You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Βίνφρηντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ,  ένας συγγραφέας της μνήμης και της απώλειας

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Βίνφρηντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ, ένας συγγραφέας της μνήμης και της απώλειας

 

Πόσο πίσω χρειάζεται να γυρίσει

κανείς για να βρει την αρχή

Β. Γκ. Ζ.

 

 

Είναι πια γεγονός ότι ζούμε σε μια εποχή που θέλει να ξεχάσει οτιδήποτε είναι δυσάρεστο, φρικτό, αδιανόητο. Ένα από αυτά είναι το Ολοκαύτωμα, επειδή η ανάμνησή του επισύρει τύψεις κι ενοχές. Έτσι φτάσαμε στην αμφισβήτησή του ακόμα και στην άρνηση του, και μοιραία στην προσπάθεια  απάλειψής του από το συλλογικό ασυνείδητο, όσο αυτό είναι κατορθωτό. Ξεχνώντας το όμως είναι σαν να καταδικάζουμε τις νεώτερες γενιές, που χρονικά είναι απομακρυσμένες από το γεγονός, στην άγνοια.

Βεβαίως η βιβλιογραφία είτε ιστορική είτε κοινωνιολογική ή λογοτεχνική γύρω από αυτό είναι τεράστια. Αλλά όσο επίμονη και να είναι η υπενθύμιση της γενοκτονίας, άλλο τόσο μεγάλη είναι η τάση να μην ασχολείται κανείς με θέματα δυσάρεστα.

Εδώ έρχεται ο Μαξ Ζέμπαλντ, αυτός ο σπουδαίος νοτιογερμανός συγγραφέας ο οποίος δεν είναι βέβαια συγγραφέας της τρομερής γενοκτονίας, αφού πουθενά δεν αναφέρεται άμεσα στο γεγονός, αλλά υπερασπίζεται τη μνήμη και τη διατήρησή της. Προσεγγίζει το θέμα της αδιανόητης ολοκληρωτικής καταστροφής ‘εκ του πλαγίου’ συνδέοντας κομμάτια της ιστορίας των ανθρώπων που βρίσκονται σε οριακές καταστάσεις όπως έφτιαχνε παιδί τα παιχνίδια του χρησιμοποιώντας ετερόκλητα, πολλές φορές, υλικά.

PARIS;FRANCE – SEPTEMBER 08: German author Winfried George Maximilian Sebald (1944-2001) poses while in Paris,France to promote his book on the 8th of September 1999. (Photo by Ulf Andersen/Getty Images)

 

 

Ας δούμε πώς βλέπει τα πράγματα ο ίδιος ο συγγραφέας:

«ο κόσμος αδειάζει […] καθώς κανένας δεν ακούει, δεν ζωγραφίζει και δεν διηγείται τις ιστορίες που μένουν πάνω σε αμέτρητους τόπους και αντικείμενα, που από μόνα τους δεν έχουν τη δυνατότητα της μνήμης». Δηλαδή μιλά ο συγγραφέας αυτός με τα έργα του επίμονα και εμφατικά για λογαριασμό αυτών που δεν μπορούν – δεν έχουν τη δυνατότητα – να μιλήσουν είτε επειδή είναι νεκροί, είτε κουβαλούν τη μοίρα και την ενοχή του επιζώντος.

Ο  Ζέμπαλντ παίρνει τις ιστορίες τους τις επεξεργάζεται και φτιάχνει τις μυθοπλασίες ή τις δοκιμές του. Οι οποίες δεν είναι αφηγήσεις μελοδραματικές ή φτηνά συγκινησιακές. Μ’ ένα τρόπο ριζοσπαστικό, κληρονομημένο από τον μέντορά του Τόμας Μπέρνχαρντ, φτιάχνει ένα ύφος κάπως ψυχρό αλλά ταυτόχρονα τρυφερό που παράγει εντέλει αληθινή συγκίνηση. Ένα ύφος ελεγειακό αλλά και αποστασιοποιημένο σαν αυτό που συναντάμε σε έργα του Μπέκετ ή του Ναμπόκωφ. Ο τελευταίος κυκλοφορεί με μια απόχη κυνηγώντας σαν λεπιδοπτερολόγος που ήταν, πεταλούδες, οι οποίες παραπέμπουν συμβολικά στις ψυχές. Επίσης στους μεταμοντέρνους καιρούς μας ο Ζέμπαλντ αποφεύγει την αυτοαναφορικότητα, την διακειμενικότητα και γενικότερα την εσωστρέφεια και την ομφαλοσκόπηση.

«Αν θεωρήσουμε τη γλώσσα μια παλιά πόλη, με ένα λαβύρινθο από στενάκια και πλατείες, με συνοικίες που φτάνουν βαθιά πίσω στο χρόνο, με γκρεμισμένες, αναβαθμισμένες και ξαναχτισμένες γειτονιές και πιο απομακρυσμένα προάστια που όλο και εξαπλώνονται στα περίχωρα, τότε εγώ έμοιαζα με άνθρωπο που λόγω μιας μακρόχρονης απουσίας δεν μπορεί πια να βρει το δρόμο του σ’ αυτό το συνονθύλευμα, δεν ξέρει πια σε τι χρησιμεύει μια στάση λεωφορείου, τι είναι ακάλυπτος, διασταύρωση, λεωφόρος ή γέφυρα. Ολόκληρο το οικοδόμημα της γλώσσας, η συντακτική διάταξη των επιμέρους τμημάτων, η στίξη, οι σύνδεσμοι, ακόμα και τα ονόματα συνηθισμένων πραγμάτων, όλα ήταν τυλιγμένα σε μια αδιαπέραστη ομίχλη. […] Πίστευα διαρκώς ότι μια φράση είναι κάτι που υποθετικά μόνο έχει νήμα, στην καλύτερη περίπτωση προσωρινό, κάτι σαν απόφυση της ασχετοσύνης μας, με το οποίο, όπως μερικά φυτά και ζώα της θάλασσας με τα πλοκάμια τους, ψηλαφούμε το σκοτάδι που μας περιβάλλει», λέει στο μυθιστόρημά του

Austerlitz [μτφρ. Ι. Μεϊτάνη, Άγρα. 2000].

«Ο ελικοειδής και υπνωτιστικός μακροπερίοδος λόγος του», γράφει στην εισαγωγή της η Λυν Σάρον Σβαρτς στο βιβλίο Η Ανάδυση της μνήμης που περιέχει συνεντεύξεις του Ζέμπαλντ και τρία δοκίμια για το έργο του, «αποτελεί υπόδειγμα  της σύγχρονης ευαισθησίας, τόσο στον άκρατο ενθουσιασμό της όσο και στη ραθυμίας της. Οι ονειρικές αφηγήσεις του, δαιδαλώδεις πλην όμως ακριβείς απηχούν τις τραυματικές εμπειρίες που μας κληροδοτήθηκαν» αφού «η ιστορία του πολιτισμού μας απαρτίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου  από συμφορές», όπως υπογραμμίζει ο Ζέμπαλντ στο βιβλίο του Οι δακτύλιοι του Κρόνου [μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης, Αγρα, 2009].

Ας δούμε όμως για ποιον μιλάμε:

 

Ο W.G. SEBALD γεννήθηκε στις 18 Μαΐου του 1944 στο Βέρταχ του Άλλγκοϋ, στους πρόποδες των Άλπεων, στη νοτιοδυτική Βαυαρία. Ο πατέρας του υπηρέτησε στον χιτλερικό στρατό, διετέλεσε υπό γαλλική αιχμαλωσία, ενώ στη δεκαετία του ’50 κατατάχτηκε στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, απ’ όπου αποστρατεύτηκε το 1971 με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη.

To 1948 η οικογένεια μετακόμισε στην κοντινή κωμόπολη Ζόντχοφεν. Αποφοιτώντας από το Γυμνάσιο, το 1963, ο νεαρός Μάξ -όπως προτιμούσε να τον φωνάζουν- σπούδασε Γερμανική Φιλολογία στο Φράιμπουργκ. Φοίτησε, επίσης, στο Πανεπιστήμιο της πόλης Φριμπούρ, στη γαλλόφωνη Ελβετία, και στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, απ’ όπου αποφοίτησε το 1968 με τη διπλωματική του πάνω στο έργο του Carl Sternheim (1878-1942).

Από το 1966 έως το 1968 υπήρξε επιμελητής στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Από το 1970 εγκαταστάθηκε στο Νόριτς της Ανατολικής Αγγλίας, διδάσκοντας σύγχρονη γερμανική λογοτεχνία στο εκεί Πανεπιστήμιο. Το 1973 κατέθεσε τη διδακτορική του διατριβή με τίτλο Ο μύθος της καταστροφής στο έργο του Ντέμπλιν. To 1986, με την εργασία του Η περιγραφή της καταστροφής : Η αυστριακή λογοτεχνία από τον Στίφτερ στον Χάντκε, αναγορεύτηκε καθηγητής του Πανεπιστημίου του Αμβούργου. Το 1988 ανέλαβε την έδρα Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας, ενώ το 1989 ίδρυσε το Βρετανικό Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης. Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας βρήκε τραγικό θάνατο στις 14 Δεκεμβρίου 2001, όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε συγκρούστηκε με φορτηγό.

Ήδη, προτού γίνει γνωστός στο γερμανικό αναγνωστικό κοινό, το λογοτεχνικό του έργο είχε αποκτήσει τεράστια απήχηση στις ΗΠΑ, την Αγγλία και τη Γαλλία, ενώ αξιόλογο υπήρξε και το κριτικό του έργο πάνω στη γερμανόφωνη λογοτεχνία καθώς και πάνω στο σύγχρονο γερμανικό θέατρο.

Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες, ενώ ο ίδιος έχει τιμηθεί με το λογοτεχνικό βραβείο του Βερολίνου (1994) και της Βρέμης (2002), το βραβείο Heinrich Böll (1997), το βραβείο Heinrich Heine (2000), κ.ά. Επίσης υπήρξε υποψήφιος για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας (1996).

Τα σημαντικότερα έργα του είναι: Εκ του φυσικού (Nach der Natur, 1988), Οι ξεριζωμένοι (Die Ausgewanderten, 1992), Οι δακτύλιοι του Κρόνου (Die Ringe des Saturn, 1998), Άουστερλιτς (2001), Campo Santo (2003), κ.ά.

«Το έσχατο μυθιστόρημα του W. G. Sebald, αφηγείται την ιστορία του Ζακ Άουστερλιτς, ενός άντρα που όταν ήταν παιδί στερήθηκε πατρίδα, γλώσσα και όνομα, και που τώρα δεν μπορεί να αισθανθεί οικεία πουθενά στον κόσμο και αναζητά απεγνωσμένα την ταυτότητα της καταγωγής του», αντιγράφω από το οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης. Όταν συναντιέται με τον αφηγητή ο τελευταίος γοητεύεται από αυτόν και κάνει μια μακροχρόνια σχέση μαζί του. Έτσι ξετυλίγεται η ιστορία του μοναχικού Αούστερλιτς που περιηγείται τον κόσμο.

Ο Ζέμπαλντ έχει αρκετά κοινά με τον ήρωά του, ωστόσο γνωρίζει από πού κατάγεται, αποστρέφεται την στρατιωτική εμπλοκή του πατέρα του με τον εθνικοσοσιαλισμό και αντιμετωπίζει τη συνομωσία σιωπής που επικρατεί στην πατρίδα του από τους συμπατριώτες του και αυτοεξορίζεται.

Μπορεί βέβαια ο Ζέμπαλντ να μην έχει στην πραγματικότητα πρόβλημα ταυτότητας αφού γνωρίζει τους γεννήτορές του και τη γενέτειρά του. Εκείνο όμως που δεν γνωρίζει είναι σε τι κόσμο γεννήθηκε και ποιο είναι το αδιανόητο σκηνικό που έχει στηθεί γύρω του. Εκεί τον περιμένει μια θηλιά έτοιμη να τον πνίξει, αν δεν αντιδράσει.

Λέει για όσους λίγο ως πολύ συμβιβάστηκαν με το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς και κάποτε ονειρεύτηκαν πως θα γίνουν κυρίαρχοι του κόσμου (σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνει και τον ογδονταπεντάχρονο τότε πατέρα του): «Όσοι έχουν συνείδηση πεθαίνουν νωρίς… Αντίθετα οι υποστηρικτές του φασισμού ζουν για πάντα».

Στους Ξεριζωμένους διαβάζουμε τέσσερεις διαδοχικές ιστορίες ισάριθμων εμιγκρέδων, εκ των οποίων οι τρεις είναι Εβραίοι. Και σ’ αυτό το υβριδικό βιβλίο, κάτι μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκουμέντου, χρησιμοποιεί παλιές, θολές, μαυρόασπρες φωτογραφίες, εν πολλοίς αυθεντικές που θεωρεί πως νομιμοποιούν την αυθεντικότητα της διήγησής του.

Ο Ζέμπαλντ και σαν συγγραφέας και σαν άνθρωπος είναι χωμένος στην οδύνη του παρελθόντος και δεν τον ενδιαφέρει η ελπίδα ενός κάποιου μέλλοντος.

Γι αυτό και μένει μακριά από την τεχνολογία. Δεν είχε στο γραφείο του υπολογιστή, fax και δεν χρησιμοποιούσε κινητό.

 

«Όπως το σώμα και οι πόθοι μας, έτσι και οι μηχανές που έχει εφεύρει ο ανθρώπινος νους διαθέτουν εξίσου μια βραδυφλεγή καρδιά. Από τις απαρχές του κόσμου, ο τεχνολογικός πολιτισμός δεν ήταν παρά μια σπίθα που δυνάμωνε ώρα με την ώρα, δίχως κανείς να γνωρίζει μέχρι τίνος σημείου θα πυρακτωθεί και πότε θα αργοκυλήσει ξανά στο σκοτάδι».

 

(Οι δακτύλιοι του Κρόνου: Μακρά οδοιπορία στην Αγγλία).

 

Τη στιγμή που σε ηλικία πέντε μόλις ετών είδε τη φωτογραφία ενός νεαρού άντρα νεκρού πεσμένου ανάσκελα με άδεια μάτια ένιωσε, ανακαλώντας την αργότερα, ότι από κει ξεκίνησαν όλα. Ίσως λοιπόν οι ιστορίες του να μην είναι τίποτα άλλο παρά μια εμμονική μελέτη θανάτου.

«Με δυσκολία έρχονται πράγματι στο φως

τα φτερωτά σπονδυλωτά της προϊστορίας.

έγκλειστα ανάμεσα στις πλάκες του σχιστόλιθου», λέει στο μοναδικό αυτοβιογραφικό ποιητικό βιβλίο του Εκ του φυσικού [μτφρ. Γ.Καλιφατίδη, Άγρα 2009]

 

 

Σημείωση: βασική πηγή του κειμένου αποτέλεσε το Ανάδυση της μνήμης, ΣΥΖΗΤΏΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ W.G. SEBALD, συνεντεύξεις και δοκίμια, μτφρ. Βασίλης Δουβίτσας, ΆΓΡΑ, 2014

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.