You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ζωρζ Ρουώ – Λεόν Μπλουά. Οι ομοιοπαθείς

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ζωρζ Ρουώ – Λεόν Μπλουά. Οι ομοιοπαθείς

Ο ΡΟΥΩ, Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ, Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ

 

Σε όλη τη μακρόχρονη εικαστική του διαδρομή ο Ζωρζ Ρουώ υπήρξε άνθρωπος απλός, αφελής, αθώος, θα ‘λεγε κανείς, συναισθηματικός, μοραλίστας και βαθειά θρησκευόμενος. Υπήρξε από τους πιο πιστούς και αφοσιωμένους μαθητές του μεγάλου συμβολιστή – αγαπημένου ζωγράφου του Μπρετόν – Γκυστάβ Μορώ [1826-1898], ο οποίος δίδαξε στην Ecole des Beaux- Arts στο Παρίσι και σημάδεψε εκτός από την τέχνη του Ρουώ και την τέχνη των ομότεχνών του: Ματίς, Ντεραίν, Μαρκέ, αν και άφηνε ανοιχτό το δρόμο για να αναπτύξει ο καθένας το δικό του στυλ. Ο Ρουώ δε θέλησε να βγει από τη σκιά του δασκάλου. Αργότερα απομακρύνθηκε από την επιρροή του δημιουργώντας μια πούρα θρησκευτική τέχνη σε ύφος εξπρεσιονιστικό, αλλά με μια πολύ προσωπική γραμμή.

Μέσα στη «ματωμένη λάσπη», όπως σημειώνει ο Ελί Φωρ, των ζωγραφικών έργων του έφτιαξε ένα σκοτεινό, αλλόκοτο, τραγικό κόσμο, στον οποίο κυριαρχεί η θλίψη, η φρίκη και ο παροξυσμός. Ήταν παθιασμένος άνθρωπος και ιδεολογικά προσανατολισμένος σ’ αυτό που θα λέγαμε καθολικό υπαρξισμό. Μια εποχή μάλιστα ο Γιόρις – Καρλ Υσμάν – συγγραφέας του περιώνυμου Αντίστροφα [1884] και του σατανιστικού La Bas [1891] – προσπάθησε να τον πείσει να μπει σε μοναστήρι. Τον έπεισε τελικά, δε χρειαζόταν και μεγάλη προσπάθεια, αλλά πολύ γρήγορα μετάνιωσε και γύρισε στον καλλιτεχνικό κοσμικό του βίο.

FRANCE – 1938: Georges Rouault (1871-1958), French painter and engraver. Paris, on 1938. (Photo by Lipnitzki/Roger Viollet/Getty Images)

 

Φίλοι του ήταν εκτός από τους ομότεχνούς του: Ματίς, Ντεραίν, Χάουσμαν, Βλαμένκ, Μαρκέ και ο φιλόσοφος Μαριταίν, οι συγγραφείς Πωλ Κλωντέλ, Ζωρζ Μπερνανός και Λεόν Μπλουά.

Ο Τζούλιο Κάρλο Αργκάν στο περίφημο έργο του Μοντέρνα Τέχνη υποστηρίζει πως ο Ρουώ ήταν «ο μοναδικός καλλιτέχνης με θρησκευτική έμπνευση σ’ ολόκληρη τη Γαλλία».

 

Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΡΟΥΩ

 

Ανήκε στο ρεύμα της ρωμαιοκαθολικής κουλτούρας που έλκυε την καταγωγή από ένα συνδυασμό διανοητικής έρευνας και θρησκευτικής έντασης που προερχόταν από τον πολύ Μπλαιζ Πασκάλ. Αντιπαρατάχθηκε  στο θετικισμό στον οποίο άσκησε σφοδρή πολεμική.

Η ζωγραφική του Ρουώ έχει κοινωνικά ελατήρια, αλλά είναι πολιτικά αντιδραστική, αφού οι ρωμαιοκαθολικοί διανοούμενοι συμπορεύθηκαν με τη δεξιά – από τον  Μπερνανός κατά τη νεανική του ηλικία, τον Μωράς, τον Κλωντέλ έως και τους Μωρίς Μπλανσό και Ζωρζ Μπατάιγ τη φοβερή εποχή του μεσοπολέμου.

Έβλεπε, άλλωστε, πως το προλεταριάτο δεν διαμαρτυρόταν ενάντια σ’ αυτούς που το καταπίεζαν, και δεν αναζητούσε  καλύτερες συνθήκες ζωής όντας καθηλωμένο σε μια μοιρολατρική κατάσταση, νιώθοντας πως κάθε ελπίδα ήταν μάταιη και κάθε προσπάθεια για το καλύτερο καταδικασμένη ν’ αποτύχει.

 

Ο ΛΕΟΝ ΜΠΛΟΥΑ

 

Ανάλογος ήταν κι ο κόσμος του Μπλουά: ευυπόληπτοι δολοφόνοι, γενναιόδωροι τσιγκούνηδες, εμμονικοί ποιητές, εκκεντρικές προσωπικότητες, με ορισμένες εξ αυτών να φλερτάρουν συστηματικά με την παράνοια.

Ο Λεόν Μπλουά το ‘χε στο αίμα του να κάνει εχθρούς και εννοούσε να τους κρίνει, να τους επικρίνει και να τους συκοφαντεί, όπως τον Εμίλ Ζολά που τον αποκαλούσε «ηλίθιο των Πυρηναίων». Έβριζε τον Πωλ Μπουρζέ, τον Ερνέστ Ρενάν, τον Ανατόλ Φρανς, αλλά και τον Μωπασάν και μαζί τους μεμφόταν ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.

 

Είχε, ωστόσο, αρκετούς αφοσιωμένους, μάλιστα, φίλους και θαυμαστές, ενώ μνημονεύεται από συγγραφείς όπως ο Γκράχαμ Γκριν, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες και ο Τζον Ίρβινγκ. Για χρόνια ήταν γνωστός ως «αχάριστος επαίτης», καθώς είχε καταλήξει να ζει αποκλειστικά χάρη στη φιλανθρωπία των φίλων που του είχαν απομείνει.

 

 

Ο ΜΠΟΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΟΥΩ

 

«Ο Λεόν Μπλουά αντιλαμβανόταν  το σύμπαν σαν είδος θεϊκής κρυπτογραφίας, όπου κάθε ανθρώπινο ον είναι μια λέξη», λέει ο Μπόρχες. «Αρνήθηκε το κοσμικό  διάστημα, διαβεβαίωσε ότι οι αχανείς διαστάσεις του […] δεν είναι παρά προβολή της ανθρώπινης συνείδησης. Έφθασε ως το σημείο  αποφανθεί ότι  είμαστε ήδη στην κόλαση και κάθε πρόσωπο είναι ένας δαίμονας που έχει ως αποστολή να βασανίζει τον πλησίον του».

Απεχθανόταν συλλήβδην Αγγλία, Γερμανία, Βέλγιο, ΗΠΑ. Η Γαλλία αντίθετα ήταν γι αυτόν το περιούσιο έθνος κι οι άλλοι λαοί «έπρεπε ν’ αρκεσθούν να περισυλλέγουν τα ψίχουλα που έπεφταν από το πιάτο της». Υπήρξε εκτός από ρατσιστής και σωβινιστής και αντισημίτης. Επικριτής ακόμη της αστικής τάξης που τη «φόρτωσε μακάβριες αποχρώσεις» που φέρνουν στο νου «τα όνειρα του Γκόγια». Στη διάρκεια του βίου του κάλυψε όλο το χώρο από την αθεΐα έως τη φανατική πίστη μέσα, μάλιστα σε μικρό χρονικό διάστημα.

Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΠΙΣΤΗ ΚΙ Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

 

Οπαδός κι αυτός σαν τον Ρουώ της Γαλλικής Καθολικής Εκκλησίας. Κατά τ’ άλλα ήταν δεινός λιβελλογράφος, δημιουργός φανταστικών διηγημάτων, υπηρέτησε «αποτελεσματικά και με λεξική πληθωρικότητα» το λεγόμενο μαύρο χιούμορ, όσο λίγοι. Περίεργο που δεν τον συμπεριέλαβε στην Ανθολογία του Μαύρου Χιούμορ ο Μπρετόν πλάι στον Βιλιέ ντελ ιλ Αντάμ, τον Πόε, τον Λωτρεαμόν ή τον Υσμάν.

 

ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΠΛΟΥΑ

 

«Τώρα όμως ήταν ήδη πολύ αργά, κι ότι κι αν έκανε, η απαίσια αδιακρισία του δεν μπορούσε παρά να γίνει πολύ χειρότερη.

Ψάχνοντας, μέσα στη βαρεμάρα του, για μια δροσερή γωνιά – όπως οι σαρανταποδαρούσες – στο τέλος της σκυλίσιας αυτής μέρας, είχε την ιδέα, που ξέφευγε κατά πολύ από τις συνηθισμένες του εμπνεύσεις, να μπει μέσα στην παλιά εκκλησία, να κάτσει σ’ εκείνη τη σκοτεινή κόχη, πίσω από το εξομολογητήριο, και να αφεθεί σε ρεμβασμούς, κοιτάζοντας τη μεγάλη ροζέτα να θαμπώνει, καθώς έσβηνε σταδιακά το φως του ήλιου.

Μερικά λεπτά αργότερα, χωρίς να ξέρει ούτε το πώς, ούτε το γιατί, είχε γίνει ακούσιος – πιο ακούσιος δεν θα μπορούσε να ήταν – μάρτυρας μιας εξομολόγησης.

Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούσε να ακούσει καθαρά τα λόγια και σε γενικές γραμμές, στ’ αυτιά του δεν έφτανε παρά μοναχά ένα ακατάληπτο μουρμουρητό. Ο διάλογος, ωστόσο, φάνηκε προς το τέλος να αποκτά περισσότερη ζωντάνια.

Μερικές συλλαβές, εδώ κι εκεί, άρχισαν να γίνονται πιο διακριτές καθώς ξεπηδούσαν από τον θολό χείμαρρο του μετανοητικού λόγου, και ο νεαρός που, σαν από ειρωνεία της τύχης, κάθε άλλο παρά ουτιδανός ήταν, τώρα φοβόταν μήπως ακούσει κάποιες ομολογίες που, κατά τα φαινόμενα, δεν ήταν προορισμένες να φτάσουν στ’ αυτιά του.

Κι ο φόβος του αυτός έγινε ξαφνικά πραγματικότητα. Ένα βίαιος αναβρασμός φάνηκε να συντελείται. Η ασάλευτη θάλασσα άστραψε και μπουμπούνισε καθώς χωρίστηκε στα δύο, σαν από τα βάθη της αναδυόταν κάποιο τέρας, και ο ακροατής, τρέμοντας το αναπόφευκτο, άκουσε τις λέξεις αυτές να εκφέρονται σαν με παροξυσμό:

«Σας λέω, πάτερ μου, ότι έριξα δηλητήριο στο ζεστό του!»

Και μετά, τίποτα. Η γυναίκα, που το πρόσωπο της ήταν αθέατο για εκείνον, σηκώθηκε από το ευκτήριο και εξαφανίστηκε αθόρυβα στις σκιερές άκρες του ναού.

Ο ιερέας, από την άλλη, είχε μείνει στήλη άλατος ∙ πέρασαν αρκετά λεπτά προτού ανοίξει την πόρτα να φύγει, κι ο τρόπος που βάδιζε τον έκανε να μοιάζει με άνθρωπο που μόλις τον είχαν ξυλοκοπήσει με ιδιαίτερα βάναυσο τρόπο».

[απόσπασμα από το διήγημα: Το ζεστό. Σε μετάφραση Αλέξανδρου Τσαντίλα, εκδόσεις Βακχικόν, 2017, 13 Ιστορίες για Παλιοχαρακτήρες ].

 

 

Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΡΟΥΩ

 

Ο Ζώρζ Ρουώ [1871-1958] καταγόταν από οικογένεια τεχνιτών βιτρώ. Αυτήν την τέχνη διδάχθηκε κι ο ίδιος σε νεαρή ηλικία. Το 1892 έγινε ο πρώτος επιμελητής του Μουσείου Μορώ στο Παρίσι. Τότε ήταν που πέρασε μια ψυχολογική κρίση και παρ’ όλο που συνδέθηκε με τους Φωβ, δεν υιοθέτησε τα ζωηρά τους χρώματα, αλλά ζωγράφιζε κλόουν, πόρνες, περιθωριακούς τύπους, αλλά και δικαστές σε τόνους σκοτεινούς αλλά γυαλιστερούς. Τα θέματά του εξέφραζαν  την απέχθειά του για τη βία, την υποκρισία και τα πάθη, απεικονίζοντας  την ασχήμια και την παρακμή της ανθρωπότητας καταδικάζοντάς όλα αυτά με σφοδρότητα. Αρχικά η θεματολογία αυτή ενόχλησε το μεγάλο κοινό, αλλά το 1930 ήταν αυτή που του χάρισε τη διεθνή αναγνώριση.

Ο Ρουώ ως αντίβαρο στην πόρνη που συμβολίζει τη διεφθαρμένη κοινωνία φέρνει τον τραγικό πιερότο του 1904 [περιπλανώμενο κλόουν, κατά πάσα πιθανότητα, τσιγγάνο που χτυπά απελπισμένα το τύμπανό του].

Ο Χριστός του είναι μια τραγική μάσκα εμπνευσμένη από τον Γρύνεβαλντ και τον Ιερώνυμο Μπος.

Οι φιγούρες του έχουν έντονα μαύρα περιγράμματα που ορίζουν τις, πολλές φορές, μονοχρωματικές  μορφές του.  Το 1948 φιλοτέχνησε σειρά χαρακτικών με τίτλο Misere, με τη μεσιτεία του Αμβρόσιου Βολάρ, του διακεκριμένου συλλέκτη κι έμπορου τέχνης. Η συλλογή χαρακτηρίζεται από μαύρα, βαθιά μελανωμένα έργα που φέρνουν στο νου τη σκληρότητα του βίου. Πρόκειται για αριστουργήματα των γραφικών τεχνών που έχουν δουλευτεί πολλές επάλληλες φορές.

Οι πίνακές του αποτελούν στο βάθος ηθικές αλληγορίες πάνω στο θέμα της αμαρτίας και της λύτρωσης και προαναγγέλλουν την θρησκευτικότητα των έργων της ωριμότητας. Η ποιητική του είναι προσανατολισμένη  στην τραγική ανθρώπινη μοίρα και αποπνέει αυθεντική συγκίνηση, απαλλαγμένη μάλιστα από οποιοδήποτε ίχνος διανοουμενισμού. Ο Ρουώ επιθυμούσε  να εξοστρακίσει τον διανοουμενισμό και την ευλαβή ή αβλαβή ‘λίγδα’  του «για να εγκατασταθεί μια αμηχανία, μια αδρότητα και προ πάντων η βαθιά θρησκευτικότητα των βιοτεχνών του Μεσαίωνα».

Οι σχετικά πρώιμοι πίνακες των ετών 1903-1907 είναι εμπνευσμένοι από την αποκρουστική βρώμικη πλευρά της παρισινής ζωής. Πίνακες με τύπους του περιθωρίου και πόρνες π.χ. Μπροστά στον καθρέφτη [1906].

Η παλέτα του κυριαρχείται από φτωχά και σκοτεινά χρώματα και περιορισμένες χρωματικές συμφωνίες: μπλε, μαύρο, γήινα χρώματα που αναδεικνύονται με τη χρήση του γαλακτώδους λευκού, ή μιας πορτοκαλί πινελιάς.

 

 

ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ ΤΟΥ ΜΠΛΟΥΑ

 

Ο Λεόν Μπλουά [1846-1917] πεζογράφος, κριτικός, δοκιμιογράφος και ιστορικός εργάστηκε κατά διαστήματα και ως σκιτσογράφος και δημοσιογράφος και υπήρξε μέλος μιας ολιγομελούς ομάδας συγγραφέων θαυμαστών του Μπαρμπ ντ’ Ορεβιγύ, ενώ συνδέθηκε φιλικά με τους Βερλαίν, Βιλιέ ντε ιλ Ανταμ και Υσμάν.

«Η ιδιοφυία του κ. Bloy δεν είναι ούτε θρησκευτική ούτε μυστική – η ιδιοφυία του κ. Bloy είναι θεολογική και συγχρόνως κρατάει από τον Rabelais»,  έλεγε ο Ρεμύ ντε Γκουρμόν: «Τα βιβλία του μοιάζουν να έχουν γραφεί από τον άγιο Θωμά τον Ακινάτη σε συνεργασία με τον Γαργαντούα. Είναι σχολαστικά και υπέρμετρα, ευχάριστα και σκατολογικά, ειδυλλιακά και βλάσφημα. Κανένας χριστιανός δεν μπορεί να τ’ αποδεχθεί, αλλά και κανένας άθεος δεν θα αισθανθεί ευτυχής».

Το λεξικό κυρίων ονομάτων Le Petit Robert στο λήμμα που φέρει τ’ όνομά του αναφέρει ότι ο εν λόγω «έζησε […] τριγυρισμένος από μια πραγματική συνομωσία σιωπής», επειδή οι σύγχρονοί του αποσιώπησαν τις αρετές του έργου ενός δεξιοτέχνη της πρόζας. Όταν το 1947-49 πραγματοποιήθηκε η πρώτη έκδοση των 20άτομων Απάντων του τότε, τριάντα χρόνια μετά το θάνατό του, άρχισε η επανεκτίμηση του έργου του.

Τότε ανακαλύπτεται ένα ιδιόμορφου μπαρόκ ύφους έργο στο οποίο επικρατεί η υπερβολή, «ο λεκτικός πληθωρισμός, ο πυρετώδης αφηγηματικός ρυθμός» και οι αντιθέσεις με αποτέλεσμα «ο αναγνώστης να παλινδρομεί από την επιτηδευμένη έκφραση στη χυδαιολογία, από τα υψηλόφρονα συναισθήματα στην άξεστη συμπεριφορά, από τη σιωπηρή εξομολόγηση στην κραυγαλέα κοινοποίηση».

Ιδού ένα πολύ μικρό δείγμα:

«Ο Ζερμπιγιόν ήταν ένας δολοφόνος που είχε χάσει τη γαλήνη του. Ας το εξηγήσει όποιος μπορεί. Αφού διέπραξε το έγκλημά του με τον πιο άνανδρο και αχρείο τρόπο, δίχως να νιώσει καμιά ταραχή, σαν κτήνος που ήταν, οι τύψεις άρχισαν να εμφανίζονται με την άφιξη ενός έντυπου δελτάριου, με πλατύ μαύρο πλαίσιο, μέσω του οποίου όλη η βαρυπενθούσα οικογένεια τον παρακαλούσε να παρευρεθεί στην κηδεία του θύματός του.

Αυτό το τυπογραφικό αριστούργημα τον είχε τρελάνει, αποδιαρθρώσει, συγχύσει. Ξερίζωσε πολύ γερά δόντια, σφράγισε αδέξια με χρυσό άχρηστα υπολείμματα δοντιών, έπεσε με λύσσα πάνω σε ευαίσθητα ούλα, συγκλόνισε σαγόνια που είχε σεβαστεί ο χρόνος, υποβάλλοντας την πελατεία του σε πρωτοφανή μαρτύρια».

[από το αριστουργηματικό διήγημα Η φοβερή τιμωρία του οδοντογιατρού, με ήρωες έναν τυπογράφο, έναν οδοντογιατρό, έναν έμπορο ομπρελών και μία νύφη που εκδόθηκε από την Άγρα στη σειρά των φυλλαδίων το 1986, μεταφρασμένο από τον Βαγγέλη Μπιτσώρη].

ΠΑΛΙ Ο ΡΟΥΩ

 

Η ζωγραφική του Ρουώ διακρίνεται από αμφισβήτηση και από υψηλή δραματική ένταση που βρίσκει την έκφρασή της σε απελπισμένα, απαρηγόρητα πρόσωπα [όπως οι πόρνες κι οι περιθωριακοί], αλλά και σε πολλά και σημαντικά θρησκευτικά θέματα, στα οποία ο ίδιος ο Χριστός δεν αποτελεί υπόδειγμα καλοσύνης αλλά θύμα χλευασμού όπως για παράδειγμα στο έργο Χλευαζόμενος Χριστός [1932].

Στα επόμενα χρόνια, και ιδίως από το 1940 και έπειτα, αφιερώνεται στην αμιγώς θρησκευτική τέχνη. Έκανε ακόμα πολλές εικονογραφήσεις βιβλίων, κεραμικά, σχέδια για ταπετσαρίες και σχεδίασε τα βιτρώ για την εκκλησία του Ασύ. Δούλεψε ακόμα το εικαστικό μέρος των Μπαλέτων Ντιαγκίλεφ στην παράσταση Άσωτος Υιός [1929].

Υπήρξε σε όλη του τη ζωή εξαιρετικά παραγωγικός καλλιτέχνης όπως και ο Λεόν Μπλουά με τα πολύτομα Άπαντά του.

 

ΠΗΓΕΣ
-Χέρμπερτ Ρηντ κ.α., ΛΕΞΙΚΟ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ, μτφρ. Ανδρέας Πππάς, Υποδομή, 1986
-Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Λεξικό Τέχνης και καλλιτεχνών, τομ. Β’, μτφρ. Κατερίνα Φρουζάκη, Νεφέλη, 1998
-Ιστορία της Τέχνης 14ος – 20ος αιώνας, Μοτίβο εκδοτική, 2008
-H.H. ARNASON, Ιστορία της Σύγχρονης τέχνης, μτφρ. Φώτης Κοκαβέσης, Επίκεντρο, 2006
-Τζούλιο Κάρλο Αργκάν, Η Μοντέρνα Τέχνη, μτφρ. Λίνα Παπαδημήτρη, ΠΕΚ & ΑΣΚΤ, Ηράκλειο 1999, 2η έκδοση
-περιοδικό Πλανόδιον, Δεκ. 1997, αφιέρωμα  στον Leon Bloy & τις Ασεβείς Ιστορίες του, μτφρ. Βλάσης Καμάρας

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.