You are currently viewing Κωστής Ζ. Καπελώνης: Τελειώνουν(;) οι Επίδαυροι

Κωστής Ζ. Καπελώνης: Τελειώνουν(;) οι Επίδαυροι

Συνεχίζω από το προηγούμενο «Άρχισαν οι Επίδαυροι», γιατί, από αυτά που πέφτουν στην αντίληψή μου, σοβαρά ή ασόβαρα, συμπεραίνω ότι γίνονται αντιπαραθέσεις για θέματα επιφανείας και εντυπώσεων, δηλαδή για δημόσιες σχέσεις. Όλοι οι σχολιάζοντες θέτουν σε ιεραρχική σειρά τα ζητούμενα –κατ’ αυτούς- του Θεάτρου της Επιδαύρου και του εκεί Φεστιβάλ, αλλά μετά, στα επιχειρήματα υποστήριξης της άποψής τους, απλώς επαναλαμβάνουν προκαθορισμένα επιχειρήματα υποστήριξης των δικών τους ιδεοληψιών (ή αρκούνται στην υποστήριξη ανθρώπων· εργοδοτών, φίλων κλπ) χωρίς να τολμούν να θίξουν την πολιτική αιτία ή τη θεατρική αναγκαιότητα των πραγμάτων. Το πρόβλημα θεωρώ ότι είναι κοινωνικό και όχι μόνο αισθητικό.

Ίσως ο Raymond Thornton Chandler (23/7/1888 – 26/3/1959) δώσει κάποιες ιδέες και άλλων σκέψεων. Μια δεύτερη επιλογή λοιπόν από επιστολές του…

 

  1. Για τον σεβασμό στον δημιουργό:

 

18/1/1948

 

…Τα σέβη μου στον γλωσσαμύντορα, που διορθώνει τα τυπογραφικά σου δοκίμια, και πες του ή πες της, ότι γράφω σε κάτι σπασμένα τοπικά αμερικάνικα, που είναι κάτι σαν τον τρόπο που τα μιλάει ένας Ελβετός σερβιτόρος, κι ότι όταν χωρίζω ένα απαρέμφατο, το χωρίζω, π’ ανάθεμά με, για να μείνει χωρισμένο, κι ότι όταν διακόπτω την βελουδένια απαλότητα, της λίγο-πολύ εγγράμματης σύνταξής μου με λίγες απότομες λέξεις της γλώσσας των μπαρ, αυτό γίνεται έχοντας τα μάτια ορθάνοιχτα και το μυαλό χαλαρωμένο, αλλά σε επιφυλακή. Η μέθοδος μπορεί να μην είναι τέλεια, αλλά είναι η μόνη που έχω. Νομίζω, ότι ο διορθωτής σου προσπαθεί, με τακτ, να με στήσει στα πόδια μου, αλλά, όσο κι αν εκτιμώ τέτοιες φροντίδες, παραμένω ακόμη ικανός, να διαγράψω μια αρκετά καθαρή πορεία, με την προϋπόθεση να μου έχουν αφήσει ελεύθερα και τα δύο τα πεζοδρόμια και τον μεταξύ τους δρόμο.

 

 

  1. Για τους θεατρικούς κριτικούς:

 

7/5/1948

 

Θα γινόμουν αντιπαθής (ακόμη κι αν ήξερα για τι πράγμα μιλούσα) αν έλεγα ότι ο Eric Bentley (σ. 14/9/1916 –5/8/2020) είναι ίσως ο καλύτερος θεατρικός κριτικός των ΗΠΑ… Οι υπόλοιποι είναι απλώς κατά παραγγελίαν συγγραφείς, των οποίων το αντικείμενο τυχαίνει να είναι τα θεατρικά έργα. Ενδιαφέρονται για την εκμετάλλευση του δικού τους, του προσωπικού τους ρητορικού χρυσού. Είναι σπιρτόζοι και ευχάριστοι στο διάβασμα και μερικές φορές χαριτωμένοι, αλλά δεν σου λένε σχεδόν τίποτε για την δραματική τέχνη και τη σχέση του έργου που κρίνουν μ’ αυτή την τέχνη.

Δεν φτάνει για έναν κριτικό να είναι σωστός, αφού πού και πού θα κάνει λάθος. Δεν φτάνει να παρέχει αληθοφανή επιχειρήματα. Πρέπει να δημιουργεί έναν λογικό κόσμο, στον οποίο να μπορεί να μπει ο αναγνώστης με δεμένα τα μάτια και να βρει ψηλαφητά το δρόμο του ως την καρέκλα δίπλα στο τζάκι, χωρίς να γδάρει τα καλάμια του πάνω στο απρόσμενο κοντάρι του σφουγγαρόπανου. Η αιχμηρή φράση, η επιτηδευμένη σπάνια λέξη, τα διανοουμενίστικα καμώματα του ύφους είναι διασκεδαστικά, αλλά άχρηστα. Δεν καθορίζουν τίποτε και δεν αποκαλύπτουν την ιδιοσυγκρασία της εποχής. Οι μεγάλοι κριτικοί, απ’ τους οποίους έχουμε απελπιστικά λίγους, χτίζουν ένα σπίτι για την αλήθεια.

Είναι λάθος να είναι κανείς αυστηρός με τους κριτικούς της Νέας Υόρκης, εκτός αν την ίδια στιγμή παραδεχτεί, ότι είναι όρος για την ύπαρξή τους, το να γράψουν ψυχαγωγικά για κάτι, για το οποίο σπάνια αξίζει να γράψει κανείς. Αυτό τους οδηγεί, ή τους εξαναγκάζει, ν’ αναπτύξουν μια τεχνική κουτοπονηριάς και ασάφειας, που τους επιτρέπει ν’ ασχολούνται με ασήμαντα πράγματα, σαν να ήταν βαρυσήμαντα. Αυτή είναι η βάση όλης της επιτυχημένης διαφημιστικής κειμενογραφίας. Η κριτική είναι αδύνατη σ’ έναν κόσμο, όπου το σημαντικό δεν είναι να είσαι σωστός, αλλά απλώς να γράφεις μια στήλη· όσο ασήμαντο κι αν είναι το προς εξέταση θέμα, ποτέ δεν σταματάει να μιλάει για την σημασία των παραπομπών σ’ αυτό το θέμα… Το καλό κριτικό γράψιμο μετριέται με βάση την αντίληψη και την εκτίμηση του αντικειμένου· το κακό γράψιμο με βάση την αναγκαιότητα της διατήρησης της επαγγελματικής υπόστασης του κριτικού.

 

 

  1. Για τους αποτυχημέμους-επιτυχημένους:

 

6/12/1948

 

… Οι συγγραφείς, σαν τάξη, ανακάλυψα ότι είναι υπερευαίσθητοι και πνευματικά υποσιτισμένοι. Μισώ εκείνη τη μικρή λάμψη στο βάθος των ματιών, που περιμένει τον έπαινο για το τελευταίο βιβλίο ή ιστορία. Μερικούς απ’ τους φίλους μου, (πράγμα που δεν σημαίνει και πολλά, έχω τόσο λίγους), μου είναι αδύνατο να τους διαβάσω. Δεν τους μιλάω για τα βιβλία τους. Δεν διαβάζω τα γαμημένα τα βιβλία τους. Δεν βλέπω κανέναν χειροπιαστό λόγο, για τον οποίο έπρεπε να τα γράψουν. Αυτό κάνει την κοινωνική συναναστροφή πολύ τεταμένη. Κι αυτό είναι ένα πράγμα που μ’ αρέσει στο Χόλλυγουντ. Εκεί ο συγγραφέας αποκαλύπτεται στην έσχατη διαφθορά του. Δεν ζητάει έπαινο, γιατί ο έπαινός του έρχεται με τη μορφή της επιταγής του μισθού του. Στο Χόλλυγουντ ο μέσος συγγραφέας δεν είναι νέος, δεν είναι τίμιος, δεν είναι θαρραλέος, κι είναι λίγο επιτηδευμένα ντυμένος. Αλλά κάνει αναθεματισμένα καλή παρέα, κάτι που οι συγγραφείς βιβλίων κατά κανόνα δεν κάνουν. Είναι καλύτερος απ’ αυτά που γράφει…

 

  1. Για τα καβαλημένα καλάμια:

 

22/4/1949

 

… υπάρχει κάτι στην λογοτεχνική ζωή που μ’ απωθεί, όλο αυτό το απεγνωσμένο χτίσιμο παλατιών πάνω στην άμμο, η παρατραβηγμένη και πικρή μάχη, να κάνεις κάτι σημαντικό, ενώ όλοι μας ξέρουμε, ότι σε λίγα χρόνια θα έχει χαθεί για πάντα· το μίασμα της αποτυχίας, που για μένα είναι εξίσου προσβλητική με τη φτηνή κακογουστιά της λαϊκής επιτυχίας.

… Ο Σαίξπηρ θα τα κατάφερνε μια χαρά σ’ οποιαδήποτε εποχή, γιατί θ’ αρνιόταν να πεθάνει στη γωνία – θα είχε πάρει τους ψεύτικους θεούς και θα τους είχε ανασκευάσει – θα είχε πάρει τις εκάστοτε φόρμουλες και θα τις είχε εξαναγκάσει σε κάτι κατώτερο απ’ αυτό που ο πολύς κόσμος πίστευε ότι ήταν αδύνατο να γίνουν. Αν ήταν ζωντανός, σήμερα θα έγραφε αναμφίβολα και θα σκηνοθετούσε ταινίες, θεατρικά έργα κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο. Αντί να έλεγε «Αυτό το μέσο δεν είναι καλό», αυτός θα το χρησιμοποιούσε και θα το έκανε καλό. Αν κάποιοι αποκαλούσαν φτηνές κάποιες απ’ τις δουλειές του (και μερικές πράγματι είναι), δεν θα του καιγόταν καρφί, γιατί θα ήξερε, ότι χωρίς κάποια χυδαιότητα δεν υπάρχει ολοκληρωμένος άνθρωπος. Θα μισούσε τον εκλεπτυσμό, αυτόν καθαυτό, γιατί είναι πάντα μια υποχώρηση, ένας φόβος, κι αυτός ήταν πάρα πολύ σκληρός για να κάνει πίσω μπροστά σε κάτι.

 

 

  1. Για τους «φτωχούς» καλλιτέχνες:

 

2/5/1949

 

Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει ένα περίεργο ηθικό πρόβλημα αυτές τις μέρες (πιθανώς το αντιμετώπιζε πάντα με κάποια μορφή). Σε μια εποχή, η οποία έχει ένα και μόνο κριτήριο, τα λεφτά, υποτίθεται ότι, αν αξίζει κάπως, πρέπει να κάνει έναν όρκο φτώχειας. Αν βγάλει κανά φράγκο, τότε αυτόματα γίνεται διεφθαρμένος.

 

  1. Για τα μαθήματα… δημιουργικής γραφής:

 

2/7/1951

 

…Λες ότι φροντίζεις «για άμεση φοίτηση στις θεμελειώδεις αρχές της αφηγηματικής τεχνικής, που πρέπει να ξέρει κάθε πρωτάρης». Επίτρεψέ μου να σε προειδοποιήσω, απ’ την μέχρι τώρα πείρα μου, ότι συγγραφέας που δεν μπορεί να διδάξει τον εαυτό του, δεν μπορεί να διδαχτεί από άλλους, κι αν εξαιρέσουμε τα μαθήματα για όλους κάποιων φημισμένων πανεπιστημίων δεν έχω και σε μεγάλη εκτίμηση τη διδασκαλία του γραψίματος εν γένει και πάνω απ’ όλα το είδος που διαφημίζεται στα λεγόμενα «περιοδικά των συγγραφέων». Δεν θα σε μάθουν τίποτε, που να μην μπορείς ν’ ανακαλύψεις μελετώντας κι αναλύοντας τη δημοσιευμένη δουλειά άλλων συγγραφέων. Ν’ αναλύεις και να μιμείσαι· άλλη μόρφωση δεν χρειάζεται. Ομολογώ ότι η κριτική των άλλων είναι χρήσιμη -και μερικές φορές ακόμη κι απαραίτητη- αλλά όταν πρέπει να την πληρώσεις, είναι ύποπτη.

 

 

  1. Για τους… έξω από τον χορό:

 

Απρίλιος 1954

 

Σαν συγγραφέας με είκοσι χρόνια επαγγελματικής πείρας έχω γνωρίσει όλων των ειδών τους ανθρώπους. Εκείνοι, που ξέρουν τα πιο πολλά για το γράψιμο, είναι εκείνοι, που δεν μπορούν να γράψουν. Όσο πιο λίγη προσοχή τους δώσεις, τόσο το καλύτερο. Αυτοί είναι απέξω και κοιτάζουν μέσα και αυτό που βλέπουν, δεν βοηθάει τον τύπο που είναι από μέσα· ανήκει σε μια διαφορετική κατηγορία μυαλού. Γι’ αυτό έχω κάνει τρεις κανόνες γραψίματος για τον εαυτό μου οι οποίοι είναι απόλυτοι: Ποτέ μην ζητάς συμβουλές. Ποτέ μην δείχνεις ή ζητάς δουλειά που δεν έχεις ολοκληρώσει ακόμη. Ποτέ μην απαντάς σ’ έναν κριτικό.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1:

Στα παραπάνω κείμενα μπορούμε στη θέση του «συγγραφέα» -που λέει ο Chandler -, να σκεφτούμε έναν άλλο δημιουργό-καλλιτέχνη.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2:

Κάναμε κι εμείς το 1991 μια παράσταση στην Επίδαυρο, με σκουπίδια, χωρίς αρχαία ρούχα, αλλά δεν μας αποδοκίμασαν, παρόλο που η παράσταση δεν ήταν και από τις καλύτερές μας. Βέβαια κανείς δεν κατάλαβε τις αδυναμίες της, γιατί το θεατρικό τέρας Γιώργος Λαζάνης, ξέροντας τις σκηνοθετικές ασυμφωνίες των επί μέρους στοιχείων, πήρε την παράσταση στην πλάτη του, ως ηθοποιός, και το κοινό έβλεπε τον Λαζάνη να πετάει και όχι τη σκηνοθεσία του στις “Νεφέλες”. Μετάφραση Μ. Γκανάς, σκηνικό Κ. Κατζουράκης, μουσική Ν. Μαμαγκάκης, χορογραφίες Κ. Ρήγος, φωτισμοί Κ. Καπελώνης.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ 3:

Οι αποδέκτες των επιστολών:

  1. Edward Weeks (εκδότης του THE ATLANTIC MONTHLY)
  2. Frederick Lewis Allen (εκδότης του Harper’s Magazine)
  3. Λενόρ Γκλεν Όφορντ (Κριτικός μυθιστορημάτων μυστηρίου, στην SAN FRANCISCO CHRONICLE)
  4. HamishHamilton(εκδότης του Τσάντλερ στο Λονδίνο)
  5. Charles Walton Morton, Jr. (Διευθυντής σύνταξης του THE ATLANTIC MONTHLY)
  6. H.R. Harwood
  7. Διευθυντής του περιοδικού Ανάκριση Τρίτου Βαθμού

Πηγή ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ: «Ένας συγγραφέας αποκαλύπτει», του Ραίημοντ Τσάντλερ, (εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1988).

 

(Φωτογραφίες από τις “Νεφέλες“, στην Επίδαυρο και στην περιοδεία, με λήψεις μέσα από τη σκηνή, κατά τη διάρκεια της παράστασης, γιατί ο ρόλος που έκανα, στον Αγώνα Δίκαιου και Άδικου Λόγου, φωτογράφιζε επί σκηνής, φορώντας κι ένα t-shirt της Nikon…)

 

 

ΚΖΚ / 11.8.2023

 

Κωστής Καπελώνης

Κωστής Καπελώνης Ο Κωστής Καπελώνης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1952. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστημίο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Tέχνης Kαρόλου Kουν. Διετέλεσε Kαλλιτεχνικός Διευθυντής του ΔHΠEΘE Kρήτης, υπηρέτησε στο Kρατικό Θέατρο Bορείου Eλλάδος και το 2002 ίδρυσε τον θίασο “Θ όπως Θέατρο”. Από το 1994 έχει σκηνοθετήσει πάνω από 50 παραστάσεις – μεταξύ των οποίων Το Παραμύθι από Χαρτί που τιμήθηκε με το βραβείο δραματουργίας Κ. Κουν 2003. Έχει εκδώσει αρκετά βιβλία, έχει γράψει στίχους για τραγούδια και έχει ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Είναι διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης και εργάζεται ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, σχεδιαστής φωτισμών κλπ.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.