You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ντέιβιντ Χέρμπερτ Λώρενς, ανατόμος των ερωτικών σχέσεων

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ντέιβιντ Χέρμπερτ Λώρενς, ανατόμος των ερωτικών σχέσεων

Ο Χριστός πέθανε, ο Μωάμεθ πέθανε, ο Ναπολέων πέθανε κι εγώ ο ίδιος τελευταία δεν αισθάνομαι καθόλου καλά. Τζ. Μπ. Σω

 

Εγώ είναι ένας άλλος. Α. Ρεμπώ

 

Βρε ας ήτανε οι άνθρωποι τόσο άνθρωποι όσο η σαύρα είναι σαύρα

και θ’ άξιζε να τους κοιτάς. Ντ. Χ. Λώρενς/μτφρ. Έφη Φρυδά

 

 

Όντας εγκλωβισμένη στον άτυχο γάμο της η Κόνστανς [τι ειρωνεία τ’ όνομά της να σημαίνει σταθερότητα] Τσάτερλυ -εξαιτίας ενός πολεμικού τραύματος ο σύζυγός της σερ Κλίφορντ αδυνατεί να την ικανοποιήσει σεξουαλικά και συναισθηματικά – βρίσκει καταφύγιο στην αγκαλιά του Όλιβερ Μέλορς, επιστάτη του πύργου που διαμένει το ζεύγος που βρίσκεται σε μια ερημική περιοχή όπου η κοινωνική και η ερωτική ζωή της ηρωίδας έχει πάει περίπατο. Αυτό το περίκλειστο αεροστεγές περιβάλλον από το οποίο η ζωή και ό,τι της δίνει νόημα απουσιάζει αποτελεί το σκηνικό του πολύκροτου μυθιστορήματος του Ντέιβιντ Χέρμπερτ Λώρενς που έμελλε να απειλήσει τα θεμέλια μιας κοινωνίας υποκριτικής και έντονα πουριτανικής, της κοινωνίας που είχε φυλακίσει τον Όσκαρ Ουάιλντ όχι για τη σεξουαλική του απόκλιση αλλά γιατί επέμενε να τη διαφημίσει στον φαουστικής έμπνευσης Ντόριαν Γκρέυ. Η χρονολογία κυκλοφορίας του το 1929. Επομένως η βικτωριανή εποχή είχε περάσει προ πολλού, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει , ο αιώνας είχε αλλάξει. Η βιομηχανική εποχή και η νεωτερικότητα και ο Διαφωτισμός θριάμβευαν ωστόσο οι αντιλήψεις για την απόλαυση, την ηδονή, τον ερωτισμό δεν είχαν μεταβληθεί αν και ο κόσμος είχε αλλάξει σημαντικά από την εποχή [1749] που απαγόρευαν το ερωτικό μυθιστόρημα του Τζων Κλέλαντ, Φάνυ Χιλ, Αναμνήσεις μιας γυναίκας της ηδονής για να προστατεύσουν το αναγνωστικό κοινό από αυτό το βρώμικο πράγμα, το σεξ που καταδιώχθηκε και θα καταδιώκεται ανά τους αιώνες από τα θρησκευτικά δόγματα, τους νόμους περί ασέμνου, τις κρατούσες απόψεις περί ηθικής. Αυτό το πράγμα που αντί να γίνεται  ελεεινολογείται και δημιουργεί συμπλέγματα, οδηγεί σε αφύσικες ροπές γιατί διαταράσσει  παγιωμένες αντιλήψεις εναντίον ενός πράγματος που απελευθερώνει, ενώνει τους ανθρώπους και τους οδηγεί στην ευτυχία και την ολοκλήρωση.

 

Ο εραστής της Λαίδης Τσάτερλυ έμεινε 30 χρόνια ένα βιβλίο απαγορευμένο γιατί πρόσβαλλε, υποτίθεται, τα χρηστά ήθη και τους «ανήλικους» τάχα αναγνώστες από τις ανομολόγητες ορέξεις του ανθρώπου δηλαδή την εξύμνηση του έρωτα και της ηδονής. Τα οποία ο συγγραφέας θέλησε να αποκαθάρει από την κηλίδα της βρωμιάς και των ενοχών που τα βαραίνουν. Ο χριστιανισμός επιτρέπει το σεξ μόνο για την αναπαραγωγή, και τιμωρεί την απιστία. Κάποτε μάλιστα τιμωρούνταν η μοιχεία και οδηγούσε στα δικαστήρια τους μοιχούς. Η ιερότητα του θεσμού της οικογένειας προστατεύεται από τον καθολικισμό γιατί αποτελεί θεμέλιο της κοινωνικής συνοχής με το να απαγορεύει το διαζύγιο- κάτι που ίσχυε έως πρόσφατα. Το κράτος το εξοβελίζει από το «υγιές, αμόλυντο σώμα» της κοινωνίας στέλνοντάς το στα πορνεία και τις γυναίκες των κατώτερων τάξεων σ’ αυτά δημιουργώντας μια κοινότητα εξοβελιστέα από την κοινωνία των  παντρεμένων  γυναικών που αποκτούν ένα φωτοστέφανο αγίας . Οι κοινωνικές απόψεις περί την ενηλικίωση έστελναν κάποτε τους εφήβους στα πορνεία, ενώ υποχρεώνονταν να παρακολουθούν την ερωτική συνεύρεση από την κλειδαρότρυπα της πορνογραφίας. Στην εποχή της Τσάτερλυ περιοριζόταν στην έντυπη μορφή της, επομένως στις πικάντικες και γεμάτες υπονοούμενα ερωτικές περιγραφές που αναπαρήγαγαν όλα τα στρεβλά κοινωνικά στερεότυπα.

 

Το βιβλίο προφανώς θεωρήθηκε πορνογράφημα πόσο μάλλον που αφορούσε μια παντρεμένη γυναίκα, όπως η Μαντάμ Μποβαρύ του Φλωμπέρ. Αν και ο τολμηρός από πολλές απόψεις  Οδυσσέας του Τζόυς και μεταπολεμικά πια το Γυμνό Γεύμα του Μπάροουζ κατηγορήθηκαν επίσης ως άσεμνα. Το σκληρό κήρυγμα περί ελευθεριότητας του Μαρκήσιοιυ Ντε Σαντ δεν κατάφερε να επιφέρει την αναγκαία ρήξη στο περιφραγμένο χώρο της τρέχουσας ηθικής εγκλωβίζοντας το σεξ στην επικράτεια του ανομολόγητου.

 

Στη δίκη της Λαίδης Τσάτερλυ ο δικαστής αναπαράγοντας ειρωνικά τα λεχθέντα επιχειρηματολόγησε ως εξής: «Έστω κι αν ένα βιβλίο τείνει να διαφθείρει, να εξευτελίσει ή να εξαχρειώσει ηθικά[…] να εξωθήσει στη νοσηρότητα και τη διαφθορά, να καταστρέψει την ηθική αγνότητα της παρθενίας ή να διαφθείρει και να καταρρακώσει τον καλό χαρακτήρα να κηλιδώσει…» και άλλα ηχηρά παρόμοια μια Νομοθετική Πράξη που ψήφισε το1959 το βρετανικό κοινοβούλιο αντικαθιστώντας το νόμο περί ασέμνων εκδόσεων το προστάτευε «ως ιερή μορφή γραφής, ικανής όπως και η Βίβλος να μεταχειρίζεται τα ταμπού χωρίς  βεβήλωση ή κίνδυνο». Έτσι οι εκδόσεις Penguin κυκλοφόρησαν το βιβλίο  το 1960, για πρώτη φορά στη Βρετανία, και μάλιστα χωρίς περικοπές και συντομεύσεις σε πολύ μεγαλύτερο τιράζ από αυτό που συνήθιζαν. 200.000 αντίτυπα αντί των 50.000 το πολύ που ήταν το σύνηθες. Η αποδοχή του κοινού ξεπέρασε κάθε όριο. Τώρα πια τρείς δεκαετίες μετά το θάνατό του ο Λώρενς ήταν ένας κλασικός συγγραφέας. Ωστόσο η περιπέτεια της απαγόρευσης είχε συνέχεια. Επισημάνθηκε πως περιείχε  ρητές περιγραφές των σεξουαλικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένου του σοδομισμού και της απροκάλυπτης γλώσσας των ερωτικών συνευρέσεων, ενώ οι λέξεις γαμ…[η πράξη] και γαμ… [το ρήμα στον ενεστώτα] επαναλαμβάνονταν πάνω από τριάντα φορές.  Ο εισαγγελέας  μήνυσε τον εκδοτικό οίκο για την αποκοτιά του να εκδώσει ένα άσεμνο βιβλίο αρνούμενος να υπακούσει στη Νομοθετική Πράξη  του κοινοβουλίου αλλά ίσως και εξαιτίας του ότι περιγράφει το σοδομισμό της συζύγου ενός ήρωα πολέμου από έναν χαρακτήρα κατώτερης κοινωνικής τάξης. Πάντως η δικαιοσύνη εν ονόματι του κράτους δεν ήταν διατεθειμένη να δεχθεί την νομιμοποίηση πλέον της αρχής ότι η τέχνη έχει προτεραιότητα έναντι πάσης άλλης κοινωνικής αρχής και εννοούσε να συνεχίσει να την αμφισβητεί. Ήταν φανερό πως στο σκαμνί καθόταν η ίδια η λογοτεχνία.  Μια λογοτεχνία που επιτίθονταν  στη βλοσυρότητα της  βρετανικής κοινωνίας  και  διακήρυσσε τη σωτηρία στα συναισθήματα και ειδικότερα στο σεξ, αλλά όχι αυτό που βιωνόταν ως απελευθερωτικό αλλά αυτό που κινούνταν  στο πλαίσιο μιας σκοτεινής  και μυστικιστικής ερωτικής  επιθυμίας  που υπήρξε αρχέτυπο της ρομαντικής θεματολογίας.

Ο Λώρενς διέθετε αναμφισβήτητα τα ρομαντικά  χαρακτηριστικά και εξαιτίας της φυματίωσης που  τον έστειλε στον τάφο στα 45 του χρόνια το 1930, ένα μόλις χρόνο μετά την ολοκλήρωση της Λαίδης Τσάτερλυ κι έτσι δεν έζησε ποτέ αυτή την απαγόρευση  που θα ήταν γι αυτόν εξαιρετικά οδυνηρή. Οι ομότεχνοι αν και απόντος του συγγραφέα του υποστήριξαν το βιβλίο έναντι της απαγόρευσης αλλά και την ανωτερότητα της λογοτεχνίας που όταν υπερβαίνει τα όρια, όταν ξεπερνά τα εσκαμμένα γραπώνει, αιχμαλωτίζει και εντέλει σκλαβώνει την ψυχή του αναγνώστη, όπως υποστηρίζει ο Λογγίνος στο Περί Υψους. Και ο Ζιλ Ντελέζ λέει πως η λογοτεχνία όντας εκτός εαυτού αρχίζει όταν αναδύεται ένα τρίτο πρόσωπο ανάμεσα στο κείμενο και τον αναγνώστη  και απαγορεύει να λέμε ‘εγώ’. Η λογοτεχνία ξεσηκώνει φοβερές εντάσεις μιλώντας «με αιματοβαμμένα μάτια και τρυπημένα τύμπανα».

Ήταν πολλοί και σπουδαίοι οι υποστηρικτές του εν λόγω διακυβεύματος: Ε.Μ. Φόρστερ,  Σέσιλ ντέη Λιούις, Ρεμπέκκα Γουέστ, Ραίημοντ Γουίλιαμς.

Ενώ ο Αντρέ Μαλρώ έγραψε πρόλογο στη γαλλική του μετάφραση:

«Δεν υπάρχει βιβλίο που να υμνεί λιγότερο την ηδονή από τον Εραστή της λαίδης Τσάτερλυ. Δεν πρόκειται εδώ για το πώς θα αποφύγει κανείς την αμαρτία, αλλά για το πώς ο ερωτισμός θα ενσωματωθεί στη ζωή χωρίς να χάσει τη δύναμη που αντλούσε από την αμαρτία, πώς θα του δώσει όλα εκείνα που, μέχρι τώρα, αποδίδονταν στον έρωτα, πώς θα μετατραπεί δηλαδή η αμαρτία σε μέσο που αποκαλύπτει τον ίδιο μας τον εαυτό. Ο Λώρενς δεν επιθυμεί να είναι ούτε ευτυχισμένος, ούτε μεγάλος, επιθυμεί απλώς να υπάρχει. Θεωρεί σπουδαιότερο το ότι είναι άντρας, παρά άτομο. Η προτίμηση, λοιπόν προς τη διαφορά αντικαθίσταται από την έντονη αποφασιστικότητα: το να είναι άντρας – όσο το δυνατόν περισσότερο. Δηλαδή, να μετατρέπει την ερωτική συνείδηση, επιλέγοντας τα πιο ανδροπρεπή στοιχεία, σε σύστημα αναφοράς της ζωής μας».

Ο ίδιος λέει για το βιβλίο του: «Ο κόσμος θα το αποκαλούσε ίσως άσεμνο. Μα στ’ αλήθεια δεν είναι άσεμνο – αγωνίζομαι πάντα για τον ίδιο σκοπό, να καταστήσω τη σεξουαλική σχέση έγκυρη και πολύτιμη αντί επονείδιστη.  Στο μυθιστόρημά μου αυτό πήγα όσο πιο πέρα μπορούσα».

Στο Γιοί και εραστές το πρώτο σπουδαίο μυθιστόρημα ο γάμος της Γερτρούδης και του Γουόλτερ Μορέλ έχει μετατραπεί σε πεδίο μάχης. Η Γερτρούδη, μια ιδιαίτερη καθωσπρέπει γυναίκα, καθώς ο αμόρφωτος και ορισμένες φορές βίαιος σύζυγός της την απωθεί, αποφασίζει να αφοσιωθεί πλήρως στα παιδιά της, ειδικά στους γιους της, τον Γουίλιαμ και τον Πωλ. Είναι αποφασισμένη να μην τους αφήσει να γίνουν ανθρακωρύχοι σαν τον πατέρα τους. Η σύγκρουση είναι όμως αναπόφευκτη όταν ο Πωλ προσπαθεί να ξεφύγει από την ασφυκτική αγκαλιά της μητέρας του και αρχίζει να κάνει τις πρώτες του σχέσεις με γυναίκες.

Το Γιοι και εραστές, που εκτυλίσσεται στη γενέτειρα του D. H. Lawrence, το Νοτιγχαμσάιρ και έχει πλούσια αυτοβιογραφικά στοιχεία.

Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1913 και αποτελεί σπουδή πάνω στην οικογενειακή ζωή και τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας της αγγλικής εργατικής τάξη.

«Ω θεέ μου! κι αν δεν υποτάξω την τέχνη μου σε μια μεταφυσική», λέει ο Λώρενς γι αυτό το βιβλίο και περιμένει να τον πάρουν στα σοβαρά, «όπως πολύ πετυχημένα είπε κάποιος για τον Χάρντυ, γράφω γιατί θα ήθελα αλλάξουν οι άνθρωποι – οι άγγλοι- και ν’ αποκτήσουν περισσότερη νοημοσύνη».

 

Ο Ντ. Χ. Λώρενς (David Herbert Lawrence, 11 Σεπτεμβρίου 1885 – 2 Μαρτίου 1930)  Άγγλος πεζογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός και ζωγράφος ήταν παιδί ενός κοινωνικά (τουλάχιστον) αταίριαστου γάμου μεταξύ ενός ανθρακωρύχου και μιας διευθύντριας σχολείου. Τα βιώματα αυτής της ασυμφωνίας αντικατοπτρίζονται τόσο στη ζωή του, όσο και στο έργο του, ιδιαίτερα στον Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ αλλά όπως είδαμε και στο Γιοί και εραστές.

 

Σπούδασε στο γυμνάσιο του Νότιγχαμ με υποτροφία και μετά στο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης. Το 1910 δημοσίευσε το Λευκό Παγώνι και τον ίδιο καιρό πέθανε η μητέρα του, με την οποία ήταν υπερβολικά δεμένος. Δούλεψε για λίγο ως δάσκαλος και το 1911 εγκατέλειψε το επάγγελμα, επειδή διαγνώστηκε ότι έπασχε από φυματίωση.

 

Το 1912 συνδέθηκε ερωτικά με τη Γερμανίδα Φρήντα Γουήκλυ το γένος φον Ρίχτχοφεν (von Richthofen), σύζυγο καθηγητή του στο Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ, ταξικά πολύ ανώτερή του, έξι χρόνια μεγαλύτερή του και μητέρα τριών παιδιών. Έφυγαν μαζί στη Γερμανία και μετά στην Ιταλία, όπου ο Λώρενς τελείωσε το μυθιστόρημά του Γιοι και εραστές που δημοσιεύτηκε το 1913. Επέστρεψαν στην Αγγλία το 1914 και παντρεύτηκαν. Το 1915 το βιβλίο του Ουράνιο Τόξο απαγορεύτηκε ως άσεμνο:

Περιγράφει έναν κόσμο μεταβαλλόμενο, καθώς περνά από την καλλιέργεια της γης, τότε που ο άνθρωπος είναι άμεσα ενταγμένος στη φύση, στη γρήγορη εκβιομηχάνιση, και ταυτόχρονα περιγράφει τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων που κι αυτές αλλάζουν, κλυδωνιζόμενες μέσα στις ποικιλόμορφες συγκρούσεις: στο γάμο, στις γυναικείες διεκδικήσεις σ’ έναν ανδροκρατούμενο κόσμο.

 

Ο Λώρενς μας δίνει αβίαστα και άκρως διεισδυτικά την αιώνια πάλη μεταξύ αρσενικού και θηλυκού και δείχνει, με βαθειά γνώση και των δύο ρόλων, το μάταιο αλλά, συγχρόνως, και αναπόφευκτο.

Πιστεύει ενδόμυχα στη δυαδικότητα του ανθρώπου, που έγκειται στην ανάγκη της αρμονίας του με το σύμπαν, από τη μια, και της διατήρησης της ανεξαρτησίας και της ιδιαιτερότητάς του, από την άλλη. Το Ουράνιο Τόξο δεν είναι παρά το σύμβολο της συμφιλίωσης των αντίπαλων μερών, της άρρηκτης πίστης ανάμεσα στο σύμπαν και στην ενδότατη ύπαρξη.

Μετά τον πόλεμο άρχισε για τον Λώρενς και τη Φρήντα η «άγρια περιπλάνηση». Ταξίδεψαν και πάλι στη Γερμανία και την Ιταλία και μετά στην Κεϋλάνη, την Αυστραλία, το Νέο Μεξικό και το Μεξικό. Επέστρεψαν στην Ευρώπη το 1925 και εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία.

Το 1928 και 1929 κυκλοφόρησε σε ελάχιστα αντίτυπα, στη Φλωρεντία και στο Παρίσι, Ο Εραστής της λαίδης Τσάτερλι. Επίσης το 1928, το βιβλίο εκδόθηκε, άγρια λογοκριμένο, στη Νέα Υόρκη.

«Στα 1914, προειδοποιεί τους αναγνώστες του», σημειώνει ο Μάρτιν Τράβερς στην Εισαγωγή στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, «ότι η συγκροτημένη προσωπικότητα είναι μια έννοια που δεν έχει πια καμιά ισχύ: ‘’μην ψάχνετε στο μυθιστόρημά μου για το  παλιό και συγκροτημένο ‘εγώ’ των χαρακτήρων. Υπάρχει ένα άλλο ‘εγώ’, στη δράση του οποίου το υποκείμενο δεν είναι αναγνωρίσιμο, [ένα ‘εγώ’] που περνά μέσα από αλλοτροπικές καταστάσεις, θα λέγαμε, για τις οποίες  απαιτείται πολύ βαθύτερο κριτήριο από αυτό που είχαμε ως τώρα συνηθίσει να διαθέτουμε, για να ανακαλύψει ότι αυτές οι καταστάσεις ανήκουν στο ίδιο ριζικά αναλλοίωτο και μοναδικό  στοιχείο’’». Επαναλαμβάνει στην ουσία κάτι που πρώτος ο Ρεμπώ διαπίστωνε: «είναι λάθος να λέει κάποιος: σκέφτομαι. Θα έπρεπε να λέει: ο εαυτός μου με σκέπτεται. Το εγώ είναι ένας άλλος». Κάτι που με άλλο τρόπο είπε κι ο Χόφμανσταλ στην Επιστολή στον λόρδο Τσάντος στην οποία αναρωτιέται για το εγώ που γράφει.

Για τις Ερωτευμένες γυναίκες  λέει πως «δεν θέλει να΄ναι παρά μια έκθεση μόνο των επιθυμιών, των βλέψεων και των αγώνων του ίδιου του συγγραφέα του. Τίποτα απ΄ό,τι πηγάζει από τη βαθιά, παθητική ψυχή δεν είναι κακό, ή δεν μπορεί να είναι κακό. Δεν πρόκειται λοιπόν για καμιά απόπειρα απολογίας, παρά γι αυτή τούτη τη ψυχή, αν ήταν να την έχουν συκοφαντήσει. Ο άνθρωπος αγωνίζεται για τις αγέννητες ανάγκες του και για την εκπλήρωσή τους. Μια καινούρια αποκάλυψη αγωνίζεται βασανιστικά μέσα του, όπως τα μπουμπούκια αγωνίζονται να ξεπεταχτούν από τη φλούδα ενός φυτού. Κάθε άνθρωπος μ΄αληθινή ατομικότητα προσπαθεί να γνωρίσει και να εννοήσει τι συμβαίνει, ακόμη και μέσα του, καθώς προχωρεί. Ο αγώνας αυτός για ρηματική συνείδηση δεν ήταν δυνατό να μείνει έξω από την τέχνη. Είναι ένα σημαντικό μέρος της ζωής κι όχι η υπερεπιβολή μιας θεωρίας. Είναι ο γιομάτος πάθος αγώνας της συνειδητής ύπαρξης. Ας μη διστάσουμε περισσότερο να πούμε ότι τα αισθησιακά πάθη και μυστήρια είναι το ίδιο ιερά με τα πνευματικά μυστήρια και πάθη. Ποιος θα το αρνιόταν αυτό; Αν υπάρχει, πράγματι, κάτι ανυπόφορο, αυτό είναι ο εξευτελισμός, η εκπόρνευση των μυστηρίων που ζούνε μέσα μας. Ας πλησιάσουμε μόνο τον ίδιο τον εαυτό μας με βαθύ σεβασμό ή ακόμη και με ευλάβεια για όσα η δημιουργική ψυχή, το εσώτερό μας θείο μυστήριο θέτει μπροστά μας».

 

Στο μυθιστόρημα αυτό αναζητά το βαθύτερο εγώ των τεσσάρων χαρακτήρων δύο ζευγαριών της Γκούντρουν και του Τζέραλντ της Ούρσουλα και του Μπίρκιν που εκπροσωπούν  αντίθετους τύπους ερωτικής εμπλοκής. «Ο Τζέραλντ και η Γκούντρουν  συνδέονται μέσω μιας αμοιβαίας άσκησης εξουσίας, όπου κυριαρχεί η επιβολή, η σωματική βία, η ύπουλη μεταχείριση και ο έλεγχος των σεξουαλικών αναγκών του άλλου». Στο τέλος παραμονεύει ο κενό και «το πικρό ποτήρι του θανάτου». Αντίθετα  ο Μπίρκιν και η Ούρσουλα επιτυγχάνουν την αληθινή ένωση, η οποία συντελείται «σε μια μυστηριώδη νύχτα, νύχτα αρσενική και θηλυκή, που δεν αντικρίζεται με τα μάτια, δεν αναγνωρίζεται με τον νου, αλλά γίνεται γνωστή ως παλλόμενη αποκάλυψη της ζωντανής ετερότητας».

Ο Λώρενς υπήρξε θιασώτης του φασισμού ως βιταλιστής που υπήρξε, δηλαδή ανορθολογιστής πιστεύοντας  όπως ο Πιραντέλο, ο Γουίνταμ Λιούις , ο Γκόντφριντ Μπεν πως «ο φασισμός έδειχνε το δρόμο  στις πρωταρχικές ενέργειες και στη φυλετική αλληλεγγύη ενός μακρινού παρελθόντος, στην ‘κληρονομιά της ανάτασης και της μέθης’ που είχε χαθεί με την έλευση της νεωτερικότητας».

Ο Λώρενς συνήθως κατατάσσεται όπως πολλοί από τους αναφερόμενους παραπάνω, ωστόσο ειρωνεύεται, χλευάζει τους μοντερνιστές. Προτιμά αναφανδόν τον Τόμας Χάρντυ στον οποίο αφιέρωσε κι ένα δοκίμιο και την Τζωρτζ Ελιοτ.

Στο έργο του Χειρουργική επέμβαση στο Μυθιστόρημα ή Βόμβα γελοιοποιεί την αυτοσυνειδησία του Προυστ, του Τζόυς και της Ντόροθυ Ρίτσαρτσον: «Έχουμε λοιπόν εδώ το ‘σοβαρό’ μυθιστόρημα, που αργοπεθαίνει μέσα σε μια αγωνία δεκατεσσάρων τόμων, και που είναι απορροφημένο κι παιδιάστικα προσηλωμένο στο φαινόμενο. ‘’Ένιωσε άραγε μια σουβλιά στο μικρό δάχτυλο του ποδιού μου – ή μήπως δεν ένιωσα;’’, αναρωτιέται κάθε ήρωας του κυρίου Τζόυς, της δεποινίδος Ρίτσαρτσον ή του κυρίο Προυστ. ‘’Οι αναθυμιάσεις που αισθάνομαι προέρχονται άραγε από ένα μίγμα λιβανιού, πορτοκαλιού ή λούστρου- ή μήπως από μύρο, χοιρινό λίπος και σκωτσέζικο μαλλί;’’ Το ακροατήριο γύρω από το νεκροκρέβατο μένει με το στόμα ανοιχτό, περιμένοντας την απάντηση. Και όταν τελικά, με πένθιμη φωνή, ακούγεται η απάντηση, ύστερα από εκατοντάδες σελίδες – ‘’Δεν πρόκειται για τίποτα απ’ όλα αυτά, είναι απλούστατα μια αβυσσαλέα – Κορυβαντίαση –ρίγος  διαπερνά το ακροατήριο που ψιθυρίζει: ’’Έτσι ακριβώς αισθάνομαι κι εγώ’’». Αλλά και για τον Τόμας Μαν και τον Φλωμπέρ:

«Μου φαίνεται πως ο Τόμας Μαν είναι ο τελευταίος που πάσχει από την αρρώστια του Φλωμπέρ. Ο Γάλλος συγγραφέας  απέφευγε τη ζωή σαν τη λέπρα… Απαράμιλλη είναι ίσως η τεχνοτροπία του αλλά εκείνα που εκφράζει είναι ολότελα ξεπερασμένα. […] Ακόμα και η Κυρία Μποβαρύ μου φαίνεται κάτι το νεκρό σε σύγκριση με το ζωντανό ρυθμό του έργου».

Κι όμως ο Λώρενς είναι συνειδητά καινοτόμος και το όνομά του μπαίνει πλάι σ’ εκείνο της Γουλφ, της Τζούνα Μπαρνς, του Έλιοτ, του Τζόυς κι όχι τόσο της Τζωρτζ Έλιοτ ή του Χάρντυ, αν και ο ίδιος αναγνωρίζει  καλύτερα από μας τους προγόνους του, το ρυθμό και το ύφος του.

 

Ο Λώρενς, όπως και νάχει, είναι εκείνος που ασχολήθηκε πολύ βαθιά και ρηξικέλευθα, με τις ερωτικές σχέσεις, την ψυχολογία των δύο φύλων βρίσκεται πολύ κοντά στον  Φρόυντ και στην εξερεύνηση της λίμπιντο σκάβοντας τόσο βαθιά όσο ο ανθρακωρύχος πατέρας του κρατώντας ένα κλεφτοφάναρο σαν αυτό του Φρόυντ. Το κλεφτοφάναρό του δεν χαμήλωσε ποτέ το φως του παρά μόνο όταν έβαλε τελεία στον Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ και μπήκε στο σανατόριο για να πεθάνει μουρμουρίζοντας: «Καλύτερα να πεθάνεις από το να ζεις μηχανικά μια ζωή που είναι επανάληψη επαναλήψεων».

 

Βοηθήματα:

-Martin Travers, Εισαγωγή στη νεότερη Ευρωπαϊκή λογοτεχνία, από τον ρομαντισμό ως το μεταμοντέρνο, μτφρ. Ιάννα Ναούμ, Μαρία Παπαηλιάδη, επιστημονική επιμέλεια-εισαγωγή, Τάκης Καγιαλής, Βιβλιόραμα, 2005
-Alvin Kernan, ο θάνατος της λογοτεχνίας, μτφρ. Αλέξης Εμμανουήλ, Πρόλογος Χάρης Βλαβιανός, Νεφέλη, 2001
-Peter Faulkner, Μοντερνισμός, σειρά Η γλώσσα της Κριτικής, μτφρ. Ιουλιέττα Ράλλη, Καίτη Χατζηδήμου, Ερμής, 1982/ανατ. 1996

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.