ΟΦΕΙΛΩ ΣΤΑ ΠΤΗΝΑ
Πολλά παγίδευσα κάτω απ’ το κόσκινο
τραβώντας το στήριγμα με σπάγκο
Στη μικρή καπάντζα με σπόρους λίγα
Ύστερα έμαθα την ξόβεργα
Σόλα για σόλα κρεπ δεν άφησα στα παπούτσια
Δυο φίλοι μού ’δειξαν το δίχτυ
Για όσα πτηνά ελεύθερα παρέμειναν στο δάσος
Γέμισα τα κλουβιά
σπουργίτια, σπίνους και σκαθιά απ’ το κόσκινο
Στην ξόβεργα τρυγούσα όλο καρδερίνες
Ενώ το δίχτυ μού ’δινε κοτσύφια, μαυροπούλια
Βαριά αμαρτία έπαιρνα για τα αιχμάλωτα
Ώσπου το δίκαννο αγόρασα
με μια θανάσιμη να την αλλάξω
ΟΤΑΝ ΑΚΟΥΩ ΤΗ ΓΚΙΟΝΑ
Τα βράδια άκουγα τη γκιόνα
Αιχμάλωτη όπως ήμουν στο κρεβάτι
σκαρφάλωνε αντίκρυ στην καρέκλα
που είχα το δέρμα μου επάνω ακουμπήσει
Έμενε εκεί όλο το καλοκαίρι
ποιήματα να συλλαβίζει στο φεγγάρι
Πριν στο ζεστό καλπάσουν αεράκι
τη μάνα και τ’ αδέρφια μού θυμίζαν
Όλο το ασήμι μας ανήκε
προτού γίνουν ενοχικές οι καλημέρες
ΝΑ ΖΗΛΕΥΕΤΕ
Κάτω από κυπαρίσσια ζω
Σε ένα ξύλινο προκάτ σπιτάκι
Έχω ανθόκηπο με φρέζες
Και θέα μου το απύθμενο γαλάζιο
Όμορφα που ’ναι όλα στο τέλος!