Μη με κοιτάτε παράξενα κανένας δε με γνωρίζει
Μη με κοιτάτε παράξενα κανείς σας δε με γνωρίζει
Δεν ήρθα να ξαφνιάσω τις μέρες σας
δεν κρατώ τη ρομφαία
Κυκλοφορούσα αιώνες μέσα στο πλήθος σας
στους δρόμους, στις αρτηρίες
Δεν ήρθα να καταργήσω το νόμο
δεν κρατώ τη ρομφαία
Κυκλοφορούσα αιώνες μέσα στους ήχους σας
Δεν ήρθα σαν ξένος, δεν ήρθα
Τον συναντούσες συχνά, θέλω να πω διασταυρωνόσουν μαζί του, αν συνήθιζες να περιπλανιέσαι και να παρατηρείς, στο Ζάππειο, στην Ομόνοια, στην Πλάκα, ή στην οδό Ακαδημίας. Στις άλλες παράλληλες λεωφόρους τον έχανες –ενσωματωνόταν στο πλήθος, αλλά πάλι ξεχώριζε. Μεταμορφωνόταν σε «άνθρωπο του πλήθους», του Πόε,- ξέρετε. Τον αναγνώριζες, αν τον είχες δει μια φορά, απ’ το πηδηχτό του βήμα, τα μαύρα γυαλιά, το σακάκι με το λευκό μαντηλάκι διπλωμένο σε τριγωνικό σχήμα, το ζιβάγκο ενίοτε, πιο παλιά το κασκέτο με τα μαλλιά αν και κατσαρά, για να συμφωνούν με το επώνυμό του, ν’ ανεμίζουν στον αέρα που έμπαινε από τις παρόδους [Ιπποκράτους, Ασκληπιού, Εμμανουήλ Μπενάκη], τις ρυτίδες που πρόωρα αυλάκωσαν το πρόσωπό του κάνοντάς το να μοιάζει με χάρτη γεωφυσικό, με ποτάμια, οροσειρές και οροπέδια. Μια φορά στο Ζάππειο τον είδα να έχει πάρει από πίσω τους Χάρε Κρίσνα. Μια άλλη είχα αναρωτηθεί τι βλέπει τάχα πίσω από τα μαύρα του γυαλιά που τα φορούσε χειμώνα καλοκαίρι, με ήλιο ή συννεφιά, μέρα ή νύχτα στην Κυπαρισσία, το Μεσολόγγι, ή την Αθήνα. Έπειτα οι ποιητές, όπως αυτός, έλεγα πως βλέπουν αυτά που δεν βλέπουμε εμείς οι κοινοί θνητοί δια γυμνού οφθαλμού μάλιστα.
«Κατσαρός λέγομαι. Επίθετο παραληφθέν από ετών. Ποιητής στο επάγγελμα, στίχων».
«Ο Μιχάλης Κατσαρός του Ευσταθίου εκ Κυπαρισσίας», όπως μας τον συστήνει ο Αντώνης Σκιαθάς, «συγκάτοικος μιας αντίστοιχης θεότητας όπως είναι η ποίηση, προστάτευσε το κορμί της ως άνδρας όχι ως επιβήτορας, τη λάτρεψε ως κοινός θνητός οικοδομώντας βωμούς, μνημονεύοντας κάθε σχόλη το ιερόν της ύπαρξής της».
Στην Κυπαρισσία, τη γενέτειρά του, καταληκτικό προορισμό κάποτε της σιδηροδρομικής γραμμής Αθήνα- Πάτρα κ. ε., ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές [εκεί «διδάχτηκα το δικό μου αλφαβητάριο κι ύστερα αλφαβητάριο κι ύστερα το ‘χασα»] κι ύστερα ήρθε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου το 1937 μπήκε εθελοντής στην Αεροπορία σε ηλικία 17 ετών. Μέχρι το 1939 ζούσε στο Φάληρο, απ’ όπου μετέβη στη Θεσσαλονίκη. Εκεί τον πρόλαβε ο πόλεμος και η ιταλική επίθεση του 1940.
Το πρώτο του ποίημα το έγραψε το 1929, εννέα μόλις ετών και δημοσιεύθηκε στην Διάπλασι των Παίδων. Λίγο πριν την είσοδο των Γερμανών στη Αθήνα, στις 27 Απριλίου 1941, έλαβε άδεια σαράντα ημερών και επέστρεψε στην Αθήνα, ενώ παράλληλα έκανε μια επίσκεψη στη Κυπαρισσία. Στην Αεροπορία επανήλθε μετά την αποχώρηση των Γερμανών στις 12 Οκτωβρίου 1944. Στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής έδωσε μάχες μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Αντίστασης. Βασανίστηκε άγρια, όταν τον παρέδωσαν συνεργάτες των Γερμανών στην Γκεστάπο, όπως βασανίστηκε και στις φυλακές «Χατζηκώστα». Ήταν, επίσης, παρών και στα Δεκεμβριανά. Εκεί γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη και ανέπτυξαν στενούς φιλικούς δεσμούς. Γνωρίστηκαν την ίδια εποχή με τις συζύγους τους.
Ο Θεοδωράκης γνώρισε τη Μαργαρίτα, μία γιατρίνα κι αυτός τη ζωγράφο Κούλα Μαραγκοπούλου [1913-1997], έξι χρόνια μεγαλύτερή του που εργάστηκε την δεκαετία του 1940 πλάι στον Μπουζιάνη έκαναν ένα γιό, τον σκηνοθέτη Στάθη Κατσαρό και πέθανε ένα χρόνο πριν απ’ αυτόν.
«Τέσσερις μέρες πριν καταργηθεί ο πόλεμος, έπαψε η επαφή μου με τον πόλεμο. […] Την περίοδο 1947-1948 με φιλοξένησε στο Μεσολόγγι ο άντρας της αδελφής μου που ήταν διευθυντής της Αγροτικής Τραπέζης. Παρέμεινα μαζί τους, έφαγα ψάρια … κι έτσι έγραψα το Μεσολόγγι που εκδόθηκε με έξοδα του Πολυδούρη, αεροπόρου, αδελφού της Μαρίας Πολυδούρη. Ήμασταν φίλοι. Αυτός επέμεινε να μου βγάλει ένα βιβλίο με έξοδά του. Το τύπωσε ο Φρίξος Ηλιάδης στα 1949. Ήταν το πρώτο μου βιβλίο σε τύπο δημώδους ποιήσεως. Είχαν ήδη προηγηθεί τα έντυπα Θεμέλιο, Στόχος και Σύστημα.
Κατόπιν έγραψα τους Σαδδουκαίους. Περισσότερο καιρό μου πήρε να το εκδώσω παρά να το γράψω. Δε βγάζανε τότε οι εκδότες ποιήματα. Με έξοδα του Πολυδούρη βγήκε κι αυτό.
Άρχισα πια να γίνομαι αιρετικός της Αριστεράς, γιατί επετέθην εναντίον του σταλινισμού».
Εννοεί το διάσημο, δημοφιλές, πολυδιαβασμένο, πολυεγκωμιασμένο ποίημα με τίτλο η Διαθήκη μου, ως το καλύτερό του ποίημα, που ανήκει στη συλλογή Κατά Σαδδουκαίων.
Η διαθήκη μου
Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός.
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί – εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες
ατελείωτες τις παρελάσεις
σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές στις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους.
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.
Υστερόγραφο
Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί
– καθώς διαβάστηκε –
ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο.
Πριν διαβαστεί
όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν
αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια.
Η διαθήκη μου για σένα και για σε
χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα
από γραφιάδες πονηρούς συμβολαιογράφους.
Αλλάξανε φράσεις σημαντικές
ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο
εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς
τη νέα βουή στα δάση
τον άνεμο τον σκότωσαν –
τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα
ποιος είναι αυτός που πνίγει.
Και συ λοιπόν
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι
στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.
Ωστόσο ο Δημοσθένης Κούρτοβικ παρόλο που δεν είναι κριτικός ποίησης δεν το θεωρεί καν ποίημα αλλά δημηγορία, νεκροστολίζει δε καταλλήλως τον ποιητή χαρακτηρίζοντάς τον λούμπεν σνομπ «που δεν διέθετε το περιεχόμενο του Δημοσθένη ή το χιούμορ του Σκαρίμπα» και αναφέροντας ένα επεισόδιο μιας επίθεσής του στα γραφεία της Εστίας σε μια ξένη συγγραφέα που προσέβαλε «κοροϊδεύοντας με καραγκιοζιλίκια τη μητρική της γλώσσα. Και το χειρότερο πρόδινε κακογουστιά και μικρόνοια». Αλλά τι σχέση μπορεί να έχει το «απρεπές περιστατικό» με την ποίηση και την ποιητική του Μιχάλη Κατσαρού μ’ ένα άκαιρο, άστοχο και εμπαθές σχόλιο εκ μέρους του κριτικού δημοσιευμένο μάλιστα μια εβδομάδα μετά το θάνατό του στην εφημερίδα Τα Νέα. Ο νεκρός δεν δεδικαίωται μεν, αλλά δεν μπορεί ν’ απαντήσει.
Από την άλλη ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου υποστηρίζει πως το περί ου ο λόγος ποίημα μπορεί, όπως λέει ο Τίτος Πατρίκιος, να μην ανατρέπει καθεστώτα, «αφού κανένας στίχος δεν μπορεί να το κάνει και καμιά αμφισβήτηση εξάλλου δεν τρέφει κανένα στίχο, ωστόσο έθρεψε είτε το θέλουμε είτε όχι έναν ολόκληρο κόσμο και υπό μία έννοια δεν έχει πάψει να τρέφει και μας έστω και ως σκιά ή ως αντανάκλαση και ανάμνηση εξέγερσης».
Ο Αλέξης Ζήρας ισχυρίζεται πως ποιητές όπως ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Άρης Αλεξάνδρου […] συνέλαβαν πρώιμα την κρίση των αξιών του μεταπολέμου προτού τύχουν της προσοχής και της εύνοιας της λόγιας κοινότητας των γραμμάτων μας, είχαν και έχουν προηγουμένως αναδειχθεί στη συνείδηση ενός ορισμένου ομοφρονούντος κοινού». Και για το Κατά Σαδδουκαίων, λέει ο ίδιος κριτικός, πως δημιουργεί ένα εύλογο ίσως συναίσθημα ανοικείωσης, λόγω της άκρας αιρετικότητάς της [της συλλογής] και αποτελώντας ένα ανεξέλεγκτα παρορμητικό εγχείρημα που η χλωρή πνοή του είναι επικίνδυνη σε μια εποχή αυξανόμενης ξηρασίας».
« Η ζωή είναι για τους άλλους. Ο ποιητής θυσιάζεται. Είναι όπως κάτι άρρωστα παιδιά που τα τάζει η μάνα τους στην Παναγία», λέει ο Μίλτος Σαχτούρης. Κι είναι αλήθεια πως έτσι σαρδόνια διατυπωμένη αυτή η σκέψη ταιριάζει και στον Μιχάλη Κατσαρό που παρέτεινε «την εξορία του στο διηνεκές», αφού κατά τον Παντελή Μπουκάλα, « είναι πασίγνωστος και κατ’ ουσίαν άγνωστος μέσα στη δόξα του […] Λατρεύεται και συνάμα αγνοείται. Δίδαξε ήθος, αίρεση, αντίσταση με λόγο και πράξη –μα δεν διδάσκεται στα σχολεία. Εποίησε έγκαιρα, άρτια και πρωτοπόρα, μα η κριτική στάθηκε φειδωλή μαζί του, αν όχι τσιγκούνα».
Ο Μιχάλης Κατσαρός έκανε διάφορα βιοποριστικά επαγγέλματα, όπως ταμίας σε εμπορικό κατάστημα, δημοσιογράφος στον παράνομο Τύπο και υπάλληλος στη ραδιοφωνία. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Θεμέλιο (1947), Ποιητική Τέχνη, Τα Νέα Ελληνικά, Αθηναϊκά Γράμματα και Στόχος (1950) και το 1975 εξέδωσε το περιοδικό Σύστημα, όπου δημοσίευε κυρίως δικά του κείμενα.
Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία σημειώθηκε το 1946, με τη δημοσίευση του ποιήματος Το Μπαρμπερίνικο καράβι στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε σε ελεύθερο στίχο το ποίημα Βγενιώ στο ίδιο περιοδικό.
Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: Μεσολόγγι, 1949, Κατά Σαδδουκαίων, 1953, Οροπέδιο, 1956, Σύγγραμμα, 1975,, Ενδύματα, 1977, Αλφαβητάριο – ποιήματα Α-Ω, 1978, Ονόματα, 1980, 3Μ+3Μ=6Μ, 1981, 4 μαζινό, 1982, Μείον ωά, 1985, Ο πατέρας του ποιητή, 1987, Κορέκτ, φόβος του ποιητή, 1996, Εννέα το επτά, 1997, τα δοκίμια Πας-Λακίς – Michelet, 1973, και το μυθιστόρημα Οι συλλέκται της Μονόχρα, 1980.
Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και μελοποιήθηκαν από τους Μ. Θεοδωράκη, Γ. Μαρκόπουλο, Θ. Γκαϊφύλλια και Α. Κουνάδη. Το Κατά Σαδδουκαίων παρουσιάστηκε μελοποιημένο από γερμανό συνθέτη στο «Κουήν Ελίζαμπεθ Χωλ», στο Σάουθ Μπανκ του Λονδίνου (ο αγγλικός τύπος τον παρέβαλε με τον Μπρεχτ).
«— Εσείς είστε σωσμένος; τον ρωτά ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος σε μια μακριά συνέντευξη δημοσιευμένη στην Ελευθεροτυπία παλαιότερα, τώρα στη Lifo.
Εγώ δεν σώζομαι ούτε σώζω –ουρλιάζω τον άνθρωπο! Δεν σώζω κανέναν. Και τα δύο όμως, και το «σώζω» και το «ουρλιάζω», είναι εδάφη σωτηρίας.
Έχει γράψει ο Αργυρίου κάπου «τότε που εμείς ήμασταν νεαροί, πουλούσαμε τα βιβλία μας για να πάμε το βράδυ στην ταβέρνα, ενώ ο Κατσαρός σκόρπαγε τα λεφτά πληρώνοντας όλους τους».
— Στο πρώτο τεύχος του Αντί διάβασα όμως ότι είστε φτωχότατος, ότι ζείτε σ’ ένα υγρό υπόγειο κι ότι αυτά, μάλιστα, κάνουν σπανιότερο το ποιητικό σας πείσμα.
«Όχι! Αυτά τα έγραψε γιατί είδε το σπίτι που έμενα τότε (σε ωραία θέση εντούτοις) και γιατί νομίζει ότι το χρήμα έχει να κάνει με την κατοικία. Αν σε παρασύρει το χρήμα και το κάμεις Θεό σου, το μαζεύεις στους ορόφους των τραπεζών. Αυτοί είναι άλλη ιστορία –είναι οι συλλέκτες! Όσοι κυνηγούν το πνεύμα του χρήματος, δεν το κυνηγούν για να ‘χουν να το χαλάσουν –κυνηγούν το «νόμισμα» του, που είναι έμπλεον απ’ αυτό, για να το μοσχοποιήσουν! λογαριασμούς των νεαρών ποιητών».
«— Εσείς τι συλλέγετε, κ.Κατσαρέ;
Εκτός από τα ζωγραφικά μου έργα, συλλέγω ό,τι αντικείμενο μου αρέσει: ένα αραβούργημα, τη γραφή ενός τυχαίου ανθρώπου, υλικό για να συμπληρώσω τη ζωγραφική μου, συλλέγω από τις θάλασσες ξύλα για να κάμω εικονίσματα, κοχύλια, ανεξίτηλα χρωματιστά χαλίκια, οστά ψαριών… Προχτές συνέλεξα το τρίτο μου κότσι αρνιού –αυτό που το ρίχνουν και παίζουν τα παιδιά. Το ‘βαλα πάνω σ’ ένα ράφι, μαζί με δύο άλλα παλιότερα».
«Δεν ξέρω. Είμαστε σε μια περίοδο που οι πολιτικές ιδεολογίες έχουνε κάνει λίγο πίσω… Ιδέες δεν κυκλοφορούν. Ούτε πολιτικές ούτε θρησκευτικές ούτε καμία. Η ιδέα της σύγχρονης εποχής είναι εντελώς άλλη –που εγώ τουλάχιστον την υποψιάζομαι, αλλά δεν την έχω συλλάβει ακόμα… Είναι το άλφα ενός καινούριου αλφαβητάριου, που ίσως κι αυτό καεί… Τίποτα το περίεργο δεν πρόκειται να συμβεί στον παρόντα βίο. Τα περίεργα όμως συμβαίνουν σ’ ένα μέλλοντα βίο… Έτσι θα ζήσουμε εμείς. Υπάρχει όμως ο γεωγραφικός πολιτικός που παρουσιάζει πάντα κάτι καινούριο. Γιατί εγώ υποστηρίζω ότι κάθε επανάσταση, κάθε σοσιαλισμός έχει μιαν ιδιαίτερη γεωγραφία, απ’ όπου ξεπορτίζοντας έρχεται στον παρόντα βίο κουβαλώντας τις ιδέες ενός νέου πολιτισμού».
«Η επανάσταση υπήρξε, έγινε, την είπανε ευρωπαϊκή –και ο Κανελλόπουλος έκανε γι’ αυτήν τους δέκα τόμους του Ευρωπαϊκού Πνεύματος. Τώρα βρισκόμαστε στο σημείο που έκλεισαν αυτοί οι δέκα τόμοι. Το 10 στα αγγλικά είναι ουάν όου (ένα μηδέν)… Και να τι εννοώ μηδέν: τα πυρηνικά και ατομικά όπλα που εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια έχουν σαν αρχή μια πάθηση του χώματος πριν αναβλύσει νερό. Πριν από τον πηλό. Αν εμφανίστηκε νέα χάα (χώμα) και παθαίνει την ίδια πάθηση, τότε πρέπει να μεταφέρουμε, εκεί που το βρίσκουμε, νερό-αν, ακόμα, δεν ανάβλυσε εκ της φύσεως∙ διότι η θερμοπυρηνική και ατομική έκρηξη θα είναι μια φυσική ολέθρια πάθηση εκ νέου. Ποιός πηλός, ποιο νέο όπλο θ’ αντιδράσει;»
Ο ποιητής δεν αιτεί∙ του αιτούν.
«— Ποια πράξη θεωρείτε επαναστατική σήμερα;
Σήμερα δεν προέχει να ενισχύσουμε το Μεσολόγγι του 1821, προέχει να βρούμε πού βρίσκεται το Μεσολόγγι. Πού είναι το Μεσολόγγι; Στην Πολωνία; (ευρίσκετο εκεί, μα κατεστράφη)∙ στου Ζωναρά; Σήμερα, κατεστράφησαν οι πολιορκημένοι –δεν πολιορκούμεθα, δεν ξέρουμε από πού πολιορκούμεθα. Θα το ξαναπώ: έχουμε απομείνει διασωθέντες καταστροφών και προσπαθούμε να αρχίσουμε από το άλφα, το βήτα, το γάμμα, το δέλτα, ως και το έψιλον.»
Την εικόνα σου σεβάστηκα,
στη φλόγα δεν εκράτησα.
Την εικόνα την καλή
θα σου φέρω μιαν αυγή.
Χρώματα, χρώματα,
άσε τα καμώματα.
Χρώματα, χρώματα,
χρώματα κι αρώματα.
Την εικόνα σου σεβάστηκα
και κράτησα,
και τα χέρια μου θα ενώσω
πριν στη ζητιανιά τη δώσω.
Χρώματα, χρώματα,
χρώματα κι αρώματα.
Χρώματα, χρώματα,
άσε τα καμώματα.
Οι στίχοι αυτοί του Μιχ, Κατσαρού έγιναν ένα συγκινητικό τραγούδι με τη μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου και την ερμηνεία του Νίκου Ξυλούρη.
«Τώρα πια έχω μείνει μόνος. [Δεν κατεβαίνω πια στην Κυπαρισσία, εκεί στο πατρικό εμφανίστηκαν κουνάβια]. Ο ποιητής είναι ο μόνος λόγιος που κινεί κάποια άλλα νήματα μέσα του. Κρύβει ένα βάθος που σε οδηγεί στην πραγματική εξουσία είτε στην πραγματική σωτηρία», καταλήγει στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα που πιο πάνω παραθέσαμε.
Ο Μιχάλης Κατσαρός πέθανε στην Αθήνα ξημερώματα Σαββάτου 21 Νοεμβρίου 1998, σε ηλικία 79 ετών. Την είδηση του θανάτου του πρόλαβε μόνον η Αυγή στην κυριακάτικη έκδοσή της.
Βοηθήματα:
-περ. Διαβάζω, Ιανουάριος 1997, τχ. 370
-περ. Νέο Επίπεδο για το λόγο και τα εικαστικά, τρεις φορές το χρόνο, τχ. 31, 2/2000,
-Μιχάλης Κατσαρός, Κατά Σαδδουκαίων, με 7 χαρακτικά του Γιάννη Στεφανάκι, Νέο Επίπεδο, εκδόσεις Χειροκίνητο-