You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Τάκης Σινόπουλος, ο Ελπήνωρ, οι μεταμορφώσεις του και η ανάστασή του στη λογοτεχνία

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Τάκης Σινόπουλος, ο Ελπήνωρ, οι μεταμορφώσεις του και η ανάστασή του στη λογοτεχνία

Ας αφήσουμε τα λόγια.

Γνώση του ποταμιού σημαίνει να ‘σαι μέσα στο ποτάμι

Τ. Σ.

 

 

Ο ΕΛΠΗΝΩΡ I

 

Ο Ελπήνορας δεν διακρινόταν για τη δύναμη ή την ευφυΐα του, ωστόσο επέζησε του Τρωικού Πολέμου. Μεταμορφώθηκε από την Κίρκη σε γουρούνι, αλλά, όπως και οι άλλοι σύντροφοι του Οδυσσέα, επαναφέρθηκε στην ανθρώπινη μορφή του. Την παραμονή της αναχωρήσεώς τους από το νησί της Κίρκης, όταν όλοι συγκεντρώθηκαν και «το γλέντησαν», ο Ελπήνορας, μεθυσμένος, αποκοιμήθηκε στη στέγη του ανακτόρου της Κίρκης. Το πρωί, όταν τον φώναξαν για να φύγουν, εκείνος ξύπνησε απότομα ζαλισμένος, και ξεχνώντας ότι βρισκόταν στην οροφή, έπεσε και σκοτώθηκε. Οι άλλοι δεν το πρόσεξαν και απέπλευσαν. Ο Οδυσσέας τον συνάντησε όταν επισκέφθηκε τον Άδη, και μάλιστα ήταν ο πρώτος που συνάντησε στον κάτω κόσμο. Εκεί ο Ελπήνορας του υπενθύμισε ότι του ώφειλε μια κανονική κηδεία, οπότε επιστρέφοντας ο Οδυσσέας στον επάνω κόσμο εκπλήρωσε την υποχρέωσή του: επέστρεψε στην Αιαία, έκαψε τη σορό του Ελπήνορα και μετά την έθαψε μαζί με την πανοπλία του, σημαδεύοντας τον τάφο με ένα κουπί του πλοίου του.

 

Ίσως ακριβώς εξαιτίας της ασημαντότητας και της απερισκεψίας του πέρασε απαρατήρητος ο Ελπήνορας, κι έτσι γλίτωσε μεν απ’ όλους  τους κινδύνους, αλλά σκοτώθηκε από την ανεμελιά του.

Ωστόσο  ο χαρακτήρας του Ελπήνορα έχει εμπνεύσει έργα πολλών Ελλήνων και ξένων λογοτεχνών, όπως οι Έζρα Πάουντ, Ζαν Ζιρωντού, Τζέιμς Τζόυς, Άρτσιμπαλντ ΜακΛης, Γιώργος Σεφέρης, Γιάννης Ρίτσος και Τάκης Σινόπουλος.

 

ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ

 

Όπως αναφέρει στο δοκίμιό του Μεταμορφώσεις του Ελπήνορα ο Γ.Π. Σαββίδης «ο Τάκης Σινόπουλος είναι ο πρώτος από τους Νεοέλληνες ποιητές που ανάστησε τον μύθο του Ελπήνορα, εν μέρει κεντρισμένος» από τη μετάφραση που έκανε ο Σεφέρης το 1939 του CANTO I του Έζρα Πάουντ:

 

Χύθηκε το αίμα σκοτεινό στον τάφο,

Ψυχές έξω από το Έρεβος, λείψανα πεθαμένων, νυφάδες,

Νέοι και γέροντες που βασανίστηκαν πολύ·

Ψυχές κηλιδωμένες από δάκρυα νωπά, τρυφερές παρθένες,

Άντρες πολλοί, χτυπημένοι με τις χάλκινες λόγχες των κονταριών,

Σκύλα της μάχης, έχοντας ακόμα τ’ άρματα ματωμένα,

Τούτοι πληθαίνουν και μαζεύονται τριγύρω μου, φωνάζοντας,

Άχνα με σκέπασε. […]

…ήρθε πρώτος ο Ελπήνωρ, ο φίλος μας Ελπήνωρ,

Άθαφτος, απορριγμένος πάνω στη μεγάλη γης,

Κουφάρι που τ’ αφήσαμε στο σπίτι της Κίρκης,

Άκλαυτο κι ασαβάνωτο· τα βάσανα μας κέντριζαν γι’ αλλού.

Αξιολύπητο πνεύμα. Και φώναξα μιλώντας βιαστικά:

«Ελπήνωρ, πώς έφτασες στο σκοτεινό τούτο ακρογιάλι;

Πεζοδρόμος ήρθες ξεπερνώντας τους θαλασσινούς;»

 

Και αυτός βαριά μιλώντας:

«Τύχη κακιά και το πολύ κρασί. Γλίστρησα στο μέγαρο της Κίρκης.

Κατεβαίνοντας την αψηλή σκάλα αφύλαχτος

Έπεσα πάνω στον τοίχο,

Τσάκισα το κόκαλο του αυχένα, κι η ψυχή γύρεψε τον Άδη.

 

Σε άλλο σημείο του δοκιμίου του ο Σαββίδης γράφει:

«Η σημασία του σωτηρίου έτους 1917 για την παγκόσμια Ιστορία είναι πασίγνωστη. Γνωστή είναι και η σημασία του για την ιστορία της νεοτερικής ποίησης. […] υπογραμμίζω την γέννηση του Τάκη Σινόπουλου και την ανάσταση του Ελπήνορα από τον Πάουντ».

Ας δούμε λοιπόν πώς συναρτώνται αυτά τα σημεία: το 1917 κι η επανάσταση στη Ρωσία, καθώς και το έτος γέννησης του Σινόπουλου, αλλά και η λογοτεχνική ανάσταση του Ελπήνορα, αυτού του δευτερεύουσας σημασίας ομηρικού ήρωα που ανέδειξε έναν καινούργιο χαρακτήρα που έμελε να κυριαρχήσει στο μυθιστόρημα  του 20ου αιώνα, αυτόν του αντί-ήρωα.

 

ΕΛΠΗΝΩΡ II

 

Ιδού η εκδοχή του Ελπήνορα [1944] του Σινόπουλου, «θεμελιακό ποίημα» το αποκαλεί ο Σαββίδης:

 

Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε

όχι ο πιο γέροντας: Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει να ʽναι εκείνος.

Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πως θυμηθήκαμε

αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποτάμι το καλοκαίρι.

Ήταν αυτός ο Ελπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια

τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς

σκαλίζοντας την άμμο μ΄ ακρωτηριασμένα δάχτυλα.

Και τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Ελπήνορα

Ελπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ΄ αυτή τη χώρα;

Είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά

τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό

καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.

Μ΄ ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψανε στην άκρη του γιαλού

ν΄ ακούς τ΄ ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.

Τώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; Πώς βρέθηκες σ΄ αυτή τη χώρα

τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;

 

Δε γύρισε να δει. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.

Το φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.

Η θάλασσα τα κυπαρίσσια τ΄ ακρογιάλι πετρωμένα σ΄ ακινησία θανατερή. Και μόνο αυτός ο Ελπήνωρ

που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μές στα παλιά χειρόγραφα

τυραννισμένος απ’ την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς

με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του

σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα

σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά

στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.

 

Ο Τάκης Σινόπουλος έγραψε το ποίημα Ελπήνωρ το καλοκαίρι του 1944 και πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό Φιλολογικά Χρονικά, τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου. Για το ποίημά του αυτό, ο ποιητής, εξομολογήθηκε το 1965: «Θα μου επιτρέψετε νε σας αφηγηθώ τη μικρή ιστορία του δικού μου Ελπήνορα. Ένα μεσημέρι, Καλοκαίρι του 1944, με φοβερό ήλιο και ζέστη, περνώντας από το Πεδίο του Άρεως, κάθισα εξαντλημένος από την πείνα και την κούραση της κατοχής σ’ ένα παγκάκι. Πρέπει να με είχε ζαλίσει πολύ ο ήλιος και η εξάντληση. Ξαφνικά στον άσπρο μικρό δρόμο, μες στο φως, πέρασε μπροστά μου η φιγούρα ενός φίλου μου ποιητή, που τον σκότωσαν οι Γερμανοί έπειτα από φρικτά βασανιστήρια στην Πάτρα, το 1942. Ήταν ο Φώτης Πασχαλινός (Θοδωράκης Ζώρας). Γυρίζοντας στο σπίτι μου έγραψα τον «Ελπήνορα». Αλλά εκείνο που για μένα είχε σημασία είναι πως το όραμα αυτό σφράγισε αποφασιστικά ένα μεγάλο μέρος, το μεγαλύτερο μέρος της ποίησής μου». Το ποίημα Ελπήνωρ είναι ένα τοπίου θανάτου, μιας καθημαγμένης χώρας.

«Τοπίο θανάτου. Η πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια,/το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από το αλάτι και το φως,/ τα κούφια βράχια, ο αδυσώπητος ήλιος […] απέραντη, αρυτίδωτη, πηχτή σιγή».

Αυτοί είναι στίχοι της πρώτης στροφής του Ελπήνορα που προκαταλαμβάνουν τον αναγνώστη για τη δραματική συνέχεια.

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ

«Ανάμεσα στην πραγματικότητα και σε μένα υπάρχει ο μύθος  της πραγματικότητας όπου τα πράγματα χαίρονται την παράλογη πλευρά της ύπαρξής τους». Τ.Σ.

 

Ο Τάκης Σινόπουλος γεννήθηκε στις 17 Μαρτίου του 1917 στην Αγουλινίτσα Ηλείας, κοντά στον Πύργο. Ήταν πρωτότοκος γιος του φιλολόγου Γιώργη Σινόπουλου και της Ρούσας Βενέτας Αργυροπούλου.  Ο τόπος γέννησής του λειτούργησε καθοριστικά για τον ίδιο  και το έργο του. Το ποτάμι, δίπλα στο χωριό του, τον «διαπότισε ολόκληρο» όπως θα έγραφε  αργότερα.

Το 1920 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στον Πύργο. Για τα πρώτα χρόνια στο σχολείο έγραψε ο Τάκης Σινόπουλος:  «Το δημοτικό της φτώχειας –της λαϊκής συνοικίας – η ευλογιά – ο δάσκαλος – το ξύλο».  Παρά τις συνθήκες που περιγράφει, κατάφερε και αποφοίτησε από το 1ο γυμνάσιο Πύργου, το 1935, και κατόπιν πέρασε τις εξετάσεις για την ιατρική σχολή. Για τα φοιτητικά του χρόνια αναφέρει: «Αίσθημα επαρχιωτισμού – φτώχεια – αίσθημα κατωτερότητας – απομόνωση».

Τα χρόνια εκείνα ο κόσμος δεν ήταν καθόλου απλός, όπως σημειώνει ο ποιητής: «Οι συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας στα “Ολύμπια” με τον Μητρόπουλο, τα υπαίθρια παλιατζίδικα της οδού Ιπποκράτους και της Ασκληπιού, οι παραδόσεις του καθηγητή Τσάτσου στη Νομική Σχολή, η ταραγμένη πολιτική ατμόσφαιρα κι η σκιά του Βενιζέλου πάνω στην Ελλάδα,  ο Καρυωτάκης πού έδυε, ὁ Καβάφης πού μεσουρανούσε, η γενιά του ‘30 κι ο Κοσμάς Πολίτης, ο υπερρεαλισμός και τα κοινωνικά προβλήματα. […] Ο κόσμος δεν ήταν καθόλου απλός».

Στις 10 Ιανουαρίου του 1941, ο Τάκης Σινόπουλος βρίσκεται στρατευμένος, και ως λοχίας υγειονομικού τοποθετείται να υπηρετήσει στο 6ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Λουτρακίου. Μετά την κατάρρευση του μετώπου, επιστρέφει στην Αθήνα, και προσπαθεί να βρει την υπομονή και την θέληση να μελετήσει για τις διπλωματικές του εξετάσεις. Δεν τα καταφέρνει ωστόσο – πώς άλλωστε με την πείνα να του σχίζει τα σωθικά – και το Φθινόπωρο, τελικά εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια για μελέτη και επιστρέφει στον Πύργο, καθώς η πείνα πια δεν αντέχεται.  Εκεί, συλλαμβάνεται από τις Ιταλικές αρχές κατοχής, το Καλοκαίρι του 1942, και φυλακίζεται ως αντιστασιακός για 40 μέρες, στις φυλακές Δροσοπούλου. Αθωώνεται όμως στο στρατοδικείο που ακολούθησε στην Τρίπολη.

O ίδιος μάλλον δεν ένιωθε αντιστασιακός, ασχέτως αν τελικά υπήρξε ή όχι, κι αυτό φαίνεται  μέσα από τα γραπτά του: «Στην Κατοχή λουφάξαμε» θα έγραφε αργότερα, και θα συμπλήρωνε, πως η μόνη πράξη αντίστασης που έκανε στην ζωή του, ήταν κατά την επιβολή της δικτατορίας το 1967, όταν παραιτήθηκε από την Κρατική Ραδιοφωνία, όπου μόλις επί ένα χρόνο, έκανε μια εκπομπή αφιερωμένη στην ποίηση.

«Είμαι ένας άνθρωπος που έρχεται συνεχώς από τον Πύργο», δήλωνε πάντα εμφατικά ο Σινόπουλος.

Σε ένα κείμενο του ο ποιητής, φίλος και συμπατριώτης του Σινόπουλου, Γιώργης Παυλόπουλος με τίτλο Με τον Τάκη Σινόπουλο 1941-1951 αναφέρει μεταξύ άλλων: «Ο Τάκης έγραψε ένα ποίημα με αφορμή ένα όνειρο που του αφηγήθηκα (Ενύπνιον Γ.Π.)»:

 

Και τότε φύγαμε απ’ το Σούνιο ταξιδεύοντας

για την επιστροφή μ’ ένα σπασμένο αμάξι. Δέντρα

κούφια αρμενίζανε στη μνήμη. Η ανώνυμη γυναίκα

βυθίζοντας το πρόσωπο στην καταχνιά σα να ’τανε

γυμνή. Μια εφημερίδα σκέπαζε τη μαύρη της κοιλιά

ζεστό φεγγάρι αναθυμήθηκα το Νάρκισσο

τόσον καιρό πνιγμένο στ’ ανοιχτά μες στα χορτάρια του πελάγου

τα κόκαλά του ασπρίσανε. Κι ήρθε την τελευταία φορά

στην απανθρακωμένη Λάρισα μ’ ένα χωμάτινο

βαρύ λυχνάρι κι όλη η κάμαρη φωτίστηκε άξαφνα

κι είδαμε στο κορμί του την πληγή.

 

Και ο Παυλόπουλος αναφέρει ακόμα πως ο Καχτίτσης έγραψε το αριστουργηματικό διήγημά του Το Ενύπνιο πάνω σ’ ένα άλλο όνειρο που του αφηγήθηκε και «το αφιέρωσε επίτηδες στον Τάκη».

«Στο πεζογράφημά του Καχτίτση Ποιοι οι φίλοι αναγνωρίζονται νομίζω έντονα οι φιγούρες μας εκείνου του καιρού [Σινόπουλου, Καχτίτση, Σωκράτη Καψάσκη, κινηματογραφιστή και αργότερα πρώτου και βραβευμένου μεταφραστή του Οδυσσέα του Τζόυς και του ίδιου του Παυλόπουλου].

Το Φθινόπωρο του 1943 βρίσκεται ξανά στην Αθήνα, μελετώντας και πάλι για τις διπλωματικές του εξετάσεις. Τον Μάρτιο του 1944 παίρνει τελικά το πτυχίο του. Ένα χρόνο αργότερα, επιστρατεύεται και πάλι και μετέχει ως γιατρός στον Εμφύλιο με τον Εθνικό στρατό. Έχοντας βρεθεί πολλές φορές στην πρώτη γραμμή, απολύεται τελικά την Άνοιξη του 1949.

«Την άλλη μέρα το πρωί χτυπήθηκε άσχημα ένας λοχαγός από νάρκη. Πήγα τρέχοντας στο ναρκοπέδιο (κινδύνεψα να σκοτωθώ κι εγώ), τον έδεσα πρόχειρα. Ησύχασε μωρέ Θωμά. Τι κάνεις έτσι, βρε να μη σε πω, του λέω. Είχα ένα βρώμικο μαντήλι και του σφούγγισα το πρόσωπο γεμάτο ιδρώτα, όπως τον σήκωναν με το φορείο».

Ο Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος, πεζογράφος και στρατιωτικός γιατρός πύργιος επίσης, δεκατρία χρόνια νεότερος από τον Σινόπουλο πρωτάκουσε γι αυτόν το 1943 όταν διάβασε σε περιοδικό του Πύργου που εξέδιδε ο Τάκης Δόξας, όπως ο ίδιος θυμάται, ένα δοκίμιό του «με τον μυθικό τότε, τίτλο: Σκέψεις για την ποίηση του Σεφέρη». Αργότερα διάβασε τα ποιήματά του: ο Καιόμενος, η Θάλασσα Ι και Τρία δέντρα κάτω απ’ το φως:

 

Στην εποχή μας και σε περασμένες εποχές,

άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι

χειροκροτούνε.

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο

 

Ο Παπαδημητρακόπουλος πάντως γνώρισε από κοντά τον Σινόπουλο το 1970 από τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη «επισήμως, όπως λέει, στο Γαλλικό Ινστιτούτο». Κι τον περιγράφει έτσι: «Μάλλον κοντός, με πυκνό μουστάκι και κάπως μακριά μαλλιά, με κόκκινο πρόσωπο, αεικίνητα μάτια και ένα κρυμμένο χαμόγελο». Περιγράφει ακόμα και το ιατρείο του στον Περισσό:

«Το παράθυρο του ιατρείου πίσω από μια ελιά. Μπροστά από το σπίτι μια μικρή τρίγωνη πλατεία με νερατζιές. Στην χαμηλή καγκελόπορτα, μια μαύρη πινακίδα με άσπρα κεφαλαία γράμματα:

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΙΑΤΡΟΣ ΠΑΘΟΛΟΓΟΣ

ΔΕΧΕΤΑΙ…

[…] Ένας μαντρότοιχος ορίζει την αυλή από αριστερά. Σε όλο το μήκος του μαντρότοιχου μια ορθογώνια κόχη είναι γεμάτη πέτρες και ρίζες φυτών, φερμένες από ποτάμια και ακρογιαλιές.

 

Ο τοίχος ανασαίνει, η πέτρα έχει σκιά.

Στη μέση της αυλής ένα στρογγυλό τραπεζάκι, από

μωσαϊκό. Αυτό περίπου το σκηνικό .

Τι μας περίσσεψε από το σκηνικό;

[…]Στο γραφείο του κυρίως σπιτιού πλάι στην τριγωνική πλατεία με τις νερατζιές, εισχωρούν ήδη οι φωνές των ενυπνίων. Σιγά σιγά ο Σινόπουλος αρχίζει να δέχεται τους προσωπικούς του ίσκιους».

 

Το 1951, ο Τάκης Σινόπουλος ζει στον Περισσό, στην οδό Κολοκοτρώνη (σήμερα οδός Σινόπουλου), σε μια κατ’ εξοχήν προσφυγική περιοχή. Εργάζεται ως γιατρός στο Ι.Κ.Α αλλά και ως ελεύθερος επαγγελματίας σε εξωτερικό ιατρείο. Ωστόσο η ιατρική δεν του στερεί το μεράκι, την θέληση κι αυτή την έντονη εσωτερική ανάγκη να γράψει ποίηση, που τον κατέκλυζε από την νεότητά του. Γράφει για εκείνη την εποχή: «Ο κόσμος δεν ήταν το ότι έχω αυτό ή εκείνο και πάρε αυτό το φάρμακο και φύγε. Το ιατρείο το ’παίρναν και για εξομολογητήριο».

 

Το 1951 είναι και η χρονιά που κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο «Μεταίχμιο», σε λίγα αντίτυπα και ιδιωτική έκδοση. Πρόκειται για μια συλλογή ποιημάτων που γράφτηκε από το 1944 ως το 1950, αφιερωμένη στον αδερφό του, Παύλο. Το πρώτο του βιβλίο δημιουργεί αμέσως άριστες εντυπώσεις στον κύκλο των λογοτεχνών και γράφονται εξαιρετικές κριτικές από μεγάλους ποιητές όπως ο Νικηφόρος Βρεττάκος και ο Κλέων Παράσχος, μεταξύ άλλων. Ο τελευταίος γράφει στην κριτική του: «Παρά τις επιρροές ο κ. Σινόπουλος εκφράζει δικά του οράματα, δικές του πείρες, χρησιμοποιεί δικά του σύμβολα, στα ποιήματά του ακούμε τη δική του φωνή».

 

Έγραψε τις συλλογές: Μεταίχμιο (1951), Άσματα (1953), Η γνωριμία με τον Μαξ (1956), Η νύχτα και η αντίστιξη (1959), Μεταίχμιο Β΄ (1957), Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου (1961), Η ποίηση της ποίησης (1964), Νεκρόδειπνος (1970), Πέτρες (1972), Το χρονικό (1975), Ο χάρτης (1977), Νυχτολόγιο (1978), Το γκρίζο φως (1982), Ποιήματα για την Άννα (1999), και κυκλοφόρησαν επίσης: Συλλογή Ι 1951-1964 (1976) και Συλλογή ΙΙ 1965-1980 (1980), όπου είναι συγκεντρωμένες οι παραπάνω ποιητικές συλλογές. Για το έργo του Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου, τιμήθηκε το 1961, με το κρατικό βραβείο ποίησης.

«Ας αφήσουμε τα λόγια. Γνώση του ποταμιού σημαίνει να ‘σαι μέσα στο ποτάμι».

 

Η δίψα και η ανάγκη για αυτογνωσία είναι έντονες στην ποίηση του Σινόπουλου, όπως και η μελαγχολία, παρόλο που στους στίχους του συναντάμε πολύ συχνά την λέξη «φως». Οι εικόνες που δημιουργούνται στον νου διαβάζοντας, είναι έντονες, άλλοτε στατικές, άλλοτε σε αργή κίνηση, ή σε όποια κίνηση, θυμίζουν πλάνα κινηματογράφου. Οι λέξεις είναι προσεκτικά διαλεγμένες, έτσι όπως διαλέγονται τα ψήγματα χρυσού στην άμμο.

H ποίησή του χαρακτηρίζεται από έναν, επιγραμματικό λυρισμό. Ο εμφύλιος, αυτό το συγκλονιστικό βίωμα του ποιητή, διατρέχει σχεδόν όλη του την ποίηση. Ο Τάκης Σινόπουλος μας έχει αφήσει σπουδαίο έργο. Υπήρξε σπουδαίος ποιητής και η αξία του έργου του είναι τεράστια. Μάλιστα, μεγάλο μέρος της βιβλιοθήκης του το είχε δωρίσει ο ίδιος, στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

 

εγώ που ξέρω αυτά τ’ αμετακίνητα βουνά

 

που ξέρω τι θα πει η φωνή ν’ ανασηκώνει τα βουνά

 

ανακαλύπτοντας την αλυσίδα των βουνών την αλυσίδα της σιωπής

 

την αλυσίδα του έργου που ετοιμάζεται

 

πέρα μακριά από τούτα τα βουνά

 

μες στη σιωπή

 

σ’ άλλα βουνά που καίνε

 

εγώ μονάχος ο επιζών

 

ο μάρτυρας εγώ

 

τη νύχτα τούτη μαρτυρώ

 

που κατεβαίνει.

Ο Τάκης Σινόπουλος άφησε την τελευταία του πνοή, στην πατρίδα του τον Πύργο, που τόσο πολύ αγάπησε, την παραμονή του Πάσχα του 1981 (25 Απριλίου).

Η σύζυγός του  Μαρία Ντότα, το 1995 δώρισε το σπίτι που έμεναν, στον Περισσό με σκοπό την στέγαση του ιδρύματος «Τάκης Σινόπουλος», σκοπός που επιτεύχθηκε. Η προτομή του ποιητή βρίσκεται στην πλατεία, έξω από το σπίτι του, στην οδό Τάκη Σινόπουλου.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: τα βιογραφικά τα άντλησα από τον ιστότοπο MAXMAG, 25 Απριλίου 2021, Φιλιώ Μόρφη, τις αναφορές των Παυλόπουλου και Παπαδημητρακόπουλου από το αφιέρωμα στον Σινόπουλο του περιοδικού Εποπτεία, τχ 51, 11/1980 και τα του Ελπήνορα από το Μεταμορφώσεις του Ελπήνορα του Γ.Π. Σαββίδη, από τον Πάουντ στον Σινόπουλο, Νεφέλη 1990-

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.