Άρρητες απώλειες και αθόρυβη επανεφεύρεση του εαυτού
Η Σιωπή της Περσεφόνης του Θεοφάνη Παναγιωτόπουλου είναι ένα έργο υπαρξιακής έντασης και συμβολικής δύναμης, που αναπλάθει τον αρχαιοελληνικό μύθο της Περσεφόνης μέσα από το πρίσμα της σύγχρονης ψυχικής πραγματικότητας. Ο συγγραφέας δεν αναπαράγει απλώς τον μύθο· τον μετατρέπει σε εσωτερικό αφήγημα τραύματος, σιωπής και αυτογνωσίας, με κύρια ηρωίδα την Πέρσα – μια γυναικεία φιγούρα που ταλαντεύεται ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, στη μνήμη και την απώλεια.
Ο τίτλος λειτουργεί ως κλειδί ανάγνωσης. Όπως η μυθολογική Περσεφόνη ανήκει σε δύο κόσμους — Άνω και Κάτω — έτσι και η Πέρσα κινείται ανάμεσα στη ζωή και τον εσωτερικό της Κάτω Κόσμο, πλασμένο από τραύματα, μνήμες και απώλειες. Ο Παναγιωτόπουλος μετατοπίζει τον μύθο από το θεϊκό στο ανθρώπινο: η απώλεια της μητέρας, ο άγνωστος βιολογικός πατέρας, ο σιωπηλός πατριός Ναούμ, οι αδιέξοδες σχέσεις με τον Αριστείδη και τον Πέτρο, οι τρεις αποβολές – όλα σχηματίζουν έναν ψυχικό χάρτη ερήμωσης.
Στη νουβέλα Η Σιωπή της Περσεφόνης, τα διακείμενα λειτουργούν ως γέφυρες ανάμεσα στο προσωπικό και το παγκόσμιο, στο ατομικό βίωμα και τη συλλογική μνήμη. Η επιλογή της μυθολογικής Περσεφόνης δεν είναι τυχαία· ο μύθος της αρπαγής και της σιωπής της λειτουργεί ως καθρέφτης της εσωτερικής κατάστασης του αφηγητή, ο οποίος προβάλλει πάνω της τη δική του σιωπή, αιχμαλωσία και προσμονή για αναγέννηση. Παράλληλα, οι αναφορές σε μορφές όπως η Πηνελόπη και ο Ερμής, αλλά και οι βιβλικές και λογοτεχνικές συνομιλίες (Καβάφης, Παπαδιαμάντης, Καζαντζάκης, Τσέχοφ, Ντοστογιέφσκι) ενισχύουν τη δραματικότητα του λόγου και προσδίδουν στο προσωπικό του βίωμα διαχρονική, καθολική διάσταση.
Ο συγγραφέας δεν παραθέτει απλώς αυτά τα στοιχεία· τα μεταπλάθει δημιουργικά, μετατρέποντας τον μύθο σε προσωπικό σύμβολο και τη λογοτεχνία σε όχημα εξομολόγησης και ψυχικής κάθαρσης. Η αισθητική αναφορά στους «όμορφους ναύτες» του Τσαρούχη φωτίζει την επιθυμία και τη νοσταλγία για μια ομορφιά που μπορεί να λυτρώσει, ενώ η απόρριψη της παραδοσιακής σωτηριολογικής αφήγησης του χριστιανισμού —μέσα από την αναφορά στην «αποτυχία του σταυρικού θανάτου»— δηλώνει την επιλογή του αφηγητή να στραφεί στην ατομική ευθύνη και την εσωτερική κάθαρση, αντί να προσδοκά έτοιμες υποσχέσεις λύτρωσης.
Η αφήγηση είναι ημερολογιακή και θεματικά οργανωμένη, χωρίς αυστηρή γραμμική πορεία. Κεφάλαια όπως «Σαν όνειρο», «Καλοκαίρι από σκοτάδι», «Περσεφόνη του Κάτω Κόσμου» και «Οι πρώτες μέρες» λειτουργούν ως ψυχικές τομές και εσωτερικές μεταβάσεις. Ο χρόνος είναι βιωμένος και συναισθηματικός, όχι αντικειμενικός.
Η γλώσσα είναι λιτή αλλά ποιητικά φορτισμένη, γεμάτη εικόνες με υπαρξιακό βάρος. Η σιωπή δεν είναι απουσία αλλά πυκνότητα νοήματος. Αντικείμενα όπως η βαλίτσα, τα σπασμένα τζάμια, η νεραντζιά και τα χάρτινα λόγια λειτουργούν ως σύμβολα που διαμορφώνουν την αφήγηση. Το λευκό χρώμα επανέρχεται ως καθοριστικό μοτίβο: το «λευκό τοπίο», «η ελπίδα στα λευκά αργοπεθαίνει», οι «λευκές σελίδες», ο «άντρας με τα λευκά», η «λευκή σελίδα», υποδηλώνουν την άμορφη μνήμη που δεν έχει ακόμη αποκτήσει γλώσσα· όπως το απωθημένο τραυματικό υλικό κατά τον Freud, το λευκό είναι το κενό που περιμένει να αποκτήσει μορφή, το υλικό της άρρητης μνήμης. Η λευκή σελίδα του Παναγιωτόπουλου ενσαρκώνει ακριβώς αυτό: τη μνήμη που δεν έχει ακόμα μορφή, που δεν έχει γίνει αφήγηση. Το τραύμα της Πέρσας –η απώλεια της μητέρας, η έλλειψη πατρικής ταυτότητας, οι τρεις αποβολές, οι ελλειμματικές σχέσεις– δεν εκφράζεται πάντα με λέξεις. Αντίθετα, εμφανίζονται υπαινικτικά: μέσα από χρώματα, σιωπές, σώματα, αντικείμενα.
Η επιλογή υπαινιγμών αντί ρητών περιγραφών είναι από τις μεγαλύτερες αφηγηματικές αρετές. Ο συγγραφέας εμπιστεύεται τον/την αναγνώστη/-στρια, προσφέροντας χώρο σκέψης ώστε το έργο να βιώνεται και όχι απλώς να διαβάζεται. Η εναλλαγή ρεαλιστικών σκηνών με ονειρικές και σουρεαλιστικές εικόνες διαλύει τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, ενισχύοντας την ψυχική ένταση. Τα στοιχεία noir και υπαρξισμού τονίζουν τη σκοτεινή, αναστοχαστική διάσταση.
Οι διάλογοι, λιγοστοί αλλά πυκνοί, αποκαλύπτουν την ψυχική κατάσταση της Πέρσας:
«Άρη κάλεσέ μου τον Σίγκμουντ. Τον Σίγκμουντ Φρόυντ παρακαλώ».
«Πέρσα…»
«Ορίστε;»
«Ξανά τα ίδια;»
«Είναι ανάγκη!»
«Είναι εκλιπών».
«Τι; Δεν μπορεί…»
«23 Σεπτεμβρίου 1939».
«Είναι αδύνατον…» (σ.12)
Η Πέρσα αρνείται τη λήθη· θέλει να φέρει τους απόντες στη γιορτή, να μην ξεχαστεί τίποτα, ακόμη κι αν χρειαστεί να το επιβάλει «με το ζόρι». Οι εσωτερικοί μονόλογοι είναι αποκαλυπτικοί: «Μητέρα γιατί έφυγες; Γιατί με άφησες μόνη μου σε έναν τέτοιο κόσμο… Σε μια κοινωνία που χαρίζεις ένα τριαντάφυλλο και σε κοιτάζουν καχύποπτα! … Σε μια εποχή που ψάχνει το αγκάθι και πατά τον ανθό» (σ.67). Η απεύθυνση στη μητέρα γίνεται κραυγή προς τον εαυτό και τον/την αναγνώστη/-στρια, εκθέτοντας τον πόνο της εγκατάλειψης και την ανάγκη νοηματοδότησης της οδύνης.
Η απώλεια δεν παρουσιάζεται ως γεγονός αλλά ως κατάσταση ύπαρξης. Η μητέρα είναι νεκρή αλλά ψυχικά ενεργή, παρούσα μέσω εικόνων και φαντασιώσεων. Ο βιολογικός πατέρας είναι άγνωστος, ο πατριός σιωπηλός, οι σχέσεις αδιέξοδες. Η Πέρσα αναζητά τρόπους να ενσωματώσει την απώλεια στην ταυτότητά της. Η λύτρωση έρχεται από εσωτερική ωρίμανση· η σιωπή είναι επιλογή ελευθερίας. Το σκοτάδι δεν εξαλείφεται — κατοικείται.
Το ψυχικό τραύμα είναι δομικό στοιχείο του υποκειμένου. Όπως σημειώνει ο Freud, το παιδικό τραύμα, όταν παραμένει ανεπεξέργαστο, οδηγεί σε μόνιμες ψυχικές διαταραχές. Η μορφή της μητέρας θυμίζει τη θεωρία του André Green για τη «νεκρή μητέρα»: η απουσία της δημιουργεί στο παιδί βαθιά πληγή ταυτότητας. Επιπλέον, η διαγενεακή μεταβίβαση του τραύματος, όπως περιγράφουν οι Abraham και Torok, είναι εμφανής: η Πέρσα κουβαλά όχι μόνο τη δική της απώλεια αλλά και μια κληρονομημένη, άρρητη οδύνη. «Οι μητέρες δεν φεύγουν ποτέ. Ούτε νεκρές!» (σ.23), γράφει ο Παναγιωτόπουλος. Η Πέρσα την υπερασπίζεται ακόμη και μετά θάνατον: «Όχι δεν θα την αφήσω ποτέ να ακούσει τις κραυγές του Ναούμ με άλλες γυναίκες σαν κάνουνε έρωτα. Δεν θα του επιτρέψω να την πληγώσει» (σ.23). Η εικόνα της μητέρας που χορεύει ζεϊμπέκικο στα σύννεφα λειτουργεί ως υπέρβαση του πένθους, ως εσωτερική συμφιλίωση.
Η αισθητική συνοχή ενισχύεται και από το εξώφυλλο του Δημήτρη Λαλέτα, με τη γυναικεία μορφή σε μπλε, μπεζ/κίτρινο και κόκκινο, που επεκτείνει εικαστικά την αφήγηση: η γυναίκα που βυθίζεται στη σιωπή της περιμένει, ερμηνεύοντας το πνεύμα του έργου. Οι συμβολισμοί (φωτογραφία, παλιό συρτάρι, γιορτή με απόντες) δεν είναι διακοσμητικοί αλλά οργανικά στοιχεία που κατευθύνουν το βίωμα των αναγνωστών/-στριών.
Το έργο θέτει απαιτήσεις: η απουσία εξωτερικών γεγονότων, η έμφαση στην εσωτερική αφήγηση και οι πυκνές σουρεαλιστικές εικόνες μπορεί να κουράσουν όσους αναζητούν γραμμική πλοκή. Όμως αυτή είναι συνειδητή αισθητική επιλογή, που αντανακλά τη φύση της εμπειρίας που επιδιώκει να μεταφέρει. Η Σιωπή της Περσεφόνης είναι τελετουργία αυτογνωσίας. Δεν προσφέρει εύκολες λύσεις ή κάθαρση· απαιτεί ενσυναίσθηση, συγκέντρωση και συμμετοχή. Ο Παναγιωτόπουλος χρησιμοποιεί την αφήγηση ως εργαστήριο υπαρξιακής αναζήτησης, συνομιλώντας με την ψυχανάλυση, τον υπαρξισμό και τον συμβολισμό. Η λύση δεν έρχεται μέσω εξιλέωσης ή δικαιοσύνης, αλλά ως πράξη εσωτερικής συναίνεσης, αποδοχής της σιωπής και δημιουργικής μεταμόρφωσης του τραύματος. Η Πέρσα δεν γίνεται θεότητα· γίνεται άνθρωπος που αντέχει και μιλά μέσα από τη σιωπή της.
Η τελευταία φράση, με την Τρίτη «η Ίρμα έχει ρεπό», δεν λειτουργεί μόνο ως ειρωνική κορύφωση αλλά και ως πρόσκληση: να κοιτάξουμε τις πιο κοινές μας στιγμές και να αναγνωρίσουμε μέσα τους το βάθος της ύπαρξης. Η Σιωπή της Περσεφόνης δεν ζητά απλώς να τη διαβάσεις∙ ζητά να τη βιώσεις. Στη σιωπή της Πέρσας καθρεφτίζεται η δική μας· κι εκεί, ανάμεσα στις λέξεις που δεν ειπώθηκαν, οι αναγνώστες/-στριες καλούνται να ανακαλύψουν το δικό τους νόημα.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Abraham, N., & Torok, M. (1994). The shell and the kernel: Renewals of psychoanalysis (N. T. Rand, Trans.). Chicago: University of Chicago Press. (Πρωτότυπη εργασία δημοσιευμένη το 1984)
Freud, S. (1916–1917). Introductory lectures on psycho-analysis (J. Strachey, Trans.). London: Hogarth Press.
Green, A. (1986). The dead mother. In A. Green, On private madness (pp. 142–173). London: Hogarth Press.
Παναγιωτόπουλος, Θ. Λ. (2020). Η σιωπή της Περσεφόνης. Αθήνα: Εκδόσεις Οδός Πανός.
