You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Πορτραίτα στο νερό – Ζαν Ζενέ, πρίγκιπας του Κακού

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Πορτραίτα στο νερό – Ζαν Ζενέ, πρίγκιπας του Κακού

Ο Σαρτρ κι ο Μπατάιγ για τον Ζαν Ζενέ

 

                                              το Κακό είναι ένα Μηδέν που γεννιέται

                                                      μόνο του πάνω στα συντρίμμια του Καλού

                                                                                                                 ΣΑΡΤΡ

 

 

Ο Σαρτρ για τον Μπωντλαίρ και τον Πόε

 

«Ο Μπωντλαίρ συνήψε δεσμούς  φιλίας μ’ ένα νεκρό», ισχυρίζεται ο Σαρτρ. Ο νεκρός είναι ο Ε.Α.Πόε. «Μακροχρόνιος δεσμός», συνεχίζει, «έχει ως βαθύτερο στόχο να τον κάνει δεκτό σ’ αυτό το μυστικό τάγμα» – όπου ανήκουν ο Φλωμπέρ που «κάθε λέξη που χαράσσει στο χαρτί είναι σαν στιγμή σύναξης αγίων».

Στην ίδια αυτή κατηγορία ανήκουν και τα ως πριν ζόμπι, τώρα ξαναγεννημένοι: ο Βιργίλιος, ο Ραμπελαί, ο Θερβάντες. Γυρίζουμε στις απαρχές, λοιπόν.  Στη σιγουριά της χορείας των κλασικών που επιζούν έτσι κι αλλιώς με την συναίνεσή μας, ή χωρίς αυτήν.

«Ως νεκρός που είναι», λέει ο Σαρτρ για τον Πόε «η ύπαρξή του είναι ένα πεπρωμένο».

Στο μεταξύ ο Μπωντλαίρ γέρνει «πάνω από τα βυθισμένα χρόνια…», ή ακόμα «ο Πόε σαν μια εικόνα του Μπωντλαίρ στο παρελθόν, κάτι σαν τον Ιωάννη τον Βαπτιστή του καταραμένου αυτού Χριστού […].

Ο Φλωμπέρ αντιθέτως, λέει ο Σαρτρ, «δεν έχει καθόλου ανάγκη από ολόκληρο το σώμα των καλλιτεχνών». Αυτός «επιλέγει να γίνει εκπρόσωπος ολόκληρης της ελίτ».

«Να κάνω κάθε πρωί την προσευχή μου στο Θεό, ταμείο κάθε δύναμης και κάθε δικαιοσύνης, στον πατέρα μου, στη Μαριέττα[*] και στον Πόε ως μεσολαβητές», προσεύχεται κάθε πρωί ο Μπωντλαίρ.

 

Ο Μπωντλαίρ και η φύση

«Αυτή η πόλη βρίσκεται στην άκρη του νερού. Λένε ότι είναι κτισμένη από μάρμαρο και ότι ο λαός της τόσο μισεί οτιδήποτε φυσικό ώστε να ξεριζώνει δέντρα». Αν αυτό σημαίνει πως ο Μπωντλαίρ φοβάται τη φύση ή τον έχει στοιχειώσει, δεν το ξέρω. Ο Σαρτρ εξηγεί πως  «αν ο άνθρωπος τρομάζει μέσα στους κόλπους της φύσης, είναι επειδή αισθάνεται αιχμάλωτος μιας τεράστιας άμορφης και αναίτιας ύπαρξης που τον μουδιάζει ολόκληρο με την αναιτιότητά της: δεν έχει δική του θέση πουθενά, είναι βαλμένος στη γη, χωρίς σκοπό, χωρίς λόγο υπάρξεως όπως ένα ρείκι ή ένας θάμνος […]. Μα πριν απ’ όλα αυτό που ονομάζει Φύση, είναι η ζωή […] αυτή που πισωπατεί, που προχωρά με το κεφάλι γυρισμένο πίσω, κοιτάζοντας τον χρόνο να φεύγει όπως βλέπουμε  να φεύγει ο δρόμος στον καθρέφτη του αυτοκινήτου».

Ο ποιητής είναι μόνος

 

Πάντως ο ποιητής ευθαρσώς και κατηγορηματικώς δηλώνει: « Τίποτα δεν αγαπώ περισσότερο παρά να είμαι μόνος».

Τίποτε πιο εύκολο όταν αυτός ο ίδιος στέκοντας απέναντι στην κοινότητα μετατρέπεται σε αποσυνάγωγο, σε παρία, σε αποδιοπομπαίο τράγο έτοιμο για σφάξιμο ή έτσι που να νιώθει όπως ο Πόε στον Άνθρωπο του πλήθους: πιο μόνος από όσο ένιωθε κλεισμένος στο μοναχικό του δωμάτιο. Έτσι όπως είναι ο Ζενέ στο κελί του μόνος με τους φανταστικούς συγκρατούμενούς του, τους ήρωές του.

Οι ποιητές είναι μόνοι. Ακούνε πνιχτές φωνές από έντομα που ζουζουνίζουν μέσα στ’ αυτιά τους, αφού πρώτα εισχωρήσουν στον στεγανό χώρο του κελιού τους.

Ο Ζενέ και ο Σκοινοβάτης του

 

Τι λένε τα επίμονα απρόσκλητα ζωύφια στ’ αυτιά του έγκλειστου Ζενέ;

«Δεν είστε έτοιμοι για τον κόσμο μας και τη λογική του. Πρέπει να συμφιλιωθείτε με τη δυστυχία σας, να ζείτε στη νυχτερινή χίμαιρα των θανάσιμων παιχνιδιών σας. Τη μέρα στέκεστε φοβισμένοι στην πόρτα του τσίρκου – δεν τολμάτε να μπείτε στη ζωή μας. Είστε δέσμιοι της εξουσίας του Τσίρκου, που είναι η εξουσία του θανάτου», λέει ο Σκοινοβάτης του Ζενέ κρατώντας για αντίβαρο ένα μακρύ ξύλο που τον βοηθάει να ισορροπεί πάνω στο σκοινί φορώντας τις πουέντ. Ο μαύρος σκοινοβάτης είναι τώρα ο εραστής του συγγραφέα, για όσο διαρκέσει η ακροβασία τους πάνω στο σκοινί όταν ξεκινούν από τις δυο του άκρες πατώντας προσεκτικά πότε το αριστερό πέλμα και πότε το δεξί μικραίνοντας την απόσταση μεταξύ τους ολοένα, ενώ το κοινό από κάτω παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα. Κι όταν φτάσουν τόσο κοντά που ο ένας να μυρίζει του άλλου την ανάσα το κοινό ανακουφισμένο ανασαίνει βαθειά κι ενώ τους χειροκροτεί εκείνοι υποκλίνονται πιασμένοι από το χέρι.

Στο μεταξύ ο Μπωντλαίρ τραγούδησε μαζί με τον εκδικητικό ξυλοκόπο που ρίχνει  τη γυναίκα του στο νερό γιατί τον έχει εγκαταλείψει:

«Τραγούδα Σειρήνα Τραγούδα φραν-φρύ- καν κρύ- λον – Τραγούδα. Δίκιο που έχεις να τραγουδάς […] Γιατί έχεις τη θάλασσα να πιείς και την αγάπη μου να φας».

Ο εκδικητικός ξυλοκόπος – αξιαγάπητος για τον Μπωντλαίρ «έχει φορτωθεί τις αμαρτίες του συγγραφέα» που ζωντανεύει, παραμορφώνεται, αλλάζει κρυμμένος πίσω από μια μάσκα», λέει ο Μπατάιγ στη Λογοτεχνία και το Κακό. «Ο Σαρτρ στηρίζεται στο γεγονός ότι η ζωή του Μπωντλαίρ παίχτηκε μέσα σε λίγα χρόνια και ότι μετά τις αναλαμπές της νιότης υπήρξε αργή – μια ατέρμονη πτώση». Και στο τέλος του δοκιμίου του για τον Μπωνλαίρ, ο Μπατάιγ, αποφαίνεται: «…η ποίησή του είναι ξεπερασμένη: η δημιουργία ενός έργου παντοτινού οδηγεί την ποίηση σε μια κατεύθυνση γοργής αποσύνθεσης όπου συλλαμβάνει τον εαυτό της ολοένα με πιο αρνητικό τρόπο σαν μια τέλεια σιγή της θέλησης». Και «η ταπεινωτική δυστυχία επανεμφανίζεται με άλλες μορφές, λιγότερο παθητικές, […] χωρίς διέξοδο και τόσο σκληρές – η τόσο παράλογες – που μοιάζουν με άγρια ευτυχία».

 

Η περίπτωση Ζενέ

 

Η ίδια άγρια ευτυχία, σκληρή, χωρίς διέξοδο κυκλώνει κι εκείνο το έκθετο παιδί – αν ποτέ υπήρξε τέτοιο – τον Ζαν, που από τα πρώτα του παιδικά χρόνια κλέβει τους φτωχούς χωρικούς που τον υιοθέτησαν – αν και κάποιες μαρτυρίες λένε πως αμέσως μετά την υιοθεσία έζησε κάποια καλά χρόνια, τέτοια που είναι απαραίτητα σε όλα τα παιδιά, πόσο μάλλον στα έκθετα που χρειάζονται περισσή αγάπη και κατανόηση για να μεγαλώσουν φυσιολογικά. Ωστόσο ο νεαρός Ζαν ήταν τέκνο της οργής και της καταστροφής και συνέχισε να συμπεριφέρεται ανάρμοστα προς τους θετούς του γονείς, παραμερίζοντας την στοργή και τη φροντίδα τους. Παρά τις νουθεσίες, τις επιπλήξεις και αργότερα τις τιμωρίες, ο Ζαν παρέμεινε άκαμπτος και αδιάλλακτος. Πώς να συνετίσεις, αλήθεια, ένα παιδί που παρουσιάζει πολύ νωρίς σημάδια παραβατικότητας, επειδή δεν ένιωσε την αποδοχή ή κι αν την ένιωσε την απεμπόλησε. Επιμένει σ’ αυτό που φαίνεται να τα πηγαίνει καλύτερα: το Κακό – ακόμα κι αν αδυνατεί αρχικά να το προσδιορίσει. Δραπετεύει από τη θετή οικογένεια, από τις παιδικές φυλακές όπου τους αναγκάζει να τον κλείσουν, κλέβει, ληστεύει, λεηλατεί  προδίδει και εκπορνεύεται. Ζει μέσα σε μια απίστευτη μιζέρια. Ζητιανεύει. Κοιμάται με όλον τον κόσμο προδίδοντας όλον τον κόσμο. Αφοσιώνεται σ’ αυτό που οι άλλοι αποκαλούν Κακό. Δεν έχει και δεν αναγνωρίζει ούτε ιερό ούτε όσιο.

 

Το ημερολόγιο ενός κλέφτη

 

«Γράφει μέσα στη φυλακή έργα που εξυμνούν το Κακό, αφού πράττοντας το αντιλαμβάνεται την ποιότητά του». Βγαίνει από τη φυλακή κι επιδίδεται στο ανοσιούργημα να διακηρύττει και να εξυμνεί το Κακό. Ένα  έργο του που ανεβαίνει στο θέατρο προτρέπει σε φόνο. Όσο για τα γραπτά του εκδίδονται. Αποκτούν αναγνώστες που με τον ίδιο ζήλο απολαμβάνουν την αφήγηση των νοσηρών και ανόσιων πράξεών  του. Η απόσταση ανάμεσα σ’ αυτά που έχει κάνει και σ’ αυτά που γράφει ότι έκανε δεν είναι μεγάλη. Τα έργα του ή είναι αυτοβιογραφικά ή τα επινοεί με τη βοήθεια ενός μαγικού ρεαλισμού ή και του σουρεαλισμού ακόμα κι είναι μοναδικά μυθιστορήματα και θεατρικά έργα που με δυσκολία θα κατατάσσονταν στο λεγόμενο θέατρο του παράλογου, ο νονός του οποίου, Μάρτιν Έσσλιν τον παρουσιάζει πρώτο μαζί με άλλους τρείς, τον Αντάμωφ, τον Μπέκετ και τον Ιονέσκο σ’ ένα κείμενο με τίτλο η Αίθουσα με τα κάτοπτρα. Η πρώτη αναφορά του Έσσλιν αφορά το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του Το Ημερολόγιο ενός κλέφτη, όπου ο Ζενέ «περιγράφει πώς συνάντησε κάποτε τον Στιλιτάνο, τον ψηλό, όμορφο μονόχειρα Σέρβο προαγωγό, κλέφτη και λαθρέμπορο  ναρκωτικών, έναν από τους ήρωες των εφηβικών του χρόνων, χαμένο μέσα σε μια αίθουσα κατόπτρων σε κάποιο λαϊκό πανηγύρι. Ήταν ένας από κείνους τους λαβύρινθους τους φτιαγμένους από καθρέφτες και κομμάτια διάφανου γυαλιού, τοποθετημένα έτσι που ο κόσμος απέξω να είναι σε θέση να παρακολουθεί και να διασκεδάζει με τις αδέξιες αντιδράσεις εκείνων που προσπαθούσαν να βρουν το δρόμο τους προς την έξοδο». Έτσι είδε ο Ζενέ τον ήρωά του «σαν ζώο πιασμένο σε παγίδα» και με το πλήθος απέξω να ξεκαρδίζεται ενώ αυτός ξεστόμιζε, αναίσχυντα, βρισιές και κατάρες.

«Ο Στιλιτάνο ήταν μόνος. Όλοι είχαν καταφέρει να βρουν την έξοδο, εκτός απ’ αυτόν. Το σύμπαν γύρω του συννέφιασε παράξενα. Η σκιά που ξαφνικά σκέπασε τα πράγματα και τους ανθρώπους, ήταν η σκιά της ερημιάς μου απέναντι στην απόγνωση ετούτη, επειδή ο Στιλιτάνο, μη μπορώντας πια να ξεφωνίσει, να ορμήσει καταπάνω στους γυάλινους τοίχους, εγκαταλείφθηκε στους χλευασμούς του κόσμου που χασκογελούσε κουλουριάστηκε στο χώμα και αρνιόταν να συνεχίσει…».

Αυτή η εικόνα ισχυρίζεται ο Έσσλιν πως είναι η ουσία του θεάτρου του Ζενέ, «η εικόνα [δηλαδή] ενός ανθρώπου που αιχμάλωτος σ’ ένα λαβύρινθο με κάτοπτρα, παγιδευμένος από τις τεθλασμένες αντανακλάσεις του εαυτού του, προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει τρόπο να επικοινωνήσει με τους άλλους που, παρ’ όλο που τους βλέπει αδυνατεί να έρθει σε επαφή μαζί τους γιατί οι γυάλινοι φραγμοί αδυσώπητα τον εμποδίζουν. […] Προσπαθεί να εκφράσει το δικό του αίσθημα εγκατάλειψης και ερημιάς», τη δική του μοναξιά όντας φυλακισμένος στην ίδια του την ύπαρξη «δεν είναι τίποτα άλλο από μια παραμορφωμένη αντανάκλαση του εαυτού του- ψέματα που καλύπτουν άλλα ψέματα, φαντασίες βασισμένες σε άλλες φαντασίες, εφιάλτες που τρέφονται από άλλους εφιάλτες μέσα σ’ άλλους εφιάλτες».

Ο Ζενέ από δραπέτης κι ύστερα περιπλανώμενος κλέφτης, ένας παρίας που δεν έλεγε να συμμαζευτεί μεταβάλλεται σε συγγραφέα, σε κάποιον δηλαδή που φτιάχνει έναν κόσμο δικό του αφού αδυνατεί να ζήσει στον πραγματικό κόσμο,   και να βρει την πραγματική του φύση, τον εαυτό του και τους άλλους.

«…τώρα παίζει μέσα και διαμέσου της γραφής», λέει ο Σαρτρ «Παίζει για να τον αγαπήσουν , για να είναι ο Ποιητής. Το λογοτεχνικό του εγχείρημα μπορεί να συγκριθεί πράγματι με μια ερωτική περιπέτεια: ενώ επιζητά να προκαλέσει τη φρίκη, ο Ζενέ γράφει για να τον αγαπήσουν. Μιλά για έναν έρωτα καταχθόνιο, που έχει σαν στόχο του να αιχμαλωτίσει μια ελευθερία για να την χρησιμοποιήσει ενάντια στον κόσμο».

 

 

Ο Σαρτρ για τον Ζενέ και την αγιοσύνη

 

Ο Ζενέ αποφυλακίζεται χάρις στις εργώδεις προσπάθειες του Σαρτρ. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, παλιός αντιστασιακός και  άνθρωπος με καλλιέργεια, ο Ζωρζ Πομπιντού, του χαρίζει την ελευθερία απαλείφοντας ένα υπόλοιπο ποινής που του είχε επιβληθεί για τα τελευταία του αδικήματα.  Κι ο Σαρτρ του αφιερώνει ένα ογκώδες δοκίμιο – μελέτη που ξεχειλίζει από σαρτρική οξυδέρκεια και το επιγράφει: Ο άγιος Ζαν Ζενέ κωμωδός και μάρτυρας.

«…οι πιο καθαρά εκφρασμένες σκέψεις, οι περισσότερο κατανοητές, κρύβουν μέσα τους ένα στοιχείο μη μεταδόσιμο: μπορώ να τις δώσω  στους άλλους να τις καταλάβουν  όπως τις αντιλαμβάνομαι εγώ, αλλά δεν μπορώ να τις κάνω να βιωθούν όπως τις βιώνω εγώ», λέει ο Σαρτρ για λογαριασμό του προστατευομένου του.

Επιχειρώντας μάλιστα μια αποτίμηση του Κακού γράφει σ’ αυτό το σαγηνευτικό δοκίμιο [που θαρρώ διαβάζοντάς το πως δεν το ‘γραψε μόνο γιατί αγαπούσε κι ήθελε να τιμήσει και να εξυψώσει τον Ζενέ, αλλά και για τον εαυτό του και προς ενίσχυση της θεωρίας του για τον υπαρξισμό]: «… αν υπάρχει ένα είναι του φαίνεσθαι ως φαίνεσθαι, όπως λέει ο Χέγκελ, αυτό το είναι έχει για αιτία της ύπαρξης και του προορισμού του το μηδέν. […]  το Κακό δε φτιάχνει τον εαυτό του τον φαντάζεται. Εδώ βρίσκεται η λύση όλων των αντιφάσεών του. Το ριζικό Κακό δεν είναι εκλογή της ευαισθησίας, αλλά του φανταστικού».

Οι Δούλες

 

«ΣΟΛΑΝΖ: Άσε με! Άσε με να τα πω να ξεθυμάνω! Μπορεί να ‘ταν φτωχιά και μίζερη η σοφίτα μας, αλλά τουλάχιστον  είχε ένα καλό. Δεν μπορούσες εκεί μέσα να παρασταίνεις τη μεγαλουσιάνα και την αριστοκράτισσα. Ούτε κουρτίνες είχε να τραβάς ούτε χαλιά να πατάς, ούτε ωραία έπιπλα ούτε καθρέφτες ούτε τίποτε! Τίποτε που να σου ξεσηκώνει τα μυαλά και να νομίζεις πως είσαι καμιά Μαρία Αντουανέτα που σουλατσέρνει  μες στα σαλόνια της! (Η Κλαίρη κάνει να διαμαρτυρηθεί). Αλλά έννοια σου! Θα πας τώρα μέσα στη φυλακή να μου παρασταίνεις εκεί τη βασίλισσα!

Άσε που δεν ξέρουμε ως πότε θα παίζουμε αυτό το παιχνίδι. Όμως εγώ στο λέω, αν δε μπορώ να ‘χω κάποιον αντίκρυ μου και να τον φτύνω, να τον φτύνω κατάμουτρα, θα σκάσω θα πήξουνε τα σάλια μες στο λαρύγγι μου να με πνίξουν!». Ο μονόλογος από τις Δούλες – σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη που έχει ανέβει αρκετές φορές στις ελληνικές σκηνές – ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του Ζενέ, όπου δύο υπηρέτριες παίζουν τις κυρίες και σχεδιάζουν να σκοτώσουν την κυρία τους, επιβεβαιώνει πως ο συγγραφέας του «δημιουργεί ένα τελετουργικό στειρότητας και αποκτήνωσης», όπως λέει ο Πήτερ Μπρουκ. Και προσθέτει πως: «συσχετίζει τον αποικιοκρατισμό και το φυλετικό πρόβλημα με την ομοφυλοφιλία, κι εξερευνά τη γαλλική συνείδηση μες από τη δική του αποκτήνωση. Οι εικόνες του είναι ιδιωτικές, κι ωστόσο εθνικές, πλησιάζει στην ανακάλυψη μύθων».

Το Κακό

 

«Η εμπειρία του Κακού», λέει ο Σαρτρ, «είναι ένα πριγκιπικό cogito, το οποίο αποκαλύπτει στη συνείδηση τη μοναδικότητά της απέναντι στο Είναι. Θέλω να είμαι ένα τέρας, μια μάστιγα, ό,τι είναι ανθρώπινο, δεν έχει σχέση με μένα, παραβιάζω όλους τους νόμους που έχουν θεσπίσει οι άνθρωποι, καταπατώ όλες τις αξίες, τίποτε από ό,τι υπάρχει δεν μπορεί να με καθορίσει ή να με περιορίσει. Ωστόσο υπάρχω, θα γίνω η παγερή ανάσα που θα εκμηδενίσει κάθε ζωή». Και σε «οξύτερο και αισχρότερο τόνο», ο Ζενέ, όπως λέει ο Μπατάιγ: «Ήμουν δεκάξι ετών… στην καρδιά μου δεν υπήρχε καθόλου χώρος για το αίσθημα της αθωότητάς μου. Αναγνώριζα στον εαυτό μου τον δειλό, τον προδότη, τον κλέφτη, τον πούστη, που έβλεπαν οι άλλοι σε μένα… Και διαπίστωνα με δέος ότι ήμουν φτιαγμένος από σκατά. Έγινα ελεεινός».

Ο Μπατάιγ για τον βρωμο-αράπη

 

Μπορεί αυτά που λένε ο Σαρτρ κι ο Μπατάιγ να είναι μεγαλόσχημα λόγια διανοουμένων που κάποια στιγμή ίσως να τα ζήλεψε κι ο αναλυμένος απ’ αυτούς ως τα άκρα Ζενέ, αλλά δεν έπεσε στην παγίδα τους . Αυτός προτίμησε τον κόσμο της δημιουργικότητας, έχοντας περάσει σ’ αυτόν από ένα πείσμα, ένα στοίχημα με τον εαυτό του, όχι με τον κόσμο. Αυτός είχε καταδικαστεί από πραγματικό δικαστήριο γι αυτό δεν καταλάβαινε και δεν μπορούσε να εισχωρήσει στον κόσμο της Δίκης του Κάφκα, γιατί προϋπέθετε μια απρόσιτη Αρχή. Ο Ζενέ ήταν πραγματικός ένοχος. Πώς να μπει στο νόημα ενός έργου που μιλά για μια διάχυτη ενοχή, απροσδιόριστη. Κι «η αγιοσύνη του είναι αγιοσύνη ενός παλιάτσου, φτιασιδωμένου σα γυναίκα».

Αυτοί που παίζουν το ρόλο του τιμωρού, οι προνομιούχοι τίποτε δεν θαυμάζουν περισσότερο από τις αξίες, τον πολιτισμό και τα ήθη τους, «απλώς αντί να περιφέρουν το μιαρό τους στίμα με ντροπή, στολίζονται περήφανα μ’ αυτό». «Βρωμο-αράπης, λέει ένας μαύρος ποιητής. Μάλιστα! Είμαι βρωμο – αράπης και προτιμώ τη μαυρίλα μου από το λευκό πετσί σας».

Επίλογος

Ο Σαρτρ μας προειδοποιεί: «Όσο θα περιπαίζετε την ανηθικότητά του τόσο θα μένετε στο κατώφλι του έργου», ενόσω  «ο Ζενέ θα μας κρατάει τον καθρέφτη όπου θα πρέπει να κοιτάξουμε το πρόσωπό μας».

 

 

[*] υπηρέτρια στο οικογενειακό σπίτι του ποιητή.

 

 

Σημείωση:
Χρησιμοποιήθηκαν παραθέματα από τα παρακάτω βιβλία:
-ΖΑΝ-ΠΩΛ ΣΑΡΤΡ, Μπωντλαίρ, μτφρ.- σχόλια, Νίκος Φωκάς, Ολκός/Μικρή Άρκτος, 1995
-Ζαν Ζενέ, ο σκοινοβάτης, μτφρ., Χριστόφορος Λιοντάκης, Μικρά Τσέπης/Καστανιώτης, 1995
-Jean- Paul Sartre, Άγιος Ζενέ, Κωμωδός & Μάρτυρας, μτφρ., Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, β’τόμος, Σύγχρονη Κλασική Βιβλιοθήκη, Εξάντας, 1990
-Μάρτιν Έσσλιν, Το θέατρο του Παράλογου, μτφρ. Μάγια Λυμπεροπούλου, ΑΡΙΩΝ, 1970
-Georges Bataille, η λογοτεχνία και το Κακό, μτφρ., Ελένη Βαρίκα, Πλέθρον, 1979

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.