Η εσωτερική όραση του κόσμου
Αν ο μονολεκτικός τίτλος αυτής της συλλογής μεταφέρει μια συνδήλωση προσωρινής εγκατάστασης, τότε κάθε έννοια περιπλάνησης γίνεται εδώ ποιητικό υλικό: ο περιοδεύων βίος ευθυγραμμίζεται με την αέναη αναζήτηση, μια αποσπασματική όραση των πραγμάτων όπως είναι ουσιαστικά η όραση του ανθρώπου. Τι πιο ουσιαστικό, άλλωστε, από το εφήμερο, πιο εννιαίο ενδεχομένως από το θραύσμα; Στο έργο αυτό, όπως και στα άλλα έργα του ποιητή, η δοκιμή της λέξης γίνεται δοκιμασία του νου.
Είναι μια περιπλάνηση – διαδρομή στον τόπο και καταβύθιση στον χρόνο μέσα από το αντηχείο της μνήμης που τον συνεπαίρνει· το ιστορικό αντίκτυπο που φτάνει ως τη μυθολογική προϊστορία για να συνθέσει τη δική του ιστορία και αυτό. Από το προλογικό μότο – απόσπασμα του Ηράκλειτου για τον αύξοντα «λόγο της ψυχής» ως το επιλογικό παράθεμα του Ανδρέα Κάλβου που κάνει αναφορά στον «νουν αληθείας» του μύθου, η πορεία του πνεύματος έχει χαραχθεί. Στο ενδιάμεσο του βιβλίου, σταθμεύει ο Υβ Μπονφουά για να δείξει με τον «Αντί – Πλάτωνα» το υλικό αντίβαρο της σκέψης, στη «χώρα με τα λεκιασμένα φορέματα» και το γέλιο που μετράει περισσότερο «από τις τέλειες Ιδέες» (σ. 45).
Διόλου αναπάντεχο: το εκτόπισμα των υλικών πραγμάτων ζυγίζεται με λέξεις. Όπως έχει δηλώσει ο Γιώργος Βέης, ο Μπονφουά βοηθάει τον στοχασμό γύρω από την ευθύνη της λέξης και τη σιωπή, ως όριο κι αυτό της ποίησης[1]. Άλλωστε, «ταξίδι και ποίηση είναι όψεις του ίδιου νομίσματος»[2]. Γι’ αυτό και κινούνται στο έργο αυτό, παραλλήλως. Από το «Ενθύμιον Ιάβας» (σ. 62) στη «Νάξο» (σ. 63) κι από την «Μπατάβια», την παλιά ονομασία της Τζακάρτας (σ. 65), το «Ντενπασάρ» (σ. 66) ή την «Νέα Νότια Ουαλία» με την αναφορά της Κύπρου, του Σίδνεϊ, του Νότιου Πόλου και της Ανταρκτικής (σ. 70-71), τα σημαίνοντα μεταφέρουν τη δόξα των ονομάτων, τη μορφή της λέξης, πρωτίστως: φθόγγοι, γράμματα και συλλαβές αλλότριες που μέσα από το συμφραζόμενο της ποιητικής γλώσσας κερδίζουν ένα εκτόπισμα σημασιολογικό. Γίνονται η πληθυντική έκφραση του λόγου.
Περνώντας έτσι από τις λέξεις στις φράσεις, η συνταγματική στιχοπλοκή μας οδηγεί σε μονοπάτια γνώριμα, συνθέσεις λόγου που παραπέμπουν ανάμεσα στα άλλα και στους όρους του σουρεαλισμού – η απήχηση της «Εκτενούς Μεταφοράς»[3] είναι σχεδόν κυρίαρχη. Μέσα από την αυτανοφορικότητα η γλώσσα μιλάει για τον εαυτό της, μοιράζοντας σημασίες ανάμεσα στα πράγματα και το νόημά τους, επεκτείνοντας και προεκτείνοντας το περιεχόμενο στη διαδοχική αναλογία της μεταφοράς:
«Τα γράμματα, οι συλλαβές
πάνω στο τραπέζι τόσο ξεκάθαρα
ναι, εδώ μπροστά μου, προτού ενωθούν
και πώς γίνονται σε μια στιγμή
όλα μαζί αυτά τα σποράκια
οι λέξεις σου
πώς δένουν αμέσως σε νόημα
κι έτσι όχι μόνο σε ακούω αμέσως
αλλά τις βλέπω κιόλας καθαρά
όλες ακριβώς τις λέξεις σου
την καθεμία ξεχωριστά
να κινείται όμως στον ίδιο ρυθμό με τις άλλες
όλες μαζί πάνω στο τραπέζι για λίγο
και μετά σ’ όλο τον χώρο γύρω μου
να πέφτει ένα σώμα
από ιδέα και νερό
σουσάμι σοφό.» («Μια χούφτα σησαμόσποροι», σ. 15)
Αν στο παραπάνω ποίημα, ο κυρίαρχος όρος – tenor, («λέξεις»), βρίσκει αναλογία στον μεταφορικό όρο – vehicle [4] («σποράκια»), τότε η εξέλιξη της μεταμόρφωσής τους αυτής επεκτείνεται και παρατείνεται συνθετικά· παράγει και προάγει την ποιητική δράση. Τα ρήματα που επικοινωνούν στην αναπαραγωγή των εικόνων («ενωθούν», «γίνονται», «δένουν», «κινείται», «πέφτει») μεταφέρουν τη διεργασία μιας μεταφόρφωσης από το ένα στοιχείο στο άλλο (λέξεις – σποράκια), από το πρώτο νοηματικό ισοδύναμο στο ακόλουθο, διαγράφοντας μια σύνθεση με δυναμικά χαρακτηριστικά, μια εξελικτική πορεία.
Η δράση αυτή του ποιητικού λόγου αποθεώνεται στο τέλος του ποιήματος, όταν ο αρχικός όρος «τραπέζι» επεκτείνεται στο χωρόχρονο και οι «λέξεις» που εναποτίθενται σε αυτό μέσα από την ποιητική σύμβαση γίνονται «σώμα από ιδέα και νερό», εκφράζοντας μια εμπράγματη σύνθεση πνεύματος και ύλης· για να επιστρέψουν στον πρωταρχικό νοηματικό πυρήνα εμπλουτισμένο από την ποιητική γλωσσική διεργασία που προηγήθηκε («σουσάμι σοφό»). Κάπως έτσι, το σοφό σουσάμι των γραμμάτων και των συλλαβών εικονοποιείται και ταυτόχρονα αποκτάει δράση μέσα από το ισοδύναμο της φράσης.
Τέτοιες μεταφορές που διαπραγματεύονται ανάμεσα στ’ άλλα και τις ακριβές συγγένειες των λέξεων με τα πράγματα, διατρέχουν τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής – περικοκλάδες λόγου που σκαρφαλώνουν τα νοήματα με ομορφιά και τέχνη. Έτσι, «Ο αυστηρός δεκαπεντασύλλαβος των φύλλων» γίνεται «βλέμμα» που «βαθαίνει αμέσως στον χρόνο» (σ. 16), καθώς θα στρίψει «ο δρόμος για το πορφυρό πάλι ρήμα της αυγής» (σ. 17), ενώ «Του ποταμού η ευφράδεια: βράχων απορία/ δρόμος φιδωτός θυμίζει λέξεις βωμούς Ασίας» (σ. 23).
Για να φέρει τρυφερές αποστροφές: «πώς κι έχεις κρατήσει τόση δύναμη / να μην περισσεύει δράμη για ξόδεμα / όλη δική σου αυτή η περιουσία των λέξεων» (σ. 36) και «να τ’ αγαπάς τ’ αγριάπιδα, μπορούν να σε σώσουν / την τελευταία στιγμή, όταν πένης κι αρρίζωτος / βλέπεις το ρήμα ξεκάρφωτο, σημάδι το αίμα» (σ. 42). Φτάνοντας στα ακαριαία:
«Σωστές συλλαβές
οι ασβοί ιχνηλατούν
ars poetica.» (σ. 44)
Και ακολούθως:
«Τρως, τα καταπίνεις τα φωνήεντα
το ένα μετά το άλλο –
τόση όρεξη για την αλήθεια
δεν θα μείνει τίποτα στο τέλος.» (σ. 48)
Κι ακόμα παρακάτω:
«Πότε επιτέλους θα μάθουμε
να σε διαβάζουμε σωστά αέρα
με όλα τα γράμματά σου
με όλα τα κόλπα σου τα φωνητικά;
Έτσι δεν θα κινδυνεύουμε
να μείνουμε άλλη φορά
στη μέση του πελάγους
από ουσιαστικά και ρήματα.» («Ανεμότρατα», σ. 77)
Στα παραπάνω ποιήματα, η ευχέρεια του μεταφορικού λόγου δρασκελίζει λεκτικές ακολουθίες με τόλμη. Αναπλάθοντας τον λόγο, εφευρίσκει τον κόσμο από την αρχή. Με την υπενθύμιση ότι το ποίημα είναι σιωπή και λέξεις εναρμονισμένα, αναδεικνύει παράλληλα και την αλήθεια της ψευδαίσθησης, τραβώντας το βλέμμα του αναγνώστη στην ποιητική γραφή, όπως λ.χ. ο Magritte τραβάει το βλέμμα στον ίδιο τον ζωγραφικό πίνακα («La trahison des images»), παίζοντας με το σημαινόμενο και το σημαίνον.
Εξ’ άλλου, στο σύμπαν της ποίησης, η λογική της φράσης επιβάλλει έναν δικό της γλωσσικό κώδικα, δημιουργεί μια διάλεκτο ξεχωριστή. Και η εκτενής μεταφορά συνιστά εκ φύσεως έναν τέτοιον ιδιαίτερο κώδικα, αφού οι εικόνες που τη συναπαρτίζουν αποκτούν νόημα – είτε μεμονωμένα είτε ως σύνολο – σε συνάρτηση με την πρώτη από αυτές[5], κάποτε από τον τίτλο του ποιήματος κι όλας. Όπως συμβαίνει λ.χ. στην περίπτωση του Εύηνου ποταμού (σ. 53) που επεκτείνει την ερμηνεία του και στο μυθολογικό συμφραζόμενο ακόμα. Μέσα από την αντήχηση της λέξης, ο «Εύηνος» γίνεται «Εύγλωττος ποταμός», δημιουργώντας αναλογίες και σημασιολογικά ζεύγη που εντρυφούν στην ίδια τη σχέση της γλώσσας με τα πράγματα μέσα από την ποιητική φράση.
Κάπως έτσι, η σχέση ανάμεσα στα πράγματα και στον νου, στο αντικείμενο και στο βλέμμα, στην πραγματικότητα και την ιδεατή της προβολή ορίζεται και επανακαθορίζεται μέσα από την ποιητική γραφή, εστιάζοντας στα ενδότερα. Η ποίηση του Γιώργου Βέη, αειθαλής και ανεξάντλητη, πυκνώνει μια εσωτερική όραση του κόσμου.
Mαγδαληνή Θωμά