You are currently viewing Παυλίνα Παμπούδη: ΜΝΗΜΗ ΜΙΛΤΟΥ ΣΑΧΤΟΥΡΗ (29 /7 1919 – 29 / 3 / 2005)

Παυλίνα Παμπούδη: ΜΝΗΜΗ ΜΙΛΤΟΥ ΣΑΧΤΟΥΡΗ (29 /7 1919 – 29 / 3 / 2005)

Τώρα εκείνος έχει φύγει. Ήταν αρχαία ψυχή, έτοιμη εκ γενετής. Έχοντας ολοκληρώσει τους κύκλους της, έχει ήδη επιστρέψει στο Ένα.
Αλλά δεν είναι περισσότερο απών, απ’ όσο ήταν πάντα για τους συγχρόνους του: δεν υπήρξε ποτέ ακριβώς ‘ζων’. «Η ζωή είναι για τους άλλους» είχε πει «Οι ποιητές είναι σαν τα άρρωστα παιδιά που τα τάζουν οι μάνες τους στην Παναγία.»
Ήταν πάντα αλλού. Μισός στον πάνω και μισός στον κάτω κόσμο. Ορφανός νόθος από γένος δαιμόνων, εγκαταλελειμμένος στον πλανήτη, χωρίς οδηγίες χρήσεως της καθημερινής ζωής, χωρίς εφόδια, χωρίς γλώσσα καθομιλουμένη, επιβίωσε μιλώντας κορακίστικα, σπαταλώντας τα χρήματα και το χρόνο, που δεν καταλάβαινε το αντίκρισμά τους, επιβίωσε κατά λάθος. Έζησε την ημιζωή του στοιχειωμένος από την αμαρτία του είδους του – ενός είδους υπό εξαφάνιση. (Αμαρτία είναι η έπαρση ότι μπορείς να παραφράσεις το Άφατο.)
Δεν έγραψε ποιήματα: ανέσκαψε, σύλησε, έφερε στο (ημί)φως ιερά αρχέτυπα ποιημάτων. Ξόρκισε το άγνωστο, αυτός ο Δρυίδης, υψώνοντας μενίρ, οικοδομώντας ντόλμεν από λέξεις, φιλοτεχνώντας, αυτός ο μάγος της φυλής, σκηνές κυνηγιού, με ερυθρούς στίχους, σε σπήλαια. Ιχνηλάτησε την έρημο, αυτός το θήραμα του Θεού, ακολουθώντας σημάδια αόρατα σε όλους.
Διέσχισε τον αιώνα ως βαθυσκάφος, είδε τα γεγονότα και τα μη γεγονότα σαν από περισκόπιο, τα μετέδωσε σαν βιαστικά, κρυπτογραφημένα ρεπορτάζ από την άλλη όψη του κόσμου, την προ-λογική, την αφώτιστη. Σαν εφιαλτικά ενσταντανέ από την παράλληλη Ιστορία που εκτυλισσόταν μέσα στο «πράσινο, εξαγωνομετρικό κεφάλι του ποιητή.» Απέδωσε γραμμικά τις εξαδιάστατες εικόνες που συνελάμβανε η ποιητική του όραση.

Τον αγαπούσα από πάντα. Όταν τον γνώρισα – πολύ καθυστερημένα – τον αγάπησα περισσότερο.

Από το Ημερολόγιό μου: 2/5/’95

(…) Στο άνοιγμα της πόρτας, μου φάνηκε πελώριος. Τον κοίταξα με αμηχανία.
Πήγα να του δώσω το χέρι, ακούμπησε τα δικά του στους ώμους μου, και με κοίταξε καλά κάτω απ’ τον ασθενικό γλόμπο του χολ.
«Σε περίμενα ψηλότερη!» δήλωσε.
«Λόγω αυτών που γράφω;» πήγα να κάνω πνεύμα. Δεν μου έδωσε σημασία.
«Για να σε δω στο φως… Πώς είσαι έτσι;»
Τα ’χασα τελείως.
«Φαίνεσαι σαν κλαμένη… Τα μάτια σου είναι κόκκινα …»
«Ναι» του είπα «δεν κοιμήθηκα χθες…»
«Χα! Επειδή θα ερχόσουν να γνωριστούμε;»
«Όχι, έπαιζα πόκα ως το πρωί.»
«Α! Α, κι εμένα μου άρεσε ο τζόγος. Χαρτιά, ρουλέτα, ιππόδρομος… Τώρα μόνο κανένα Λόττο παίζω πού και πού…Έλα μέσα.»
Με οδήγησε στη μοναδική πολυθρόνα, κι εκείνος κάθισε στην ξύλινη καρέκλα μπροστά στο γραφειάκι, που ήταν φορτωμένο χαρτιά, βιβλία –ακόμα μέσα στους φακέλους τους-, και σκόνη.
Του είχα φέρει γλυκά: δεν τα έτρωγε, είπε, γιατί είχε λίγο ζάχαρο (του άρεσαν όμως συμπλήρωσε, τα κουλουράκια). Του είχα φέρει και μια Παναγία που είχα ζωγραφίσει. Όταν την ξετύλιξε, σχολίασε, μάλλον αδιάφορα, το έντονο βλέμμα της. «Είναι από αυτές που σε παρακολουθούν σε κάθε γωνιά του δωματίου. Εμένα, ο προστάτης μου είναι ο Άγιος Παντελεήμων. Η κόρη της Γιάννας, ξέρεις, είναι κι αυτή αγιογράφος.»
Ήθελα να του χαρίσω κάτι που να του αρέσει: Έβγαλα το στυλό μου και του το έδωσα. Ήταν ένα κοντόχοντρο αεροδυναμικό στυλό που είχα αγοράσει προ ημερών από το ‘Πλαίσιο.’ Το πήρε, το μεταλλικό του χρώμα άστραψε στο ημίφως του δωματίου. Σχεδόν εξαφανίστηκε μέσα στο μεγάλο του χέρι. Το ακούμπησε στο γραφείο.
«Μπα, δεν γράφω πια…» είπε. «Δεν ξέρω αν θα ξαναγράψω…»
«Γιατί;»
«Μεγάλωσα. Πολύ.»
«Ο ποιητής δεν μεγαλώνει ποτέ περισσότερο από το μέγεθός του» ψιθύρισα.
Δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς είπα, ούτε εκείνος φάνηκε να το προσέχει, αλλά χαμογέλασε.
«Ναι, μα εγώ, τώρα, ζω με το πουρμπουάρ του Θεού» είπε. «Πάρε ένα γλυκό.»
«Ευχαριστώ» είπα και δεν πήρα.
«Θα σου φτιάξω καφέ.»
«Όχι, ευχαριστώ, δεν θέλω. Δεν θέλω τίποτα.»
«Θα σου φτιάξω.» Σηκώθηκε.
Περιεργάστηκα με μια γρήγορη ματιά το δωμάτιο. Ήταν τυφλό και κλειστοφοβικό. Το φώτιζε λίγο ένας πίνακας της Περσάκη πάνω από το γραφείο. Υπήρχε κι ένας του Φασιανού, και δυο τρία καδράκια, μάλλον τυχαία. Ένα λιωμένο, βρόμικο χαλί κάλυπτε μέρος του κατεστραμμένου παρκέ. Μια ασπρόμαυρη τηλεόραση ήταν στο κέντρο του δωματίου, πάνω σ’ ένα σκαμνί. Το παράθυρο έβλεπε στον τοίχο του στενού ακάλυπτου.
Πλησίασα. Αν άπλωνα το χέρι, μπορούσα να ακουμπήσω απέναντι.
«Ζάχαρη;» ρώτησε από το κουζινάκι, που βρισκόταν δεξιά της εισόδου. Πήγα κι εγώ προς τα εκεί. Το μεγάλο σώμα του καταλάμβανε όλο το χώρο.
«Εεε, ναι» είπα.
Έξυσε με το κουτάλι το εσωτερικό ενός κουτιού. «Φτάνει αυτή; Δεν έχω άλλη. Είδα που κοιτούσες το παράθυρο…»
«Είναι εσωτερικό το διαμέρισμα…» παρατήρησα ανόητα.
«Ναι. Μ’ αρέσει έτσι. Εγώ πρέπει να βλέπω μέσα» μου είπε.
Έφτιαξε τον καφέ σ’ ένα αρχαίο ηλεκτρικό μάτι, και μου τον σερβίρισε στο, όπως μου είπε, τελευταίο φλιτζανάκι που είχε μείνει από το σερβίτσιο της γιαγιάς του. Μου έβαλε κι ένα ποτήρι νερό απ’ τη βρύση. Ψυγείο δεν υπήρχε.
Μου τα έδωσε στο χέρι και πήγα πάλι στην βουλιαγμένη πολυθρόνα με τη λεκιασμένη ταπετσαρία.
«Μπορείς να τα ακουμπήσεις πάνω στην τηλεόραση» είπε και κάθισε κι εκείνος στη θέση του.
Εξακολουθούσα να έχω αμηχανία. Ήπια μια γουλιά καφέ και κάηκα.
Με κοίταζε. Μετά από λίγο, έπιασε το βιβλίο μου στα χέρια του και το στριφογύρισε: «Έπρεπε να ’χαμε γνωριστεί νωρίτερα» είπε. «Αν και είναι σαν να σε ξέρω από πάντα. Σαν να έχουμε γεννηθεί μαζί. Είσαι ματιασμένη και συ.» (…)

Χαίρομαι γιατί κράτησα στο ημερολόγιό μου αυτή την περιγραφή της πρώτης μου συνάντησης με το Βιβλικό Παιδί που με σημάδεψε.

Μετά από χρόνια έγραψα: ο Μίλτος Σαχτούρης ως παις και ως αιών παίζει. Άγρια παιχνίδια. Ακρωτηριάζοντας νοήματα που ούτως ή άλλως δεν αντέχουμε να τα συλλάβουμε ολόσωμα. Και σακατεύοντας την καλλιέπεια, μέσω της οποίας ξεγελιόμαστε πως επιχειρούμε μια κάποια οργάνωση του χάους που μας εμπαίζει. (…) Αν ήταν ζώο, θα ήταν η μυθική χίμαιρα, ή έστω, η χίμαιρα της δικής του μυθολογίας: Λαγός – σκύλος – πετεινός – πεταλούδα – γάτα – καπνός. Αν ήταν φυτό, θα ήταν η δροσόφιλος η σαρκοφάγος, αν ήταν έντομο θα ήταν η μάντις η ευλαβική – η κανίβαλος, αν ήταν μουσική θα ήταν το φοβισμένο, δήθεν αδιάφορο, σφύριγμα του παιδιού που περνά έξω από νεκροταφείο, αν ήταν πίνακας ζωγραφικής θα ήταν ο βιολιστής στη στέγη του Σαγκάλ, αν ήταν χρώμα θα ήταν δηλητηριώδες κόκκινο, αν ήταν παιχνίδι θα ήταν πετροπόλεμος με άστρα, αν ήταν αντικείμενο θα ήταν χαρταετός σε μαύρο ουρανό.
Ο Μίλτος Σαχτούρης, ο βασκαμένος από τον εαυτό του, ο έξω και πέρα από την εποχή του, ο έξω και πέρα από την ίδια τη βιωμένη του ζωή, είναι όλα αυτά, ταυτόχρονα, όντας ο δια ποίησιν σαλός. (…)

Τώρα συμπληρώνω – όχι σε ενεστώτα πια, αλλά σε αόριστο: ο Μίλτος Σαχτούρης ήταν το Σκεύος. Και η χρηστικότητα του σκεύους, είναι στο κενό του. Του ποιητή, συνεχίζεται στο διηνεκές, στο κενό της απουσίας του.

 

 

 

 

Με καταγωγή από την Ύδρα, γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1919 στην Αθήνα και ήταν δισέγγονος του ναυάρχου του ’21 καπετάν Γιώργη Σαχτούρη. Το 1937 εγγράφηκε με προτροπή του πατέρα του στη Νομική Σχολή αλλά μετά το θάνατό του την εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στην ποίηση. Εξέδωσε τις συλλογές: «Η Λησμονημένη» (1945), «Παραλογαίς» (1948), «Με το πρόσωπο στον τοίχο» (1952), «Όταν σας μιλώ» (1956), «Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο» (1958), «Ο περίπατος» (1960), «Τα στίγματα» (1962), «Σφραγίδα ή όγδοη Σελήνη» (1964), «Το σκεύος» (1971), «Ποιήματα 1945-1971», «Χρωμοτραύματα» (1980), «Εκτοπλάσματα» (1986), «Καταβύθιση» (1990), «Εκτοτε» (1996) και «Ανάποδα γύρισαν τα ρολόγια» (1998).
Ο Σαχτούρης χαρακτηρίζεται ως ποιητής του κλειστού χώρου, αντιηρωικός, εκφραστής και απολογητής της κατακερματισμένης και καθημαγμένης ανθρώπινης ύπαρξης.  Διαφοροποιείται από τους σύγχρονους ομοτέχνους του, επειδή οικοδομεί το έργο του με εφιαλτικές εικόνες και εξπρεσιονιστικά σύμβολα.
Ο Μίλτος Σαχτούρης έφυγε από τη ζωή στις 29 Μαρτίου του 2005.

 

 

Παυλίνα Παμπούδη

Η Παυλίνα Παμπούδη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου (Ιστορία – Αρχαιολογία) και παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στη Φυσικομαθηματική Σχολή και ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο κολέγιο Byahm Show School of Arts του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 3 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει 3 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, και έχει γράψει σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.