Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, στην πόλη της Τιφλίδας ζούσε ένας πλούσιος Τούρκος. Πολύ χρυσάφι του έδωσε ο Αλλάχ, αλλά πιο ακριβή από κάθε μάλαμα ήταν για αυτόν η μοναχοκόρη του, η Μαχ-Μιχρί[3]. Ωραία είναι τα αστέρια του ουρανού, μα πίσω από αυτά βρίσκονται οι αγγέλοι, που είναι πιο ωραίοι κι από τα αστέρια. Έτσι και η Μαχ-Μιχρί ήταν η πιο λυγερή κι όμορφη κοπέλα στην Τιφλίδα.
Εκεί ζούσε και ο φτωχός Ασίκ Κερίμπ[4]. Ο Αλλάχ δεν του έδωσε τίποτα άλλο παρά μια μεγάλη καρδιά και το χάρισμα του τραγουδιού. Παίζοντας το σάζι[5] του και εξυμνώντας τα λαμπρά παλικάρια των παλαιών χρόνων, περνούσε από γάμο σε γάμο, διασκεδάζοντας τους πλούσιους και τους ευτυχείς. Έτσι, γνώρισε τη Μαχ-Μιχρί και οι δυο αγαπήθηκαν. Ωστόσο, λίγες ελπίδες είχε ο φτωχός Ασίκ Κερίμπ για να την παντρευτεί κι έτσι μαύρισε σαν τον χειμωνιάτικο ουρανό.
Μια μέρα είχε πλαγιάσει ο Ασίκ στον μπαχτσέ κάτω από τα αμπέλια και γρήγορα τον πήρε ο ύπνος. Την ώρα εκείνη περνούσε από κοντά η Μαχ-Μιχρί μαζί με τις φίλες της. Μία από αυτές, σαν είδε τον ασίκη να κοιμάται, έμεινε λίγο πίσω και τον σίμωσε.
— Πως κοιμάσαι στα αμπέλια, σαν το ελαφάκι σου περνάει και χαμπάρι δεν την παίρνεις! Σήκω, μωρέ! του μίλησε τραγουδιστά.
Αυτός ξύπνησε και η κοπέλα πέταξε σαν πουλάκι στις φίλες της.
— Σε ποιον πήγες να τραγουδήσεις; τη ρώτησε η Μαχ-Μιχρί.
— Στον δικό σου τον Ασίκ Κερίμπ!
— Πάμε πίσω σε αυτόν, είπε η Μαχ-Μιχρί.
Σαν είδε το στεναχωρημένο του πρόσωπο, η Μαχ-Μιχρί του μίλησε παρηγορώντας τον.
— Πως και να μην στεναχωριέμαι, απαντούσε ο Aσίκ Κερίμπ. Σε αγαπώ και δεν θα είσαι ποτέ δικιά μου.
— Να ζητήσεις το χέρι μου από τον πατέρα, έλεγε αυτή, και αυτός θα κανονίσει τον γάμο μας με δικούς του παράδες. Θα μας δώσει τόσα που θα μας αρκέσουν για μια ζωή.
— Ωραία, είπε ο ασίκης, ας πούμε ότι ο Αγιάκ Αγάς[6] δεν θα τσιγκουνευτεί σε τίποτα για την κόρη του, αλλά ποιος ξέρει αν στη συνέχεια δεν θα αρχίσεις να με μαλώνεις πως τάχα δεν είχα τίποτα και όλα τα χρωστώ σε σένα. Όχι, καλή μου Μαχ-Μιχρί! Είπα να περιπλανιέμαι ανά τον κόσμο για εφτά χρόνια. Ή καζαντίσω[7] ή χαθώ σ’ αλαργινές ερήμους. Αν συμφωνείς με αυτό, τότε μόλις περάσουν τα εφτά χρόνια θα γίνεις δικιά μου.
Εκείνη συμφώνησε και πρόσθεσε πως εάν δεν γυρίσει την κανονισμένη μέρα, τότε θα παντρευτεί τον Χουρσίτ Μπέη[8], που τη γυρεύει εδώ και καιρό.
Έτσι, ο Ασίκ Κερίμπ πήγε στη μητέρα του για να πάρει την ευχή της για τον δρόμο, φίλησε τη μικρή του αδελφή, έπιασε το μπαστούνι του στρατοκόπου κι έφυγε από την πόλη. Στον δρόμο τον φτάνει ένας καβαλάρης: ήταν ο Χουρσίτ Μπέης!
— Ώρα καλή! του φώναξε ο μπέης. — Όπου κι αν πας, θα είμαι συνοδοιπόρος σου.
Δεν χάρηκε ο ασίκης με τον σύντροφό του, αλλά τι να έκανε. Για πολλή ώρα βαδίζανε μαζί και επιτελούς βρήκαν μπροστά τους έναν ποταμό. Δεν είχε ούτε γέφυρα ούτε κάποιο πέρασμα.
— Κολύμπα πρώτος εσύ, είπε ο Χουρσίτ Μπέης, κι εγώ θα σε ακολουθήσω. Ο ασίκης έριξε κάτω τα ρούχα του και κολύμπησε. Όταν πέρασε τον ποταμό κοίταξε πίσω και είδε τι συμφορά τον είχε βρει! Ω παντοδύναμος Αλλάχ! Ο Χουρσίτ Μπέης έφυγε καλπάζοντας μαζί με τα ρούχα του ασίκη. Στο βάθος της γυμνής πεδιάδας μονάχα οι σκόνες στροβιλίζονταν σαν φίδι στα ίχνη του μπέη.
Σαν έφτασε ο μπέης στην Τιφλίδα, πήγε τα ρούχα του ασίκη στη γερασμένη του μητέρα.
— Ο γιος σου πνίγηκε σε βαθύ ποταμό, λέει εκείνος. Να και τα ρούχα του.
Με απερίγραπτη θλίψη έπεσε η μητέρα πάνω στα ρούχα του αγαπημένου της γιου, βρέχοντάς τα με δάκρυα φλογερά. Ύστερα τα έπιασε και τα πήγε στη μνηστή του Ασίκ Κερίμπ, στη Μαχ-Μιχρί.
— Ο γιος μου πνίγηκε, είπε η μητέρα στη Μαχ-Μιχρί. Ο Χουρσίτ Μπέης μου έφερε τα ρούχα του. Είσαι λεύτερη.
Η Μαχ-Μιχρί χαμογέλασε και της απάντησε:
— Μην πιστέψεις τα μασάλια[9] του Χουρσίτ Μπέη. Πριν περάσουν τα εφτά χρόνια, κανείς δε θα γίνει άντρας μου.
Πήρε το κρεμασμένο στο ντουβάρι σάζι κι άρχισε να σιγοτραγουδά ένα από τα αγαπημένα τραγούδια του φτωχού Ασίκ Κερίμπ.
Στο μεταξύ ο στρατοκόπος έφτασε σε ένα χωριό, ξυπόλυτος και γυμνός. Οι καλοί ανθρώποι τον έντυσαν και τον φίλεψαν κι εκείνος τους τραγουδούσε. Έτσι περνούσε από χωριό σε χωριό κι από πόλη σε πόλη και η φήμη του πλανόδιου μουσικού διαδόθηκε παντού. Σαν έφτασε στο Χαλέπι[10], κατά τη συνήθεια του μπήκε σε έναν καφενέ, ζήτησε αν έχουν εκεί κανένα σάζι κι άρχισε το τραγούδι.
Τον καιρό εκείνο ζούσε στο Χαλέπι ένας πασάς που ήταν και μεγάλος κυνηγός αοιδών. Πολλούς του φέρνανε, αλλά κανένας δεν του άρεσε. Οι τσαουσάδες[11] του είχαν εξαντληθεί ψάχνοντας να βρουν σε όλη την πόλη έστω κι έναν μουσικό που να αρέσει στον πασά τους. Μια μέρα περνώντας δίπλα από τον καφενέ ακούστηκε μια αγγελική φωνή και έτσι μπήκαν μέσα για να μάθουν ποιανού ήταν.
— Θα έρθεις μαζί μας στον πασά, φώναξαν αυτοί, αλλιώς θα μας πληρώσεις με το κεφάλι σου!
— Είμαι άνθρωπος λεύτερος, στρατοκόπος από την πόλη της Τιφλίδας, έλεγε ο Ασίκ Κερίμπ. Άμα θελήσω θα έρθω, άμα δε θελήσω δε θα έρθω. Τραγουδώ όταν έχω κέφι και ο πασάς σας δεν μου είναι τίποτα.
Ωστόσο, παρά τα λόγια του αυτά, τον άρπαξαν και τον πήγαν με τη βία στον πασά.
— Τραγούδα, είπε ο πασάς.
Κι αυτός τραγούδησε δοξάζοντας την ακριβή του Μαχ-Μιχρί. Τόσο άρεσε το τραγούδι αυτό στον πασά που κράτησε τον φτωχό ασίκη στο σαράι[12] του.
Ο Ασίκ Κερίμπ άρχισε να ζει με χαρά και πλούτο, του έριχναν ασήμι και μάλαμα κι αντί για κουρέλια φόρεσε τα πιο ακριβά ρούχα. Ωστόσο, τα εφτά χρόνια που είχαν συμφωνήσει με τη Μαχ-Μιχρί κόντευαν να εκπνεύσουν. Έτσι κυλούσε η τελευταία χρονιά και ο Κερίμπ ούτε που σκεφτόταν να επιστρέψει στην Τιφλίδα.
Η ωραία Μαχ-Μιχρί είχε πλέον απελπιστεί. Τον καιρό εκείνο, ένας έμπορος αναχωρεί από την Τιφλίδα με το καραβάνι του, με σαράντα καμήλες και ογδόντα σκλάβους. Τον καλεί η Μαχ-Μιχρί και του δίνει ένα χρυσό πιάτο.
— Πάρε αυτό το πιάτο, του λέει αυτή, και σε όποια πόλη κι αν πας, βάλε το στον πάγκο σου και λέγε παντού πως όποιος ισχυριστεί ότι είναι δικό του και το αποδείξει, θα πάρει και το ίδιο το πιάτο και το βάρος του σε χρυσάφι.
Ο έμπορος ξεκίνησε το ταξίδι του τηρώντας πιστά την εντολή της Μαχ-Μιχρί, αλλά κανένας δεν είπε πως είναι δικό του το πιάτο. Είχε πουλήσει σχεδόν όλα τα εμπορεύματά του και στο τέλος έφτασε στο Χαλέπι. Διαλάλησε παντού την εντολή της Μαχ-Μιχρί. Μόλις το άκουσε ο Ασίκ Κερίμπ, έτρεξε στο παζάρι να δει το πιάτο του εμπόρου από την Τιφλίδα.
— Είναι δικό μου! είπε αυτός και το άρπαξε.
— Σίγουρα θα είναι δικό σου, είπε ο έμπορος. Σε θυμάμαι, είσαι ο Ασίκ Κερίμπ. Τρέχα στην Τιφλίδα γιατί η αγαπητικιά σου η Μαχ-Μιχρί παρήγγειλε να σου πω πως τελεύει η προθεσμία σου και θα παντρευτεί άλλον αν δεν παρουσιαστείς εκεί τη μέρα την κανονισμένη.
Τρομαγμένος ο ασίκης έπιασε το κεφάλι του: έμεναν μόνο τρεις μέρες για τη μοιραία μέρα. Πήρε έναν ντορβά γεμάτο χρυσά νομίσματα, καβάλησε το άλογό του και κάλπασε χωρίς να το λυπάται. Τέλος πάντων, ο εξαντλημένος ασίκης έπεσε σχεδόν άψυχος σ’ ένα βουνό ανάμεσα στο Ερζιτζάν και το Ερζερούμ. Δεν ήξερε τι να κάνει, αφού από το Ερζιτζάν μέχρι την Τιφλίδα είχε δυο μήνες δρόμο, ενώ του είχαν μείνει μόνο δυο μέρες για τη μοιραία μέρα.
— Ω παντοδύναμε Αλλάχ! αναφώνησε αυτός. Αν δεν με βοηθήσεις εσύ, δεν έχω κανένα νόημα να υπάρχω.
Ανέβηκε σε ένα ψηλό γκρεμό με τη σκέψη να πέσει από εκεί. Ξαφνικά βλέπει κάτω έναν άνθρωπο πάνω σε ένα άσπρο άτι:
— Ογλάν[13], τι ψάχνεις εκεί πέρα; είπε ο καβαλάρης με βροντερή φωνή.
— Ψάχνω τον θάνατό μου, απάντησε ο ασίκης.
— Κατέβα εδώ κι αν το θέλεις πολύ θα σε σκοτώσω εγώ. Ο ασίκης κατέβηκε όπως όπως από τον γκρεμό.
— Ακολούθα με, είπε δυνατά ο καβαλάρης.
— Πως μπορώ να σε ακολουθήσω, απάντησε ο ασίκης. Το άτι σου είναι γρήγορο σαν τα σύννεφα του ουρανού κι εγώ είμαι φορτωμένος με βαρύ ντορβά.
— Δώσε μου τον ντορβά σου και ακολούθα με. Όσο και να προσπαθούσε ο ασίκης, όλο πίσω έμενε.
— Γιατί καθυστερείς; τον ρώτησε ο καβαλάρης.
— Μα πως μπορώ να σε ακολουθήσω, όταν το άτι σου είναι ακόμα γρηγορότερο κι από τη σκέψη. Έχω ήδη ταλαιπωρηθεί υπέρμετρα και δεν βαστώ άλλο δρόμο…
— Κάτσε πίσω στο άτι μου και πες μου όλη την αλήθεια. Που θέλεις να φτάσεις;
— Τουλάχιστον μέχρι το Ερζερούμ, απάντησε ο ασίκης.
— Κλείσε τα μάτια σου.
Τα έκλεισε.
— Τώρα άνοιξε.
Και ξαφνικά βλέπει μπροστά του τα λευκά τείχη και τους στιλπνούς μιναρέδες του Ερζερούμ.
— Με συγχωρείς, αγά μου, είπε ο Ασίκ Κερίμπ, έκανα λάθος. Ήθελα να φτάσω στην πόλη Κάρς.
— Άκου να δεις, απάντησε ο καβαλάρης, σου ζήτησα να μου πεις την αλήθεια. Κλείσε τα μάτια σου πάλι… Τώρα άνοιξε.
Ο Ασίκ Κερίμπ δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του πως βρίσκεται στην Κάρς. Έπεσε στα γόνατα και είπε:
— Με συγχωρείς, αγά μου, τρεις φορές με συγχωρείς, τον δούλο σου τον Κερίμπ. Εσύ ίδιος ξέρεις πως αν ένας άνθρωπος ξεκινήσει να λέει ψέματα από το πρωί, θα συνεχίσει μέχρι και το τέλος της ημέρας. Στην πραγματικότητα όμως, πρέπει να φτάσω στην Τιφλίδα.
— Αμάν πια! είπε βλοσυρά ο καβαλάρης. Τι να σε κάνω και εσένα; Συγχωρεμένος. Κλείσε τα μάτια σου. Τώρα άνοιξε.
Ο Ασίκ Κερίμπ φώναξε απ’ τη χαρά του γιατί βρίσκονταν πια μπροστά στις πύλες της Τιφλίδας, πήρε τον ντορβά του και ευχαρίστησε ειλικρινά τον καβαλάρη:
— Αγά μου, και βέβαια η καλή σου πράξη είναι μεγαλειώδης, αλλά αν μπορείς κάμε μου κι άλλη μια χάρη. Δεν θα με πιστέψει κανένας αν χρειαστεί να μιλήσω για το πως κατάφερα να φτάσω μέσα σε μια μονάχα μέρα κι από τόσο μακριά στην Τιφλίδα. Δώσε μου κάτι για να μπορέσω να το αποδείξω.
— Πάρε κάτω από την οπλή του ατιού μου λίγο χώμα και βάλε το στην τσέπη σου, είπε ο καβαλάρης με ένα χαμόγελο. Αν δεν πιστέψει κάποιος τα λόγια σου, να του πεις να σου φέρουν μία τυφλή που εδώ και εφτά χρόνια δεν βλέπει. Άλειψε τα μάτια της με το χώμα αυτό και θα δει.
Ο ασίκης πήρε έναν σβόλο χώματος κάτω από την οπλή του ατιού και όταν σήκωσε το κεφάλι του ο καβαλάρης είχε ήδη εξαφανιστεί. Τότε κατάλαβε πως ο βοηθός του δεν ήταν κανένας άλλος παρά ο Χιντίρ Ιλίας[14].
Μέσα στη μαύρη νύχτα ο Ασίκ Κερίμπ πήγε να βρει το πατρικό του. Χτυπά την πόρτα με τρεμάμενο χέρι, λέγοντας:
— Μάνα, μάνα, άνοιξε! Είμαι ένας ξένος σταλμένος από τον Θεό, πεινάω πολύ κι έξω έχει αγιάζι. Σε παρακαλώ, στο όνομα του γιου σου που περιπλανάται, άφησέ με να μπω. Η γριά του απάντησε με μια σιγανή φωνή:
— Για διανυκτέρευση των οδοιπόρων υπάρχουν τα σπίτια των πλούσιων και των δυνατών. Γίνεται ένας γάμος στην πόλη. Πήγαινε εκεί. Θα περάσεις τη νύχτα γλεντώντας.
— Μάνα, έλεγε αυτός, δεν γνωρίζω κανέναν εδώ και γι’ αυτό σε παρακαλώ, για τον ξενιτεμένο σου γιο, άσε με να μπω μέσα!
Τότε η αδερφή του λέει στη μάνα:
— Μητέρα μου, θα πάω να του ανοίξω.
— Βρε, κακομοίρα! απάντησε η γριά μάνα. Είσαι πάντα τόσο πρόθυμη να φιλοξενείς τους νεαρούς στο σπίτι και να τους τρατάρεις, γιατί εδώ και εφτά χρόνια είμαι τυφλή και δεν βλέπω τι κάνεις.
Ωστόσο, η κόρη της, δίχως να δώσει σημασία στις κατηγόριες της μάνας, πήγε και άνοιξε στον ασίκη. Αυτός κάθισε και κοιτούσε με μυστική συγκίνηση το πατρικό του. Βλέπει πως στον τοίχο κρέμεται το γλυκόηχο σάζι του, φυλαγμένο σε σκονισμένη θήκη.
— Τι είναι αυτό που έχεις στον τοίχο; ρώτησε τη μητέρα.
— Πολύ περίεργος είσαι για μουσαφίρης, απάντησε αυτή. Να φας μια μπούκα ψωμί και με τον Θεό να συνεχίσεις τη στράτα σου αύριο.
— Μα σου έχω ήδη πει πως είσαι η μητέρα μου και αυτή είναι η αδερφή μου και γι’ αυτό θέλω να μου πεις τι είναι αυτό που κρέμεται στον τοίχο.
— Ένα σάζι είναι… απάντησε βλοσυρά η γριά μάνα, χωρίς να τον πιστέψει.
— Και τι θα πει σάζι;
— Σάζι θα πει πως με αυτό παίζουν τραγούδια.
— Επιτρέπεις η αδερφή μου να πάρει το σάζι και να μου το δείξει; ρώτησε ο Ασίκ-Κερίμπ.
— Όχι, απάντησε η γριά, είναι το σάζι του δύσμοιρου γιου μου. Εδώ και εφτά χρόνια κρέμεται στον τοίχο και ξένο χέρι δεν το έχει ακουμπήσει!
Ωστόσο, η αδερφή του σηκώθηκε, ξεκρέμασε από το ντουβάρι το σάζι και του το έδωσε. Τότε εκείνος σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό κι έκανε την εξής προσευχή:
— Ω παντοδύναμε Αλλάχ! Αν είναι γραφτό να καταφέρω τον σκοπό της περιπλάνησής μου, τότε ας γίνει το εφτάχορδο σάζι μου το ίδιο κουρδισμένο, όπως και την ημέρα που το είχα παίξει πριν αναχωρήσω εφτά χρόνια πίσω!
Χτύπησε τις μπρούντζινες χορδές του σαζιού, αυτές ήχησαν αρμονικά, όπως και την μέρα που είχε αναχωρήσει από το πατρικό του κι άρχισε τον σκοπό του:
Είμαι ο φτωχός Κερίμπ και τα λόγια μου είναι φτωχά,
ο μέγας Χιντίρ Ιλίας με έσωσε από τον χαμό.
Είμαι φτωχός και τα λόγια μου είναι ακόμα πιο φτωχά,
Αναγνώρισέ με, μάνα μου, τον γιο σου τον ξενιτεμένο.
Η μητέρα ξέσπασε σε λυγμούς και τον ρώτησε:
— Πως σε λένε;
— Ρασίντ[15].
— Ρασίντ, με τα λόγια σου μου μάτωσες την καρδιά. Πάνε εφτά χρόνια από τότε που έχασα την όρασή μου από τα δάκρυα και τη νύχτα είδα όνειρο πως άσπρισαν τα μαλλιά στο κεφάλι μου. Πες μου, εσύ που έχεις τη δική του φωνή, πότε θα γυρίσει ο γιος μου;
Μάταια έλεγε ο Ασίκ Κερίμπ πως είναι γιος της, γιατί δεν το πίστευε η γερασμένη μητέρα του. Μετά από λίγη ώρα τη ρώτησε:
— Μου επιτρέπεις να πάρω το σάζι για να πάω στο γάμο που έχω ακούσει πως γίνεται κάπου κοντά; Η αδερφή μου θα με πάει εκεί κι εγώ θα παίξω και θα τραγουδήσω και ό,τι μου δώσουν εκεί θα το φέρω εδώ για να το μοιραστώ μαζί σας.
— Όχι, απάντησε η γριά μάνα. Από τότε που μίσεψε ο γιος μου, το σάζι του δεν έχει βγει έξω από το σπίτι.
— Δώσε μου το σάζι κι αν σπάσει έστω μια χορδή, έλεγε ο ασίκης, τότε θα σου δώσω ό,τι έχω στον ντορβά μου.
Η γριά ψηλάφησε τον ντορβά του και αφού κατάλαβε πως είναι γεμάτος χρυσό, τον άφησε να πάρει το σάζι. Η αδερφή του τον πήγε στο πλούσιο σπίτι, όπου γινόταν το γαμήλιο φαγοπότι και έκατσε στην είσοδο για να ακούσει τι γίνεται.
Σε αυτό το πλούσιο σπίτι έμενε η Μαχ-Μιχρί και τη νύχτα αυτή θα γινόταν γυναίκα του Χουρσίτ Μπέη. Ο Χουρσίτ Μπέης γλεντούσε με τους συγγενείς και τους φίλους του, ενώ η Μαχ-Μιχρί, καθόταν πίσω από τον πολυτελή μπερντέ[16] μαζί με τις φίλες της. Στο ένα χέρι της κρατούσε ποτήρι με φαρμάκι, ενώ στο άλλο ένα αιχμηρό χαντζάρι. Είχε πάρει την απόφαση να δώσει τέλος στη ζωή της προτού πλαγιάσει στο κρεβάτι του Χουρσίτ Μπέη. Ωστόσο, άκουσε ξαφνικά έξω από τον μπερντέ έναν ξένο μουσαφίρη να λέει:
— Σελάμ Αλέικουμ[17]! Εσείς που τρώτε και πίνετε άρχοντες, επιτρέψτε μου, του φτωχού στρατοκόπου, να καθίσω αναμεταξύ σας και να τραγουδήσω για τη χαρά σας.
— Γάμο δεν έχουμε; Είναι ευπρόσδεκτος εδώ κάθε τραγουδιστής και χορευτής! Τραγούδα μας, βρε ασίκη, και θα φύγεις γεμάτος χρυσό. Πως σε λένε, στρατοκόπε; τον ρώτησε ο Χουρσίτ Μπέης.
— Σιμντί Γκιορουρσουνούζ[18].
— Τι είναι το όνομα αυτό; φώναξε γελώντας ο Χουρσίτ Μπέης. Για πρώτη φορά ακούω ένα τέτοιο όνομα!
— Όταν η μητέρα μου ήταν γκαστρωμένη και υπόφερε από πόνους, περνούσαν οι γειτόνοι από το πεζούλι μας και ρωτούσαν, αν ο Θεός της έχει χαρίσει αγόρι ή κορίτσι. Τους απαντούσαν συνέχεια «σιμντί γκιορουρσιούζ» και γι’ αυτό, όταν γεννήθηκα μου έδωσαν το όνομα αυτό. Ύστερα από αυτά τα λόγια, ο ασίκης έπιασε το σάζι του και άρχισε το τραγούδι:
Στην πόλη του Χαλεπιού έπινα το μισιριώτικο[19] κρασί,
και ο Αλλάχ μου έδωσε φτερά για να έρθω σήμερα εδώ.
Ο αδερφός του Χουρσίτ Μπέη ήταν τόσο παρορμητικός που έβγαλε το χαντζάρι του και φώναξε:
— Ψεύτη! Πως γίνεται από το Χαλέπι να έρθεις εδώ σε τρεις μέρες μόνο;
— Ή με πιστεύεις ή δεν με πιστεύεις, δεν υπάρχει λόγος να με σκοτώσεις! είπε ο ασίκης.
— Ας συνεχίσει το τραγούδι, είπε ο γαμπρός κι ο Ασίκ Κερίμπ συνέχισε:
Το πρωινό ναμάζι[20] το έκανα στην πεδιάδα του Ερζιτζάν,
το μεσημεριανό στην πόλη του Ερζερούμ,
πριν δύσει ο ήλιος στην πόλη της Κάρς
και το βραδινό ναμάζι στην Τιφλίδα.
Ο Αλλάχ μου έδωσε φτερά κι έχω πετάξει μέχρι εδώ.
Μακάρι ο Αλλάχ να με κάνει θυσία του άσπρου ατιού,
που πέταξε πιο γρήγορα κι από τη σκέψη και τα σύννεφα,
από βουνό σε χαράδρα κι από χαράδρα σε βουνό.
Ο Μεβλά[21] έδωσε φτερά στον φτωχό ασίκη,
κι αυτός πέταξε στο γάμο της Μαχ-Μιχρί.
Τη στιγμή εκείνη η Μαχ-Μιχρί αναγνώρισε τη φωνή του αγαπημένου της και έριξε το φαρμάκι σε μια μεριά και το χαντζάρι σ’ άλλη.
— Τελικά θα κρατήσεις την υπόσχεσή σου και θα γίνεις γυναίκα του Χουρσίτ Μπέη τη νύχτα αυτή; τη ρώτησαν οι φίλες της.
— Δεν καταλάβατε τη φωνή που μού είναι τόσο αγαπημένη, απάντησε η Μαχ-Μιχρί. Άνοιξε ελαφρά τον μπερντέ κι είδε τον αγαπητικό της Ασίκ Κερίμπ. Τσίριξε από τη χαρά της, κρατήθηκε από τον λαιμό του κι οι δυο αγκαλιάστηκαν σαν να μην υπάρχει αύριο.
Ο αδερφός του Χουρσίτ Μπέη χίμηξε πάνω τους με το χαντζάρι θέλοντας να σφάξει και τους δυο. Ωστόσο, ο Χουρσίτ Μπέης τον εμπόδισε λέγοντας το εξής:
— Ησύχασε και μάθε το εξής: δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτό που έχει γραφτεί στο μέτωπο του ανθρώπου από τη μέρα που έρχεται στον κόσμο.
Η Μαχ-Μιχρί κοκκίνισε, κάλυψε το πρόσωπό της με τα χέρια και κρύφτηκε πίσω από το μπερντέ.
— Τώρα είναι ολοφάνερο πως είσαι ο Ασίκ Κερίμπ, είπε ο Χουρσίτ Μπέης. Πες μας όμως, πως ήταν μπορετό να διασχίσεις την τόσο μεγάλη απόσταση και σε τόσο σύντομο χρόνο;
— Ως απόδειξη της αλήθειας, απάντησε ο ασίκης, το ξίφος μου θα διασχίσει την πέτρα. Αν λέω ψέματα, ας γίνει ο λαιμός μου τόσο λεπτός που να κοπεί σαν τρίχα. Αλλά καλύτερα να φέρετε την τυφλή που εδώ και εφτά χρόνια δεν βλέπει το φως του ηλίου και θα της επαναφέρω την όραση.
Μόλις το άκουσε η αδερφή του Ασίκ Κερίμπ έτρεξε στη μάνα της.
— Μητέρα μου! φώναξε αυτή. Αυτός ο μουσαφίρης πράγματι είναι ο αδερφός μου και ο γιος σου, ο Ασίκ Κερίμπ! Και παίρνοντάς την από το χέρι την οδήγησε στο γαμήλιο φαγοπότι.
Τότε ο ασίκης έβγαλε εκείνον τον σβόλο από την τσέπη, τον έκανε πηλό με λίγο νερό κι άλειψε τα μάτια της μητέρας του:
— Μάθετε, ανθρώποι, πόσο μεγάλος είναι ο Χιντίρ Ιλίας!
Η μάνα ξαναβρήκε το φως της, κανένας δεν μπόρεσε να μην πιστέψει τον Ασίκ Κερίμπ και ο Χουρσίτ Μπέης έκανε πίσω μπροστά στον έρωτα του Ασίκ Κερίμπ και της ωραίας Μαχ-Μιχρί.
Τότε ο Ασίκ Κερίμπ είπε:
— Σου έχω μια παρηγοριά, Κουρντούς Μπέη. Η αδερφή μου δεν υστερεί σε τίποτα από τη Μαχ-Μιχρί και δεν θα έχει λιγότερο ασήμι και χρυσάφι από ό, τι έχω εγώ. Μπορείς να πάρεις την αδερφή μου με πλούσια προίκα, ώστε οι δυο σας να είστε τόσο ευτυχισμένοι, όσο εγώ και με την ακριβή μου Μαχ-Μιχρί.
[1]Ο Μιχαήλ Λέρμοντοβ (1814-1841) ήταν σημαντικός Ρώσος ποιητής. Ο «Ασίκ Κερίμπ» του Λέρμοντοβ χρονολογείται περίπου στα 1837, τη χρονιά της πρώτης εξορίας του στον Καύκασο, όπου αποκτά ενδιαφέρον για τα τοπικά ήθη και έθιμα. Ο ποιητής σκοτώθηκε σε μονομαχία σε ηλικία 27 χρονών και ο «Ασίκ Κερίμπ» του δημοσιεύεται μετά τον θάνατό του, το 1846 στο περιοδικό Χθες και σήμερα [Вчера и сегодня]. Σήμερα, η ιστορία για τον Ασίκ Κερίμπ μέσα από την καταγραφή του Λέρμοντοβ διδάσκεται στη μέση εκπαίδευση της Ρωσίας και του Αζερμπαϊτζάν και το κείμενο του Λέρμοντοβ υπήρξε πηγή έμπνευσης για την ομώνυμη ταινία του σκηνοθέτη Σεργκέι Παρατζάνοβ.
[2]Η ρωσική καταγραφή του Λέρμοντοβ αποτελεί μια από τις παλαιότερες καταγραφές μιας από τις πολυάριθμες παραλλαγές της ιστορίας για τον Ασίκ Κερίμπ ή περισσότερο γνωστό ως Ασίκ Γκαρίπ. Το όνομα Κερίμπ παραπέμπει στην αζέρικη εκδοχή του παραμυθιού, όπως και άλλα γλωσσικά στοιχεία που εντοπίζονται στο πρωτότυπο της καταγραφής του Λέρμοντοβ οδηγούν στο συμπέρασμα πως το είχε ακούσει από κάποιον Αζέρο. Το παραμύθι αυτό μαρτυρείται στις περισσότερες εθνότητες που ομιλούν τουρανικές γλώσσες, ακόμα και στους Τάταρους της Κριμαίας, τους Έλληνες Ουρούμ της Μαριούπολης και τους Έλληνες Καππαδόκες. Στην Τουρκία ο ήρωας του παραμυθιού είναι γνωστός ως Ασίκ Γκαρίπ, ενώ η ελληνοποιημένη μορφή του που συναντάται στην Καππαδοκία είναι ο Καρίπ ή Καρίπης. Υποτίθεται ότι πράγματι υπήρχε ένας ασίκης ποιητής τον 16ο αιώνα ονόματι Ασίκ Γκαρίπ, ο οποίος είχε πρωτοσυνθέσει την ιστορία αυτή. Οι ιστορίες για τους ασίκηδες αποτελούν μια γενικότερη κατηγορία στην προφορική και λογοτεχνική παράδοση των τουρανικών λαών κι έτσι συχνά μαρτυρείται σε διαφορετικές παραλλαγές ανάμεσα στα είδη των türkü (τραγούδι), masal (παραμύθι), hikâye (θρύλος) και destan (έπος).
[3]Μαχ-Μιχρί (τούρκ. Mah Mihri): προέρχεται από τα περσικά mâh (σελήνη) και mihr (αγάπη). Στην καταγραφή του Λέρμοντοβ το όνομα παρουσιάζεται εσφαλμένα ως “Μαγκούλ-Μεγκερί”, ενώ σε άλλες παραλλαγές της ιστορίας για τον Ασίκ Γκαρίπ το όνομα της κοπέλας εμφανίζεται διαφορετικά, π.χ. στην τούρκικη παραλλαγή η κοπέλα λέγεται Şah Senem.
[4]To “Ασίκ” προέρχεται από το αζέρικο aşıq ή το τουρκικό âşık, που σημαίνει “ερωτευμένος” και αναφέρεται συνήθως σε πλανόδιους μουσικούς και ποιητές, τους λεγόμενους ασίκηδες· το δε “Κερίμπ” προέρχεται από το αζέρικο qərib, λέξη ανάλογη με την τουρκική garip, που σημαίνει “φτωχός”, “περίεργος”, “ξένος” και “ξενιτεμένος”.
[5]Το σάζι είναι παραδοσιακό μουσικό όργανο που έπαιζαν οι ασίκηδες. Θεωρείται πρόγονος του μπουζουκιού.
[6]Το όνομα προέρχεται από το τούρκικο ayak (πόδι) και το ağa (αφέντης).
[7]Καζαντίζω (τούρκ. kazanmak): πλουτίζω, κάνω προκοπή.
[8]Χουρσίτ (τούρκ. Xurşit): προέρχεται από τα περσικά και σημαίνει “ήλιος”. Μπέης (τούρκ. bey): τίτλος άρχοντα.
[9]Μασάλι (τούρκ. masal): παραμύθι, ψέμα.
[10]Το Χαλέπι ήταν μια σημαντική πόλη της Συρίας, γνώστη για την ιστορία της, την κουζίνα και τις μουσικές της. Λέγεται ότι το γνωστό στην Τουρκία και την Ανατολή μπαχαρικό pul biber προέρχεται ακριβώς από εκεί, αλλά και ότι ο γνωστός στην Κρήτη μουσικός σκοπός “Χαλεπιανός μανές” προέρχεται από την πόλη του Χαλεπιού.
[11]Τσαουσάδες (τούρκ. çavus): έμπιστος υπαξιωματικός.
[12]Σαράι (τούρκ. saray): ανάκτορο, παλάτι.
[13]Ογλάν (τούρκ. oğlan): αγόρι, παλικάρι.
[14]Το όνομα του Χιντίρ Ιλίας (τούρκ. Hıdır İlyas) προέρχεται από σύμπτυξη δυο ονομάτων του Χιντίρ και του Ιλίας (Ηλίας). Υπάρχει γιορτή της άνοιξης που εορτάζεται από Τούρκους κι άλλες εθνότητες, ιδιαίτερα στα Βαλκάνια, γνωστή ως Εντερλέζι (τούρκ. Hıdırellez). Πολλές φορές ο Χιντίρ Ιλίας παρομοιάζεται με τον Άγιο Γεώργιο. Σε αρκετά ελληνικά παραμύθια συναντούμε τον Άγιο Γεώργιο να εμφανίζεται, παρόμοια με τον Χιντίρ Ιλίας, πάνω σε άλογο και βοηθώντας τον ήρωα.
[15]Το όνομα Ρασίντ (Raşit) έχει αραβική προέλευση και σημαίνει τον “σωστό δρόμο” και “ώριμο άνθρωπο”.
[16]Μπερντές (τούρκ. berde): κουρτίνα, παραπέτασμα.
[17]Γνωστός μουσουλμανικός χαιρετισμός που σημαίνει “Να έχετε ειρήνη”.
[18]Σιμντί Γκιορουρσουνούζ (τούρκ. şimdi görürsünüz): “τώρα θα το δείτε”. Θυμηθείτε την Οδύσσεια του Ομήρου, όπου ο Οδυσσέας, στον διάλογο με τον Κύκλωπα, λέει πως το όνομά του είναι “Κανένας” (Οὖτις ἐμοί γ᾽ ὄνομα, Ραψωδία Ι’).
[19]Μισιριώτικο (τούρκ. Mısır): δηλαδή από την Αίγυπτο ή αλλιώς το Μισίρι.
[20]Το ναμάζι (τούρκ. namaz): είναι ένα είδος υποχρεωτικής προσευχής για τους μουσουλμάνους που πρέπει να γίνεται πέντε φορές την ήμερα.
[21]Μεβλά (τούρκ. Mevla): μια από τις προσωνυμίες του Αλλάχ.
Βιογραφικά
Ο Νικήτας Αλεξάνδρου σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης νεοελληνική και βυζαντινή φιλολογία και έκανε μεταπτυχιακό στο Πανεπιστήμιο Θράκης πάνω στη λογοτεχνική μετάφραση και τη συγκριτική φιλολογία στις χώρες της Μαύρης Θάλασσας. Μεταφράζει από τα ρώσικα και ασχολείται με την κρητική παραδοσιακή και την οθωμανική κλασική μουσική.
Η Έλενα Ιωακειμίδου σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και κάνει μεταπτυχιακό στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο πάνω στην νεώτερη Ιστορία. Ασχολείται με την ιστορική έρευνα και με την επιμέλεια λογοτεχνικών κειμένων.