει να του δίνουμε». [μτφρ. Νίκος Τζαβάρας]

 

«[Το έργο μας δείχνει] πώς αυτός ο κακοποιημένος άνθρωπος με την ασήμαντή του ύπαρξη», γράφει ο Ρίλκε σε επιστολή  στη φίλη του Maria von Thurn und Taxis για τον Βόυτσεκ, «βρίσκεται, παρά τη θέλησή του, ενώπιον του σύμπαντος, μέσα στην απέραντη συνάφεια των άστρων. Αυτό είναι  θέατρο, έτσι θα έπρεπε να είναι το θέατρο».

 

Ο ΜΠΥΧΝΕΡ

 

Ο Γκέοργκ Μπύχνερ (Georg Buechner), γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1813 στην Γκοντελάου της Γερμανίας. Ως γιος στρατιωτικού γιατρού, σπουδάζει ιατρική στο πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Από πολύ νεαρή ηλικία όμως γράφει ποιήματα και μικρά διηγήματα. Επηρεασμένος από την παρισινή εξέγερση του 1830 ιδρύει την «Εταιρεία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» (1834) και εκδίδει παράνομα το επαναστατικό φυλλάδιο Ο Κήρυκας της Έσσης  [1834] που φωτίζει τον αγώνα της γερμανικής αστικής τάξης ενάντια στην απολυταρχία του φεουδαλισμού. Το φυλλάδιο κατάσχεται αμέσως από τις αρχές και ο ίδιος, για να αποφύγει τη σύλληψη, δραπετεύει στο Στρασβούργο [1835] και κατόπιν στη Ζυρίχη, όπου γίνεται δεκτός στο πανεπιστήμιο ως διδάκτωρ [1836]. Στις 19 Φεβρουαρίου 1837 πεθαίνει από τυφοειδή πυρετό πριν συμπληρώσει τα 24 του χρόνια.

Τα θεατρικά έργα του Μπύχνερ, έντονα επηρεασμένα από τον Σαίξπηρ και το γερμανικό ρομαντικό κίνημα Sturm und Drang, προπορεύονται κατά πολύ της εποχής τους και δικαίως θεωρείται σήμερα πλέον μείζων πρόδρομος του θεατρικού εξπρεσιονισμού και εξέχουσα μορφή της γερμανικής λογοτεχνίας. Προς τιμήν του ένα σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο φέρει το όνομά του.

«Ας επισημανθεί η ραγδαία βιομηχανοποίηση που αποδυναμώνει δραστικά την αγροτική οικονομία», τονίζει ο Γιάννης Πάγκαλος, επίκουρος Καθηγητής Γερμανικής Λογοτεχνίας-Συγκριτικής Γραμματολογίας στο ΑΠΘ, μιλώντας για το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο της εποχής που έζησε ο Μπύχνερ, «η απόλυτη ένδεια που μαστίζει μεγάλο μέρος του πληθυσμού και η επανάσταση που επιφέρει ο (πολιτικά ριζοσπάστης) Μπύχνερ στο θέατρο δημιουργώντας μια τραγωδία που απεικονίζει πρόσωπα σε συνθήκες ακραίας φτωχοποίησης – κάτι αδιανόητο ως τότε». Δεν είναι τυχαίο πως ο Βόυτσεκ αποκλήθηκε «θέατρο του προλεταριάτου» κατ’ αντιδιαστολή με το είδος του «αστικού δράματος « που καθιέρωσε εκείνη την εποχή ο Λέσσινγκ.

«Τα πολιτικά χαρακτηριστικά είναι άμεσα αναγνωρίσιμα: από τη μία ο Ο αγγελιοφόρος της Έσσης, στον οποίο διακηρύσσει «ειρήνη στις καλύβες, πόλεμος στα παλάτια!», η δίωξη και εξορία του είναι στοιχεία τα οποία δεν αφήνουν αμφιβολία για το πού ανήκει πολιτικά. Οποιαδήποτε ρομαντική εξιδανίκευση του είναι ξένη. Βέβαια η ανατρεπτική του ορμή συμβαδίζει με την απαισιοδοξία του σχετικά με τις πιθανότητες επιτυχίας ενός επαναστατικού εγχειρήματος στη Γερμανία – μια αντίφαση που προσδίδει γοητεία στην προσωπικότητα και κατά συνέπεια στο έργο του».

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΑΝΤΩΝ

 

Ο Άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος – η Ιστορία με την αμείλικτη δύναμή της είναι ικανή να τον συνθλίψει. Επομένως κάθε δράση μπορεί να αποβεί μάταιη, ενώ η ανία της ύπαρξης είναι κατάρα. Ο Μπύχνερ, αν και πολύ νέος έχει κατανοήσει αυτά τα ζητήματα, πράγμα που φαίνεται όχι μόνο στον Βόυτσεκ, αλλά και στο Θάνατο του Δαντών [1835].

 

Ο Δαντών, μία από τις κύριες μορφές της Γαλλικής Επανάστασης, έχει κουραστεί από την ανούσια αιματοχυσία κι έρχεται σε σύγκρουση με τον πρώην σύντροφο του, τον πανίσχυρο Ροβεσπιέρο, ο οποίος δρομολογεί τον αφανισμό του. Παρόλο που ο Δαντών θα μπορούσε να δραπετεύσει και να σωθεί, αφήνει τα γεγονότα με προφανή αδιαφορία να εξελιχθούν. Συλλαμβάνεται, δικάζεται και τελικά αποκεφαλίζεται. Πίσω από την απάθεια του κρύβεται η φιλοσοφική πεποίθηση ότι κάθε άνθρωπος είναι ανίσχυρος μπροστά στις ιστορικές εξελίξεις και ότι ο ιδεαλιστικός αγώνας για την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία δεν έχει κατά βάθος κανένα νόημα. Δεν είναι περίεργο που αυτό το πρώτο έργο του Μπύχνερ [1835] θεωρήθηκε από τους συγχρόνους του ως απόλυτα μηδενιστικό. Οι ήρωες προβάλλονται με μια πολυπλοκότητα πέραν του Καλού και του Κακού. Τόσο ο Ροβεσπιέρος όσο και ο Δαντών παραμένουν έως το τέλος βαθιά αινιγματικές προσωπικότητες.

«Στο Μηδέν. Βυθίσου σε κάτι πιο γαλήνιο κι απ’ το Μηδέν, κι αν είναι ο Θεός η ύψιστη γαλήνη, δεν είναι τάχα το Μηδέν ο Θεός», λέει ο συγγραφέας για λογαριασμό του ήρωά του, «Δεν μπορεί το κάτι να γίνει τίποτε! Κι εγώ είμαι κάτι, αυτό είναι το κακό! Η πλάση έχει γίνει τόσο πλατιά που τίποτα δεν είναι κενό, παντού υπάρχει συνωστισμός. Το Μηδέν σκότωσε τον εαυτό του…». [μτφρ. Παναγιώτη Κανελόπουλου].

ΛΕΟΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΛΕΝΑ

«Περίεργο πράγμα ο έρωτας. Στριφογυρίζεις ένα χρόνο μεταξύ ύπνου και ξύπνιου στο κρεβάτι, κι ένα ωραίο πρωί ξυπνάς, πίνεις ένα ποτήρι νερό, φοράς τα ρούχα σου, περνάς το χέρι πάνω απ’ το μέτωπό σου και συλλογίζεσαι – και συλλογίζεσαι. – Θεέ μου, πόσες γυναίκες χρειάζεται κανείς για να τραγουδήσει όλη την κλίμακα του έρωτα; Μόνο μία δεν φτάνει ούτε για μια νότα. Γιατί να είναι η πάχνη πάνω από τη γη μας ένα πρίσμα που διασπάει το λευκό φως του έρωτα σε ουράνιο τόξο;». [απόσπασμα από την κωμωδία Λεόντιος και Λένα [1836], μτφρ., Γιώργος Δεπάστας].

ΛΕΝΤΣ

 

«Ο Λεντς» [1836] γράφει η μεταφράστριά του Τούλα Σιετή,  «είναι το μόνο διήγημα του Μπύχνερ· και μολονότι έχει κάποια κενά, μολονότι δεν πήρε ποτέ την οριστική, τελειωτική του μορφή, εντούτοις θεωρείται μέχρι τις μέρες μας, και μάλιστα ομόφωνα από τους πάντες, ειδικούς και αναγνωστικό κοινό, ως ένα από τα αναμφισβήτητα αριστουργήματα της γερμανικής λογοτεχνίας. Ο Κανέτι, για να μείνουμε σε ένα μόνο παράδειγμα, θεωρούσε τη μικρή αυτή νουβέλα μία από τις πιο γόνιμες αναγνωστικές εμπειρίες της ζωής του. Άλλοι θεωρούν ότι με αυτό αρχίζει η σύγχρονη γερμανική λογοτεχνία και ειδικά με την περίφημη φράση του στην αρχή κιόλας “μόνο μια φορά του ήταν δυσάρεστο που δεν μπορούσε να περπατήσει με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω”».

«Στις 20 Ιανουαρίου ο Λεντς πέρασε τα βουνά. Ψηλά οι κορφές και τα οροπέδια χιονισμένα, πέρα ως κάτω οι κοιλάδες: σταχτιές πέτρες, πράσινα λιβάδια, βράχια και έλατα. Ήταν υγρή παγωνιά το νερό ανάβρυζε μες απ’ τους βράχους και ξεχυνόταν στο δρόμο. Μέσα στο νοτισμένο αέρα τα κλαδιά από τα έλατα βάραιναν σκυφτά. Στον ουρανό βραδυπορούσαν σύννεφα σταχτιά, όμως όλα τόσο πηχτά – και τότε υψώθηκε η ομίχλη και σύρθηκε αργή και γλιστερή μες απ’ τα χαμόδεντρα, μα πόσο βαριεστημένα, πόσο αδέξια».

«Φαινόταν τελείως στα συγκαλά του, μιλούσε με τους ανθρώπους […] απαράλλαχτα όπως και οι άλλοι. Μέσα του όμως υπήρχε ένα τρομαχτικό κενό, δεν ένιωθε πια καμιά αγωνία, καμιά επιθυμία. Η ύπαρξή του είχε καταντήσει ένα αναπόφευκτο βάρος».

[δύο χωρία από τον Λεντς σε μετάφραση Μένη Κουμανταρέα].

Ο Μπύχνερ, περιγράφει στη νουβέλα Λεντς το οδοιπορικό ενός σχιζοφρενή συγγραφέα. Ο ποιητής, αναρχικός, αιρετικός, θεολόγος και αριστοκράτης, Λεντς, [1751-1792], πρόσωπο υπαρκτό, φίλος του Γκαίτε, φεύγει από το Στρασβούργο για να καταλήξει ύστερα από δύο νύχτες και μία μέρα πεζοπορίας στο σπιτικό του πάστορα Όμπερλιν. Στα μάτια του το χωμένο ανάμεσα στα βουνά της Αλσατίας καταφύγιο μοιάζει να είναι ο χαμένος παράδεισος, το ησυχαστήριο, ο εγγυητής της ψυχικής του γαλήνης.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

«Λένε ότι διακωμωδώ τα πάντα. Πραγματικά, γελάω πολύ, αλλά το γέλιο μου δεν είναι για το πώς είναι μια ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά για το γεγονός πως είναι μια ανθρώπινη ύπαρξη – πράγμα για το οποίο δε μπορεί να κάνει τίποτα και την ίδια στιγμή γελάω με τον εαυτό μου γιατί πρέπει να μοιραστώ κι εγώ τη μοίρα του», γράφει ο Μπύχνερ σε επιστολή του το 1834, δηλαδή εικοσιενός μόλις ετών.

Μερικοί ιδιοφυείς καλλιτέχνες που είχαν την ατυχία να πεθάνουν νέοι όπως ο Μπύχνερ πρόλαβαν να αφήσουν πίσω τους ένα πολυσήμαντο έργο: ο Λωτρεαμόν, ο Ζαρρύ, ο Κρεβέλ, ο Νερβάλ, ο Μαγιακόφσκι, η Σάρα Κέην, ο Γκέοργκ Τρακλ, ο Λόρκα και πολλοί ακόμα, για να περιοριστούμε σε όσους έχουμε περιλάβει στα Πορτραίτα μας.

 

 

ΠΗΓΕΣ:

-Γκέοργκ Μπύχνερ, Βόυτσεκ, εισαγωγή-μετάφραση, Στέλιος Γούτης, εκδ. Γρηγόρη,1971
-Γκέοργκ Μπύχνερ, Λεόντιος και Λένα, μτφρ. Αλίκη Αλεξανδράκη, Δωδώνη/Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 2010
-Γκέοργκ Μπύχνερ, Λεντς, μτφρ. Μένης Κουμανταρέας, Ηριδανός, 1977
-Λόγια της Τρέλας, επιλογή-μετάφραση-σχόλια, Νίκος Τζαβάρας, Ίνδικτος, 2017

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.