«Την ξενιτιά, την ορφανιά, την πίκρα την αγάπη, τα τέσσερα τα ζύγισαν, βαρύτερα είναι τα ξένα». Αυτό το δημοτικό τραγούδι μας έρχεται στο μυαλό ,καθώς διαβάζουμε το βιβλίο της αναγνωρισμένης συγγραφέως Σίσσυς Βαλιούλη «Ο ΄Ηλιος στη Δύση αιμορραγεί». Νομίζεις πως βρίσκεσαι στο θέατρο, η σκηνή ανοίγει κι οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη. Κινηματογράφος και θέατρο συγχρόνως, οι δύο τέχνες ενώνονται για να μας παρουσιάσουν ένα άρτιο αποτέλεσμα. Την υπόθεση του ίδιου του έργου.
Το κλασσικό ιψενικό τρίγωνο, βαλμένο και παιγμένο στην Ελλάδα των μνημονίων, της αριστερής Κυβέρνησης, της χρεοκοπίας και της φτωχοποίησης. Μεταφερμένο στη συνέχεια στο Λονδίνο του Brexit, στο Βερολίνο των αντιφάσεων και του στίγματος του ναζισμού. Και πάλι επιστροφή στην Ελλάδα που όπου και να πάμε μας πληγώνει με τη θύμηση της, κατά τον Σεφέρη.
Τρία νεαρά παιδιά, ένα κορίτσι και δύο αγόρια μπερδεύονται στη δίνη του Brain Drain, χτυπιούνται, αναμετρώνται με τις αντοχές τους, τις συναισθηματικές τους ματαιώσεις, τις αποτυχίες και τις προσδοκίες τους σαν μετανάστες στην Ευρώπη. Φεύγουν από την Ελλάδα, γιατί σ’ αυτόν τον τόπο, όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί κατά τον Σαββόπουλο, κι αναζητούνε ένα καλύτερο μέλλον στο εξωτερικό.
«Είναι όμως η Δύση παράδεισος;» αναρωτιέται η μητέρα του ήρωα του βιβλίου, του Φώτη κι η συγγραφέας μας αφήνει να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματα.
Κι έπειτα ο έρωτας, ο πόθος μεταξύ δύο παιδιών, η σαρκική επιθυμία κι η ολοκλήρωση της μπορεί να διατηρηθεί μέσω ενός skype; Κυριαρχούν η όραση κι η ακοή, οι άλλες δύο διαγράφονται. Πόσο μπορεί αυτή η εφεύρεση να φέρει κοντά δύο νέα κορμιά, να τα κάνει να νιώσουν το ρίγος και την ανατριχίλα του σμιξίματος των δύο σωμάτων που πάλλονται από ηδονή και την προσμονή της ερωτικής μέθεξης; Μοιραία ο κάθε πειρασμός, με την μορφή μιας ελκυστικής γυναίκας ή ενός όμορφου άντρα, να εισβάλλει στις ζωές των ηρώων και να τις αποσταθεροποιήσει, να τις κλονίσει και πολλές φορές να τις συντρίψει.
Κι ο φακός του φωτογράφου Στέφανου φέρνει μπροστά στα μάτια μας, το ταξίδι των απελπισμένων προσφύγων. Οι ζωντανοί νεκροί που φτάνουν στην Ιταλία, που ξερνούν τα πλοία στην Λαμπεντούζα, όπως το 15 μισοπνιγμένοι, μισοπεθαμένοι βγαίνανε με τις βάρκες στις ακτές της Λέσβου και πνίγονταν στα νερά του Αιγαίου αποζητώντας μια καλύτερη τύχη από εκείνη που τους επεφύλασσε η αφιλόξενη πατρίδα τους…
Πλήθος ερωτημάτων ξεπηδούν από την ανάγνωση του βιβλίου. Κατά πόσο η απιστία στις σχέσεις ενός ζευγαριού μπορεί να επηρεάζει εσαεί και πάντοτε τη σχέση τους κι αν υπάρχει μια μικρή χαραμάδα επανένωσης, επιβάλλεται να ξαναπροσπαθήσουν και να εντείνουν την προσπάθεια τους για να ξανασμίξουν; Πόσο ηθικό, πόσο πρέπον είναι να κλέβεις την κοπέλα του φίλου σου και να μην νιώθεις την παραμικρή τύψη, την παραμικρή υποψία για παραβίαση των κοινωνικών κανόνων; Όλα αυτά τα θέματα με περισσή μαεστρία, ξεχωριστή δεινότητα και δεξιοτεχνία, με μια γλώσσα καλοδουλεμένη, με μεταφορές παρομοιώσεις και έντονες εικόνες τα χειρίζεται η συγγραφέας με αποτέλεσμα ένα άρτιο σύγχρονο μυθιστόρημα από τη Σίσσυ Βαλιούλη…
Βάλια Ζαπώνη
