You are currently viewing Νόνη Σταματέλου: Τα  ρούχα της Λαμπρής

Νόνη Σταματέλου: Τα  ρούχα της Λαμπρής

 

   Τα ρούχα της Λαμπρής έφταναν στο σπίτι τη Μεγάλη Εβδομάδα. Τα έφερνε ο πατέρας απ’ τη Χώρα μαζί με τα υπόλοιπα  πασχαλινά ψώνια. Αναγνώριζα αμέσως τη δική μου σακούλα, μόλις το άλογο έφτανε στην αυλή μας.

Αυτό γινόταν, σχεδόν, μέχρι τα δεκατρία χρόνια μου. Απορώ σήμερα πώς έπεφτε πάντα μέσα στο νούμερό μου. Ακόμα και  στα παπούτσια. Δεν με χτύπησαν ποτέ  εκείνα τα παιδικά παπουτσάκια που μου ’ρχονταν πάντα ίσα ίσα, που μοσχοβολούσαν δέρμα, είχαν δε μπροστά πάνω απ’ τα δάχτυλα ένα φιογκάκι ή δυο μικρές καμπανούλες, που για μένα ακόμα παραμένουν σύμβολα κοριτσίστικης ανεμελιάς και αθωότητας. Όλα ήταν συνδυασμένα και πάντα μέσα στο πνεύμα της γιορτής. Συνήθως κόκκινο με λευκό ή πράσινο με κίτρινο. Με παπαρούνες, πεταλούδες, λαγουδάκια, πουλιά, καρό με σιρίτια και δαντελίτσες. Το αγαπημένο μου πασχαλινό φόρεμα ήταν εκείνο που μου είχε αγοράσει ο πατέρας, όταν ήμουν στην Πέμπτη Δημοτικού. Το ύφασμα ήταν απαλό σαν χάδι και παρόμοιο δεν άγγιξαν ποτέ τα δάχτυλά μου στην αγορά, κόκκινο και λευκό καρό, μεσάτο με φουρό από μέσα!

Καινούρια ρούχα, σπάνια, φορούσαμε όλο τον χρόνο κι αυτά ήταν συνήθως απ’ τα μεγαλύτερα αδέλφια ή ξαδέλφια. Αποφόρια όμως τη Λαμπρή δεν θυμάμαι να φόρεσα ποτέ.
Τα ρούχα της Λαμπρής ήταν επίσης συνδεδεμένα με έναν άγραφο νόμο που τηρούσαμε στο σπίτι με ευλάβεια. Έπρεπε να φορεθούν πρώτη φορά το βράδυ της Ανάστασης. Μέχρι τότε ήταν ατσαλάκωτα και κρέμονταν από ένα καρφί στον τοίχο, σε μια συρμάτινη κρεμάστρα. Συχνά ξάπλωνα στο ντιβάνι απέναντι και τα κοίταζα ώρες, ακίνητη. Κάπου κάπου τα φορούσα κι έκοβα μικρές βόλτες μες στο σπίτι. Μόνο στο ξύλινο πάτωμα ποτέ στο τσιμέντο, για να μη λερώσω τις σόλες, έπρεπε να είναι απάτητες μέχρι την ώρα που θα ξυπνούσα να ετοιμαστώ για την Ανάσταση. Είχε μια απέραντη χαρά εκείνη  η αναμονή. Έχω αναγνωρίσει την έντασή της, ευτυχώς, αρκετές φορές στη ζωή μου μετέπειτα.

Όλα καινούργια: ρούχα, παπούτσια και λαμπάδα. Η λαμπάδα τότε είχε μόνο λουλούδια και κόκκινη κορδέλα. Όλα δηλαδή ήταν πιο απλά. Με θλίψη βλέπω σήμερα διάφορα παιχνίδια που προωθεί επιμελώς η τηλεόραση να κρέμονται στις λαμπάδες των παιδιών. Έχω δει ακόμα και κινητό στην λαμπάδα δεκάχρονου.
Το θεωρούσαμε φυσικό να κοιμηθούμε νωρίς, για να ξυπνήσουμε με την

 

καμπάνα. Ποιος λογάριαζε νύστα τότε!
Μα, ο λόγος που χαιρόμουν ιδιαίτερα το Μεγάλο Σάββατο ήταν, γιατί ερχόταν κι ο πατέρας μου στην εκκλησία. Έμπαινε δηλαδή και μέσα. Αυτό ήταν γεγονός για την οικογένεια.

Ποτέ δεν παρέβη τον κανόνα. Θεωρούσε σωστό να πάμε στην εκκλησία όλοι μαζί στην Ανάσταση.
Η μάνα εκκλησιαζόταν τακτικά κι ήξερε απέξω πολλά τροπάρια. Σιγόψελνε καμιά φορά. Διάβαζε βίους αγίων και λιβάνιζε συχνά το σπίτι. Είχε καημό που ο πατέρας ήταν μακριά απ’ την εκκλησία και μάλιστα, όταν μια δουλειά δεν του πήγαινε καλά, βλαστημούσε.

Βλαστημούσε πολύ ο πατέρας. Η μάνα έκλαιγε κρυφά κι εγώ φοβόμουν. Με παρηγόρησε αργότερα μια φράση που διάβασα στον Χρήστο Γιανναρά, που μιλώντας για τα χρόνια του στρατού έλεγε ότι  γνώρισε ανθρώπους, που μπορεί να  βλασφημούσαν τα θεία, ήταν πρόθυμοι όμως να μοιραστούν το φαγητό τους, διέθεταν θησαυρό μέσα τους και σπάνια ηθική.

Τον δικαιολόγησα φυσικά τον πατέρα και για πολλά ακόμα. Δύσκολα τα ’φερνε βόλτα, σκληρή η αγροτική ζωή, σώγαμπρος, τρία παιδιά «κι ένα στην Παναγία», όπως έλεγε, γυναίκα  και πεθερά. Άλλωστε, ήταν πολύ πιο έντιμος από κάποιους συγχωριανούς  που έκαναν μεγάλους σταυρούς. Την απώλεια της αδελφής μου, της Ζαχαρούλας, ποτέ δεν την ξεπέρασε. Και ο πιο ιερός του όρκος ήταν, «στο παιδί που ’χω στην Παναγία», μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Σκεφτόμουν, όταν τον έβλεπα μόνο και ανήμπορο στα ενενήντα πέντε του, ότι ο Θεός τον άφησε να ζήσει τόσα χρόνια μετά τη μάνα, του χάρισε εκείνη τη γαλήνη κι εκείνο το  χαμόγελο για να αποκατασταθεί πλήρως στην ψυχή μας. Δεν μας  ζητούσε τίποτα πια, μόνο χαμογελούσε. Κι όταν αρνιόταν να μπει στα καλούπια που εμείς θέλαμε να του προσαρμόσουμε  σε σχέση με τους κανόνες διατροφής ή  υγιεινής, μας αφόπλιζε:

« Τιμωρώ τον εαυτό μου», έλεγε, μεταξύ αστείου και σοβαρού και σταυροκοπιόταν βιαστικά λες και δεν ήθελε να τον βλέπουμε .

Αν δεν συγχωρήσουμε τους γονείς μας για τυχόν παραλείψεις ή για τον λάθος τρόπο που καμιά φορά εκδήλωναν την αγάπη τους, δεν θα ωριμάσουμε ποτέ, υποστηρίζουν οι ειδικοί. Κι οι δικοί μου γονείς έκαναν αυτό που μπορούσαν, για να μην πεινάσουμε ποτέ, να μεγαλώσουμε σωστά, όσο επέτρεπαν οι συνθήκες.

 

 

Άραγε, ποιο λάθος τους μπορεί να συγκριθεί μ’ εκείνη την αμέτρητη χαρά που μας πρόσφεραν τη νύχτα της Ανάστασης που φορούσαμε τα ρούχα της Λαμπρής και πηγαίναμε όλοι μαζί στην εκκλησία!

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.