You are currently viewing Τασούλα Καραγεωργίου: Ανθούλα Δανιήλ, Οι αξέχαστοι φίλοι μου, Νίκας 2023

Τασούλα Καραγεωργίου: Ανθούλα Δανιήλ, Οι αξέχαστοι φίλοι μου, Νίκας 2023

«Ο προσωπικός Κεραμεικός της Ανθούλας Δανιήλ»

 

Ίσως η λέξη γράφω να είναι ηχομιμητική συνύπαρξη του ουρανικού γράμματος γάμμα με το υγρό ημίφωνο ρω και πιθανόν να παραπέμπει στον ήχο που κάνει το χάραγμα με ένα αιχμηρό αντικείμενο πάνω σε μια σκληρή πέτρα. Το χάραγμα αυτό συνδέεται με την αντίσταση του ανθρώπου στον θάνατο, η οποία πραγματοποιείται με ένα σῆμα όπως έλεγαν οι αρχαίοι, ένα επιτύμβιο δηλαδή μνημείο στο οποίο αρχικά  αναγραφόταν μόνο το όνομα το πατρώνυμο και καμιά φορά ο τόπος καταγωγής του θανόντος. Σταδιακά αυτή η μνημείωση του νεκρού που πάτησαν κάποτε τα πόδια του τη μέλαινα γη και έπειτα ἀπέπτη στους ουρανούς η ψυχή του, συνδέθηκε με μια ευσύνοπτη βιογράφησή του διαποτισμένη με τη συγκίνηση και με τον θρήνο των οικείων προσώπων του νεκρού. Κάπως έτσι γεννήθηκε και η ποίηση.

Η Ανθούλα Δανιήλ γνωρίζει καλά  ποιος είναι σε τελευταία ανάλυση ο σκοπός της γραφής. Ξέρει πως δεν είναι άλλος από το ανεξίτηλο σημάδι -κάτι σαν επιτύμβιο επίγραμμα- που έχει χαράξει η μνήμη στο πιο κρυφό,  το πιο μυστικό  άβατο της ψυχής μας. Στο πρόσφατο βιβλίο της με τίτλο Οι αξέχαστοι φίλοι μου ανακαλεί από τους θαλάμους της Περσεφόνης τα πρόσωπα που αγάπησε και έχουν πια φύγει από τη ζωή και τους επιφυλάσσει μια ιδιότυπη αθανασία στον χώρο της σύγχρονης νέκυιας που έχουν δημιουργήσει οι 150 σελίδες του.

Σ’ αυτόν τον προσωπικό της Κεραμεικό επικρατεί μια άμεση δημοκρατία που έχει ως ιδρυτική της διακήρυξη την κοινοκτημοσύνη της μνήμης. Όλοι όσοι αγάπησε έχουν θέση στη νέκυια της Ανθούλας Δανιήλ. Συνάδελφοί της από τη θητεία της στη Μέση Εκπαίδευση, φιλόλογοι και μαθηματικοί, μελετητές των κλασικών γραμμάτων, ποιητές πεζογράφοι και δοκιμιογράφοι. Διάσημοι και άσημοι. Ανάμεσά τους και δικοί μου αλησμόνητοι φίλοι. Σε όλους παρέχεται η διαβεβαίωση πως είναι πάντα ποθεινοί, πως είναι δηλαδή η απουσία τους αισθητή, ότι μας λείπουν.

«Οι οικείοι μας κάθονται μέσα στο σαλόνι, αόρατοι στον καναπέ και κουβεντιάζουν μαζί μας, στην τραπεζαρία μπροστά σε ένα σερβίτσιο που κανείς τους δεν αγγίζει. Άλλοτε τους συναντάμε ξαφνικά σε έναν δρόμο που κάποτε περπατήσαμε μαζί, σε ένα νησί, σε μια ξερολιθιά, μια μάντρα, σε ένα φουρτουνιασμένο πέλαγο που καλπάζει σαν άλογο, σε ένα βαθύσκιωτο βουνό,  μέσα στα κυπαρίσσια και τα ασφοδίλια ή τέλος σε ένα άσπρο μαρμαράκι με φωτάκι λαμπερό άνω. Εκεί σίγουρα.

Τους λογοτέχνες ειδικά που μέρα νύχτα εφημερεύουν που κυκλοφορούν πάντα με ένα στίχο  έναν τίτλο, μια φράση,  μια σκέψη τους ακούμε, τους βλέπουμε, τους διαβάζουμε, τους μελετάμε. Πάντα μπροστά μας, στα βιβλία, στις εικόνες στα κινηματογραφικά αφιερώματα. Μιλούν, απαγγέλλουν, διερμηνεύουν το απροσδιόριστο [] το γέλιο τους αντηχεί ακόμα και η εικόνα τους ανεξίτηλη και αόρατη κινείται στον αέρα και επισκοπεί τα πάντα.» (από τον Πρόλογο του βιβλίου: σ.15-16)

Η Ανθούλα αναπέμπει στους φίλους της που έχουν διαβεί τον Αχέροντα, με τον οικείο στους αναγνώστες της τρόπο, μιαν ιδιότυπη επιμνημόσυνη δέηση  συνθεμένη με στίχους των ποιητών που εκείνη αγαπά. Χαρακτηριστικό της γραφής της είναι το συγκινητικό απόσπασμα:

[Μας άρεσε στις κουβέντες µας να μιλάμε µε στίχους του Ελύτη κυρίως, οπότε έφτασε και «το συνετό φθινόπωρο» και ο χειμώνας ο «ελάχιστος». Οχτώ µέρες µόνο πρόλαβε από τον νέο χειμώνα, Τόσο µόνο, «Θα ναι νύχτα και Αύγουστος έλεγε ο ποιητής µας που θα έμπαινε στη βάρκα για να πάει «σ’ ένα μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό» στην επικράτεια της Οξώπετρας. Τελικά, η Νέλη επιβιβάστηκε στη δική της βάρκα στις 8-1-14, αφού υπέφερε «τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού» (να και ο άλλος αγαπημένος µας ποιητής, ο Σεφέρης), αφού ψήθηκε στον πυρετό, χωρίς νησιά και θάλασσα, χωρίς να πάει στη Ριτσώνα, µε τα οστά της µόνο που συγκρατούσε μια λεπτή, λευκή, ρικνή επιδερμίδα, έφυγε µια γλυκιά, λαμπερή Αλκυονίδα μέρα του Γενάρη].(σ. 31)

Η Ανθούλα Δανιήλ έχει κατακτήσει, με την ειλικρίνεια και την αμεσότητα  της γραφής της, το δικαίωμα να διοχετεύει τη λυτρωτική αύρα της ποίησης στο κριτικό, στο δοκιμιακό και στο εν γένει συγγραφικό της έργο. Στο πρόσφατο βιβλίο της η πνοή του ποιητικού λόγου φυσάει ολοένα δροσίζοντας τις ψυχές που ανακαλούνται από την ανυπαρξία.

Συνολικά το βιβλίο της Ανθούλας Δανιήλ είναι μια διαμαρτυρία για τη μέγιστη αδικία του θανάτου. Η Ανθούλα έδωσε τη μάχη της μνήμης ενάντια στη λήθη με όχημα τον παρηγορητικό λόγο της ποίησης που έχει κερδίσει την αθανασία  και ταξιδεύει άφθαρτος στις λεωφόρους της αιωνιότητας. Το εγχείρημά της μας γεμίζει ενοχές και θέτει υποχρεώσεις. Είναι σαν να νεύουν και προς εμάς -τους αναγνώστες του βιβλίου- τα πρόσωπα που αγαπήσαμε και να αναρωτιούνται γεμάτα παράπονο, όπως ο Αντώνης Ζέρβας στη σελίδα 120, με μια αιωρούμενη  απορία, «γιατί μας έχετε ξεχάσει;»

Η Ανθούλα έχει στήσει για τον καθένα από τους αγαπημένους της νεκρούς ένα επιτύμβιο μνημείο διακοσμημένο με το φανταστικό ανάγλυφο της απεικόνισης του προσώπου που έχει πια φύγει από τη ζωή συνοδευμένο με ένα χαρακτηριστικό στοιχείο που τον σημάδεψε κατά την επίγεια ζωή του. Στο εξώφυλλο του βιβλίου η απεικόνιση του ωραίου μοτοσικλετιστή (του πιο όμορφου, του πιο νέου, του πιο γενναιόδωρου, του Χρήστου με τ’ αόρατα φτερά) που του ανοίγεται στο βάθος η λεωφόρος του ουρανού, προαναγγέλλει το εγχείρημα του βιβλίου : πρόκειται για μια πινακοθήκη με νεκρικά πορτραίτα παρόμοια με εκείνα  του Φαγιούμ,  που αναδύονται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου με μια ηδύπικρη θλίψη στο βλέμμα αλλά και με ένα χαμόγελο αντίστασης στα σκοτεινά ερέβη του θανάτου.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.