Η κατάδυση του Γιάννη Μασμανίδη στο βάθος της απώλειας
Υπάρχει κάτι εξομολογητικά οδυνηρό στην ποιητική συλλογή του Γιάννη Μασμανίδη «Κουρασμένος από εντιμότητα παρήκμασα». Ένας ποιητής αφιερωμένοςστην τέχνη της ενδοσκόπησης μάς δίνει τα αποκαλυπτήρια του εσωτερικού
Η συλλογή διαρθρώνεται σε δύο ενότητες, που όπως δηλώνουν οι τίτλοι τους, αποτελούν διαφορετικές οπτικές γωνίες θέασης του ίδιου ορώντος βλέμματος: «με όσο φως μέσα μου σας βλέπω» και «με όλο το σκοτάδι μέσα μου σας βλέπω». Ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι πλέκεται ένα πυκνό δίχτυ λέξεων, που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη σε έναν κόσμο βαθιά προσωπικό, σχεδόν ιερό στην απόγνωσή του.
Κεντρικό πρόσωπο μια παρουσία-απουσία, η Αρσινόη, «φυλλορρέον
«Στίς λίστες προσκεκλημένων
σὲ ἀναζητῶ
σὲ τόσα μεταφυσικά
ἀργόσυρτα δευτερόλεπτα παραδοχ
ἑνός λιμνάζοντος κόσμου» (Ανάμεσα σε Μπρόχ και Ραχμάνινοφ)
Στους στίχους του ο έρωτας αποτυπώνεται σαν ανεξίτηλη ουλή, σαν βαθιά νοσταλγία, ένα ανελέητο σφυροκόπημα στο είναι του ποιητή, σπαρακτικό και σχεδόν βίαιο. Η απώλεια παίρνει τη μορφή ενός σπασμένου κομματιού, «θρύψαλα έγινε το “μαζύ” μας»,που ο ποιητής προσπαθεί να συναρμολογήσει εκ νέου, αναγνωρίζοντας την αδυναμία της προσπάθειας:
«Κι ἡ ὀμορφιά ἐκείνη Ἀρσινόη μου
θρυμματίστηκε πάει
κι ἀπὸ τὴ μνήμη ξεκαρφώθηκε
κάδρο πολύτιμο ἀπὸ τὸν τοῖχο ἔπεσε
χίλια κομμάτια ἔγινε» (Θρύψαλα έγινε το “μαζύ” μας)
Η γραφή γίνεται μέσο επιβίωσης, τρόπος να διαχειριστεί κανείς τον πόνο και τη θλίψη, ένα σωσίβιο στην απελπισία:
«ὅταν σοῦ γράφω
τὴ μοναξιά μου
παραπλανῶ
τὸ στῆθος μου πλημμυρίζει
ζεστασιὰ» (Όταν σου γράφω)
Ο θάνατος είναι μια σταθερή παρουσία στο έργο, απειλή και προσδοκία λύτρωσης συνάμα:
«Ἄχ στίς στροφὲς πάλι ἑνὸς
Πελώριο Μηδέν Πελώριο
Τίποτα χωρίς Ἐσένα Λέξη μὲ λέξη ἀκόμη
μὲ στόμα σὲ φιλῶ.
Ὦ τί κοντὰ ποὺ εἶναι ὁ θάνατος» (Από πανάρχαιη λάσπη πελώριο μηδέν)
Η ποίηση αναδεικνύεται ως καταφύγιο, αλλά και τρόπος αντίστασης -μάταιης τελικά- στη λήθη και τη φθορά:
«γράφω σημαίνει δὲν ἐλπίζω σὲ τίποτε
γράφω θὰ πεῖ χωρὶς λύπη πιὰ δὲ
γράφω σημαίνει δὲν ἔχω ποῦ ἀλλοῦ νά
γράφω σημαίνει νὰ ξεχάσω δὲ θέλω
γράφω σημαίνει πώς μὲ Σώζω» (Στην ανταρσία της απόγνωσης)
Στη συλλογή συναντάμε λογοτεχνικές αναφορές και διακειμενικά στοιχεία-γέφυρες προς μια ευρύτερη πολιτισμική παράδοση. Αναφορές στον Βιργιλίου Θάνατο του Μπροχ, στους Αδελφούς Καραμάζοφ του Ντοστογιέφσκι, στον Γκοντό του Μπέκετ εντάσσονται σε ένα οικουμενικό πλαίσιο ανθρώπινης οδύνης και υπαρξιακής αναζήτησης.
Η ορθογραφία είναι πολυτονική, μια αισθητική επιλογή που προσδίδει στο έργο μια αύραδιαχρονικότητας, σαν η ποίησή του να προέρχεται από μια άλλη εποχή, αιωρούμενη πάνω από το παρόν. Χρησιμοποιείται μια γλώσσα πλούσια που χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη διαφορετικών γλωσσικών επιπέδων. Λόγιες και ποιητικές εκφράσεις και τύποι όπως «περίκλειστος», «αναρριγεί» συνυπάρχουν με πιο καθημερινές λέξεις και εκφράσεις, δημιουργώντας ένα μωσαϊκό-αντανάκλαση της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης εμπειρίας. Η μεταφορική γλώσσα του ποιητή εντυπωσιάζει. Χρησιμοποιεί μια πλούσια γκάμα από παρομοιώσεις, μεταφορές και προσωποποιήσεις, με αποτέλεσμααφηρημένες έννοιες όπως η θλίψη, η μνήμη, η απώλεια να αποκτούν υλική υπόσταση και ανθρώπινες ιδιότητες: η λύπη «κατατρώγει», η μνήμη «αιμορραγεί», ο χρόνος «τυραννά». Έτσι, οι αφηρημένες έννοιες γίνονταιζωντανές, δρώσες οντότητες που επηρεάζουν άμεσα την ύπαρξη του ποιητή. Η σύνταξη χαρακτηρίζεται από μια ιδιόμορφη ελλειπτικότητα, δημιουργώντας αποσπασματικές προτάσεις ομοιάζουσες με σκέψεις ή εικόνες που αναδύονται απότομα στη συνείδηση. Αυτή η ελλειπτικότητα αντικατοπτρίζει ένα συναισθηματικό τοπίο κατακερματισμένο, διάσπαρτο με κενά και χάσματα-μάρτυρες της απώλειας και της έλλειψης. Καίριο ρόλο διαδραματίζουν τα επίθετα, που λειτουργούν ως κύριοι αγωγοί της συναισθηματικής έντασης και του υπαρξιακού βάθους. Διαποτισμένα με συγκίνηση και νοσταλγία, συχνά σε τολμηρούς συνδυασμούς και αντιθέσεις, δεν αποτελούν απλά διακοσμητικά στοιχεία, αλλά θεμελιώδεις ψηφίδες ενόςιδιόμορφου ποιητικ
Η ποίηση του Μασμανίδη εμφανίζει αξιοσημείωτες συγγένειες με τη Γενιά του Καρυωτάκη/Γενιά του ’20, παρά τη χρονική απόσταση. Ο βαθύς πεσιμισμός, η αίσθηση παρακμής και η υπαρξιακή κόπωση που διαπερνούν τη συλλογή θυμίζουν -σ’ εμένα τουλάχιστον-έντονα την καρυωτακική παράδοση. Η εμμονή με τονθάνατο, η αντιμετώπιση της ποίησης ως γλυκόπικρο μέσο αντίστασης στο αδιέξοδο και η αίσθηση ηθικής εξάντλησης («κουρασμένος από εντιμότητα») συνιστούν κοινούς τόπους, αποτελώντας μια σύγχρονη «επίσκεψη»της καρυωτα
Η συλλογή -εν ολίγοις- είναι ένα ταξίδι στα βάθη της ψυχής και ένα ποιητικό χρονικό εσωτερικών αντιφάσεων. Ο Μασμανίδης κάνει την αυτοεξέταση τέχνη και την απώλεια πηγή δημιουργίας, προσφέροντας μια συλλογή που μιλά για τα πιο βαθιά ανθρώπινα συναισθήματα με ειλικρίνεια και άφθονο λυρισμό.