You are currently viewing Μεταξούλα Μανικάρου: Λογοτεχνικά ψευδώνυμα: Η μάσκα των συγγραφέων

Μεταξούλα Μανικάρου: Λογοτεχνικά ψευδώνυμα: Η μάσκα των συγγραφέων

Ι. Εισαγωγικά

Τα ψευδώνυμα, χωρίς να αποτελούν τυχαίες επιλογές και ουδέτερες λέξεις, αλλά προσωπική επιλογή και πνευματική δημιουργία αυτών που αποφασίζουν να αντικαταστήσουν το πραγματικό τους όνομα με άλλο πεποιημένο, επιδέχονται πολλές «αναγνώσεις» με τους ποικίλους συσχετισμούς τους.

Το φαινόμενο της ψευδωνυμίας, ως μέσο απόκρυψης της ταυτότητας, ανάγεται ήδη από τα ομηρικά χρόνια. Ο Οδυσσέας, στην ερώτηση του Πολύφημου να αποκαλύψει την ταυτότητά του, απαντά με το ψευδώνυμο Οὖτις (= Κανένας). «Κύκλωψ, εἰρωτᾷς μ’ ὄνομα κλυτόν; αὐτὰρ ἐγώ τοι ἐξερέω· […] Οὖτις ἐμοί γ’ ὄνομα· Οὖτιν δέ με κικλήσκουσι  μήτηρ ἠδὲ πατὴρ ἠδ’ ἄλλοι πάντες ἑταῖροι.» (= Κύκλωπα, με ρωτάς το ξακουστό μου τ’ όνομហλοιπόν και εγώ θα σου το φανερώσωž […] Ούτις το όνομά μου, με φωνάζουν Ούτιν μάνα, πατέρας κι όλοι οι άλλοι φίλοι» (Οδύσσεια ι,  364-367). Στα ιστορικά χρόνια ο Ξενοφών, έγραψε το ιστορικό του σύγγραμμα Κύρου Ανάβασις (περίπου το 380 π.Χ.) με το ψευδώνυμο Θεμιστογένης ο Συρακούσιος.

Ο Νόμος 2121 με τίτλο «Πνευματική Ιδιοκτησία, Συγγενικά Δικαιώματα και Πολιτιστικά Θέματα», δημοσιευμένος στο ΦΕΚ Α 25 της 4ης Μαρτίου του 1993, στο Άρθρο 10: Τεκμήρια,  ορίζει τα εξής: «1. Τεκμαίρεται ως δημιουργός του έργου, το πρόσωπο του οποίου το όνομα εμφανίζεται πάνω στον υλικό φορέα του έργου κατά τον τρόπο, που συνήθως χρησιμοποιείται για την ένδειξη του δημιουργού. Το ίδιο ισχύει και αν εμφανίζεται ψευδώνυμο εφόσον το ψευδώνυμο δεν αφήνει αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του προσώπου». Ακολούθως, στο Άρθρο 11: Αρχικοί δικαιούχοι κατά πλάσμα, ορίζεται το εξής: «1. Λογίζεται έναντι των τρίτων ως αρχικός δικαιούχος του περιουσιακού και του ηθικού δικαιώματος όποιος καθιστά νομίμως προσιτό στο κοινό έργο ανώνυμο ή με ψευδώνυμο. Μετά την εμφάνιση του πραγματικού δημιουργού του έργου, αυτός αποκτά τα παραπάνω δικαιώματα στην κατάσταση όπου βρίσκονται από τις ενέργειες του πλασματικού δικαιούχου».

Με βάση τα παραπάνω άρθρα το ψευδώνυμο έχει την ίδια νομική σημασία και την ίδια προστασία που έχει και το πραγματικό όνομα του ανθρώπου, είναι, δηλαδή, νομικά κατοχυρωμένο. Και αυτό συνιστά μια αυταπόδεικτη λογική περί προστασίας της ψευδωνυμογραφίας.

ΙΙ. Μια «διπλή» ταυτότητα. Από ποια ανάγκη; 

Η λογοτεχνία και η ψευδωνυμία είναι τόσο δεμένες έννοιες, ώστε να γνωρίζουμε τους συγγραφείς μόνο με το επιλεγμένο ψευδώνυμο και να ξεχνάμε το πραγματικό όνομά τους. Μια καταγραφή ψευδωνύμων, προϊόν λεξικογραφικής επιστημονικής έρευνας, έχει κάνει ο βιβλιογράφος και συγγραφέας Κυριάκος Ντελόπουλος, ο οποίος στο βιβλίο του Νεοελληνικά Φιλολογικά Ψευδώνυμα, παραθέτει 4.117 λογοτεχνικά ψευδώνυμα, τα οποία και αντιστοιχούν σε 2.261 συγγραφείς: λογοτέχνες, φιλολόγους, δοκιμιογράφους, χρονογράφους, δημοσιογράφους, αλλά και μεταφραστές. Άκρως ενδιαφέρουσα και εντυπωσιακή αποκάλυψη, η οποία, εύλογα,  μας κάνει να αναρωτηθούμε γιατί ο συγγραφέας επιλέγει να οικειοποιηθεί ένα ψευδώνυμο, ρίχνοντας στην αφάνεια το πραγματικό ονοματεπώνυμό του. Ως εκ τούτου, στο παρόν άρθρο καταβάλλεται μια προσπάθεια να κωδικοποιηθούν οι λόγοι για τους οποίους οι συγγραφείς επιλέγουν την ψευδωνυμία. Γιατί το ψευδώνυμο είναι κάτι παραπάνω από μια σεβαστή παράδοση απόκρυψης της ταυτότητας… Μπορεί να είναι μια ολόκληρη εποχή, αισθητικές, ιδεολογικές, πνευματικές αναζητήσεις, άδεια κυκλοφορίας σε αντιπνευματικές εποχές, κοινωνικοί, πολιτικοί, ψυχαναλυτικοί, συμπεριφορικοί λόγοι…

  1. Πολιτικοί και κοινωνικοί λόγοι

ι. Η ψευδωνυμογραφία χρησιμοποιήθηκε ως ασπίδα προφυλακτική για την απόκρυψη της ταυτότητας συγγραφέων, λόγω των πολιτικών συνθηκών ή των αυστηρών κοινωνικών ηθών του κύκλου ενός ανθρώπου. Συγγραφείς που διώκονταν από το εκάστοτε πολιτικό καθεστώς έγραφαν με ψευδώνυμα.

α) Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904), υπό την κάλυψη των ψευδωνύμων του, σχολίαζε και καυτηρίαζε με κόσμιο, πολιτισμένο τρόπο και χωρίς προσωπικές επιθέσεις, την πολιτική, κοινωνική και καλλιτεχνική ζωή της Ελλάδας στην εβδομαδιαία σατιρική και γελοιογραφική εφημερίδα που εξέδιδε στην Αθήνα, μαζί με τον Θέμο Άννινο, με τίτλο «Ασμοδαίος» (1875-1885).

β) Ο Μπάμπης (Χαράλαμπος) Άννινος (1852-1934), ιδρυτής  της γελοιογραφικής και σατυρικής εφημερίδας «Άστυ» (1885-1890), υπό την κάλυψη των ψευδωνύμων, σχολίαζε την επικαιρότητα.

ιι. Συγγραφείς, κυρίως γυναίκες, απέκρυπταν την ταυτότητά τους με ένα ψευδώνυμο. Ποικίλοι ήταν οι λόγοι, όπως τα  αυστηρά οικογενειακά ήθη, που αντιδρούσαν στην συγγραφική τάση των κλώνων τους ή θα κατακρίνονταν για το ήθος τους, λόγω του τολμηρού περιεχομένου των κειμένων τους.

α) Η Ντόρα Ρωζέττη (1908-1989), Ελληνίδα Αιγυπτιώτισσα γιατρός, με πραγματικό όνομα το Νέλλη Καλογλοπούλου-Μπογιατζόγλου, έκανε χρήση του ψευδωνύμου προκειμένου να δημοσιεύσει σε ηλικία 21 ετών το, ρηξικέλευθο για την εποχή της, αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα με τίτλο Η ερωμένη της, που αναφερόταν στον έρωτα δύο ομοφυλόφιλων κοριτσιών στην Αθήνα του 1929 και ήταν το πρώτο λεσβιακό μυθιστόρημα της νεοελληνικής πεζογραφίας.

ιιι. Άλλοτε, πάλι, γυναίκες συγγραφείς παραποιούσαν την υπογραφή τους με ανδρικό όνομα, καθόσον κρύβοντας το φύλο τους είχαν μεγαλύτερη αποδοχή από το κοινό και από τους εκδοτικούς οίκους. Ευκαιριακά αναφέρουμε και την επιλογή της ανδρικής αμφίεσης που έδινε τη δυνατότητα στις γυναίκες να κυκλοφορούν με περισσότερη ελευθερία σε χώρους ανδροκρατούμενους (βλ. περίπτωση Ελένης Μπούκουρα-Αλταμούρα).

  1. Τοπικιστικοί λόγοι

Η παρουσία ψευδωνύμων σχετίζεται με τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά του τόπου γέννησης (γεώνυμο) ή της κατοικίας των συγγραφέων. Συγγραφείς, οι οποίοι διακατέχονται από το πάθος για τη γενέτειρα γη, επιλέγουν διαφορετικούς τρόπους να την τιμήσουν. Πρόκειται για μια διαδικασία τοπικής αυτογνωσίας και προβολής των στοιχείων της ιδιαίτερης τοπικότητας.

ι. Περιπτώσεις κατά τις οποίες παραποιούν το πραγματικό τους όνομα με τη χρήση ψευδωνύμου δηλωτική του τόπου καταγωγής και με αυτό πλέον κυκλοφορούν στον συγγραφικό χώρο.

α) Ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896), οφείλει το ψευδώνυμό του (πραγματικό όνομα Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης) στον τόπο της γέννησής του τη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης (σημερινό Βιζέ της Τουρκίας).

β) Ο Φοίβος Δέλφης (1909-1988) αποτελεί ψευδώνυμο του δελφικού ποιητή Γιώργου Κανέλλου, από τους Δελφούς. Η γνωριμία του Δέλφη με τον φιλέλληνα Αμερικανό θεατρικό συγγραφέα και ποιητή Τζορτζ Κραμ Κουκ (1873-1924), που ζούσε στους Δελφούς, και με τον Άγγελο Σικελιανό (1884-1951), με τον οποίο συνεργάστηκε στις Δελφικές Εορτές, διαμόρφωσαν τη δελφική του ιδεολογία.  Ο ίδιος, μάλιστα, ο Δέλφης συνέλαβε την ιδέα ενός πρώιμου ανοικτού Πανεπιστημίου, του «Δελφικού Περιπατητικού Πανεπιστημίου», που περιόδευε στα χωριά του Παρνασσού.

γ) Ο Τάκης Ανθήλης (1916-2000),  (πραγματικό όνομα Δημήτριος Πλιάτσικας) τιμά τον τόπο της καταγωγής του, την  Ανθήλη της Φθιώτιδας.

ιι. Περιπτώσεις συγγραφέων κατά τις οποίες υπογράφουν κάποια έργα τους με ψευδώνυμο.

α) Ο Κλεάνθης Μιχαηλίδης  (1849-1923) έφερε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Αργύρης Εφταλιώτης (από το χωριό Εφταλού της Μήθυμνας Λέσβου).

β) Ο Κώστας Δ. Αβραάμ (1918-1995) χρησιμοποίησε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Κώστας Βαβδινός, επειδή οι πρόγονοί του κατάγονται από το Βάβδο της Χαλκιδικής, προτού εγκατασταθούν στην Αταλάντη μετά την επανάσταση του 1821.

γ) Ο Αλέκος Βασιλείου (1931-2021), λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Βασίλη Αλεξίου, ο οποίος στην ποίησή του χρησιμοποιεί το Βασίλης Κωσταλέξης, καταγόταν από το  Κωσταλέξι της Φθιώτιδας και υπήρξε ιδρυτικό μέλος του «Ομίλου Φθιωτών Λογοτεχνών και Συγγραφέων».

ζ) Ο Γιάννης Βλαχογιάννης (1867-1945), (πραγματικό όνομα Γιάννης Βλάχος), δημοσιεύει με το ψευδώνυμο Γιάννης Επαχτίτης, γιατί Έπαχτος είναι το όνομα που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες κατά τον Μεσαίωνα για την Ναύπακτο.

Ο Νίκος Καρούζος (1926-1990), γεννημένος στο Ναύπλιο, επιλέγει το ψευδώνυμο Αναπλιώτης.

ιιι. Περιπτώσεις κατά τις οποίες οι συγγραφείς έβαλαν πλάι στο όνομά τους το τοπωνύμιο της καταγωγής τους.

β) Ο Τάκης (Ευστάθιος) Κολιαβάς-Μωλιοτάκης, γεννημένος στους Μώλους Φθιώτιδος (1926-2017), υιοθετεί το διπλό επώνυμο.

δ) Ο Γιώργος Θ. Κελεπούρης-Δωρικός (1890-1965), με διπλό επώνυμο από τους Πενταγιούς Δωρίδος.

ιv. Περίπτωση κατά την οποία η παρουσία του ψευδώνυμου σχετίζεται  με την κατοικία του συγγραφέα.

Ο Μ. Καραγάτσης (1908-1960), (πραγματικό όνομα Δημήτριος Ροδόπουλος) συνέδεσε το ψευδώνυμό του με το δέντρο φτελιά ή καραγάτσι, στον περίβολο της εκκλησίας του χωριού του (Ραψάνη Θεσσαλίας), όπου, κατά την εφηβική του ηλικία, διάβαζε κάτω από τον ίσκιο του.

  1. Πρακτικοί λόγοι

Η σύμπτυξη του επωνύμου μπορεί να οφείλεται και σε πρακτικούς λόγους. Για παράδειγμα, ο  νομπελίστας συγγραφέας Γιώργος Σεφέρης (1900-1971), φέρει ως επώνυμο τη συντομευμένη μορφή του πραγματικού του επιθέτου Σεφεριάδης.

  1. Αισθητικοί λόγοι- Παιχνίδια λογοτεχνικού ύφους και είδους

Οι συγγραφείς, στην περίπτωση που το επώνυμο τους ήταν κακόηχο και ακατάλληλο να διαδοθεί ευρέως στο αναγνωστικό κοινό και να προκαλέσει το ενδιαφέρον του, διάλεγαν ένα ψευδώνυμο, επιδιώκοντας να είναι πιο καλαίσθητο και εύηχο, συγκριτικά με το πραγματικό τους όνομα.

α) Ο Ιωάννης Κονδυλάκης (1861−1920) επιλέγει το ψευδώνυμο Διαβάτης, γιατί  τα χρονογραφήματά του ήταν εντυπώσεις, παρατηρήσεις και περιγραφές κάποιου που περνά (διαβαίνει) τους δρόμους της ζωής.

β) Ο Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932), φέρει το πραγματικό όνομα το Δημήτριος Σύψωμος.

γ) Ο Στράτης Μυριβήλης (1890-1969) φέρει το πραγματικό ονοματεπώνυμο Ευστράτιος Σταματόπουλος. Η επιλογή του ψευδωνύμου μπορεί να εξηγεί γιατί αφενός μεν ο αναβιβασμός του τόνου Στράτης προσδίδει μια αίσθηση μουσικότητας και αφετέρου το Μυριβήλης  εναρμονίζεται με το άρωμα που αναδίδει.

δ) Ο Παύλος Κριναίος (1903-1986) έχει πραγματικό όνομα το Χαρίλαος-Παύλος Μιχαηλίδης.

ε) Ο νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996) λεγότανε Οδυσσέας Αλεπουδέλλης. Ο ίδιος αποκάλυψε την επιλογή του ψευδωνύμου Ελύτης, την οποία μελέτησε ιδιαίτερα και προσεκτικά. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε, επέλεξε το «Ελ-» επειδή οι λέξεις που άρχιζαν από αυτό (Ελλάδα, ελπίδα, Ελένη, ελευθερία), του ασκούσαν πάντοτε μια μαγεία, το «-υ-» επειδή ήταν για εκείνον το πιο ελληνικό γράμμα και το «-της», επειδή χρειαζόταν μια κατάληξη που να είναι και λίγο αρχαιοπρεπής.

στ) Η Ζωρζ  Σαρή  (1923-2012), είχε ως πραγματικό όνομα το Γεωργία Σαρηβαξεβάνη. Η πιθανή επιλογή του ψευδωνύμου της, που δεν αποκλίνει από το πραγματικό της, πέρα από αισθητικούς λόγους, σχετίζεται με την καταγωγή της μητέρας της, ήταν Γαλλίδα από Σενεγάλη και για το επίθετο κράτησε τις δύο πρώτες συλλαβές.

ζ) Ο Γιώργος Ιωάννου (1927-1985) είχε το πραγματικό όνομα Γιώργος Σορολόπης.

Εδώ εντάσσονται και τα ψευδώνυμα στη σατυρική ποίηση, ως ένα πεδίο λαμπρών ευφυολογημάτων, που βρίσκονται σε πλήρη αντιστοίχιση με τη συνολική αισθητική, δηλαδή το είδος και το ύφος που υπογράφουν.

Ο Γεώργιος Σουρής (1853-1919) υπογράφει με το διάφανο ψευδώνυμο Souris (λογοπαίγνιο, διότι στα γαλλικά souris είναι το ποντίκι), Ποντίκι και Ερινύς, σαφής σημειολογική αναφορά στις μυθικές χθόνιες θεότητες που κυνηγούσαν όσους είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά της φυσικής και ηθικής τάξης των πραγμάτων.

  1. Επιρροές ποικίλες

α) Ο Δημήτριος Χατζόπουλος (1872-1936), υπογράφει ως Μποέμ, εκφράζοντας, ενδεχομένως, τον αντισυμβατικό, αμέριμνο, ανέμελο τρόπο ζωής και σκέψης, ως νέα καλλιτεχνική τάση στην τέχνη και τη ζωή της εποχής του.

β) Ο Κοσμάς Πολίτης (1888-1974),  (πραγματικό ονοματεπώνυμο Πάρις/ Παρασκευάς Ταβελούδης), με το ψευδώνυμο κλείνει μέσα του το κοσμοπολίτικο και διεθνιστικό πνεύμα της γενιάς του.

γ) Ο Πέτρος Πικρός (1894-1956), (πραγματικό όνομα Γιάννης Γενναρόπουλος) υιοθέτησε το ψευδώνυμο Πικρός, συνδέοντας τον εαυτό του με τον αγαπημένο του συγγραφέα Μαξίμ Γκόρκι (στα ρωσικά ο «πικρός» μεταφράζεται ως «γκόρκι»).

δ) Ο Μ. Καραγάτσης (1908-1960), από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Γενιάς του ’30, έφερε το πραγματικό όνομα Δημήτριος Ροδόπουλος. Ως προς το «Μ.» του ψευδωνύμου, δεν υπάρχει σχετική δήλωση του ιδίου του συγγραφέα, οπότε κάθε προσπάθεια ερμηνείας και αποκρυπτογράφησης του νοήματος που έκρυβε οδηγεί στην πιθανολογία. Ποικίλες υπήρξαν οι υποθέσεις και η σύγχυση των μελετητών. Προήλθε πιθανότατα από το ρωσικό όνομα «Μίτια» (ρωσική εκδοχή του Δημήτρης), όπως τον αποκαλούσαν φίλοι και συμφοιτητές του, λόγω της μεγάλης του αγάπης για τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Ίσως το «Μ.» παραπέμπει στο Μιχάλης λόγω των ηρώων του, Μιχάλη Καραμάνου (στον Γιούγκερμαν) και Μιχάλη Ρούση (στον Μεγάλο ύπνο) που θεωρούνται περσόνες του συγγραφέα. Άλλη εκδοχή διατυπώθηκε από την κόρη του, Μαρίνα Καραγάτση, η οποία, σε προφορική μαρτυρία, που δεν αναφέρει πουθενά στο βιβλίο που έγραψε για την οικογένειά της, δήλωσε ότι το αρχικό γράμμα «Μ.» πράγματι παραπέμπει στο όνομα Μιχάλης.

ε) Ο Γ. Βερίτης (1915-1948), (πραγματικό όνομα Αλέξανδρος Γκιάλας), δημιούργησε το ψευδώνυμό του με το Γ (= Γκιάλας) και το Βερίτης από τη λατινική λέξη veritas (= αλήθεια), ως Χριστιανός αγωνιστής διακηρύσσοντας τη μόνη Αλήθεια, τον Χριστό.

  1. Ψυχολογικοί λόγοι: Διαχωρισμός της πραγματικής από τη συγγραφική ζωή

Ο συγγραφέας, επιθυμώντας να διαχωρίσει την πραγματική από τη συγγραφική ζωή του, επιλέγει τη χρήση ενός ψευδωνύμου. Τον Άνθρωπο φανερώνει το όνομα. Τον Τεχνίτη συμβολίζει το ψευδώνυμο. Είναι ένα όνομα που εκφράζει τη δεύτερη ψυχή του, την αληθινή, την ψυχή του καλλιτέχνη.

Ο Παναγιώτης Σ. Πίστας (1939-) είναι φιλόλογος, δοκιμιογράφος, ποιητής και πανεπιστημιακός δάσκαλος. Ανήκει ληξιαρχικά και ποιητικά στη δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά ή γενιά του εξήντα και εμφανίζεται με τη λογοτεχνική περσόνα Π. Σωτηρίου.

Εντελώς ιδιαίτερη όσο και πολύπλοκη μορφή της ψευδωνυμίας αποτελεί η «ετερωνυμία», που εντάσσεται στη λογική του λογοτεχνικού παιχνιδιού. Το ετερώνυμο είναι μια κατασκευασμένη προσωπικότητα από τον συγγραφέα, είναι πρόσωπο «εκτός προσώπου» του συγγραφέα, ένας ψευδώνυμος χαρακτήρας. Όπως ο συγγραφέας δημιουργεί έναν πλασματικό κόσμο, με πλασματικούς ήρωες, νιώθει ο ίδιος την ανάγκη να δημιουργήσει και έναν άλλο παράλληλο, πλαστό, όμως, εξίσου, ζωντανό με τον πραγματικό, συγγραφέα, για να του αποδώσει ιδέες, σκέψεις, θεωρίες του. Χαρακτηριστική περίπτωση ο Φερνάντο Πεσσόα, ο οποίος κατεξοχήν συνδέθηκε με την ετερωνυμία, με το τέχνασμα των διαφορετικών προσωπείων για τον εαυτό του, με τα οποία συμβίωνε και συνομιλούσε. Δημιούργησε, δηλαδή, ετερώνυμους εαυτούς, διαφορετικές φανταστικές προσωπικότητες οι οποίες υπέγραφαν τα γραπτά του, ώστε να γράψει σε διαφορετικά λογοτεχνικά στυλ.

α) Ο Νάσος Βαγενάς (1945-) απεκδύεται της πανεπιστημιακής του ιδιότητας ως καθηγητού της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.  Ο Βαγενάς μεταμορφώνει την περσόνα του σε έναν ποιητικό μυθοπλαστικό και επινοημένο ήρωα-μεταφραστή, τον Πάτροκλο Γιατρά, ο οποίος δίνει αποσπάσματα επινοημένης μετάφρασης. Ένα παιχνίδι του Νάσου Βαγενά,  προκειμένου να υπηρετήσει τις μεταφραστικές του αρχές και τη θεωρία του, που αργότερα θα εκθέσει σε αυτοτελείς  μελέτες του.

β) Ο Γιώργος Σεφέρης, ως ψευδώνυμος ήδη συγγραφέας (πραγματικό όνομα Γιώργος Σεφεριάδης), πλάθει τους δικούς του ετερώνυμους ήρωες. Είναι ο Στρατής ο Θαλασσινός, το alter ego του, «μια δεύτερη φωνή του ποιητή, ένας τρόπος θεώρησης και αφήγησης των πραγμάτων γύρω του». Άλλος ετερώνυμος συγγραφέας του Σεφέρη είναι ο Μαθιός Πασκάλης, με το όνομα του οποίου ο Σεφέρης δημοσιεύει μια σύντομη μελέτη για την ποίησή του. Τελικά, ο Μαθιός Πασχάλης είναι μακροβιότερος και του ψευδώνυμου Σεφέρης και του ετερώνυμου Στρατής Θαλασσινός, γιατί με το ετερώνυμο αυτό ο Γ.Π. Ευτυχίδης (ετερώνυμο του Γ.Π. Σαββίδη) επιμελείται φιλολογικά 16 σκανδαλώδη, άσεμνα και αθυρόστομα «λιμερίκια» ή «ληρολογήματα» του διπλωμάτη-ποιητή Σεφέρη, υπό τον τίτλο Εντεψίζικα, το 1989. (Σημείωση: εντεψίζικα, ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό = ξόρκια με πρόστυχα λόγια, με τα οποία προσπαθούσαν οι γυναίκες να ανάψουν τον πόθο ενός άντρα).

γ) Ο Μανώλης Αναγνωστάκης συστήνει στο αναγνωστικό κοινό την ποιητική του περσόνα, το ετερώνυμό του, τον Μανούσο Φάσση, με τίτλο Μανούσος Φάσσης. Παιδική Μούσα (τραγούδια για την προσχολική και σχολική ηλικία), εκδόσεις Αμοργός, 1980. Λίγα χρόνια αργότερα, εκδίδει ως δοκιμιακό σχεδίασμα το βιβλίο Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Μια πρώτη απόπειρα κριτικής
προσέγγισης
, εκδόσεις Στιγμή, 1987. Ο Μανούσος Φάσσης είναι το alter ego του Μανώλη Αναγνωστάκη, ένα προσωπείο με «σάρκα και οστά», με τη δική του βιογραφία. Μέσω της φανταστικής αυτής προβολής, ο Αναγνωστάκης πειραματίζεται με μια άλλη μορφή της ποιητικής του δημιουργίας, που δεν χώρεσε στο κυρίως σώμα της «στοχαστικής σοβαρότητα της κανονικής» ποίησής του.

  1. Διασκεδαστικές απάτες

Η ανάγκη της πολυγραφίας σε έντυπα διαφορετικού εκδότη υπαγόρευε πολλούς συγγραφείς στην χρήση διαφόρων ψευδωνύμων, για να μην γίνει γνωστή η πραγματική τους ταυτότητα.

Ο Ρένος Αποστολίδης (1924-2004) ήταν συγγραφέας, δημοσιογράφος, φιλόλογος και κριτικός της λογοτεχνίας της μεταπολεμικής γενιάς. Επειδή δεχόταν πίεση από διάφορα έντυπα, τα οποία επίμονα του ζητούσαν «ξένα» κείμενα, δημοσίευσε δικά του κείμενά του με ευφάνταστα και πολυάριθμα ξένα ψευδώνυμα,  π.χ. MaxTod, Stephen Spender, Stefan Raste, ως μεταφράσεις ξένων ανύπαρκτων συγγραφέων. Μάλιστα, ό ίδιος εξιστορεί τη διασκεδαστική του αυτή απάτη καταγγέλλοντας και τιμωρώντας τη «συμπλεγματική περιφρόνηση» στη «ντόπια πνευματική δημιουργία» και την εμμανή απαίτηση για ξένα κείμενα.

Ο Αρκάς είναι Έλληνας σκιτσογράφος και συγγραφέας, που εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Ένας μαέστρος του χιούμορ, μια ιδιαίτερα  προβεβλημένη φυσιογνωμία, που κρατά το πραγματικό του όνομα ως επτασφράγιστο μυστικό. Ποικίλα τα ονόματα που έχουν προταθεί, αλλά ο Αρκάς επιμένει στη γοητεία του αφανούς, παίζοντας με την ανυπέρβλητη άγνοιά μας.

Μια περίπτωση λογοτεχνικής «παρενδυσίας» είναι η αλλαγή γένους των συγγραφέων, που σημαίνει ότι το γένος του ψευδώνυμου δεν συμφωνεί με το πραγματικό αυτού που γράφει. Με άλλα λόγια, άντρες γράφουν ως γυναίκες και γυναίκες ως άντρες.

α) Στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951), γράφει ως Κυρά Μάρθα, ο Κωστής Παλαμάς (1859-1843), ως Φλόρα Μυράμπελη, ο Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904), ως Anna Merrilies και Χρυσομάλλω.

β) Η Ελένη Ουράνη, το γένος Νεγρεπόντη (1896-1971),  κριτικός λογοτεχνίας και θεάτρου και συγγραφέας, έχει το ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος.

γ) Η Ρούλα Αλαβέρα (1942-), ποιήτρια και σύζυγος του πεζογράφου Τηλέμαχου Αλαβέρα, χρησιμοποιεί τη ψευδωνυμία Σταύρος Σγουρός.

  1. Ποικίλοι λόγοι

α) Ο Φώτης Κόντογλου (1895-1965) ήταν ζωγράφος αγιογράφος και συγγραφέας. Το πραγματικό επίθετό του ήταν Αποστολέλλης. Ένα χρόνο μετά τη γέννησή του έχασε τον ναυτικό πατέρα του και την κηδεμονία του ιδίου και των τεσσάρων αδερφών του ανέλαβε ο θείος του, Στέφανος Κόντογλου, αδερφός της μητέρας του Δέσπως και ηγούμενος της μονής της Αγίας Παρασκευής. Το ψευδώνυμό του είναι μητρώνυμο,  οφείλεται, δηλαδή, στο επώνυμο της μητέρας του.

β) Η Ζωή Καρέλλη (1901-1998) ήταν ποιήτρια, θεατρική συγγραφέας και μεταφράστρια. Υπήρξε αδερφή του συγγραφέα Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη και το πραγματικό της όνομα ήταν Χρυσούλα Αργυριάδου. Το ψευδώνυμό της οφείλεται αφενός μεν στην αγάπη της προς τη ζωή και αφετέρου στην τιμή που ήθελε να αποδώσει σε έναν υπολοχαγό με το επίθετο Καρέλλη, τον οποίο είχε ερωτευτεί, αλλά, κατά την επιθυμία των γονέων της παντρεύτηκε τον Αργυριάδη.

γ) Οι συνδρομητές του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων ε­πέ­λε­γαν ελ­λη­νοπρε­πή ψευ­δώ­νυ­μα, τα οποία, αφού τα υπέβαλαν στο κρι­τή­ριο του Γ. Ξε­νό­που­λου, γίνονταν α­πο­δε­κτοί ως Δια­πλα­σό­που­λα. Με άλλα λόγια, η ψευδωνυμία ήταν απαραίτητη προϋπόθεση και αυ­στη­ρός κα­νο­νι­σμός για τη συμ­με­το­χή τους στην κίνηση και τη ζωή του περιοδικού. Για παράδειγμα, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (με το ψευδώνυμο Αιθήρ και αργότερα ως Όψιμος Κρίνος), ο Ρώμος Φιλύρας (Κορινθιακό Κύμα), ο Κλέων Παράσχος (Αφροστεφανωμένο Κύμα), ο Πέτρος Χάρης (Κυανόλευκο Λάβαρο), ο Νίκος Καββαδίας (Μικρός Ποιητής), ο Ιωάννης Κακριδής (Το τραγούδι της λευτεριάς), η Ρίτα Μπούμη (Η Μικρά Ηγεμονίς). Τα ψευδώνυμα αυτά συνδύαζαν το παιγνιώδες-δημιουργικό στοιχείο, την ασφάλεια να δημοσιεύσει ένα παιδί κείμενά του χωρίς να εκτεθεί και προμήνυαν τον ρομαντισμό που διέ­κρι­νε τη με­τέ­πει­τα στά­ση κάποιων από αυτούς.

ΙΙΙ. Καταληκτικές σκέψεις

Ψευδώνυμα συγγραφέων που μας καλούν να τα αποκαλύψουμε, να τα αποκρυπτογραφήσουμε, να τα αποκωδικοποιήσουμε. Ψευδώνυμα που αναζητούν το πραγματικό πρόσωπο των συγγραφέων, βγάζοντας τη μάσκα που τους προστατεύει και τους καλύπτει. Η ανθρωπογεωγραφία της ψευδωνυμογραφίας, μια πρόσκληση και πρόκληση συνάμα για τους μελέτες, που θα αναλάβουν ιδιότητες ντεντέκτιβ.

Και αν παλιότερα έπαιρναν ψευδώνυμα οι συγγραφείς, ήρθε η ώρα να πάρουν ψευδώνυμα και οι αναγνώστες… ψευδώνυμα που διακινούνται στο διαδικτυακό περιβάλλον.

 

 


 

υγ: Η αρχισυντάκτρια του Περί ου Παυλίνα Παμπούδη με πληροφορεί πως κι εκείνη χρησιμοποίησε ως ψευδώνυμο το Ναταλία Βορεάδου -το όνομα της γιαγιάς της – στο πρώτο της βιβλίο (Ειρηνικά, Αθήνα 1965), ούσα τότε γυμνασιοκόριτσο στο Αρσάκειο.

 

Η Μεταξούλα Μανικάρου είναι φιλόλογος, συγγραφέας, Διδάκτωρ «Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» και Μεταδιδάκτωρ «Παιδικής Λογοτεχνίας». Διδάσκει στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. https://independent.academia.edu/MetaxoulaManikarou

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.