You are currently viewing Τασούλα Καραγεωργίου: Η Κλεοπάτρα και ο Καβάφης (29/4/1863- 29/4/1933)

Τασούλα Καραγεωργίου: Η Κλεοπάτρα και ο Καβάφης (29/4/1863- 29/4/1933)

Στον θόρυβο που έχει ξεσπάσει σε σχέση με την καταγωγή της Κλεοπάτρας μια έγκυρη απάντηση μπορεί να δώσει ο Καβάφης, ο οποίος ας μην ξεχνάμε ότι αυτοπροσδιορίζεται σε βιογραφικό του σημείωμα ως ιστορικός ποιητής, όταν κάνει το εξής αυτοαναφορικό σχόλιο: «Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός. Ποτέ μου δεν θα μπορούσα να γράψω μυθιστόρημα ή θέατρον· αλλ’ αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορίαν»[1].

Στην πραγματικότητα ο Καβάφης δημιουργεί με το ποιητικό του έργο ιστορία, συνδυάζοντας την ευσυνειδησία και τη συνέπεια ενός ερευνητή με την ευαισθησία ενός ποιητή, ο οποίος αναζητά  στις ιστορικές δέλτους εκείνες τις λάμπουσες μικρές ψηφίδες, που συνιστούν τα ψήγματα του τραγικού τα οποία τροφοδοτούν το ποιητικό του έργο. Ας μην ξεχνάμε ότι το τραγικό, εκφρασμένο κατά κανόνα ως συνάντηση με τον άδικο και πρόωρο θάνατο, συνοψίζει την ουσία του καβαφικού  έργου ως απεγνωσμένη απόπειρα  της ποίησης για αποκατάσταση της αδικίας που προκαλεί ο άωρος θάνατος.  Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί π.χ. η συνάντησή του με τον Καισαρίωνα και η αναφορά στο ομώνυμο ποίημα στις λιγοστές γραμμές που έχει καταγράψει η ιστορική πηγή σε σχέση με τη σκληρή  μοίρα αυτού του αθώου  παιδιού, που πάσχει επειδή είναι γόνος ενός βασιλικού οίκου που καταρρέει. Από την ιστορική ύλη επιλέγει ό,τι αφορά το ελληνιστικό βασίλειο της Αιγύπτου, εποχή που γνωρίζει και μελετά εις βάθος.  Αναζητώντας λοιπόν την απάντηση στο ερώτημα που θέτει ο τίτλος του παρόντος κειμένου, ας διαβάσουμε ξανά το πολύ αριστοτεχνικά δομημένο καβαφικό ποίημα με τίτλο «Αλεξανδρινοί βασιλείς» (1912):

ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ

 

Μαζεύθηκαν οι  Αλεξανδρινοί

να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,

τον Καισαρίωνα, και τα μικρά του αδέρφια,

Αλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη

φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,

εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,

μες στη λαμπρή παράταξι των στρατιωτών.

 

Ο  Αλέξανδρος — τον είπαν βασιλέα

της   Αρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.

Ο Πτολεμαίος — τον είπαν βασιλέα

της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.

Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,

ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,

στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,

η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,

δεμένα τα ποδήματά του μ’ άσπρες

κορδέλλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.

Αυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,

αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.

 

Οι  Αλεξανδρινοί ένοιωθαν βέβαια

που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.

 

Αλλά η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική,

ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,

το  Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα

θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,

των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,

ο Καισαρίων όλο χάρις κι εμορφιά

(της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)·

κ’ οι  Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,

κ’ ενθουσιάζονταν, κ’ επευφημούσαν

ελληνικά, κ’ αιγυπτιακά, και ποιοι εβραίικα,

γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα—

μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,

τι κούφια λόγια ήσανε αυτές η βασιλείες.

 

Στους «Αλεξανδρινούς βασιλείς», παρακολουθούμε την λεγόμενη τελετή των δωρεών που πραγματοποιείται στο Αλεξανδρινό Γυμνάσιο περίπου το 34 π.Χ., τρία  μόλις χρόνια πριν παραδοθεί το βασίλειο των Πτολεμαίων, το τελευταίο δηλαδή ελληνιστικό βασίλειο της Αιγύπτου, οριστικά και αμετάκλητα στην εξουσία των υπό τον Ρωμαίο στρατηγό Οκτάβιο λεγεώνων. Το γεγονός ως ύλη αντλείται από τον Βίο του Αντωνίου του Πλουτάρχου και ιστορικά τοποθετείται το 34 π.Χ. Πρόκειται για την απονομή γεωγραφικών περιοχών που συγκροτούσαν πάλαι ποτέ τα απομεινάρια του αχανούς κράτους το οποίο δημιούργησε ο Μέγας Αλέξανδρος. Περιοχές αυτού του τεράστιου κράτους  απονέμονται στα τρία παιδιά της Κλεοπάτρας:  στον Αλέξανδρο ο οποίος είναι 7 χρονών, στον Πτολεμαίο,  2 χρονών και βέβαια στον Καισαρίωνα το κεντρικό πρόσωπο του αφηγηματικού αυτού ποιήματος, που είναι τότε περίπου 14 χρονών.

Στα παιδιά αυτά θα δοθούν εκτάσεις,  οι οποίες πλέον δεν αντιπροσωπεύουν μια ουσιαστική εδαφική κυριαρχία αλλά είναι τίτλοι χωρίς αντίκρισμα. Ο ποιητής βλέπει λοιπόν στα  μικρά παιδιά  τα αθύρματα, τα άβουλα αντικείμενα, ενός ιστορικού δράματος που παίζεται ερήμην τους. Ο Αλέξανδρος και ο Πτολεμαίος (παιδιά που, όπως μαρτυρείται, προέκυψαν από τον έρωτα της Κλεοπάτρας με τον Αντώνιο) φέρουν τα βαριά ονόματα που  έχει κληροδοτήσει η μακεδονική δυναστεία και η επικράτηση των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου με την ίδρυση του ελληνιστικού κράτους της Αιγύπτου. Ο Καισαρίων —καρπός από την ερωτική ένωση της Κλεοπάτρας με τον Ιούλιο Καίσαρα— φέρει στο όνομά του (ο μικρός Καίσαρας) την υπόσχεση μιας μελλοντικής εξουσίας —μεγέθους βέβαια πολύ μικρότερου από την εμβέλεια  της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Και τα τρία  αυτά παιδιά μνημονεύονται ως  τέκνα της Κλεοπάτρας. Ο Καβάφης υπογραμμίζοντας τη μητρωνυμική καταγωγή τους   αισθάνεται συγχρόνως το ρίγος του ελληνιστικού κόσμου που καταρρέει. Και η Κλεοπάτρα εξάλλου φέρει στο όνομά της (=το κλέος του πατέρα ή της πατρίδας) τη μνήμη της μακεδονικής δυναστείας που ο γόνος της Μέγας Αλέξανδρος άλλαξε τη μορφή του κόσμου. Η Κλεοπάτρα αναφέρεται στο ποίημα δύο φορές —πάντα σε πτώση γενική— ως μητέρα των τριών  παιδιών: α. στην πρώτη ενότητα του ποιήματος: Μαζεύτηκαν οι Αλεξανδρινοί /να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά/ τον Καισαρίωνα και τα μικρά του αδέλφια/ που πρώτη φορά τα βγάζαν έξω στο γυμνάσιο/ εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς  μες στη λαμπρή παράταξη των στρατιωτών και β. μια δεύτερη φορά όταν το ποίημα εστιάζει πλέον το ενδιαφέρον του στον δεκατετράχρονο Καισαρίωνα επισημαίνοντας παράλληλα την καταγωγή του:

της Κλεοπάτρας υιός αίμα των Λαγιδών

ενώ είναι σαν να δίνει  με αυτή την πολύ σαφή δήλωση μια απάντηση στο σύγχρονο ερώτημα που πρόσφατα έχει προκύψει σε διεθνές μάλιστα  επίπεδο σχετικά με την καταγωγή της Κλεοπάτρας.

Τι υπομιμνήσκει λοιπόν ο Καβάφης με αυτή τη δήλωση; Ότι η Κλεοπάτρα έφερε το αίμα των Λαγιδών,  δηλαδή της δυναστείας η οποία ιδρύθηκε το 323 π.Χ.  από τον στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου τον Πτολεμαίο τον Λάγου, τον επικαλούμενο και Σωτήρα, και κυριάρχησε  επί τρεις αιώνες στο ελληνιστικό βασίλειο της Αιγύπτου,  μέχρι περίπου το 30 π.Χ.,  όταν καταλύεται  με τον θάνατο της Κλεοπάτρας, της τελευταίας, κατά τις ιστορικές πηγές, Ελληνίδας βασίλισσας.

Ο ποιητής βάζει στο επίκεντρο του ποιητικού ενδιαφέροντος τα τρία μικρά παιδιά που φορτώνονται με τίτλους και ονόματα κενά περιεχομένου, με ένα  ιστορικό βάρος  που δεν μπορούν να σηκώσουν στους αδύναμους ώμους  τους.  Και ενώ  στην τελετή των δωρεών παρίστανται καθισμένοι, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος,  σε θρόνους χρυσούς και ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα, μνεία καμιά του Αντωνίου δεν γίνεται[2]. Ο ποιητής θέλει να αντιληφθεί ο αναγνώστης του ότι αυτή η τελετή που θέλγει τόσο πολύ τους παραδομένους στις απολαύσεις κατοίκους της Αλεξάνδρειας, αφορά μόνο την Ελληνίδα βασίλισσα και τα παιδιά της, δηλαδή αφορά μια απέλπιδα προσπάθεια να διατηρηθεί έστω και στα χαρτιά μια υπόμνηση της ελληνιστικής κυριαρχίας στην Αίγυπτο και στον γύρω κόσμο. Και ας  αποδειχθεί εν τέλει  ότι η όλη απόπειρα ήταν απλώς ένα ωραίο θέαμα και πώς κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες, όπως με στίχο εμβληματικό καταλήγει το ποίημα, προαναγγέλλοντας την νικηφόρα και οριστική επέλαση των ρωμαϊκών λεγεώνων. Δεν πρόκειται βέβαια για παραποίηση της ιστορίας, σαν κι αυτή που με επιπολαιότητα σήμερα συχνά διαπράττεται στους μεταμοντέρνους καιρούς μας,   αλλά για ανάδειξη της τραγικής ουσίας που βρίσκεται στον πυρήνα του ιστορικού γεγονότος..

Στην Κλεοπάτρα ο Καβάφης κάνει μια ακόμα αναφορά —όχι επώνυμη  αλλά έμμεση[3]—  στο ποίημά του «Το τέλος του Αντωνίου», το οποίο ανήκει στα Κρυμμένα Ποιήματα,  (δηλαδή δεν έχει συμπεριληφθεί στα 154 ποιήματα που συγκροτούν το καβαφικό corpus). Εκεί  το τέλος του Αντωνίου επέρχεται, επειδή ο Ρωμαίος στρατηγός  γοητευμένος από  τα ακαταμάχητα  θέλγητρα της βασίλισσας αλλά και από την λαγνεία και της Ανατολής,  ταυτισμένος πλέον με τον θεό Διόνυσο, διαπράττει την ύβρη να εγκαταλείψει τα λιτά ρωμαϊκά ήθη. Στο ποίημα,  καθώς βρισκόμαστε στα τελευταία ψυχορραγήματα του ελληνιστικού βασιλείου, ο ποιητής αναπαριστά  μια φανταστική   σκηνή σύμφωνα με την οποία η Κλεοπάτρα θρηνεί τον Αντώνιο προκαταβολικά για το φρικτό του τέλος, βέβαιο μετά από την προαναγγελθείσα σύγκρουση του με τον Οκτάβιο: τον θρηνούσαν,/με ανατολίτικες χειρονομίες η κερά,/κι οι δούλες με τα ελληνικά τα βαρβαρίζοντα.

Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι στο σημερινό ερώτημα ο Καβάφης  δίνει μια έγκυρη απάντηση: η Κλεοπάτρα ήτανε γόνος της ελληνιστικής δυναστείας των Πτολεμαίων.  Με την οξυδέρκεια που την χαρακτήριζε αντιλήφθηκε ότι η εξουσία της μετεωριζόταν στο μεταίχμιο δύο κόσμων τους οποίους απεγνωσμένα προσπάθησε να  συγκεράσει: τη γοητεία της Ανατολής με τη δύναμη του αναδυόμενου δυτικού  ρωμαϊκού κόσμου.  Δέχτηκε μάλλον χωρίς αντιστάσεις τις επιδράσεις μιας φιλήδονης ζωής αφιερωμένης στον Διόνυσο,,  τον θεό των απολαύσεων που ταυτίστηκε με τον αιγυπτιακό Όσιρι, ενώ  παράλληλα  είχε απόλυτη συνείδηση της ελληνικής  καταγωγής της.  Ίσως  το ιστορικό της πέρασμα να κατέθεσε με τον τρόπο του μια ξεχωριστή ψηφίδα στη διαμόρφωση της ελληνικής ιδιοπροσωπίας. Εξάλλου θα μπορούσε  μαζί με τον Καβάφη να αναφωνήσει (ενώ ως υπόκρουση θα ακούγονται οι πολύγλωσσες επευφημίες του πολυπολιτισμικού κόσμου της Αλεξάνδρειας):

 

Ας την παραδεχθούμε την αλήθεια πια·

είμεθα Έλληνες κι εμείς — τί άλλο είμεθα; —

αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Ασίας,

αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις

που κάποτε ξενίζουν τον Ελληνισμό.

 

 

[1] Γ. Λεχωνίτης, Καβαφικά αυτοσχόλια, Αθήνα 1977.
[2] «Όταν [ο Αντώνιος] συγκέντρωσε τα πλήθη  στο Γυμνάσιο και τοποθέτησε πάνω σε βάση αργυρή δύο θρόνους χρυσούς —τον ένα για τον εαυτό του και τον άλλο για την Κλεοπάτρα και για τα παιδιά άλλους πιο χαμηλούς— πρώτα μεν αναγόρευσε την Κλεοπάτρα βασίλισσα της Αιγύπτου και της Κύπρου και της Λιβύης και της Κοίλης Συρίας, με συμβασιλεύοντα τον Καισαρίωνα, ο οποίος καθώς φαίνεται ήταν γόνος του Ιουλίου Καίσαρος, που είχε εγκαταλείψει την Κλεοπάτρα ενώ ακόμα κυοφορούσε εκείνη· έπειτα, αφού τους γιους που είχαν γεννηθεί από την ένωσή του με την Κλεοπάτρα αναγόρευσε βασιλείς των βασιλέων, στον μεν Αλέξανδρο απένειμε την Αρμενία, τη Μηδία και τη χώρα των Πάρθων, στον δε Πτολεμαίο τη Φοινίκη, τη Συρία και την Κιλικία.» Πλουτάρχου, Βίος Αντωνίου, 54.6 (μετάφραση Τ.Κ.).
[3] Ίχνος της παρουσίας της ανιχνεύεται σε ένα ακόμα καβαφικό ποίημα με τίτλο «Το 31 π. Χ. στην Αλεξάνδρεια», όταν ένας πραματευτής (ήρωας του ποιήματος) απορεί πώς στην πόλη αυτή όλοι διάγουν βίο τρυφηλό και αμέριμνο, ενώ επίκειται η ολοσχερής κατάλυση του κρατιδίου. Η υπαινικτική αναφορά γίνεται πάλι στην πονηριά της Κλεοπάτρας να αποκρύψει από τους κατοίκους της Αιγύπτου τη συντριβή του στρατού του Αντωνίου στον ελλαδικό χώρο που ήδη έχει συντελεστεί με την ναυμαχία στο Άκτιο.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.