You are currently viewing Νίκος Κωσταγιόλας: Παρά τον δάνειο χρόνο – Επαυξημένη εκδοχή της ομιλίας για την ποιητική συλλογή της Έλενας Κουρή, Παρακαταθηκών και Δανείων, εκδ. Κύμα, 2025 εκφωνημένης κατά την παρουσίαση του βιβλίου στον τεχνοχώρο Φάμπρικα στις 18/5/25

Νίκος Κωσταγιόλας: Παρά τον δάνειο χρόνο – Επαυξημένη εκδοχή της ομιλίας για την ποιητική συλλογή της Έλενας Κουρή, Παρακαταθηκών και Δανείων, εκδ. Κύμα, 2025 εκφωνημένης κατά την παρουσίαση του βιβλίου στον τεχνοχώρο Φάμπρικα στις 18/5/25

Όταν έπιασα στα χέρια μου το βιβλίο της Έλενας Κουρή, αυτό που με τράβηξε πρώτα δεν ήταν ο τίτλος — ήταν η αίσθηση της αθόρυβης έντασης που διέτρεχε τα ποιήματα. Η πρόθεσή τους δεν ήταν να εντυπωσιάσουν· αντίθετα, ζητούν να υπάρξουν μέσα σε μια λεπτουργημένη ισορροπία ανάμεσα στην έκθεση και την σιωπή, αναβλύζοντας από την μύχια βεβαιότητα μιας φωνής πως ο πιο ουσιαστικός λόγος μπορεί να ειπωθεί μόνο χαμηλόφωνα. Ο αναγνώστης, από τις πρώτες αράδες, συνειδητοποιεί πως έχει να κάνει με μια ποίηση που επιμένει να υπενθυμίζει το καθεστώς ημίφωτος υπό το οποίο κυοφορείται και έρχεται στη ζωή.

 

Ωστόσο, τίποτε εδώ δεν είναι ήσυχο. Και τούτο διότι, κάτω από την φαινομενική ακινησία, η φωνή της Κουρή πλοηγείται με πυρετώδη στοχαστικότητα μέσα σε ένα πεδίο εσωτερικής ασφυξίας — ιστορικής, σωματικής, ψυχικής. Πρόκειται για μια ποίηση που γράφεται με το σώμα εκτεθειμένο, με τη φωνή να παλεύει να διατηρήσει τον εαυτό της εντός ενός κόσμου που μοιάζει να έχει προ πολλού λησμονήσει την έννοια του ακροατή.

 

Ο εύστοχος και φορτισμένος τίτλος, Παρακαταθηκών και Δανείων, μας προετοιμάζει, ευθύς εξαρχής, με την ισχυρή του μεταφορά, για το τι έπεται να ακολουθήσει, λειτουργώντας τόσο ως υπαρξιακή δήλωση όσο και ως σιωπηρή κατηγορία. Έτσι, δεν θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου να μας παραπέμπει απλώς στο ομώνυμο κρατικό ταμείο –παρότι (spoiler alert) το στοιχείο της κοινωνικοπολιτικής ειρωνείας διατρέχει τη συλλογή– μα να μας πάρει από το χεράκι, κάνοντάς μας κοινωνούς της υπαρξιακής διάγνωσης πως όλοι μας, ανεξαιρέτως, διάγουμε έναν βίο επί πιστώσει. Όχι μόνο ο χώρος που καταλαμβάνουμε σωματικώς –το αστικό και πλαστικό περιβάλλον μας– όχι μόνο ο χρόνος κατά μήκος του οποίου προωθούμαστε και τον οποίο καλούμαστε, όλο και πιο επιτακτικά, να γεμίσουμε με χάιλαϊτς και ορόσημα είναι στοιχεία αυστηρά δανεικά μα και οτιδήποτε άλλο διαμορφώνεται μέσα από τη σύμπτωση επί αυτών με τον Άλλον: οι μνήμες, οι αποβλέψεις, οι αξίες, τα συναισθήματα. Ερριμμένος σ’ αυτό το δυσπλοήγητο καθεστώς ανεξαγόραστης υποθήκης των πάντων και ανεπίδεκτος μεταφυσικής ο σύγχρονος άνθρωπος καλείται να σοφιστεί εκ νέου μια, αυτή τη φορά αρκούντως αξιόπιστη, γεννήτρια νοήματος η οποία, όπως υποδηλώνει το άλλο ήμισυ του τίτλου, αναδύεται υπό τη μορφή μιας μάλλον φασματικής ανάγκης ύπαρξης μιας παρακαταθήκης, ενός ίχνους ικανού –αν όχι να αναιρέσει– τουλάχιστον να ναρκώσει την υφέρπουσα αγωνία, κάνοντας πιθανή την μετά θάνατον διάσωση και ανασυγκρότηση της απωλεσθείσας προσωπικότητας –και, άρα, ψυχής– μέσα από ένα σύνολο μικρών, εν είδει υποσημείωσης, παρακαταθηκών: λείψανα φράσεων, αποτυπώματα αφών, βλέμματα φευγαλέα και αποφατικές, αιρετικές προσευχές συναπαρτίζουν μόνο ένα υποσύνολο αυτών. Ο άνθρωπος επιμένει να γράφει, να αγαπά, να θυμάται, ακόμα κι αν, στο βάθος, γνωρίζει καλά πως οποιοδήποτε ίχνος του πεθαίνει, οριστικά και δυσκοινώνητο, άμα τη εκδημία του σαρκίου του.

 

Η ποίηση της Κουρή κινείται ακριβώς σε αυτό το μεταίχμιο: ανάμεσα στο παροδικό και το μόνιμο, στο σώμα και την μνήμη του, στον υπερβατικό μύθο και τη διαψευσμένη, και για τούτο εκπτωτική του, καθημερινότητα — ανάμεσα, με άλλα λόγια, σε μια ματαιότητα που αντικρίζεται μεν κατάματα, υπονομεύεται δε μέσω της επίμονης καταγραφής της. Η διττότητα αυτή αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στη γλώσσα του βιβλίου: μια γλώσσα φαινομενικά απλή, μα βαθιά υπαινικτική: δεν εξηγεί· υπονοεί. Δεν αφηγείται· σμιλεύει. Με κύρια όπλα της τον υπαρξιακό, εν άστει μονόλογο και την υπερρεαλίζουσα εικόνα, ξεδιπλώνει σπαραγμένα θεατρικά στα τσιμεντένια πάλκα της πόλης — της πόλης της κρίσης, της εξάντλησης, των τσαλακωμένων και φθαρμένων επαφών, των ονείρων που χάσκουν σα μισοτελειωμένες οικοδομές, των αναβολών που κακοφόρμισαν. Οι ήρωες τους δεν είναι άστεγοι μα «αστεγοποιημένοι» υπαρξιακά, παραδέρνοντας σπασμωδικά εντός μιας εποχής στην οποία τυχόν παραδοσιακά, αλά καρτ ερείσματα προβάλλονται μάλλον ως νεκροζώντανα κατάλοιπα μιας (καλώς; κακώς;) αφελέστερης συνθήκης ή, μάλλον, ως κακόγουστα αστεία. «Ήμασταν γλάροι, άγριοι / στα ερείπια μιας πόλης βεβηλωμένης˙ / τρώγαμε από τη γη / ό,τι είχε απομείνει» μάς λέει στο ποίημα «Αναδυθήκαμε» η ποιήτρια. Το ερείπιο της πόλης γίνεται προέκταση του ερειπιώνα της ψυχής. Η επιβίωση είναι μια τυχαία νίκη — δεν εξαγνίζεται, δεν λυτρώνει.

 

Η πόλη, ωστόσο, δεν αναλώνεται στον παθητικό ρόλο του φόντου μα, αντιθέτως αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή μαζί και τόπο ομηρίας. Η αίσθηση του αναπόδραστου εγκλωβισμού εντός των τειχών της επικοινωνείται από τα πρώτα ποιήματα της συλλογής. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις «Καρδερίνες»: ξεκινά με μια σχεδόν ειδυλλιακή εικόνα,

 

Ακολουθώ σε πόλη μπετόν

εξωτικές μελωδίες κίτρινων πουλιών

αρχικά μοιάζουν με καρδερίνες (…)

ακροβατούν στα σύννεφα

 

μα η ψευδαίσθηση γρήγορα γκρεμίζεται:

 

Στην πραγματικότητα

μια σκόνη συμπαγής από εξάτμιση

πενθούντος τροχοφόρου είναι (…)

Τις αυθεντικές έμαθα

τις κρατούν φυλακισμένες

στα κλουβιά του τρίτου ορόφου

Σταδίου και Βουκουρεστίου γωνία.

 

Το όνειρο συγκρούεται με την πόλη. Η γλυκόλαλη μελωδία με τον θόρυβο. Η ελευθερία με τον εγκλεισμό. Και το πιο πικρό; Το αυθεντικό –οι πραγματικές καρδερίνες– δεν είναι ούτε ελεύθερο ούτε δυνατό. Είναι παρά φύσει εγκάθειρκτο. Ό,τι απομένει ελεύθερο, είναι απλώς σκόνη.

 

Αποτυπώματα αυτού του εγκλωβισμού –σωματικά, ψυχικά, ιστορικά– διατρέχουν εν γένει το βιβλίο. Στο ποίημα «Φασκιές», η ποιήτρια αναφέρεται στην κούνια που πλέον δεν τη βαστά, ενώ ο Προκρούστης και η Λερναία Ύδρα –σχήματα-τέρατα του μύθου– επανέρχονται ως προσωποποιήσεις μιας καθημερινής βίας, εσωτερικής και εξωτερικής.

 

Στην «Ορέστεια», το κεφάλι είναι φορτωμένο με τύψεις και δολοφονίες, ενώ μωρά με μαχαίρια καταδιώκουν τον αφηγητή. Εδώ, ο μύθος χρησιμοποιείται όχι για λόγους καλλωπιστικούς, αλλά για να αρθρωθεί το αδιανόητο. Όπως οι αρχαίοι μεταχειρίζονταν τα σύμβολα ως φορείς καθολικής αλήθειας, έτσι και η Κουρή, μέσα σε καίριες και ανατρεπτικές μεταπλάσεις μύθων και αρχετύπων ενθυλακώνει αλήθειες, προσωπικές και συλλογικές, για το άγχος, τον πόνο, την απώλεια.

 

Από όλα τα παραπάνω έχει καταστεί, νομίζω, σαφές πως έχουμε εν προκειμένω να κάνουμε με μια ποίηση βαθύτατα υπαρξιακού χαρακτήρα. Μια ποίηση που δείχνει να αναμετριέται διαρκώς με το ηθικό ερώτημα: «πώς ζει κανείς με πλήρη επίγνωση του θανάτου, της ματαιότητας, της ενοχής;». Στο ποίημα «Γιατί», η ποιητική φωνή δηλώνει:

 

Είμαι ένοχη

κάθε μέρα όλο και πιο ένοχη (…)

εγώ σαλπίζω το άγγελμα του θανάτου.

Η φωνή αυτή δεν ζητά συγχώρεση. Ζητά να ακουστεί. Δεν αναζητά σωτηρία. Αναζητά μαρτυρία. Και ίσως τελικά αυτό να είναι και η «παρακαταθήκη» που επιδιώκει να αφήσει: όχι απαντήσεις, αλλά το θάρρος της ερώτησης.

 

Η ποιήτρια, λοιπόν, αρνείται την κάθαρση. Αντιθέτως, αποτυπώνει με οξύτητα την επίγνωση του μάταιου:

 

Κι αναρωτιόμαστε δήθεν / τί να συμβαίνει στον κόσμο τούτο˙ / τίποτα, συμβαίνει η μνήμη.

 

Η μνήμη, όπως και το χρέος, είναι το μόνο που απομένει. Δεν υπάρχει άρση, παρά μόνο η ανάγκη να αφήσει κανείς κάτι πίσω — μια παρακαταθήκη από λέξεις ή σκιές σαν αυτές που λειτούργησαν στο παρελθόν ως αποκλειστικά, μεταθανάτια τεκμήρια ανθρώπινης ύπαρξης στη Χιροσίμα.

 

Καθώς οι μορφές του σύγχρονου κόσμου περνούν «κουρνιασμένες στη μεσοτοιχία του δωματίου», όπως μας λέει το ποιητικό υποκείμενο στο «Οράματα τελεσίδικα», διαπιστώνουμε πως η ποίηση της Κουρή παρακολουθεί μια γενιά που ζει με δανεικά αισθήματα, δανεική βούληση και υπερχρεωμένες ενοχές. Εντός αυτού του πλαισίου, το έργο λειτουργεί σαν μια καταγραφή όσων δεν λύθηκαν ούτε πρόκειται να λυθούν. Όμως, η τέχνη –ακριβώς μέσα από τη φύση της ως παρακαταθήκη– επιτρέπει στο βλέμμα να σταθεί με τόλμη επάνω σ’ ό,τι αλλιώς θα παρέμενε βολικά κεκαλυμμένο. Το υπαρξιακό στοιχείο ξεπροβάλλει συχνά με τρόπους σχεδόν λιτούς και απογυμνωμένους:

 

Ήμασταν το κέλυφος εμείς των ζωντανών / το τυχερό ταξίδι / οι τυχαίοι ή οι φταίχτες;

 

Εδώ δεν υπάρχει ρητορική σωτηρίας — μόνο ερωτήματα, λιτά, άβολα, σχεδόν πεζά. Και ίσως γι’ αυτό λειτουργούν τόσο δραστικά. Δεν είναι λίγες, ωστόσο, και οι περιπτώσεις στις οποίες ο υπαρξισμός της Κουρή συναντά έναν ήπιο υπερρεαλισμό, μέσα από μεταμορφώσεις και οράματα, πάλι σε έναν διάλογο που αναπτύσσει με τον μύθο:

 

Μοιάζουν με μεθυσμένες Βάκχες / ζωηρές Αρτέμιδες, που ανασταίνονται σαν καίγονται.

 

Η εικόνα αυτή, επίσης από το ποίημα «Οράματα τελεσίδικα», επιχειρεί, μέσω του μύθου, να προτείνει μια γυναικεία ανάγνωση στην αντίσταση στην παθητικότητα, θυμίζοντας αρχέγονη τελετουργία, όπου η κάθαρση δεν έρχεται από τη λύτρωση, αλλά από τη φωτιά. Παρόμοια είναι η φαντασμαγορία στην «Εκατόμβη»:

 

Παίρνω αυτό το σχήμα / θύματος εκατόμβης / διπλωμένη πάνω σε μάρμαρο / μέσα σε παχύ στρώμα λίπους / να μετράω γέννες / σαν ζώο,

 

ποίημα στο οποίο το γυναικείο σώμα εμφανίζεται όχι ως αισθητικό αντικείμενο, αλλά ως πεδίο βιολογικής και κοινωνικής βίας, ως διαιώνιο σύμβολο θραύσης και επιβίωσης. Η γυναίκα-σώμα –ένα σώμα που μετράει γέννες, που γεννιέται φέροντας την τραυματική μνήμη της θυσίας χωρίς να έχει ποτέ ερωτηθεί– προσφέρεται συμβολικά σε μια σφαγή που ποτέ δεν τελεσφορεί — «το μαχαίρι το κρατάνε στο θηκάρι» διαβάζουμε στη συνέχεια. Η μητρότητα, η έμφυλη θυσία, η δημόσια ντροπή: όλα συντελούνται χωρίς εξιλέωση, χωρίς εξύψωση.

 

Μέσω της καίριας χρήσης υπερρεαλιστικών μηχανισμών η ποιήτρια αποβλέπει όχι μόνο στην πύκνωση του νοήματος μα και στην κατάδειξη του γεγονότος πως η μεταμόρφωση είναι ο μόνος τρόπος να συνεχίσει κανείς να υπάρχει μέσα σε ένα καλειδοσκοπικό και υπό συνεχή διαπραγμάτευση των αληθειών του ζειν. Η υπερρεαλιστική εικόνα παίρνει τη μορφή ρωγμής στον ρεαλισμό της αστικής φθοράς. Σε ένα ποίημα οι βεβαιότητες λιώνουν σαν ελάσματα, αλλού οι οφειλές εμφανίζονται ως θύελλες χαραγμένες στην πλάτη, σε ένα τρίτο σημείο η αλλοτρίωση σωματοποιείται ως ποδοβολητό στρατού πλάι σ’ ένα άδολο νήπιο. Ο υπερρεαλισμός από αυτοσκοπός ανάγεται σε εργαλείο έκφρασης μιας υπαρξιακής αλήθειας που αρνείται να χωρέσει σε σχήματα συμβατικά.

 

Μέσα σε αυτό το τοπίο, η επιθυμία –ιδίως ο έρωτας– δεν έχει χώρο δημόσιας εκφοράς. Αντίθετα, λειτουργεί υπογείως, σαν διαρροή. Η ερωτική επαφή δεν εκφέρεται ως θρίαμβος, αλλά ως σιωπηλή αποδοχή της αμοιβαίας φθοράς. Ο έρωτας δεν σώζει· επιτρέπει, ωστόσο, έστω και πρόσκαιρα, να συνυπάρξουν δύο μοναξιές. Απομονωμένος στην οικειακή, ιδιωτική, σχεδόν κλειστοφοβική του σφαίρα, μοιάζει να θέλει να μας πει η ποιήτρια, δεν αποτελεί διέξοδο μα δεσμό –

 

Κάθε δειλινό

σε φορώ

κόσμημα χρυσό

σφιχτό

στο λαιμό

σαν αλυσίδα

 

διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο ποίημα «Αγάπη»– κι όμως, η ποίηση επιμένει να τον κοιτά με επιεική τρυφερότητα· σαν να λέει: ναι, είναι κι αυτός μια μορφή εγκλωβισμού, αλλά είναι δικός μου.

 

Σε άλλα ποιήματα, όπως το «Ζητούμενο», η ερωτική επιθυμία είναι σχεδόν σαρκική, απαιτητική, κι όμως εύθραυστη:

 

Θέλω να μου κάνεις όλα τα χατίρια (…)

να σχηματίζομαι πάλι

ν’ αντέχω τους ήχους τους δικούς μου

τη γλώσσα μου

που δεν μπερδεύεται στο όνομά σου.

 

Η φωνή εδώ ζητά χώρο — χώρο ύπαρξης, χώρο διάλυσης, χώρο επανασύνθεσης. Ο έρωτας, όσο κι αν δένει (όπου δένω με την έννοια τόσο του «συνδέω» όσο και του «δεσμεύω»), είναι κι αυτός ένας αγώνας ύπαρξης. Ένας αγώνας, ωστόσο από τους λίγους που, αν είμαστε τυχεροί, δεν χρειάζεται να δώσουμε ολομόναχοι.

 

Ο έρωτας –μάλλον, η εγκλωβισμένη, σπαραγμένη του εκδοχή ανάμεσα σε φευγαλέες χειρονομίες και ενοχικά βλέμματα– εγγράφεται δυναμικά και στο ποίημα «Παμβώτιδα», στο οποίο μια σπάνια εκδήλωση τρυφερότητας αποδίδεται μεταφορικά:

 

ποτίζουν το σεντόνι αρώματα / ροζ τριαντάφυλλο / ανάκατο με χρώμα ανεμώνης / πολύ κόκκινο.

 

Το σεντόνι εν προκειμένω λειτουργεί ως σκηνή αλλά και επιτύμβιο. Ο έρωτας, ακόμη και όταν αναγνωρίζεται, είναι εμποτισμένος με την εφήμερη χλωρίδα του θανάτου. Ταυτόχρονα, το σεντόνι του ποιήματος, ως τεκμήριο ενός έρωτα μακράν του λυρικού ιδανικού, ενός έρωτα που στερείται δημοσιότητας, ενδέχεται να παίρνει και τη μορφή καλύμματος, κάτι που τον μεταμορφώνει από εξομολόγηση σε κηλίδα.

 

Μέσα σ’ όλα αυτά, βέβαια, δεν λείπει και το σκοτεινό χιούμορ, είτε με κέντρο τον αυτοσαρκασμό γύρω από το αδιέξοδο της ανθρώπινης συνθήκης, όπως εκφράζεται στο ποίημα «Οστεοφυλάκιο» στο οποίο η ποιήτρια απευθύνεται στον θάνατο με σχεδόν ερωτική εγκαρδιότητα:

 

Τι καλόβολος που είστε θάνατε

όλο ναι και ναι μου λέτε

(…) Αχ, πόσο σας αγάπησα,

 

είτε λοξοκοιτώντας στην παράλογη πλην καταστατική βιαιότητα του κόσμου που πνίγει το θαύμα στην κούνια του

 

Η θυσία σου / υπήρξε ανώφελη / πιθανολογώ / σε τσάκισε ο άνθρωπος / σε σύνθλιψε η πόλη (Οράματα τελεσίδικα)

 

είτε, ακόμα πιο επιτυχημένα, εκπεφρασμένο υπόγεια ως πικρόχολο υστερόγραφο σε θρησκευτικά ή μεταφυσικά ερείσματα. Έτσι, στο ποίημα «Δήλωση» διαβάζουμε:

 

Καταχωρίστε με / στα Σάββατα των Λαζάρων / με ρούχο τριμμένο / υπόδημα φθαρμένο / κι ένα δικαίωμα / Εγέρθητι εκ νεκρών.

 

Ο τόνος εδώ δεν είναι βλάσφημος· είναι ανθρώπινος. Είναι η φωνή εκείνου που περιμένει λύτρωση, αλλά του τελείωσε η υπομονή — ή απλώς νύσταξε. Ριζικά απομυθοποιητική η Έλενα Κουρή επιχειρεί συστηματικά –μα πάντοτε λεπτά (παναπεί ενσωματωμένα οργανικά στην υπαρξιακή και ποιητική προβληματική της συλλογής)– να αποδομήσει ή να αμφισβητήσει τυχόν θρησκευτικές αφηγήσεις και σύμβολα.

 

Στο ποίημα, φερ’ ειπείν, «Εκατόμβη», που ήδη προαναφέραμε, η φράση

 

Δεν με θυσιάζουν / γιατί είναι λένε με τον θεό

 

κάνει ξεκάθαρη την πρόθεση ανατροπής του αρχετυπικού μοτίβου της θυσίας, κεντρικού σε πολλές θρησκείες, ειδικά στον χριστιανισμό. Η ποιητική φωνή παρουσιάζεται ως προετοιμασμένη για τη θυσία, αλλά αυτή… δεν έρχεται ποτέ. Το μαχαίρι παραμένει στο θηκάρι του. Ο Θεός –η υπέρτατη, δηλαδή, αρχή δικαίωσης ή λύτρωσης– εμφανίζεται απών. Ή μάλλον, συντεταγμένος με αυτούς που παρατείνουν την αγωνία — όχι με το θύμα. Η υποτιθέμενη αγιότητα, υπονοεί η ποιήτρια, δεν διαφέρει μάλλον και τόσο από την ωμή διαχείριση εξουσίας και ενοχής.

 

Στο ποίημα «Έξτρα χρωμόσωμα» το θρησκευτικό στοιχείο επανέρχεται, αυτή τη φορά με κέντρο το μυστήριο της εξομολόγησης, του οποίου η έκπτωση σε μια πράξη στυγνά συναλλαγματική αναδεικνύεται με αιχμηρότατη ειρωνεία:

 

Λυπάμαι όταν κόβω ένα λουλούδι / προσπαθώ να το αποφεύγω / αφυδατώνομαι απότομα / μου προκαλεί μια φτήνια / μια ιδιοτέλεια / μια μικρή βλάβη / στα ηθικά μου αισθήματα / για τα οποία / -για φαντάσου- / πρέπει να λογοδοτήσω στο Θεό.

 

Παρά την όντως βίωση της μετάνοιας, η συγχώρεση για την ποιήτρια διέρχεται κι εδώ από κανάλια ιδιωτικά, οριακά, σχεδόν σαρκαστικά. Δεν υπάρχει Θεός να συγχωρήσει· το υποκείμενο αναλαμβάνει μόνο του το άχθος των αμαρτημάτων του αλλά και, κατ’ επέκταση, της συγχώρεσής τους.

 

Άξιο αναφοράς αποτελεί το γεγονός πως το βιβλίο μοιάζει να βρίθει τελεολογικών τόνων –φθορά, θάνατος, αποκάλυψη– απ’ τους οποίους, ωστόσο, απουσιάζει η κάθαρση. Η ζωή παρουσιάζεται ως προσμονή μιας κρίσης που δεν έρχεται ποτέ. Αυτός ο ματαιωμένος μεσσιανισμός επαναλαμβάνεται ως υπόρρητη ειρωνεία προς τις παραδοσιακές υποσχέσεις λύτρωσης.

 

Τέλος, η ποιήτρια αφήνει αιχμές κατά της στρατευμένης προσπάθειας δαιμονοποίησης τού, υλικού και, άρα, φθαρτού σώματος από την εκκλησία. Η Κουρή, πολύ καίρια, διαγιγνώσκει πως το σώμα αποτελεί τον μόνο μάρτυρα της ύπαρξης. Το θείο μπορεί κάλλιστα να απουσιάζει μα το σώμα, ακόμα και καταπονημένο, ακόμα και αναλώσιμο, δεν παύει να είναι παρόν.

 

Στο ημίφως / εξασθένησαν τα τελευταία είδωλα μου / τα σίγησα / τα έσβησα / θαμπωμένα ήταν / τα χάλασα όλα / επί γης

 

όπως μας λέει η ίδια. Είναι το σώμα κι όχι το πνεύμα, τελικά, που αποτελεί αναφαίρετή μας παρακαταθήκη.

 

Συμπερασματικά, χωρίς να προβαίνει σε επιθετική βλασφημία, η Κουρή υπονομεύει αθόρυβα μα καίρια τα θεμέλια της θεολογικής αφήγησης: τη θυσία, τη μετάνοια, τη λύτρωση, τον ιερό λόγο, τη σωτηρία. Τους δίνει νέα, ειρωνική χρήση — όχι για να τα γελοιοποιήσει, αλλά για να δείξει πως έχουν αποσυμβολοποιηθεί, πως έχουν εκπέσει πλέον σε άδειες χειρονομίες σε έναν κόσμο όπου το θείο έχει αντικατασταθεί από θεσμούς, το δόγμα από πάσης φύσεως -ισμό, η πίστη από ανασφάλεια.

 

Ανακεφαλαιώνοντας και για να μην μακρηγορήσω άλλο φρονώ πως έχει σημασία να γίνει σαφές το εξής: πως η ποίηση της Έλενας Κουρή, η ποίηση που εσωκλείεται εντός του Παρακαταθηκών και Δανείων δεν είναι φαντασμαγορική, δεν προσφέρει απαντήσεις, ούτε υπόσχεται λύτρωση. Είναι ποίηση στοχασμού, υπαινιγμού, και εσωτερικής μαρτυρίας — καταγράφει με ακρίβεια τη φθορά, την αναβολή, την επιθυμία που αθόρυβα ματώνει. Απαιτεί, δηλαδή, προσοχή, γιατί λειτουργεί ως εν δυνάμει κάτοπτρο — αν κοιτάξεις πολύ μέσα της, ίσως δεις κάτι και από τον εαυτό σου. Και ίσως αυτή να είναι η πιο σπουδαία «παρακαταθήκη»: ότι η ποίηση, ακόμα και αν δεν μας λύνει προβλήματα, μας επιτρέπει να τα δούμε με βλέμμα καινό, ανανεωμένα. Και να επιβιώσουμε — όχι λόγω νοήματος, αλλά παρά την έλλειψή του. Όπως γράφει η ίδια:

 

Ελλείψει νοήματος / επιτυχώς επέζησε των λέξεων.

 

Μέσα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα εγκατάλειψης στην οποία καλούμαστε να ζήσουμε, κάτι αντιστέκεται: η εμμονή στη μνήμη, η υπόγεια επιθυμία για συνάντηση, η φωνή που –έστω κι αν κανείς δεν την ακούει– επιμένει να απευθύνεται. Αν όντως ζούμε, όπως μας υπενθυμίζει ο τίτλος, επί πιστώσει, τότε η ποίηση αυτής της συλλογής είναι η προσπάθεια να μετατραπεί το δάνειο σε παρακαταθήκη. Να μείνει κάτι — όχι για να το εισπράξει κάποιος, αλλά για να μαρτυρήσει πως υπήρξαμε.

 

Και αυτό, τελικά, δεν είναι ήττα μα κάτι αξιόλογο.

 

Εύχομαι στην Έλενα να συνεχίσει να γράφει με αυτή την ενσυναίσθηση, την ακρίβεια, την εσωτερική της γενναιότητα. Και σε όλους εμάς — να συνεχίσουμε να τη διαβάζουμε.

 

 

 

Νίκος Κωσταγιόλας

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.