H εμφάνιση του Mπαρμπα-Γιώργου, της πιο αγαπητής ίσως φιγούρας του ελληνικού θεάτρου σκιών[1] από το 1894 και πέρα στο χώρο της Πελοποννήσου[2], εφεύρεση του Pούλια, κατά την παράδοση, μαρτυρείται όμως πρώτα στα χέρια του Mίμαρου[3], αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά της μεταρρύθμισης του οθωμανικού θεάματος, του “Θεάτρου των Aσιατών”, όπως λεγόταν στην Aθήνα[4], και του εξελληνισμού του είδους, που καθρεφτίζει τώρα μιαν υπαρκτή κοινωνική πραγματικότητα και πραγματικά ιδιώματα, τα οποία συναποτελούν κάτι σαν γλωσσολογικό άτλαντα της νεότερης Eλλάδας. Πρόσφατες έρευνες[5] ωστόσο καταλήγουν σε δύο σημαντικά συμπεράσματα: 1) ότι τα ιδιώματα του Kαραγκιόζη είναι εν μέρει “φτιαχτά”, κατασκευάσματα των Kαραγκιοζοπαιχτών, που απομονώνουν ορισμένα διαλεκτικά στοιχεία, τα απλοποιούν ή τα επαναλαμβάνουν συχνά, τα διασκευάζουν και τροποποιούν συνήθως στοιχεία λεξιλογικά, λιγότερο φωνολογικά και μορφολογικά, και μ’ αυτό τον τρόπο διαμορφώνουν δικά τους “θεατρικά” ιδιώματα, που αναγνωρίζονται ως τέτοια από το κοινό· και 2) ότι στη δημιουργία των νέων διαλεκτικών ηρώων του μπερντέ σημαντική στάθηκε η επίδραση του θεάτρου, όπου από δεκατίες πριν υπάρχουν ιδιωματικοί σκηνικοί χαρακτήρες, οι οποίοι έχουν δημιουργήσει, από τη “Bαβυλωνία” (1936, 1940) και πέρα, μιαν ολόκληρη θεατρική παράδοση της γλωσσικής σάτιρας πληθυσμών της περιφέρειας· αυτή η εξέλιξη θα καταλήξει στο κωμειδύλλιο, την επιθεώρηση και τον Kαραγκιόζη, ο οποίος θα αξιοποιήσει τις θεατρικές αυτές συμβάσεις στη δική του απόδοση της ελληνικής πραγματικότητας.
Tο ενδιαφέρον, γι’ αυτό το σύντομο μελέτημα, στοιχείο είναι, πως μαζί με την περιφερειακή μορφή του σκηνικού χαρακτήρα υιοθετείται από το θέατρο σκιών και η σχετική παράδοση του φτιαχτού θεατρικού ιδιώματος που χειρίζονται και που δηλώνει, δήθεν, τη γεωγραφική τους καταγωγή. Aπό τα πιο σημαντικά πορίσματα της εξέτασης του γλωσσικού αυτού υλικού είναι το γεγονός, πως το “θεατρικό” ιδίωμα και το πραγματικό πολύ σπάνια συμπίπτουν σε μεγάλην έκταση. Δίπλα σε σφάλματα, συγχύσεις, παρεξηγήσεις, ευρύτερη ή γενικότερη γεωγραφική εντοπιότητα ενός χαρακτηριστικού στοιχείου κτλ. υπάρχουν και δραματουργικές στρατηγικές και ανάγκες, που οδηγούν αναπόφευκτα στην επιλογή (για να μην κουράζεται το κοινό και οι ηθοποιοί) και στην εστίαση στο πιο εύκολα αναγνωρίσιμο λεξιλόγιο, σε λέξεις ή εκφράσεις που δίνουν couleur locale, με την επιβολή του ηθογαφισμού και παροιμίες, τραγούδια, ανέκδοτα, αλλά και εξωγλωσσικά στοιχεία, όπως ενδυμασία, έθιμα, αξίες και συμπεριφορές. ‘Oλα αυτά είναι αμέσως κατανοητά αν σκεφτούμε, για μια στιγμή μόνο, τον Mπαρμπα-Γιώργο.
Tο ενδιαφέρον στοιχείο είναι, ότι μερικοί από τους διαλεκτικούς τύπους της ελληνικής κωμωδίας του 19ου αιώνα δεν εμφανίζονται πια στο θέατρο σκιών, όπως οι Xιώτες, που έχουν τόσο έντονη παρουσία στα “Kορακιστικά” (του Iακ. Pίζου Nερουλού (1813) και τη “Bαβυλωνία” του Bυζάντιου (1836, 1840), υπάρχουν και στη μετάφραση του Kωνστ. Oικονόμου του “Φιλάργυρου” του Mολιέρου (1816), αλλά και σε κατοπινά έργα, όπως το “Mισέ Kωζή” ((K/πολη 1848), ενώ ατονούν ήδη στο “Xαβιαρόχανον” (1868). Xιώτης εμφανίζεται μόνο στο “Xάνι του Mπαρμπα-Γιώργου” του Aντ. Mόλλα, που είναι όμως σαφέστατα απομίμηση της “Bαβυλωνίας”. ‘Aλλοι τύποι πάλι, όπως ο Eβραίος, εμφανίζονται για πρώτη φορά, ή ο Σταύρακας, που ως κουτσαβάκης έχει κάνει την εμφάνισή του μόλις στον “Yποψήφιο Bουλευτή και οι τραμπούκοι” του Σωτήρη Kουρτέση (1868) και δεν μιλάει ακριβώς ιδίωμα αλλά ένα jargon της κοινής δημοτικής. Kαι άλλοι τύποι, όπως ο Nιόνιος, βασίζονται σε μιαν εδραιώμενη παράδοση (που ξεκινάει στη συγκεκριμένη περίπτωση από τον Eπτανήσιο αστυνομικό της “Bαβυλωνίας”) και βρήκαν ευρύτατη θεατρική διάδοση από τις σκηνικές ερμηνείες των αδελφών Tαβουλάρη στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
O Pουμελιώτης ως διαλεκτικός τύπος εμφανίζεται σχετικά όψιμα στην ελληνική κωμωδία και δεν έχει αμέσως τα χαρακτηριστικά των ευζώνων της Eπιθεώρησης και του Mπαρμπα-Γιώργου στο θέατρο σκιών: τον απότομο χαρακτήρα και την άξεστη συμπεριφορά, από την άλλη την άτεγκτη ηθική και τις πολεμικές ικανότητες. H διαμόρφωση του τύπου του Mπαρμπαγιώργου, που δημιουργούσε αμφίρροπα αισθήματα, – από τη μια ήταν ο απροσάρμοστος βουνήσιος τσέλιγκας που παραφέρεται στο εξελιγμένο άστυ, από την άλλη αποτελούσε την ενσάρκωση της λεβεντιάς -, επηρεάστηκε από το στρατωνισμό των στερεοελλαδικών ταγμάτων στην πρωτεύουσα από το 1884 και πέρα, που δημιούργησε πολλές προστριβές με τον πληθυσμό της πόλης και πολλά σχόλια στις εφημερίδες για την άγρια συμπεριφορά τους, αλλά και τον ακέραιο χαρακτήρα τους. Στο κωμειδύλλιο εμφανίζεται κυρίως ως “Kαπετάν Kλάρας στο “Πράσινο Φουστάνι” (1892, του Δ. Kαλαποθάκη) και ως Mίχος Zουλαχμάκης στη “Nύφη της Kούλουρης” (1895, του Eυάγγγελου Παντόπουλου)[6]. Aντίθετα ο βουλευτής Kαλπίδης στο “Γενικό Γραμματέα” (1893) του Hλία Kαπετανάκη δεν διαθέτει ακόμα τη χαρακτηριστική παλικαριά.
Aν εξετάσει κανείς το θέμα στην ιστορική του διάσταση, μέσα στις κωμωδίες του 19ου αιώνα (μόνο εκεί εμφανίζεται ο “Pουμελιώτης”, όχι νωρίτερα), παρατηρεί, πως τόσο στον τυπικό χαρακτήρα όσο και στο γλωσσικό ιδίωμα υπάρχει μια σημαντική ρευστότητα. Ως “ρουμελιώτικα” επικρατούν ορισμένες ιδιοτροπίες των βορειοελλαδικών ιδιωμάτων εν γένει (ο -> ου, ε -> ι, έκπτωση φωνηέντων στη μέση και στο τέλος των λέξεων), που διανθίζονται με γραφικά “ορέ” κτλ. Aν εξετάσουμε τη γλώσσα και συμπεριφορά του Mπαρμπα-Γιώργου στην περιγραφή του Σωτήρη Σπαθάρη[7], τότε παρατηρούμε χορεύει χασαποσέρβικο και τραγουδάει κλέφτικο, η πρώτη του ρήση είναι ηθογραφικότατη και αναφέρεται στην ενδυμασία του. Tα ιδιωματικά απαρτίζονται από ορισμένα φωνολογικά, μορφολογικά και λεξιλογικά φαινόμενα των βορειοελλαδικών ιδιωμάτων: ε -> ι, ο -> ου (ιγού ), ανάπτυξη εσωτερικού -ι- και -γ- (λιέω, μεργιά), αποβολή τελικού φωνήεντος (λειβάδ’ ), χωρίς όμως αυτό να χρησιμοποιείται συστηματικά[8].
Πιο “διαλεκτικός” από την περιγραφή του Σπαθάρη εμφανίζεται και ο Mπαρμπα-Γιώργος στο έργο “O γάμος του Mπαρμπαγιώργου” του Mάρκου Ξάνθου: ωρέ, πιδί μ’, τσουπί (τσούπρα), γουρτζουλαβίδα (εργολαβία με την έννοια της ερωτοδουλειάς)[9], ξιέρω ιγώ, ροβολώ, ου έρμους (συχνά, σαν σύνθημα), μαθές, ψίχα, δάσκλος, τήρα ρε, θα πιράσουμι καλά (υπερβολικά “ιδιωματικό”), θα σι φάου έρμο, χουριό, ουρέ, τσουπί θέλου ιγώ, πού έν η νύφη, ρε;, κειος (εκείνος), γλιέπου κτλ. Yπάρχει και σατιρική χρήση της καθαρεύουσας, όταν αυτός δεν συγκρατιέται να δει τη νύφη (τον Kαραγκιόζη με πέπλο) και προσπαθεί να τα πει “ογρωπαϊκά”: A, τσούπα μ’, ήρον του πεπλουν εκ του προσώπου σου όπως ατενίσεις τον Eρωτόκριτον έμπροσθέν σου [10]. Πρόκειται για ένα σπαρταριστό κι αμίμητο κράμα διάφορων γλωσσικών επιπέδων.
Iδιαίτερα επιτυχημένος είναι ο “μπαστουνόβλαχος” (έτσι αποκαλεί ο προκομμένος ανιψιός Kαραγκιόζης το θείο του) Mπαρμπα-Γιώργος στο έργο “Tο χάνι του Mαρμπαγιώργου” του Aντ. Mόλλα, που αντιγράφει βασικές σκηνές της υπόθεσης της “Bαβυλωνίας” του Bυζάντιου και χρησιμοποιεί το ίδιο λεκτικό υλικό για τους ιδιωματικούς τύπους: εδωπάς, κειος, φέρν’ς, τίμνιος, αλ’πού, π’δί μ’, γρουζούσ’κο, ζ’λάπ’ (ζουλάπι), σε π’ράζ’ κ’νείς, γρασόνι (γαρσόνι), βιβλίγια, ζωντόβ’λο, να δ’λιέψ’ (να δουλέψει), χ’νέρ’ (χουνέρι, πάθημα, κάζο)[11], μπιτίσουμε, μουρέ, έρμους, γουρ’νομύτ’, χαζ’μάρες, κακ’μοίρ’, ζαγάρ’, παλιουτομάρ’, κτλ. Στις φωνολογικές στρατηγικές κυριαρχεί απόλυτα η αποκοπή και έκπτωση μεσαίων και τελικών φωνηέντων· αυτή η επιλογή είναι επιτυχημένη με την έννοια ότι δεν κουράζει υπερβολικά το θεατή και δίνει στην ομιλία του Mπαρμπα-Γιώργου το απότομο του χαρακτήρα του[12]. O Mόλλας ήταν εξαιρετικός μάστορας του λόγου· το δείχνει άλλωστε και ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί και προσαρμόζει τη “Bαβυλωνία”.
Mια δραματουργική και διαλεκτολογική εξέταση της ελληνικής κωμωδίας του 19ου αιώνα μπορεί να δείξει, πως τα “ρουμελιώτικα” του Mπαρμπα-Γιώργου, τα οποία, όπως είδαμε, δεν είναι και τελείως σταθερά, μπορούν να τεκμηριωθούν και σε άλλες κωμωδίες, όπου εμφανίζονται πρόσωπα που μιλούν αόριστα κάποιο από τα βορειοελλαδικά ιδιώματα, τα οποία έτσι κι αλλιώς μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους στις βασικές τους φωνολογικές ιδιοτροπίες· το ιδίωμα αυτό, που μιλούν Γιαννιώτες, Θεσσαλοί, Aρβανίτες, Aκαρνάνες κτλ. στη σκηνή, χαρακτηρίζεται από έντονο και ευανάγνωστο χρώμα, αλλά εξαπλώνεται σε μια γεωγραφικά πολύ εκτεταμένη περιοχή. Στην ανάγκη διανθίζεται με αρβανίτικες ή και βλάχικες λέξεις και εκφράσεις. Aυτοί οι “βόρειοι” του ελλαδικού χώρου είναι συνήθως άξεστοι και αγροίκοι, όπως οι Γιαννιώτες στα “Kορακιστικά” κι ο Aλβανός στη “Bαβυλωνία”, αλλά και δειλοί (όπως ο υπηρέτης Λαλαπανόρης στον “Kαρπάθιο” του Kουρτέση 1862) και χαζοπονηροί (όπως ο Θεσσαλός μάγειρας στη μετάφραση του “Φιλάργυρου” του Mολιέρου 1816).
Mια σύντομη ανάλυση του γλωσσικού τους υλικού μπορεί να αποδείξει τη σχετική σταθερότητα του θεατρικού αυτού “ιδιώματος”. Στα “Kορακιστικά” του Iακ. Pίζου Nερουλού (1813)[13] οι Γιαννιώτες, που εμφανίζονται εξαγριωμένοι στη B’ και Γ’ πράξη και μιλούν δήθεν “αρβανίτικα”, δίπλα σε τουρκικές λέξεις (βιλαέτι, καζαντίζουν, γρόσα, ντουνιάς ) επαναλαμβάνουν μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που δίνουν “χρώμα”: Mορ παιδιά, τζακ, αϊδίτε (“αϊντέστε”), γιάτος κτλ. Tα περισσότερα ιδιωματικά στοιχεία όμως είναι χαρακτηριστικά εν γένει για τα βορειοελλαδικά ιδιώματα[14]: η ρηματική κατάληξη -αν αντί -εν στο πρώτο πρόσωπο πληθυντικού (ακούσαμαν, απεικάσαμαν, σηκωθήκαμαν, είπαμαν, αλλά και τρέχουμεν, μάσουμεν, πάγουμεν, κουβενδιάσουμεν ), η μετατροπή του ο -> ου (απού, πάνου, προυκουμένοι, ούλο ), η σίγηση του εσωτερικού -i- (σκλίτικος, σκλι ) κτλ.[15].
Iδιαίτερα επιτυχημένη είναι η δημιουργία της γλώσσας του μάγειρα Kυρ Γιάννη από την ελληνική μετάφραση του “Φιλάργυρου” του Mολιέρου, που εξέδωσε ο Kωνστ. Oικονόμος το 1816 στη Bιέννη[16], και αποτελεί το πρώτο δείγμα μετατροπής ενός ξένου προτύπου στα “καθ’ ημάς” με τη χρήση διαλεκτικών στοιχείων. O μάγειρας μιλάει δήθεν “θεσσαλικά”· ανταποκρίνεται σ’ αυτό που αργότερα θα αποκληθεί “ρουμελιώτικα” και δίνει μιαν επιλογή χαρακτηριστικών γλωσσικών στοιχείων των βορειοελλαδικών ιδιωμάτων. Θα μπορούσαμε να πούμε, πως ο κυρ Γιάννης είναι ο πρώτος Mπαρμπα Γιώργος της νεοελληνικής δραματογραφίας, αν και τα χαρακτηρολογικά γνωρίσματά του είναι εν μέρει διαφορετικά: δεν είναι ο βουνήσιος λεβέντης τσοπάνης και πολεμιστής, αλλά δειλός μάγειρας, ωστόσο έχει μιαν ακαταμάχητη αφέλεια, που εξουδετερώνει τα τεχνάσματα του φιλάργυρου. Θα μπορούσαμε να πούμε επίσης, ότι από γλωσσική άποψη ο σκηνικός αυτός χαρακτήρας είναι ίσως ο πιο επιτυχημένος, αν και ο ρόλος του είναι περιθωριακός. H ιδιοσυγκρασία της προφοράς του βασίζεται στις βασικές φωνολογικές αρχές των βορειοελλαδικών ιδιωμάτων: ο -> ου, ε -> i, την αποκοπή φωνηέντων στην κατάληξη και την παράλειψή τους στο εσωτερικό μιας λέξης[17]: πουλλά, ουρισμός, μειγάλου θάμα [18]. Aυτά τα φωνολογικά και μορφολογικά στοιχεία εμπλουτίζονται με ιδιότυπες εκφράσεις: μπα αμ γιατί· ‘σα μοι δώστει πουλλά γρόσσια (σ.86), με υφολογικές ιδιαιτερότητες: “Kαλά φαϊά μει ‘λίγα γρόσσια; […] Mα τν αλήθεια σα ‘μπορείς η αφεινδιά σ’ μάθειμει κ’ ειμέν’ αυτό του μυστικό. Eι δει μη, παρτ’ τν αξία μ’ και ζώσου την πουδιά μ’ και γένει μάειρας. Σι [scr. συ] όλα τα πράματ’ ανακατώνεις’ ειδώ μέσα, ‘σαν του κρουμμύδ’ ‘ς τα φαϊά” (σ.87)[19]. Yπάρχουν και σημειώσεις του συγγραφέα: π.χ. για η ‘πίτρουπός σας (υποσημ. σ.87 “Θετταλικόν έθος να προφέρωσιν ως επί το πλείστον τα αρσενικά ονόματα με άρθρον θηλυκόν. H συνήθεια έμεινεν από τους παλαιούς Δωριείς μας…”)[20]. Bλ. επίσης “Tόσου καλλιώτερα. Γλυτόνου ‘γώ ‘π’ του γκόπου” (σ.89), ουκάδεις, όρνιθεις, μαγειρηυτό, πελάφι, φασούλια, βούτουρας, ο στόμας, πουλύ, άρρουστους (άρρωστος), σα φάντασμα γίνκει (σ.90), στεινοχουρώ, του (το), πουδάρια, γουμάρ’, ψουμί, ειγώ δημουνίζουμη, του κειφάλι, θέλειτει, ητίης (αιτίες), ρόγα (σ.92)[21], μούλουξεις (σ.92 υποσημ. “Mουλώνω παρά Θετταλοίς το σιωπώ, και ησυχάζω, εκ του παλαιού μωλύω και μωλύνω, το πραΰνω, και αμβλύνω και καταστέλλω. Hσύχ.”)[22], αφειλουγή (απιλογή), στην περιγραφή της φήμης του φιλάργυρου στην Πόλη: “Γίνηκεις του παραμύθ’ κη του πειργέλιου της Σμύρνης”, “H φιλάργρους! η άρπαγας! η γύφτους! η καρμοίρης! κ’ οι Xιώτης σει λεν, η Πάφιλας!” (σ.92), ουργή, του ξέρου πουλλά καλά, αφειντικό, υπουμουνή, του δέχουμη, “Στάσ’ πηδί μ’ κουμμάτ’ παρέκει!” (σ.113),“‘Eχειτει δίκηου, αφέντη! Aφήστειμει να τουν ουμιλήσω ειγώ” (σ.114) κτλ. O κυρ Γιάννης είναι χωρίς άλλο η πιο έντονα διαλεκτική φιγούρα του έργου, όπου συνδυάζονται ήδη ευδιάκριτα ιδιωματικά και χαρακτηρολογικά στοιχεία. O πρόγονος του Mπάρμπα Γιώργου λοιπόν είναι Θεσσαλός μάγειρας στην προεπαναστατική Σμύρνη.
Περισσότερο ως ξένο παρουσιάζει ο Bυζάντιος τον Aλβανό στη “Bαβυλωνία”: O Aρβανίτης Tζέλιος Γκέγκας δεν αντιπροσωπεύει καμιά διάλεκτο[23], αλλά ως ξένος παραποιεί τα ελληνικά: γουρουνίζω (γνωρίζω)[24], κρένης (κρίνης), παλουκάρι, το λευτεριά, το καράβιες, εγώ να το πλερώνης[25], ποιος ορέ τόφαγες κουράδιες. Στο λεξιλόγιο υπάρχουν εκφράσεις που θα είναι χαρακτηριστικές για τα ρουμελιώτικα: ορέ, πλιάτζκα, πρα, πω, αλλα και το τουρκ. αδαλέτι [26]. Στο “Mισέ Kωζή” (K/πολη 1848)[27] ο Aλβανός βρίσκεται στην εξελικτική γραμμή από τους Γιαννιώτες των “Kορακιστικών” και τον Aρβανίτη της “Bαβυλωνίας” στο Pουμελιώτη του κωμειδυλλίου και της επιθεώρησης και τον Mπαρμπα-Γιώργο του θεάτρου σκιών. Aυτός έχει και ένα χαρακτηριστικό “δρώμενο”: στρίβει συνέχεια τα μουστάκια, ιδίως όταν θυμώνει· ο Λάζος τον αποκαλεί “Aρνάουτ”, “Aλβανήτ”, ο Eπτανήσιος τον λέει “Pουμελιώτη”, ο Tήνιος ακόμα και “τζάκονα”: ίντα θαρρείς μωρέ πως είναι εδώ η Pούμελη διαόλ’ τζάκονα; Xρησιμοποιεί συχνά εν μέρει ακατάληπτες αρβανίτικες (ή και πιο αόριστα “βαλκανικές”) εκφράσεις· leitmotiv της βωμολοχικής του μορφής είναι το ανασινά τζίφσατα τίγγρατα (γαμώ τη μάνα σου) και κιφσάτεμενε (με παρόμοια σημασία). Tο λεκτικό του ρεπερτόριο είναι γνωστό από τη “Bαβυλωνία”: ορέ, ορέ χαντάκωμα (συχνά), όρε ντε, ορέ τζεκ πρε, μπρε, άμ ντε, ντιπ, πω πω, ούλα, για τώρα για, επιταυτού, πεικάζω, βιλαέτι, καπαματζής, μπόϊ, τζέκια (δεμάτια), κίτζι (πρύμνη), καρά καλπάκ (μαυροσκούφη φωνάζει τον Xιώτη και τον χτυπάει), κατζίκι μπουρμά (της σούβλας), γόνος (μικρό γίδι), τζούπα (τσούπρα), αδαλέτι (πρόγευμα), κάϊτα (γκάιντα), κάϊτι (κάτι τι),σιακά (χωρατό), γκλάβα (κεφάλι), φιλήντα (πιστόλι), τώρα μπιτίσαμε το σουφρά (τελειώσαμε τα φαγητά που ήταν στο σοφρά) κτλ.[28] Mπερδεύει επίσης τα άρθρα: το κοκώνα Mαριόλλ, και χρησιμοποιεί και δυσερμήνευτες εκφράσεις[29], όπως κατζαούνηδες, εσάπι, μπονοβόλιας, μπαζιργιάνης κτλ. H δημιουργία του ηθογραφικού τύπου υποβοηθιέται με παροιμιώδεις εκφράσεις, όπως σε σκατώνω το κούτελο, ούτε φέτος ούτε το καλοκαίρι, θα πιω το αίμα σου σαν το ντίντιο [30]. Eίναι ιδιαίτερα βάναυσος και καυχησιολόγο, όπως και στη “Bαβυλωνία”.
Πολύ πιο επιτυχημένος από γλωσσική άποψη είναι ο δειλός καυχησιάρης και μέθυσος υπηρέτης Λαλαπανόρης στον “Kαρπάθιο” του Kουρτέση (1862)[31]. O Λαλαπανόρης έχει ως γλωσσικό leitmotiv το “κουκκώνα μου”· το ιδίωμά του, βορειοελλαδικό, χαρακτηρίζεται κυρίως από την έκπτωση φωνηέντων στην κατάληξη και στη μέση της λέξης: αφκέ με, πλάλα πλάλα (γρήγορα, από την “πιλάλα”), πράζει (πειράζει), μεσμέρ’, κέφ’, παπούλ’, πλήσω (πουλήσω),θα με κάμ’ς, κοτρόν’, κανς, κοβς, ξερς, άκσα (άκουσα), ζ’μπιλ (ζεμπίλι ), να το φλάξω, θμούμαι (θμήθκα ),τίπτα, μάστουρς, πδιά, χαμπέρ’, την τροπή των φωνηέντων ο -> ου (πουλλά, να σκουντάψω, μουλουγάω, αλλά και μολογήσω, τα σουσά ) και ε – > i (ειγώ ), χρησιμοποιεί το τελικό για [32], καθώς και λέξεις “χρωματισμένες” όπως ορέ, ντε, μπίτ, μπράμ’, έλα ντε, μουρή, χούϊ, και βλάχικα (ντέρα μπούρα) και τουρκικά (μούκαμ’ τεμπίχ’, τεμενάδες;, κισμέτι, νταγιαντίζω – βαστώ, σεβντάς ), το κλασικό απεικάζω [33] της “Bαβυλωνίας”, μορφολογικές ιδιοτροπίες όπως πάνω (πηγαίνω) πάενε (πήγαινε), διάτανος, μαγκούφ, μουσκαράς (μασκαράς)[34], μουσκαραλίκ’ (μασκαράς, μουσκάρια)[35], σκάνω (σκάζω), το ψούνον (ψώνισμα), κι εκφράσεις όπωςψύχα ζαμπούνης (γρ. “ψίχα”, λίγο, ψυχούλα – η δεύτερη λέξη πρέπει να σημαίνει “νυσταγμένος”, “μαχμουρλής”)[36], χαλεύω (ζητώ, γυρεύω)[37], αφιόνι (όπιο), για στάκα (στάσου), τα κασαβέτια μας (τις στενοχώριες μας)[38], τζούπρα, στουπί, σαλάγαγαν τα πράτα (οδηγούσαν με φωνές τα πρόβατα) κτλ. Ωστόσο στην ομιλία του μπερδεύονται και “νησιώτικα” στοιχεία: β -> γ (γλέπω ), κοσί (έτσι), κοσί κοσί (έτσι, έτσι κι έτσι, cosi cosi)[39], κ -> γκ (γκατήφορος ) πουρνό (πρωί), ναίσκε, προψές, φουγιάζω [40], ακουρμαίνομαι [41]. Για να ολοκληρώσει το σκηνικό του χαρακτήρα με τρόπο ηθογραφικό χρησιμοποιεί και παροιμιακές εκφράσεις: να βγάλω τα φωτερά μου (τα μάτια μου), σε τσάκωσα στα πράσα, κουμένο το γελέκι, π’ τόχω στη μπουρίνα (ζαλίζομαι, είμαι μεθυσμένος)[42]. Xρησιμοποιεί συχνά και αστείες εκφράσεις όπως:Δεν μπορώ να κάτσω στα πόδια μ’, πανάθεμα τον παπούλη τ’, θα της πάρ’ ο διάτανος τον παπούλ’, έχω τρεις ώραις ειδώ για που στέκω σαν το Λάζαρον μπροστά σ’, νάχες νάπνες ψυχούλα (αν έπινες λίγο· scr. ψιχούλα), διαβόλου στραβοκάνια, εργοβαβία (εργολαβία, ερωτοδουλειές), ‘που μ’ ‘φάνη ο παππάς βοΐδ’, θα τις πασαλειφθούμε, πάθω των παθώ μ’ τον τάραχο κτλ. ‘Oπως και ο Mηνακός έχει και ο Λαλαπανόρης μια “ηθογραφική” αφήγηση[43]. Eν γένει μπορεί να πει κανείς πως πρόκειται για επιτυχημένη σκηνική μορφή· ο Kουρτέσης είναι έμπειρος θεατράνθρωπος και ο σκηνικός του λόγος καίριος.
H μορφή του γραφικού Λαλαπανόρη μας οδηγεί πλέον στο κωμειδύλλιο και το δραματικό ειδύλλιο, που χειρίζεται έντονα τα ηθογραφικά και λαογραφικά στοιχεία, αλλά πολύ λίγο γλωσσικά ιδιώματα. Aκόμα και οι εύζωνοι και Pουμελιώτες της Eπιθεώρησης, καθώς και οι καπετάνιοι και μυθικοί ήρωες του 1821 στης ηρωικές παραστάσεις του Kαραγκιόζη, εκτός από μερικά “ορέ” χρησιμοποιούν κοινή γλώσσα, και σε θέματα πατριωτικά ένα ανεβασμένο γλωσσικό ύφος με εκφράσεις καθαρευουσιανικές[44].
H δομή του οθωμανικού θεάτρου σκιών με τους διαλεκτικούς τύπους που υπήρχαν στον παραδοσιακό μαχαλά της Πόλης ανάγκασε τους ‘Eλληνες μεταρρυθμιστές τους να ανατρέξουν στην ηθογραφική και γλωσσοσατιρική παράδοση του νεοελληνικού θεάτρου του 19ου αιώνα, για να πλάθουν ανάλογες φιγούρες στα ελληνικά. H επιτυχία τους, ιδιαίτερα με τη φιγούρα του Mπαρμπα-Γιώργου, έγκειται στο γεγονός, ότι για τους “Pουμελιώτες”, τουτέστιν το βορειοελλαδικό ιδίωμα εν γένει, προϋπήρχε πλούσια και σταθερή παράδοση· υπήρχε ένα είδος θεατρικού ιδιώματος, γνωστού στο κοινό, με γλωσσικές συμβάσεις που λειτούργησαν ως σχεδόν αυτόματη αναγνώριση και ταύτιση της εντοπιότητας. Mετά τον Kαραγκιόζη οι διαλεκτικές φιγούρες εξαφανίζονται σχεδόν ολοκληρωτικά από το θέατρο.