You are currently viewing Μάρω Παπαδημητρίου: Στη μεγάλη πόλη             

Μάρω Παπαδημητρίου: Στη μεγάλη πόλη             

Στο παλιό κέντρο της σύγχρονης μεγαλούπολης περπατάει αργά, αργά… Όπως άλλοτε. Μέσα από τις παλιές γειτονιές με τα ισόγεια σπίτια και τα δίπατα, με κεραμοσκεπές και ταράτσες, χαγιάτια, αυλές, καμινάδες …  Μια αίσθηση οικειότητας τον ζεσταίνει, τον γαληνεύει. Την πονάει από τότε αυτή την πόλη. Στα νιάτα της! Αλλά και μετά, που όλο την γκρέμιζαν για να την ξαναχτίζουν ν’ αγγίξει τον ουρανό… Σαν ξένη!

– Γεια σου Μάρκο, τον χαιρετάει ένας γνωστός. Για πού το ‘βαλες;

– Στου Ζάχου, για κάνα τσίπουρο… Έρχεσαι παρέα;

– Μωρέ, πάω να δω τον εγγονό μου. Ήρθε χθες από Αγγλία… Παίρνε  κι εσύ κάνα τηλέφωνο! Έχεις το κινητό μου…

Tο έχω. Σύμφωνοι… Καλώς ήρθε ο εγγονός!

Ο δικός του γιός δεν έκανε παιδιά. Έφυγε για σπουδές στην Αμερική, απόμεινε για καριέρα. Δυο  φορές χωρισμένος, μαγκούφης… Όσο ζούσε η μάνα του, ερχόταν πότε πότε. Τώρα, κι οι δυό τους μόνοι σε δυό ηπείρους, βλέπονται μόνο από το τηλέφωνο. Ας είναι… Κι ενώ συνεχίζει να ξεφεύγει από το παρόν παρέα με τη μοναξιά, η πόλη τον φέρνει πάλι απρόοπτα μέσα στο ανθρώπινο πλήθος, στη βοή. Έφτασε στου Ζάχου.

Ισόγειο πολυκατοικίας, αντιπαροχή του  πατρικού αρχοντόσπιτου. Ο Ζάχος πόνεσε τότε πολύ, αλλά το μπαρ που έστησε, έγινε στέκι. Με όλα τα καλά κρασιά, όλα τα ποτά, χαμηλό φωτισμό, μουσική άμπιεντ… Τα στραβά της πολυκατοικίας όμως τον παιδεύουν, μένει και με την οικογένεια στο ρετιρέ… Αλλά και πώς αλλιώς θα ψήλωνε η πόλη; Να χωρέσει το πλήθος. Παράτησαν τότε πίσω τους χωράφια και χωριά… Τυφλές ελπίδες.

Και η Λουκία, σε διαμέρισμα πολυκατοικίας ζει. Από τότε, μετά το γάμο.                                               Εκείνος καθηγητής στο γυμνάσιο, εκείνη δασκάλα δημοτικού, στο ίδιο σχολείο. Συναντήθηκαν, ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν.  Όλη  τους η ζωή  γεμάτη παιδιά.  Δικά τους δεν απόκτησαν. Κι εκείνος δεν έζησε πολύ μετά τη σύνταξη. Από καρδιά… «Τρυφερή», σκεφτόταν εκείνη, « δεν άντεξε την αλλαγή του κόσμου».  Οι μνήμες όμως ξεμακραίνουν με τον χρόνο.

Καλώς τον Μάρκο!

Ο Ζάχος τον υποδέχεται με χαρά. Όπως πάντα. Είναι ακόμα φίλοι παιδικοί. Από τα πρώτα χρόνια στην ίδια γειτονιά, από τη μπάλα μέχρι  τους έρωτες κι αργότερα τους γάμους. Τότε ορκίστηκαν ν’ ανταμώνουν οι δυο τους πάντα, μη και χαθούν στον χρόνο.

Σήμερα γεμίσαμε από νωρίς, λέει ο Ζάχος αμήχανα. Να δούμε πού θα καθίσουμε…

Όταν είδε τη Λουκία στο ακριανό τραπέζι, ηρέμησε.

Μάρκο να εκεί, στο τραπέζι που είναι μια κυρία μόνη…

– Και τι; Θα διώξουμε τη κυρία;

– Όχι μωρέ… Είναι πολύ φίλη! Χρόνια γειτόνισσα, δίπλα… Έχω όλο το θάρρος. Και δεν μένει ως αργά…

Πλησιάζουν στο τραπέζι, ο Ζάχος κάνει τις συστάσεις, κάθονται. Η Λουκία άνετη ευχαριστεί για την παρέα, παινεύει το εξαιρετικό κρασί που έπινε, ο Ζάχος παραγγέλνει  από το ίδιο… Αρχίζει η κουβέντα για το κρασί, περνάει στη κλιματική αλλαγή, στην πολιτική, στο διαδίκτυο και άλλα ενδεχόμενα του τρέχοντα αιώνα. Κάποια στιγμή ο Ζάχος σηκώνεται, πρέπει να πάει να σταθεί λίγο στο μπαρ. Μένουν οι δύο.

Με τη κουβέντα και το καλό κρασί η ατμόσφαιρα έχει ζεσταθεί, δεν νοιώθουν ξένοι. Συνεχίζουν τη συζήτηση που έμεινε στη μέση, ενώ ασυναίσθητα περνούν σε προσωπικές αναμνήσεις, εμπειρίες, γεγονότα… Μια οικεία, θερμή αίσθηση βαθύτερης επικοινωνίας. Μα, λες και υπάρχει πάντα ένα όριο μέσα μας που κόβει τη φόρα… Η Λουκία λέει ότι είναι αργά, θα φύγει. Ο Μάρκος προσφέρεται να τη συνοδεύσει.

Ευχαριστώ, αλλά είμαι δυο βήματα από δω… Να, έρχεται κι ο Ζάχος να το συνεχίσετε. Καληνύχτα από μένα…

Ο Μάρκος την  ακολουθεί με το βλέμμα. Παρά την ηλικία της, το περπάτημα της έχει μια άνεση ελευθερίας, σιγουριάς… Και στη σκέψη, πολύ προχωρημένη… Θα ήταν κι όμορφη, και τώρα είναιΚαι λοιπόν;  Ο Ζάχος έχει κιόλας καθίσει δίπλα του. Συνεχίζει με  τα δικά του. Πόσο σκληρή είναι η δουλειά της νύχτας κι επικίνδυνη… Μακάρι να τα παράταγε όλα κι όλους, να πήγαινε στο πατρικό στην Ήπειρο μόνος του, ολομόναχος…

Η Λουκία κλειδώνει την πόρτα του διαμερίσματος, βάζει συναγερμό. Να  ασφαλίσει αυτή την έξαψη, τη ζεστασιά, την έλξη, τη συνάφεια που ένιωσε… Δεν είμαστε καλά στη ηλικία σου, επεμβαίνει μια φωνή μέσα της. Και γιατί όχι; Αποκλείεται να ξανανιώσουν δυο άνθρωποι τρίτης ηλικίας; Ηρέμησε, συνεχίζει η φωνή, αύριο είναι μια άλλη μέρα… Αλλά και την άλλη μέρα, η Λουκία νιώθει όπως χθες. Κι ο Μάρκος το ίδιο!

Δεν ξέρουμε τη συνέχεια… Σίγουρα έδωσαν κινητά τηλέφωνα, όμως…

 

Μάρω Παπαδημητρίου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.