Μια έκθεση προσωπικών θεατρικών ιδεών, εφ’ όσον εκθέτω την εμπειρία μου και όχι «τι πρέπει να γίνεται» (προς χρήσιν παντός ενδιαφερομένου).
Οι σκηνοθετικές μου σπουδές ήταν εμπειρικές. Όπως ήταν η παράδοση του Θεάτρου Τέχνης.
Ο Κάρολος Κουν, ένας καθηγητής αγγλικών, ξεκινάει να κάνει θέατρο με τους μαθητές του, δημιουργώντας μικρά θεατρικά σκετς, πρακτικές εφαρμογές για τα μαθήματα των αγγλικών. Η θεατροποίηση είναι χρηστική. Ακολουθεί η σκηνοθεσία παραστάσεων στον θεατρικό όμιλο του σχολείου. Δεν κάνει ποτέ πανεπιστημιακές θεατρικές σπουδές. Μόνο μερικά μαθήματα αισθητικής στη Σορβόνη. Σ’ αυτές τις μαθητικές παραστάσεις φαίνεται η κλίση του και η αποτελεσματικότητα του στη σκηνοθετική σύλληψη κι έτσι ενθαρρύνεται από φίλους, να ασχοληθεί επαγγελματικά με το θέατρο. Βεβαίως υπάρχει και στον ίδιο η προδιάθεση και το θέατρο είναι, όπως αποδείχτηκε, μοναδικός δρόμος της καλλιτεχνικής του έκφρασης.
Το 1933, δημιουργείται η Λαϊκή Σκηνή. Ο Κουν είναι ο σκηνοθέτης και ο Τσαρούχης σκηνογράφος της. Καλεί νέους μαθητές, για να εκπαιδευτούν και να συγκροτήσουν τον θίασο. Η Λαϊκή Σκηνή ντύνει με λινάτσες τους βασιλιάδες, ταράζει τα νερά του θεάτρου και μετά από τρία χρόνια διαλύεται. Ο Κουν περνά για λίγο στο επαγγελματικό θέατρο σκηνοθετώντας, νεαρότατος, καταξιωμένες πρωταγωνίστριες.
Το 1942, στα 34 του, δημιουργεί το Θέατρο Τέχνης, πάλι ξεκινώντας με την εκπαίδευση των νέων ηθοποιών του θιάσου, με βάση τη μέθοδο του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας και κάποιες αρχές από τον Βαχτάγκωφ, που διαβάζει σε γαλλικά περιοδικά. Πάλι δεν υπάρχει μια πανεπιστημιακή συστηματικότητα. Διά της σκηνικής εμπειρίας κατακτά την τέχνη της σκηνοθεσίας. Οι ανάγκες και οι απαιτήσεις των θεατρικών έργων υπαγορεύουν σκηνικές λύσεις. Η εμπειρία γίνεται σιγά σιγά μέθοδος, διά του πειράματος, της δοκιμής και της εφαρμογής.
Το 1949, το Θέατρο Τέχνης αναστέλλει τη λειτουργία του, ο Κουν σκηνοθετεί στο Εθνικό και στο ελεύθερο θέατρο μέχρι το 1952 και μετά από ένα ταξείδι ολίγων μηνών στις ΗΠΑ, όπου ενημερώνεται για τις νέες τάσεις του αμερικανικού θεάτρου, αρχίζει να ετοιμάζει το Υπόγειο, πάλι με τον Γιάννη Τσαρούχη και τους νέους μαθητές του. Η πρώτη παράσταση στο Υπόγειο είναι επίδειξη των μαθητών της σχολής με τη Μικρή μας Πόλη, την άνοιξη του 1954.
Η Μέθοδος του Καρόλου Κουν δεν προϋπάρχει· διαμορφώνεται διά της εμπειρίας και της έρευνας και θα συνεχίσει έτσι εις το διηνεκές. Αυτή η διαδικασία γίνεται πια η σκηνοθετική μέθοδος του Θεάτρου Τέχνης. Οι μελλοντικοί σκηνοθέτες του Θεάτρου Τέχνης εκπαιδεύονται μέσα στο Θέατρο Τέχνης. Είναι ηθοποιοί, οι οποίοι, κατά τον Κουν, έχουν τις προδιαγραφές, για να περάσουν στη σκηνοθεσία. Το πρώτο στάδιο είναι να τους βάλει να διδάξουν στη Σχολή. Η σκηνοθεσία, κατά τον Κουν, προϋποθέτει τη διδασκαλία του ηθοποιού. Όπως ο ίδιος, είναι κι αυτοί αυτοδίδακτοι, με την επίβλεψη του δασκάλου.
Η μέθοδος αυτή συνεχίζεται από τους μαθητές και από τους μαθητές των μαθητών. Όμως αυτή η διαδικασία δεν είναι καινοφανής. Είναι η θεατρική πρακτική της ιστορίας του θεάτρου. Η πρακτική διδασκαλία όλων των τεχνών. Η Τέχνη διδάσκεται από τους μαστόρους στους παραγιούς. Στο θέατρο η ειδικότητα του σκηνοθέτη εμφανίστηκε συστηματικά στα τέλη του 19ου αιώνα, αν δεν κάνω λάθος. Μέχρι τότε ο θιασάρχης, ο πρωταγωνιστής του μπουλουκιού, ή ο συγγραφέας λειτουργεί ως σκηνοθέτης.
Η πρώτη γενιά σκηνοθετών του Θεάτρου Τέχνης -μετά τον Κουν- είναι ο Δημήτρης Χατζημάρκος, απόφοιτος της σχολής το 1946 και ο Γιώργος Λαζάνης, απόφοιτος του 1954. Η πρώτη τους σκηνοθεσία είναι το 1967. Ακολουθούν ο Μίμης Κουγιουμτζής (απόφοιτος του 1959, σκηνοθετεί το 1977) και αργότερα ο Γιώργος Αρμένης (απόφοιτος του 1971, σκηνοθετεί το 1986). Πριν αναλάβουν σκηνοθεσία διδάσκουν πολλά χρόνια στη Σχολή.
Ο Λαζάνης συνεχίζει την παράδοση, αναθέτοντας σκηνοθεσία σε εμένα και στον Παντελή Παπαδόπουλο, το 1992-1993. Έντεκα χρόνια μετά την αποφοίτηση μου από τη σχολή. Παράλληλα, συνεχίζω να είμαι βοηθός του σε πολλές παραστάσεις.
Από τα χρόνια της σχολής, ανεπαισθήτως νομίζω, με οδηγεί προς τη σκηνοθεσία. Παίζω, ως ηθοποιός, σε όλες σχεδόν τις παραστάσεις του, αλλά και βοηθώντας στις πρακτικές ανάγκες του ανεβάσματος. Επιμέλεια σκηνικών και αποθηκών, κάνω υποβολείο όταν παίζει ο ίδιος, κρατάω σημειώσεις την ώρα της πρόβας και μετά την πρόβα είμαι βοηθός στο σχεδιασμό των φωτισμών. Αμέσως μετά την αποφοίτησή μου (το 1981) με παίρνει μαζί του στη σχολή. Ο Κουν το εγκρίνει. Έτσι, η συνέχεια είναι μάλλον προδιαγεγραμμένη. Διδασκαλία στη σχολή και μετά σκηνοθεσία. Η πρακτική εφαρμογή της Μεθόδου.
Η διδασκαλία στη σχολή απαιτεί κάποια σκηνοθετική ικανότητα, αφού στη διαδικασία των εξετάσεων οι μαθητές-ηθοποιοί εμφανίζονται ενώπιον «κοινού», παρουσιάζοντας τις θεατρικές σκηνές που έχουν δουλέψει ή και ένα ολόκληρο θεατρικό έργο. Από πολύ νωρίς η δική μου πρακτική ήταν, ακόμη κι αν επρόκειτο για μεμονωμένες σκηνές, η παρουσίαση να γίνεται σαν ένα θεατρικό έργο εφαρμογής έκθεσης ηθοποιών, με ισότιμη και ισοβαρή παρουσία των μαθητών.
Από εκεί μάλλον προέρχεται η μετέπειτα σκηνοθετική μου λειτουργία, που δημιουργεί καλύτερα όταν σκηνοθετώ ομάδες ηθοποιών και θιάσους με υποκριτική ομοιογένεια.
Εκεί ακριβώς οφείλεται και η πεποίθηση μου, διδαγμένη κι αυτή από τον Κουν και τον Λαζάνη, ότι το σημαντικότερο στοιχείο της θεατρικής πράξης είναι ο ηθοποιός.
Πρώτη σκηνοθεσία το 1994: Ο Πειρασμός του Γρ. Ξενόπουλου.
Ένας θίασος πολύ νέων ηθοποιών, μαθητών μου. Όλος ο θίασος προέρχεται από τη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Σκηνικό κάνει ο αρχιτέκτων Αντώνης Νουκάκης. Κοστούμια -σχεδιασμένα από το Artisti Italiani-, ένας επιχειρούμενος νεωτερισμός σε ένα έργο εποχής. Μουσική, και επί σκηνής παίζοντας βιολί, η Γκαλίνα Μπράτουσκα. Η παράσταση ανεβαίνει στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν της Φρυνίχου και στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Καθορίζεται από τους ηθοποιούς. Τα σχόλια ποικίλα, αλλά αυτό που μέτρησε για μένα αποφασιστικά, ήταν εκείνο του σεβαστού μου δασκάλου Κώστα Χρονόπουλου: «Να το ξανακάνεις!»
Και το ξανάκανα από τότε όλο και πιο τακτικά, με δυο παραστάσεις κατά μέσον όρο κάθε χρόνο.
Σε επόμενο άρθρο, θα επιχειρήσω μια κωδικοποίηση βασικών αρχών, που καθορίζουν τους σκηνοθετικούς τρόπους και τους αρχικά επιδιωκόμενους στόχους. Στην πορεία αυτοί οι στόχοι μετατοπίζονται, ανάλογα με τις ανάγκες της παράστασης, το θεατρικό έργο και το θεατρικό χώρο όπου θα ανεβεί η παράσταση.
[Στις φωτογραφίες, μακέτες σκηνικών από παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης: Βρυκόλακες του Γ. Στεφανέλλη (1943), 12η Νύχτα του Γ. Τσαρούχη (1956), Ο Κύκλος με την Κιμωλία του Γ. Βακαλό (1957), Λίβινγκ Ρουμ του Γ. Μόραλη (1957), Ο Θάνατος του Εμποράκου του Β. Βασιλειάδη (1962), Η Βέρα του Λ. Βενετούλια (1972), Το Μονοπάτι που πάει βαθειά μεσ’ στο Βορρά του Δ. Μυταρά (1973), Λευκός Γάμος του Β. Φωτόπουλου (1980), Το Πανηγύρι του Δ. Ζαρίφη (1982), Δεσποινίς Τζούλια του Κ. Κατζουράκη (1992).]
KZK /24.1.2025