Ήταν κάποτε δυο φίλοι καρδιακοί, αχώριστοι από τόσο δα μικροί. Το καλοκαίρι, τα πόδια τους χάραζαν την άμμο σε θάλασσα άλλοτε γαλήνια κι άλλοτε κυματώδη, χτίζοντας κάθε πρωί πύργους στην άμμο και παίζοντας ρακέτες. Το ηλιοβασίλεμα τους έβρισκε ξαπλωμένους στις καρέκλες τους, ο ένας κοντά στον άλλον, να απαγγέλουν ποιήματα και να συζητούν χίλια δύο πράγματα στην ακρογιαλιά. Τριγύρω τους, ο Ταΰγετος πρόβαλλε περήφανος και μυθικός, κι εκείνοι τον θωρούσαν μαγεμένοι.
Ξαφνικά, ένα καλοκαίρι, η Διοτίμα μπήκε στη ζωή τους. Δύο ζευγάρια μάτια την κοιτούσαν αχόρταγα και τα δύο της χείλη διψασμένα ποθούσαν. «Μη στάξει και μην βρέξει» την είχαν και οι δυο. Μα εκείνη ταίριαξε μ’ έναν. «Σ’ αγαπώ ως το μεδούλι. Πάρε με στα χέρια σου, πάμε ψηλά στα αστέρια», του ψιθύρισε. Η ευτυχία φώλιασε στις φούχτες τους. Κι η φιλία, εκείνη η βαθιά, έγινε συντρίμμια. Κόπηκε στα δυο, και για τα γαλάζια μάτια της Διοτίμας φυλλοροεί.
Ύστερα από χρόνια, η τύχη τούς έφερε ξανά στο ίδιο ακρογιάλι. Μα το σμίξιμο δεν σμίγει. Και η Διοτίμα δεν φταίει γι’ αυτό. Μέσα τους πλέον κατοικούσαν δύο θλίψεις, και δίπλα τους φύτρωσαν άλλες δυο, κάνοντας τις λύπες τέσσερις μεγάλες. Η φιλία τους είχε χαθεί ανεπιστρεπτί. Πλέον, μια κουβέντα, βγαίνει δε βγαίνει. Τίποτα δεν έρχεται στο φως. Οι κρυφές αγάπες και οι ενοχές θεριεύουν και πνίγουν και τους δυο. Ήταν άραγε η φιλία τους μια φενάκη; Τι να ήταν; Κανένα πάθος, κανένα βάθος; Η Διοτίμα τους κοιτάζει με μάτια σφαίρες. Και αυτοί μονολογούν: «Η φιλία μας ήταν δυο χειροπιαστές ηλιαχτίδες. Εν δυο, τη φιλία μας κρατάμε. Φίλοι για πάντα. Εν δυο».
Ένα δειλινό, ανέβηκαν στο όρος το μυθικό. Με φτερωτά κορμιά πέταξαν, κι ύστερα βούτηξαν στο κενό, μαζί. Ήταν δεμένοι στην ίδια μαύρη άκρη. Το σχοινί που τους ένωνε κόπηκε — κι όμως, στον θάνατο, έγιναν ένα. Σφιχταγκαλιασμένα, τσακίστηκαν στον γκρεμό του Ταϋγέτου, εκεί που ο βράχος καταπίνει το φως. Μόνο δυο ζευγάρια αθλητικά παπούτσια απέμειναν στην άκρη. Η νύχτα απλώθηκε. Κι όταν ξημέρωσε, η πόλη και η Διοτίμα έμαθαν για τον διπλό χαμό. Με άδεια μάτια, από τότε περπατά, αλλάζοντας βήματα στην έρημη αμμουδιά. Ο πόνος της βλάστησε σαν φούλι διπλό. Και πλέον ανήκει και στους δυο.
[i] Το φούλι το διπλό είναι ένα είδος γιασεμιού που έχει διπλό άνθος. Το διπλό φούλι φέρει εντυπωσιακά άνθη με χαρακτηριστικό άρωμα.
