You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Πέτερ Χάντκε, ο ήρωάς μου                                                        

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Πέτερ Χάντκε, ο ήρωάς μου                                                        

…es  ist  alles da, und ich bin nichts [*]

Goethe, Torquato Tasso

 

Όταν βλέπεις κάτι για πρώτη φορά δεν ξέρεις τι βλέπεις. Το βλέμμα ακολουθεί πιστά τους μαιάνδρους της σκέψης. Αν δεις κάτι για πρώτη φορά στον ύπνο σου μπορεί να σε στοιχειώσει μπορεί και να το ξεχάσεις. Τώρα άσε κάτω το μολύβι και γράψε. Αν γράψεις αυτό που είδες για πρώτη φορά τότε θα καταλάβεις τι ήταν. Αν  γράψεις τι είδες στο όνειρό σου τότε αρχίζεις να σκέφτεσαι πως δεν μπορείς πια να της ξεφύγεις της κυρίας αυτής όπως δεν ξέφυγες από το όραμα που είδες στο δάσος. Τότε μπορεί να έρθει η ώρα της αληθινής αίσθησης.

 

πραγματικά για πρώτη φορά/ βλέπω σήμερα/ στο δρόμο που μένω/μπροστά το Hotel Royal/ στο πεζοδρόμιο/ […] και είδα για πρώτη φορά/ ένα ψάρι που μόλις το είχαν ψαρέψει/στη χούφτα ενός βασιλιά/και είδα για πρώτη φορά/ τον καφέ/απ’ το φλιτζάνι/να χύνεται ξαφνικά/στο άσπρο τραπεζομάντηλο… [**]

Τι βλέπει κανείς για πρώτη φορά; Απλά πράγματα μια πόρτα να κλείνει απ’ τα ίδια του τα χέρια. Το νερό ν’ αχνίζει. Έναν άνθρωπο που ήταν πεθαμένος.

Κι ύστερα πριν έρθει η τελευταία φορά τον καταλαμβάνει αυτόν τον άνθρωπο που γράφει η ώρα της αληθινής αίσθησης.

«Έσβησε  όλα τα φώτα. Μέσα από το χιόνι και την αντανάκλαση των φώτων της πόλης στα σύννεφα, τα δωμάτια διαχέονταν από ένα νυχτερινό παράδοξο φως μέσα στη φωτεινότητα του οποίου όμως, στέκονταν σκοτεινά». [***]

 

Αυτό έγραψε ο Πέτερ Χάντκε πως έκανε. Όμως αυτό που έγραψε ήταν φανταστικό ακόμα και μέσα στον ρεαλισμό του. Αυτό που γράφει κάποιος όχι μια διεύθυνση ή ένα σημείωμα για ψώνια απ’ το σούπερ μάρκετ – αυτά είναι πραγματικά – αλλά ένα διήγημα φερ’ ειπείν αυτά που γράφει μέσα σ’ αυτό είναι φανταστικά. Αυτός είναι ένας συγγραφέας. Τι τον έκανε όμως συγγραφέα;  Η πρώτη φορά.

«φοβήθηκα/για πρώτη φορά/ στη ζωή μου το θάνατο».

Τότε ο Πέτερ Χάντκε έγραψε γι αυτό το φόβο για να αποφύγει αυτό το φόβο του θανάτου. Δύο πράγματα τον διώχνουν αυτόν το φόβο, ό έρωτας κι η γραφή. Κι όποιος και να ‘σαι, όπως και να ‘σαι τουλάχιστον  τον πρώτο δεν μπορείς να τον αποφύγεις. Όσο για τη δεύτερη μπορεί να μην τη γνωρίσεις ποτέ. Καλύτερα για σένα. Στον έρωτα γίνεσαι δέσμιος του ερώμενου προσώπου. Στη δεύτερη γίνεσαι δέσμιος μιας λειτουργίας και περιπίπτεις σε μια κατάσταση αμέριμνης δυστυχίας.

Η γραφή είναι ένα παιχνίδι που παίζεις όλες τις παρτίδες του και τις περισσότερες τις χάνεις νομίζοντας πως τις κερδίζεις.

Αλλά τι είναι ένας συγγραφέας για την Ίνγκεμποργκ  Μπάχμαν, τη συμπατριώτισσά του που κάηκε στον ύπνο της θυσία στο παιχνίδι της γραφής και του έρωτα: Είναι «ένας παράξενος, ιδιόρρυθμος τρόπος να ζει κανείς. Ακοινώνητος, μοναχικός, καταραμένος, κάτι σαν κατάρα. Και μόνο ό, τι δημοσιεύει κανείς σε βιβλίο βρίσκει τον δρόμο προς ένα εσύ».

Κι «ο έρωτας οδηγεί στην πιο βαθιά μοναξιά. Αν είναι μια κατάσταση εκστατική, τότε δεν είναι σε θέση κανείς να μπορεί να κινηθεί μέσα στον κόσμο. Δεν βλέπει πια κανείς τον κόσμο με τα μάτια των άλλων».

Αν όλα έχουν χαθεί κάτι μπορείς να κάνεις για κείνη τη μέρα που ονειρεύτηκες, αλλά ποτέ δεν την έζησες.

Κι αυτός έγραψε: Βρίζοντας το κοινό. Στο θέατρο του Πύργου της Φρανκφούρτης, το 1966, έκανε πρεμιέρα η παράσταση: Τέσσερις ηθοποιοί ανέβηκαν στη σκηνή, καλωσόρισαν τους θεατές, ξεκαθάρισαν ότι δεν πρόκειται να τους προσφέρουν καμία θεατρική σύμβαση και κατόπιν άρχισαν να τους προσβάλλουν, μέχρι που δημιουργήθηκε πανδαιμόνιο». Εκείνο το προκλητικό έργο έστειλε τον νεαρό συγγραφέα στο κρατητήριο για μια νύχτα.

 

«Ποιος είναι αυτός ο Peter Handke;», αναρωτήθηκε η Hannoversche Allgemeine. «Έχει την όψη της νεαρής μεγαλοφυΐας. Ένας νεαρός μετρίου αναστήματος με εφηβικό αέρα, μαύρο μεσάτο κοστούμι μεσάτο, λείο πρόσωπο, που η κοριτσίστικη κοψιά του έρχεται σε ζωηρή αντίθεση με τα χοντρά μαύρα γυαλιά του, μακριά καλοχτενισμένα μαλλιά, ένας συνεσταλμένος Beatle,  που έγινε διάσημος εν μια νυκτί με το Βρίζοντας το κοινό και το πρώτο του μυθιστόρημα τις Σφήκες και προκάλεσε  την μήνιν της Ομάδας 47», στην οποία ανήκε σύσσωμη η πρώτη μεταπολεμική γενιά στην οποία ανήκαν μεταξύ οι Χάινριχ Μπελ και Γκύντερ Γκρας –μετέπειτα νομπελίστες – αλλά και οι Ίλζε Άιχινγκερ, Πάουλ Τσέλαν, Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν και πολλοί άλλοι.

Αργότερα κατηγόρησε αυτός την ομάδα για ανεπάρκεια, ενώ επιτέθηκε και στον Τόμας Μαν.

Οι οδηγίες προς τους ηθοποιούς αυτής της παράστασης που προκάλεσε το κοινό και που θύμιζε κατά κάποιο τρόπο την αντίστοιχη αντίδραση του κοινού στην Όπερα της Πεντάρας του Μπρεχτ όταν ανέβηκε στο Βερολίνο το 1928, ήταν:

«Ακούνε τις λιτανείες στις καθολικές εκκλησίες

Ακούνε τις βρισιές και τις έξαλλες εκδηλώσεις στο ποδόσφαιρο

Ακούνε την οχλαγωγία σε μαζικές συζητήσεις

Ακούνε τις ρόδες κάποιου αναποδογυρισμένου ποδηλάτου να γυρίζουν  και κοιτάνε τις αχτίνες απ’ τις ρόδες ώσπου να σταματήσουν…»[****]

«Καθώς βυθιζόταν στο σκοτάδι απρόθυμος και μόνο στην ιδέα να αντικρύσει  το πρόσωπό του, άρχισε ν’ ακούει από την πιο απόμακρη γωνιά του σπιτιού τον χαρακτηριστικό ήχο που βγάζει το ξεφύλλισμα των σελίδων ενός βιβλίου». [***]

«Συχνά είχε μέσα στο βαθύ ύπνο του τόσο έντονη την αίσθηση της πτώσης του στο κενό της αβύσσου που έπρεπε να πιαστεί ασυναίσθητα από τα πλαϊνά του κρεβατιού»[***].

Ο Πέτερ Χάντκε (Peter Handke) γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1942 στο Γκρίφεν της Αυστρίας [Καρίνθια]. Ήταν ο νόθος γιος μιας πλύστρας σλοβενικής καταγωγής κι ενός Γερμανού στρατιώτη. Έχει ασχοληθεί με κάθε είδος γραπτού και λυρικού λόγου, όπως ποίηση, σενάριο, δοκίμιο, μυθιστόρημα, ενώ έχει καταγράψει και τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες. Βραβευμένος με πολλές διακρίσεις, το έργο του χαρακτηρίζεται στην παρατήρηση, την αποτύπωση και τη λεπτομερειακή αναφορά.

Το 1991, με ανοιχτή επιστολή του στα ΜΜΕ, αντιτάχθηκε στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Κατήγγειλε ότι η σύσταση σλοβενικού κράτους «δεν υποκινούνταν από την παραμικρή ευγενική ιδέα, σε αντίθεση με τη συμβίωση των λαών που συνιστούσε το ιδεολογικό τουλάχιστον υπόβαθρο της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας».

Το 1999 περιέγραφε τη ΝΑΤΟική θηριωδία στο Κοσσυφοπέδιο: «Στη Γιουγκοσλαβία, το ΝΑΤΟ έφτασε σ’ ένα νέο Άουσβιτς… Αυτός ο πόλεμος δείχνει μ’ έναν τρομακτικά αναπάντεχο τρόπο την αιώνια βαρβαρότητα… Τότε ήταν οι θάλαμοι αερίων και τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Σήμερα είναι δολοφόνοι με τα κομπιούτερ από 5.000 μέτρα ύψος».

 

Ο Χάντκε δεν τόλμησε μόνο να μιλήσει. Τόλμησε να ταξιδέψει, να περπατήσει στους τόπους που έπεσαν οι βόμβες, στις πόλεις που κατέστρεψαν οι βόμβες, ανάμεσα σε νεκρούς και ξεκληρισμένους. Τόλμησε να γράψει. Διέσχισε την πρώην Γιουγκοσλαβία απ’ άκρη σ’ άκρη. Ταξίδεψε δυο φορές, ενώ η Δύση βομβάρδιζε τη χώρα. Κατέγραψε σε τέσσερα βιβλία του, τις μαρτυρίες του για μια χώρα που την έκαναν θρύψαλα οι “Αρειανοί”: «Ο Άρης επιτίθεται και από σήμερα η Σερβία και το Μαυροβούνιο, η Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας και η Γιουγκοσλαβία είναι η πατρίδα όλων όσοι δεν έχουν μετατραπεί σε Αρειανούς», ήταν το μήνυμα του Χάντκε στις 24/3/1999, μέρα έναρξης των νατοϊκών βομβαρδισμών.

Ο Χάντκε το 2007 κηρύχτηκε επίσημα «ανεπιθύμητος διανοούμενος» στη Γαλλία του Σιράκ και του Σαρκοζί. Ναι, του Σαρκοζί που πρωτοστάτησε και στη διάλυση της Λιβύης – και ιδού σήμερα! Απαγορεύτηκε το ανέβασμα θεατρικού έργου του στην Κομεντί Φρανσέζ! Ο διευθυντής του θεάτρου το ανακοίνωσε επισήμως: Ο Χάντκε “κόβεται”, γιατί αν και το έργο του γράφτηκε το 1989 (δηλαδή ουδεμία σχέση με τα γεγονότα στη Γιουγκοσλαβία), είναι υποστηρικτής της Σερβίας.

 

Η στάση του για τους Γερμανούς, Αυστριακούς, Βρετανούς, Γάλλους, με δυο λόγια τους συνασπισμένους Δυτικούς, που υποστήριξαν δυναμικά εξαρχής τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, ήταν προβληματική. Δεν μπορούσαν να την αποδεχθούν, όπως επίσης και την άποψη του ότι το ζήτημα της Γιουγκοσλαβίας καλύφθηκε μεροληπτικά από τα δυτικά ΜΜΕ για να νομιμοποιηθούν οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί. Φυσικά, δεν αποδέχθηκαν ούτε ότι ασπάστηκε το ορθόδοξο δόγμα. Όλα αυτά αποτέλεσαν σημεία σύγκρουσης με την καθεστωτική αντίληψη της Δύσης.

Ιδιαίτερα προβλήθηκε για να τον απομονώσουν και να τον ακυρώσουν, η θέση του ότι για τη σφαγή της Σρεμπρένιτσα δεν ευθύνονταν οι Σέρβοι, όπως, επίσης, και η σχέση του με τον “εγκληματία πολέμου” Μιλόσεβιτς. Αυτή η απομόνωσή του έγινε δημόσια καταδίκη, όταν, το 2006, στην κηδεία του Σέρβου ηγέτη στο Βελιγράδι, ο Χάντκε εκφώνησε στα σέρβικα ένα σύντομο ποιητικό λόγο. Σύμφωνα, δε, με τους παρόντες, είπε μεταξύ άλλων το εξής: «Δεν γνωρίζω πλήρως την αλήθεια. Αλλά βλέπω. Ακούω. Αισθάνομαι. Θυμάμαι. Γι’ αυτό είμαι σήμερα εδώ, κοντά στη Γιουγκοσλαβία, κοντά στη Σερβία, κοντά στον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς».

Η ”πολιτική ορθότητα” των αποφάσεων και των πράξεων του δυτικού συνασπισμού για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και η εμπλοκή στο σχέδιο αυτό παραγόντων και δυνάμεων από το εσωτερικό της Γιουγκοσλαβίας (της Κροατίας, της Βοσνίας, της Σλοβενίας), έδρασε, μέχρι και σήμερα, απαγορευτικά στο να τεθεί και να διερευνηθεί το ερώτημα: γιατί αυτή η στάση από τον Χάντκε;

Γιατί ένας Αυστριακός με ρίζες από τη Σλοβενία να θελήσει να υποστηρίξει τη Σερβία; Ελάχιστοι διερωτήθηκαν, ακόμα λιγότεροι προσπάθησαν να καταλάβουν. Κάποιοι τον “αθώωσαν”, κρίνοντας τις απόψεις του ως αποτέλεσμα ενός ανθρώπου που λόγω της λογοτεχνικής του ιδιοσυγκρασίας λειτουργεί αιρετικά. Κάποιοι στάθηκαν στην συνέπειά του να υπηρετήσει την ανάγκη μιας διαφορετικής αφήγησης.

 

Δεν είναι όμως αυτές οι πραγματικές ερμηνείες και αξιολογήσεις για τον Χάντκε και την ανυποχώρητη στάση του. Αν και έχει ζήσει αποκλειστικά σε χώρες της Δύσης, ένιωθε πάντα μια αποστροφή προς αυτήν, την θεωρούσε αλλοτριωμένο πολιτισμικά σύστημα. Ένιωθε, ταυτόχρονα, μια έλξη για τη μητρική του καταγωγή. Την ενωμένη Γιουγκοσλαβία, το δύσκολο κοινωνικό και πολιτικό της πείραμα, τις θέσεις και προόδους της σ’ έναν κόσμο πόλωσης και συγκρούσεων.

 

Επισκεπτόταν τακτικά τη Γιουγκοσλαβία. Γοητεύονταν από τη γνησιότητα δημιουργιών και δημιουργών της κι από το πόσο και πώς κατόρθωνε να μη την αποσυνθέτει ο “πολιτισμός” της κατανάλωσης και της αλλοτρίωσης της Δύσης. Η Γιουγκοσλαβία ήταν στα μάτια του ένας τόπος γνήσιος και αυθεντικός. Ένα μέρος ιδανικό, μια κοινωνία που δεν είχε χάσει το στοίχημα. Η διάλυσή της ήταν γι’ αυτόν ο θάνατος μιας ουτοπίας.

Το 1971 αυτοκτόνησε η μητέρα του, που υπέφερε από κατάθλιψη. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε “Η αμέριμνη δυστυχία”, που είχε θέμα αυτό το γεγονός. Το 1973 διαλύθηκε ο γάμος του με την ηθοποιό Λίμπγκαρντ Σβαρτς, με την οποία είχε αποκτήσει μία κόρη. Του απονεμήθηκε το Βραβείο Γκέοργκ Μπίχνερ, το οποίο επέστρεψε το 1999, επειδή η Γερμανία συμμετείχε στους βομβαρδισμούς της Σερβίας.

Το 1990, μετά από μετακινήσεις του σ’ όλο τον κόσμο και με πολλούς τόπους κατοικίας (Γερμανία, Αυστρία, Γαλλία, ΗΠΑ), μετά και τη νοσηλεία του από κρίσεις πανικού, αγόρασε ένα σπίτι στη Σαβίλ κοντά στο Παρίσι, όπου ζει μέχρι σήμερα. Το 1991 γεννήθηκε η δεύτερη κόρη του, η Λεοκάντι. Το φθινόπωρο του 1996 παντρεύτηκε τη Σοφί Σεμέν. Από το 2007 έως το 2014 του απονεμήθηκαν τα Βραβεία Χάινε, Κάφκα και Νέστροϊ.

Το 2014 τιμήθηκε με το διεθνές “Βραβείο Ίψεν”, που απονέμεται στον μεγαλύτερο συγγραφέα της υφηλίου. Ασχολήθηκε και με τη σκηνοθεσία, μεταφέροντας στο σινεμά δύο δικά του βιβλία, το Η αριστερόχειρη γυναίκα και Η απουσία, καθώς και το μυθιστόρημα της Μαργκερίτ Ντιράς Η αρρώστια του θανάτου. Έγραψε δεκάδες ακόμα μυθιστορήματα, που φανέρωσαν έναν ακατάβλητο εξερευνητή της ανθρώπινης κατάστασης.

Το πολυσχιδές έργο του κατάστησε  σαφές ότι το επίπεδό του ήταν τέτοιο που θα δικαιολογούσε κάποτε μια διάκριση όπως αυτή του Νόμπελ (όσα το βραβείο συμβολίζει). Στα κείμενά του υπάρχει ένα καφκικό φίλτρο, «ο Κάφκα είναι το μοντέλο», έχει δηλώσει. Ταυτόχρονα κυριαρχεί μια αδιόρατη νοσταλγία, δοσμένη με μια πρόζα συνειρμική και μελαγχολική. Άλλοτε αφήνεται σε γλωσσικούς πειραματισμούς, προσπαθώντας να μετασχηματίσει την παραδοσιακή χρήση της γλώσσας.

Η Σουηδική Ακαδημία στην απόφασή της για την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας 2019 εξ ημισείας με την Τόκαρτσουκ σημειώνει: «για το επιδραστικό του έργο που με γλωσσολογική επινοητικότητα έχει διερευνήσει την περίμετρο αλλά και την ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης εμπειρίας».

Ο ίδιος δήλωσε: «Είμαι συγγραφέας, προέρχομαι από τον Τολστόι, τον Όμηρο, τον Θερβάντες».

Όταν το παιδί ήταν παιδί,

δεν είχε γνώμη για τίποτα,

δεν είχε συνήθειες,

καθόταν συχνά στα πόδια του

και άρχιζε ξαφνικά από το τίποτα να τρέχει,

είχε στα μαλλιά μια κορφή

και δεν έπαιρνε ύφος στις φωτογραφίες.

 

Όταν το παιδί ήταν παιδί,

ήταν η εποχή για τις εξής απορίες:

Γιατί αυτός είμαι εγώ και δεν είμαι εσύ;

Γιατί είμαι εδώ και όχι εκεί;

Πότε άρχισε ο χρόνος και πού τελειώνει ο κόσμος;

Μην είναι άραγε μόνο ένα όνειρο η ζωή στη γη;

 

Μην είναι ό,τι βλέπω και ακούω και μυρίζω

μόνο το είδωλο ενός κόσμου πριν τον κόσμο;

[Απόσπασμα από το“Τραγούδι της παιδικής ηλικίας” (Lied Vom Kindsein), το οποίο έγραψε ειδικά για την ταινία Τα Φτερά του Έρωτα, που σκηνοθέτησε ο Βιμ Βέντερς].

Τον Χάντκε, τα κλειδιά στην τσέπη τον ενοχλούν, δεν μπορεί να τα συνηθίσει. Γράφει μικρά βιβλία. Είναι ένας στοχαστής του ενσταντανέ. «Όλοι τους φιλοδοξούν να ξεπεράσουν τον Προυστ, τον Τολστόι, τον Τζόις. Εγώ θέλω τα δικά μου να είναι σαν τη βενζίνη της λογοτεχνίας. Δεν πιστεύω πια στα μυθιστορήματα, στις μεγάλες αφηγήσεις όπου αραδιάζεις γεγονότα, το δράμα. Προσπαθώ να μην πλησιάζω πολύ τους ήρωές μου. Να τους κρατάω σε απόσταση. Να γίνομαι ο θεατής της ταινίας την οποία παρ’ όλα αυτά σκηνοθετώ. Πρέπει να βλέπουμε το κενό μεταξύ των πραγμάτων. Όπως κάνει ο Σεζάν».

Ας ονομάσουμε λοιπόν την αθωότητα

παπούτσι με καρφιά στη σόλα

την αμηχανία

δωμάτιο ξενοδοχείου

την αδιέξοδη περίσταση

εννιά η ώρα

την αναποφασιστικότητα

ακίνητη κυλιόμενη σκάλα

την ντροπή

έναν πλήρως κατειλημμένο ανελκυστήρα

και την υπομονή

μια ταξιθέτρια στο σινεμά [*****]

 

 

Αποσπασματική βιογραφία

 

Τι ΔΕΝ είμαι:

Δεν είμαι κάποιος που κάνει χαλάστρα στο παιχνίδι

Δεν είμαι κάποιος που απαξιώνει τις απολαύσεις

Δεν είμαι παιδί της λύπης.

 

Αυτό που ΠΡΩΤΟΝ, ΔΕΥΤΕΡΟΝ και ΤΡΙΤΟΝ δεν είμαι:

Κατά πρώτον δεν είμαι κανένας oνειροπαρμένος, κατά δεύτερον

δεν είμαι κανένας ερημίτης, κατά τρίτον, δεν κατοικώ στα σύννεφα.

 

Τι δεν είμαι:

Δεν είμαι βόδι ψηφοφόρος.

 

Τι ΔΥΣΤΥΧΩΣ δεν είμαι:

Δυστυχώς δεν είμαι ήρωας

Δυστυχώς δεν είμαι εκατομμυριούχος.

 

Τι ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ δεν είμαι:

Δεν είμαι κάποιο αυτόματο σύστημα

Δεν είμαι δόξα τω Θεώ κάποιος που τον κάνεις ό,τι θέλεις.

 

Τι ΤΕΛΙΚΑ δεν είμαι:

Δεν είμαι τελικά ένας καραγκιόζης

Δεν είμαι τελικά φύλακας τρελοκομείου

Δεν είμαι μια χωματερή σκουπιδιών

Δεν είμαι φιλανθρωπικός σύλλογος

Δεν είμαι παρηγορητής ψυχών

Δεν είμαι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα

Δεν είμαι χαλάκι πόρτας σας

Δεν είμαι γραφείο πληροφοριών.

 

Ό,τι ΒΕΒΑΙΩΣ δεν είμαι, ΑΛΛΑ ΕΠΙΣΗΣ δεν είμαι:

Δεν είμαι κάποιος δειλός, αλλά ούτε κάποιος παραιτημένος της ζωής.

Δεν είμαι κάποιος που την πρόοδο υποτιμά, αλλά ούτε προσκυνητής

κάθε καινοτομίας.

Δεν είμαι μιλιταριστής, αλλά ούτε συνήγορος μιας σάπιας ειρήνης.

Δεν είμαι οπαδός της βίας, αλλά ούτε κάποιος που θα κάτσει να

τις φάει.

Δεν είμαι κάποιος που τα βλέπει όλα μαύρα, αλλά ούτε κάποιος

αφελής ουτοπιστής.

 

Τι δεν είμαι, ούτε δεν είμαι:

Δεν είμαι ένας εθνικιστής ούτε ένας ισοπεδωτής των πάντων.

Δεν είμαι λάτρης της δικτατορίας, ούτε υπερασπιστής μιας κακώς

εννοούμενης Δημοκρατίας.

 

Τι δεν ΕΧΩ:

Δεν έχω όρεξη να χώνω τη μύτη μου σε ξένες υποθέσεις.

 

Αυτό που δεν ΘΕΛΩ:

Δεν θέλω να είμαι το επίκεντρο.

 

Τι δεν θέλω, ΑΛΛΑ:

Δεν θέλω να πω ότι εδώ βαίνουν όλα καλώς, αλλά –

 

Τι ΔΕΝ θέλω, ΑΛΛΑ ΕΠΙΣΗΣ δεν θέλω:

Δεν θέλω να καταμετρώ όλα μου τα προτερήματα, αλλά δεν θέλω

και να σεμνύνομαι με λάθος τρόπο.

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

[*]  Όλα είναι εδώ, κι εγώ δεν είμαι τίποτα, Γκαίτε, Τορκουάτο Τάσο

[**] μτφρ.  Νόρα Πυλόρωφ- Προκοπίου

[***] μτφρ.  Έλσα Κορνέτη

[****] μτφρ. Μαρίας- Λουίζας Κωνσταντινίδη

[*****] μτφρ. Ιωάννα Διαμαντοπούλου- Νότντουρφτ

 

Σημείωση: τα λόγια του Χάντκε μέσα σε εισαγωγικά για την πολιτική του ανάμειξη στην εισβολή του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία και τα μετέπειτα γεγονότα προέρχονται από δημοσιεύματα του Σπύρου Μοσκόβου [και μεταφραστή του Χάντκε στα ελληνικά] & του Δημήτρη Ελευθεράκη για την Deutsche Welle.

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.