Σάτιρα και υπερρεαλισμός σε κοινωνικό καθρέφτη
Υπάρχουν βιβλία που, μόλις τα ανοίξεις, σε παρασύρουν σ’ έναν κόσμο αλλόκοτο, ιδιότυπο, έναν κόσμο όπου το γνώριμο μεταμορφώνεται σε ξένο και το ξένο γίνεται ξαφνικά οικείο. Η νέα ποιητική συλλογή του Αριστοτέλη Φράγκου, Τα αλλιώτικα, ανήκει ακριβώς σε αυτήν την κατηγορία. Δεν είναι τυχαίο ότι το εξώφυλλο κοσμείται με έργο του Ρενέ Μαγκρίτ· ο Βέλγος σουρεαλιστής που ανέτρεψε τις βεβαιότητες της όρασης συναντά εδώ τον ποιητικό του συνοδοιπόρο. Όπως εκείνος παρουσίασε σώματα ακέφαλα, αφαιρώντας την οικειότητα και την ταυτότητα του ανθρώπινου προσώπου, έτσι και ο Φράγκος τοποθετεί τις λέξεις του μπροστά στην πραγματικότητα, απογυμνώνοντάς την από το γνώριμο περίβλημα και καλώντας μας να την αντικρίσουμε εκ νέου.
Η γραφή του Φράγκου είναι πολυεπίπεδη, ιδιοσυγκρασιακή και πρωτότυπη. Κινείται ανάμεσα στη σάτιρα, τον κοινωνικό σχολιασμό και τον υπερρεαλισμό, ενώ χαρακτηρίζεται από ευρηματική φαντασία, τολμηρές προσωποποιήσεις, πλήθος ιστορικών και μυθολογικών αναφορών και, ταυτόχρονα, από καθημερινές εικόνες που αναπλάθονται σε συμβολικά επεισόδια. Στίχοι όπως: «…ο Γρηγόρης και ο Σταμάτης/ υπεράσπιζαν με αμείωτο θάρρος και πείσμα/ το φωτεινό φανάρι τους/ αδιαφορώντας για την αβυσσαλέα/ “καιρική” πολιορκία/ της Σκύλλας και της Χάρυβδης» (σ.14), ή «Η βροχή σε τρεις μέρες/ έριξε στη χούφτα της γης/ τόσα αποθέματα νερού/ που δεν λάθευαν από τον βιβλικό κατακλυσμό…» (σ.15), αναδεικνύουν αυτή την ανατροπή του γνώριμου. Η καθημερινότητα ανασχηματίζεται σε παράδοξο σύμπαν: φανάρια-οχυρά, καταιγίδες-εισβολείς, αγάλματα που απαιτούν επιδόματα, πρόβατα που χορεύουν τανγκό. Ο/η αναγνώστης/-στρια καλείται να δει τον κόσμο αλλιώς, μέσα από πρίσμα ειρωνείας και ανατροπής, όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.
Η κοινωνική και πολιτική σάτιρα αποκτά ιδιαίτερη ένταση σε στίχους όπως: «η βροχή σε στιλ Γκεστάπο/ πυροβολούσε στο ψαχνό/ με σφαίρες νερού πέντε χιλιοστών…και «…Ούτε ψίθυροι, ούτε διαμαρτυρίες./ Μόνο χαμηλά κατεβασμένες ομπρέλες, /για να μη βλέπει ο ένας τον άλλον…» (σ.29). Ο Φράγκος μετατρέπει το φυσικό φαινόμενο σε κατασταλτικό μηχανισμό, όπου η βροχή γίνεται «δήμιος» που επιβάλλει φόβο και αποξενώνει τους ανθρώπους, ενώ η εικόνα των ψαριών που «Παρότι ήξεραν να κολυμπούν,/ αδυνατούσαν να διαφύγουν/ και παρέμεναν ασάλευτα, νεκρά» (σ.29) λειτουργεί ως ειρωνικό σχόλιο για την αδυναμία ακόμα και των φυσικών πρωταγωνιστών του νερού να σωθούν. Σε αντίθεση με τη βία της φύσης, η εικόνα «…Το φοράει για να το ακούει/ ο τυφλός γάτος μου, ο Τίγρης, /και να κρύβεται» (σ.42) αποκαλύπτει τρυφερότητα και φροντίδα. Ο τυφλός γάτος προστατεύεται από τον ήχο του κουδουνιού, υποδηλώνοντας ότι η ευαλωτότητα μπορεί να γίνει πεδίο προστασίας και αγάπης. Ο Φράγκος, έτσι, μεταφέρει τον/την αναγνώστη/-στρια από το συλλογικό και κοινωνικό σχόλιο στο ατομικό και οικείο βίωμα, δείχνοντας την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης εμπειρίας.
Το ποίημα «Το τσίρκο» ΙΙ» (σσ.48–49) αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα σκληρής σάτιρας. Η παράσταση ξεκινά με χαρά και θαυμασμό, «Κλόουν με χρωματιστά γελαστά πρόσωπα/ και σπασμένη καρδιά/ εμφανίζονται στη σκηνή/ κάνοντας διάφορα αστεία» και «…οι ακροβάτες πετούν στον αέρα σαν πουλιά…», όμως σύντομα μετατρέπεται σε τραγωδία, καθώς ο θάνατος του νεαρού ακροβάτη περνά απαρατήρητος από το κοινό, που απλώς αποχωρεί δυσαρεστημένο. Ο Φράγκος εδώ σατιρίζει τη σύγχρονη κοινωνία-θεατή που καταναλώνει θέαμα χωρίς συναισθηματική εμπλοκή, ανίκανη να αναγνωρίσει την ίδια την ανθρώπινη απώλεια. Παρόμοια, στην «Πρωταπριλιά» (σ.51), η ειρωνεία στρέφεται κατά των ΜΜΕ, «…όταν ξαφνικά και απότομα/ διακόπτεται ο βομβαρδισμός του Κιέβου» για να παρουσιάσουν Eurovision. Η φάρσα αποκτά πικρή διάσταση, φανερώνοντας την αναισθησία και τη χειραγώγηση της πληροφορίας.
Στη «Ματαιότητα» (σσ.54–55), η φωτιά προσωποποιείται ως Λερναία Ύδρα, ενώ οι πυροσβέστες μετατρέπονται σε μυθικούς ήρωες. Η ειρωνεία κορυφώνεται με τον στίχο «Σκέφτηκαν να καλέσουν τον Ηρακλή… αλλά έλειπε με τον Ιάσονα στην Αργοναυτική Εκστρατεία». Το ποίημα κλείνει με βιβλική απόχρωση «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης», προεκτείνοντας το γεγονός σε στοχασμό πάνω στη φθορά. Αντίστοιχα, στον «Πονόδοντο και τον Παντελή» (σσ.56–58), το χιούμορ και η υπερβολή αποτυπώνουν τη γελοιογραφική διάσταση του πόνου και της ανθρώπινης ματαιοδοξίας «και ο πονόδοντός μου/ να μου το τρυπάει κομπρεσέρ το κεφάλι». Στον «Νεόκοπο Ίκαρο» (σσ.70–71), η μίξη μύθου, ποπ κουλτούρας και σκληρής πραγματικότητας καθώς «…η προσχεδιασμένη πτήση/ μετατράπηκε σε αναγκαστική μακάβρια προσγείωση…» αναδεικνύεται η αντίθεση ανάμεσα στη φαντασίωση της υπέρβασης και στη μοίρα του ανθρώπου.
Η ειρωνεία αναδύεται και στο ποίημα «Η Καταγγελία της Παρασκευής» (σ.72), όπου οι μέρες και ο καιρός αποκτούν φωνή. Ο αφηγητής ντύνεται «αστακός» με «…βατραχοπέδιλα, σκάφανδρο, γάντια, αδιάβροχο και ομπρέλα» για να αντιμετωπίσει τις υπερβολές του δελτίου καιρού, ενώ η ίδια η Παρασκευή τηλεφωνεί για να διαμαρτυρηθεί. Η εικόνα της με «τριαντάφυλλο στ’ αυτί/ και κλαρωτό φουστάνι» αποφορτίζει το κλίμα, σατιρίζοντας την υπερβολική δραματοποίηση των ΜΜΕ.
Στο ποίημα «Το κελάρι των αυτιών μου» (σ.84), ο ποιητής μετατρέπει τις αισθήσεις σε χώρο αποθήκευσης εμπειριών, όπου «οι πόρτες… είναι πάντα ορθάνοιχτες. Ώστε χωρίς περιπλοκές να αποθηκεύονται θόρυβοι, φωνές, λέξεις, ποιήματα, τραγούδια, χαμόγελα, κλάματα». Η ζωή παρουσιάζεται ως πληθωρική και ανεξέλεγκτη, ενώ ο θάνατος εμφανίζεται ειρωνικά ως «φοροφυγάς» που δεν αποδίδει ΦΠΑ. Το στοιχείο του θαύματος έρχεται να εξισορροπήσει την τραγικότητα: σταγόνες βροχής μετατρέπονται σε δέντρα, ποτάμια, μαργαριτάρια, φανερώνοντας τη δύναμη της φαντασίας.
Η θεματική της ταυτότητας είναι επίσης έντονη. Στο ποίημα «Ο δεύτερος Εγώ Ι» (σ.85), το alter ego παρουσιάζεται σαν σκύλος που ακολουθεί πιστά τον άνθρωπο, ενώ η απόπειρα να τον ξεγελάσει είναι μάταιη. Η πολυπλοκότητα της ταυτότητας αναδεικνύεται επίσης στην «Ταυτοπροσωποποίηση» (σ.102) και στη σχέση με τον Σαίξπηρ: «Αυτός είναι ένας ηθοποιός που μιμείται απλά τον Σαίξπηρ … είναι ένας άνδρας που ονειρεύεται να ήταν ο Σαίξπηρ… Παριστάνει τον δίδυμο αδελφό τού Σαίξπηρ, αλλά καμία σχέση». Η μίμηση, η ψευδαίσθηση και η κοινωνική μάσκα συνδέονται με την αυθεντικότητα και τη διαρκή αναζήτηση της προσωπικής αλήθειας.
Τα χαϊκού της συλλογής συμπυκνώνουν το ύφος του δημιουργού: Οι στίχοι «Κοίτα τη νύχτα/ με το μαύρο αίμα της/ βάφει την πόλη» (σ.106) αποδίδουν μια σκοτεινή, σχεδόν βίαιη μεταμόρφωση του χώρου, ενώ η βροχή ή ο ήλιος λειτουργούν ως σύμβολα ζωογόνου δύναμης και αναγέννησης «Της βροχής δάκρυ/ είναι ανάσα ζωής/ στη δίψα της γης» (σ.107). Η σύνθεση εικόνων όπως «μαύρο γάλα», «έβρεξε ήλιο» και «Του ήλιου φως/ ζωγράφισε τη μέρα /καλοκαιρινή» συνδυάζει υπερρεαλισμό και αισθητική ακρίβεια, ενισχύοντας την αίσθηση του στιγμιαίου και του διαχρονικού.
Τα τάνκα (σσ.110–113) συνεχίζουν αυτή τη στρατηγική. Στο πρώτο τάνκα, η νύχτα «ζητιανεύει» και τα αστέρια «της φωτίζουν τον δρόμο», δημιουργώντας μια αλληγορία για την αναζήτηση φωτός στις σκοτεινές στιγμές. Στα τάνκα (σσ.110–111), η φύση αντιδρά ως ζωντανός οργανισμός, «ανελέητη η θυμωμένη φύση… σαν αγρίμι», ενώ η ιστορική αναφορά στον Γαλιλαίο συνδέει το παρελθόν με την ελευθερία και την αλήθεια. Στο τάνκα (σ.112), η Αφροδίτη της Μήλου μετατρέπεται σε σύμβολο της πνοής της δημιουργίας.
Η αξία της ποίησης του Αριστοτέλη Φράγκου έγκειται στο συνδυασμό μύθου, ιστορίας και καθημερινότητας. Δημιουργεί έναν κόσμο αλλόκοτο αλλά ζωντανό, όπου η κοινωνική και πολιτική διάσταση συνυπάρχει με το παιχνίδι της φαντασίας, η σάτιρα με τον φιλοσοφικό στοχασμό. Με γλώσσα δυναμική, εικόνες υπερρεαλιστικές και πολυσημία θεματική, ο Φράγκος προτείνει μια ποίηση που προκαλεί και γοητεύει, που σε καλεί να δεις τον κόσμο αλλιώς, να αμφισβητήσεις το δεδομένο και να ανακαλύψεις τη δύναμη του λογοτεχνικού βλέμματος.
Συνολικά, τα Αλλιώτικα αποτελούν ένα παράδειγμα σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας που συνδυάζει την υπερρεαλιστική εικόνα, την κοινωνική σάτιρα και τον φιλοσοφικό στοχασμό. Τα ποιήματά του προκαλούν, γοητεύουν και προβληματίζουν, δημιουργώντας έναν κόσμο όπου ο/η αναγνώστης /-στρια καλείται να δει την καθημερινότητα με νέο βλέμμα, να αμφισβητήσει τις συνήθειες και να εκτιμήσει τη δύναμη της φαντασίας και της λογοτεχνικής τεχνικής. Ο Αριστοτέλης Φράγκος μάς παραδίδει μια συλλογή που δεν προσφέρεται απλώς για ανάγνωση, αλλά για διάλογο με τη ζωή, τον άνθρωπο και τη φύση.
