Μία από τις πολυαναφερόμενες τοποθετήσεις του εμβληματικού Γάλλου εθνολόγου και θεωρητικού του πολιτισμού Claude Lévi-Strauss είναι και η απόφανσή του, πως ο δυτικός πολιτισμός σήμερα στερείται αυθεντικότητας. Άλλοι μιλούν για υποκρισία· δηλ. απόσταση ανάμεσα στο Φαίνεσθαι και το Είναι. Σε αυτή την κριτική διαπίστωση οδηγήθηκε κατά τη διάρκεια των συγκριτικών μελετών του στους πολιτισμούς του λεγόμενου τρίτου κόσμου. Αυτό θα μπορούσε να το συσχετίσει κανείς με την κριτική αντιμετώπιση του μονοδιάστατου ανθρώπου στα βιβλία του Herbert Marcuse, που μαζί με τη Διαλεκτική του Διαφωτισμού της Σχολής της Φρανκφούρτης κυριάρχησαν κατά τις δεκαετίες του «οικονομικού θαύματος» μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στις κριτικές αναλύσεις της καπιταλιστικής και καταναλωτικής κοινωνίας του Δυτικού Κόσμου και ήταν τα αγαπητά αναγνώσματα της εποχής των sixties και seventies στα πανεπιστήμια και την σκεπτόμενη νεολαία.
Αυτή η διαπίστωση της έλλειψης αυθεντικότητας, για την οποία θα καταθέσω εδώ μερικές σκέψεις, δεν είναι καινούρια και υπήρχε και στην εποχή του Μεσοπολέμου και νωρίτερα, αυτή τη φορά από την πιο «συντηρητική» (με την τρέχουσα σημασία του σημερινού όρου) πλευρά, με τον συμβολισμό, το πριμιτιβισμό, τη λατρεία του αρχέγονου, την απελευθέρωση του σώματος από την αστική σεμνοτυφία, τις πεζοπορίες, τον γυμνισμό, τα σπορ, τη ζωή κοντά στη φύση, με τη χειροτεχνία, και στην τέχνη με τους διάφορους και αντιφατικούς αισθητικούς –ισμούς, που υποστήριζαν την υπερβατική διάσταση του ανθρώπινου όντος, το μυστήριο της ύπαρξης, τη μυσταγωγία του ωραίου και του φρικτού κτλ., ποιητές, δραματουργοί αλλά και θεωρητικοί της γλώσσας (αυθεντική γλώσσα είναι μόνο η προφορική σε τοπικό ιδίωμα), λαογράφοι και εθνολόγοι που συνέλεγαν και μελετούσαν τις μορφές και εκφάνσεις του λαϊκού πολιτισμού.
Το αντίπαλο δέος ήταν η μαζική παραγωγή της βιομηχανίας σε απάνθρωπες και ανώνυμες πόλεις, με προϊόντα πανομοιότυπα χωρίς το στίγμα του προσωπικού της μαστοριάς, άψυχα αντικείμενα για πώληση και μαζική κατανάλωση χωρίς καμία σφραγίδα προσωπικής δημιουργίας. Αυτή η ελκυστική αύρα του home-made και hand-made, του τοπικού προϊόντος και της σπιτικής κουζίνας επιβιώνει ακόμα και σήμερα στον τουρισμό και τη γαστρονομία ως νοσταλγία για μιαν άλλη εποχή, όπως άλλωστε και τα συχνά πρόχειρα λαογραφικά μουσεία σε κάθε χωριό. Και ο κρυφός εχθρός που έδιωξε τους ανθρώπους από τον φαντασιακό αυτό παράδεισο (της φτώχειας κι ανέχειας, της σκληρότητας της επιβίωσης και της κοινωνικής περιθωριοποίησης) ήταν η τεχνολογία στην πιο άγρια φάση το πρωτοκαπιταλισμού, κι ακόμα πιο έντονο στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, με το «οικονομικό θαύμα» της ανασυγκρότησης των οικονομιών μετά τη λαίλαπα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, την ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση κι ομογενοποίηση των δυτικών κοινωνιών ως οικουμενικού καταναλωτικού παράγοντα, τη δημιουργία των ανεξέλεγκτων αγορών και την αστραπιαία μετακίνηση τεράστιων κεφαλαίων στα χρηματιστήρια, ένας αφηρημένος κόσμος αριθμών που δεν στηρίζεται πια σε κάτι πραγματικά πραγματικό.
Ήδη η εξάπλωση της χρηματικής οικονομίας των χαρτονομισμάτων (με συμβολική μόνο αξία) απομακρύνεται από το κάποτε αυτονόητο ιδανικό της αξιακής αντιστοιχίας του αυθεντικού, της αυθεντικότητας που στηρίζεται σε πράγματα, συμπεριφορές, αισθήματα και άυλες αξίες. Τα αφηρημένα μαθηματικά των αριθμών ισοπεδώνουν και την ίδια την αξία του χρήματος: άλλη αξία έχει το κομπόδεμα που έφτιαξες και κέρδισες με τον ιδρώτα σου, κι άλλη τα επιτόκια από τις μετοχές και τα ομόλογα στην τράπεζα. Τα αλλεπάλληλα άλματα της τεχνολογίας (τηλέφωνο, κινητό, διαδίκτυο, τεχνητή νοημοσύνη) μειώνουν ολοένα περισσότερο το βίωμα του αυθεντικού, το οποίο συσχετίζεται με συγκεκριμένες και συχνά τοπικές παραδόσεις και το ανθρώπινο σώμα ως φορέα του προσωπικού ένσαρκου, ψυχικού και πνευματικού βίου. Στη μνήμη του σώματος είναι εγγεγραμμένη η ιστορία του είδους· αισθανόμαστε ανακούφιση και ευδαιμονία στο περιβάλλον της φύσης, γιατί αυτό ξέρει κα αναγνωρίζει η μνήμη του σώματος.
Η αίσθηση της αυθεντικότητας είναι εμπειρική και σχεδόν «σωματική», δεν χρειάζεται κάποια τεκμηρίωση ή απόδειξη. Είναι βίωμα. Με την σταδιακή και τελευταία και ραγδαία απομάκρυνση του ανθρώπου από το σώμα και τις εμπειρίες του, από την ψυχική γαλήνη και την ευδαιμονία της αρμονικής συνύπαρξης του αρχαίου σαρκίου με το βάθος και τον πλούτο του ψυχικού βίου και τις δημιουργικές δυνατότητες του εγκεφάλου, η δυσφορία και το συνεχές στρες της αδιάλειπτης παραμονής σε αυτό τον πολιτισμό δημιουργεί εκείνο το ευρέως διαδομένο αίσθημα ανικανοποίησης, φυλάκισης και στέρησης που βιώνουν οι πληθυσμοί του λεγόμενου προηγμένου κόσμου, κυνηγώντας μια αφηρημένη φαντασίωση με μαθηματικό εκτόπισμα ως αξία ζωής, η οποία όμως αποκαλύπτεται μετά την απόκτηση της πέμπτης πισίνας ως ένα κενό και ως ένα αδιέξοδο. Η ευτυχία και γαλήνη δεν είναι αφηρημένη, αλλά συγκεκριμένη, προσωπική ή συλλογική, σωματική ή υπερβατική σε κοινές ιδέες, αξίες και κανόνες συμβίωσης. Τα ψυχοσωματικά αποτυπώματα αυτής της στέρησης είναι έκδηλα σε μεγάλη έκταση (νευρώσεις, ψυχώσεις, συνεχές στρές, κτλ.). Χωρίς διακοπές και εξοχή δεν αντέχουμε.
Το βίωμα της αυθεντικότητας είναι ψυχοσωματικό και πνευματικό ταυτόχρονα και σχετίζεται με τη μνήμη, τη σωματική και την ιστορική. Η έννοια της παράδοσης και η νοσταλγική εκτίμηση της αξίας της εμφανίζεται τότε, όταν εκείνη δεν είναι πια αυτονόητη και φθείρεται μέσα σε αλλαγές και εξελίξεις (για περισσότερα βλ. Β. Πούχνερ, «Πρόοδος και παράδοση. Οι διαλεκτικές συνιστώσες ενός πολιτισμού», Δοκίμια για τη λαογραφική θεωρία και τη φιλοσοφία του πολιτισμού, Αθήνα, Ηρόδοτος 2014, 87-126). Αντίστοιχα η έννοια της αυθεντικότητας εμφανίζεται τότε, όταν δεν κυριαρχεί πια στην κοινωνική πραγματικότητα, αλλά φθίνει, περιορίζεται, κινδυνεύει. Τότε δημιουργείται εκείνη η χαρακτηριστική νοσταλγία την οποία περιγράψαμε παραπάνω και από την οποία ζει ένα μεγάλο μέρος του τουρισμού, εσωτερικού και εξωτερικού: η υποσχόμενη και ταυτόχρονα υποτιθέμενη συναναστροφή με το real thing, όχι υποκατάστατα, οργανωμένα φολκλορικά δρώμενα και βιομηχανικά σουβενίρ· η «σκηνοθετημένη αυθεντικότητα» του τουρισμού ως καταναλωτικό προϊόν (βλ. Β. Πούχνερ, «Ο λαϊκός πολιτισμός ως σκηνοθεσία. Φολκλορισμός, τουρισμός και αστική νοσταλγία», Θεωρητική λαογραφία, Αθήνα, Αρμός 2009, 525-544).
Όλοι οι οργανισμοί αντιλαμβάνονται και εκλαμβάνουν το πραγματικό διά των αισθήσεων. Πραγματικό είναι αυτό που μας διαβεβαιώνουν οι αισθήσεις μας πως είναι πραγματικό, και προσαρμόζουμε τη ζωή μας στα δεδομένα του περιβάλλοντος, της κοινωνίας, του πλανήτη. Η απομάκρυνση από τον αρχικανόνα της ζωής άρχισε με τις τέχνες και τελειώνει με την τεχνολογία: ως παράλληλες πραγματικότητες οι τέχνες ξεκίνησαν από τον άνθρωπο και παραμένουν ακόμα στη σφαίρα της δικαιοδοσίας του, χωρίς όμως εν γένει πρακτική εφαρμογή· αντίθετα η τεχνολογία, κι αυτή στην υπηρεσία του ανθρώπου, όμως με άμεση πρακτική εφαρμογή, εμφανίζει μια τάση για αυτονόμηση και εν τέλει υποδούλωση του ανθρώπου, ήδη στην πρώτη βιομηχανική επανάσταση (π. χ. με τους εργάτες στη βιομηχανία να κάνουν όλη μέρα ακριβώς την ίδια κίνηση), γιατί υπήρχε ως έσχατος σκοπός το κέρδος.
Αυτή η διαλεκτική: βοήθημα από τη μια / υποδούλωση από την άλλη (ο άνθρωπος ως ατελές μηχάνημα), έχει διατηρηθεί ακόμα και στην τεχνητή νοημοσύνη, όπου οι θετικές πλευρές της διευκόλυνσης και οι αρνητικές επιπτώσεις της κατάχρησης (και υπερβολικής χρήσης κι εντέλει εξάρτησης) είναι ανοιχτές, όσο εξελίσσεται το φαινόμενο. Η εφαρμογή των δυνατοτήτων της π. χ. σε τομείς, που είναι κατεξοχήν ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως οι τέχνες, η χρήση/κατάχρησή της θα δημιουργήσει μεγάλη σύγχυση (αυτή έχει κιόλας αρχίσει), όπως έκανε ήδη η χρήση/κατάχρηση του κινητού, που έχει διαλύσει τους συμβολικούς χώρους γύρω από το σώμα του ανθρώπου (privacy), τον χωρικό του προσανατολισμό, την ψυχική γαλήνη και νοητική συγκέντρωση λόγω του στρες της διαρκούς διαθεσιμότητας όπου και όποτε κτλ. (βλ. Β. Πούχνερ, «Από τη βίγλα στο κινητό: λαϊκές συμπεριφορές και τεχνητοί τρόποι επικοινωνίας», Δοκίμια, ό. π., 267-294). Το πραγματικό των αισθήσεων και το τεχνητό πραγματικό του cyber space και της ΤΝ ως μιας τεχνητής σύνθεσης σχεδόν άπειρων υπαρκτών στοιχείων αλλοιώνει την έννοια και το βίωμα του πραγματικού και την ανακατώνει αξεδιάλυτα, γιατί με την πρόοδο της τεχνητής νοημοσύνης η διάκριση ανάμεσα σε ανθρώπινο δημιούργημα και τεχνητή σύνθεση θα γίνει όλο πιο δύσκολη, και ο δημιουργός, εξαρτημένος από το δεκανίκι της τεχνολογίας, θα χάσει οριστικά τη χαρά να δημιουργήσει κάτι εντελώς (εν τάξει, όχι ακριβώς εντελώς) δικό του. Στον κόσμο των μιμήσεων και fake θα μπει η τέλεια μίμηση, ένα συνονθύλευμα, ένα potpourri αμέτρητων στοιχείων, που καταργεί κάθε λεπτεπίλεπτη αισθητική εκτίμηση μπροστά σε μια νοερή σούπα, που δεν έχει πια μάγειρα. Ευτυχώς, προς το παρόν το σύστημα κάνει ακόμα λάθη και ο λαθραίος τρόπος δημιουργίας αναγνωρίζεται μερικές φορές αμέσως.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στις τέχνες και την αισθητική, στην κριτική και στην καλλιτεχνική δημιουργία θα κάνει μεγάλη ζημιά, όπως και γενικότερα στη συνολική αντίληψη του κόσμου εκ μέρους μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Δεν μιλάω καν για τα ηθικά και νομικά προβλήματα που ήδη δημιουργεί και συζητούνται, και οι κίνδυνοι είναι φανεροί για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο. Το σώμα μας (με την ψυχή, το νου, τα αισθήματα, τις ιδέες, τα όνειρα, τις φαντασιώσεις, τις επιθυμίες, τις ικανοποιήσεις και αμφιβολίες κτλ.), το ανεπανάληπτο θαύμα της φύσης, θα μείνει στη μοναχικότητά του μέσα σε έναν κόσμο, με τον οποίο δεν το συνδέονται πλέον πολλά. Το επάγγελμα του μέλλοντος δεν είναι η πληροφορική αλλά η ψυχολογία.
Η ποιότητα του αυθεντικού είναι μοναδική. Ξεχωρίζει από το fake και το απλό brand name· έχει μέσα το στίγμα της εγγύησης του χρόνου, την ηρεμία και τη σταθερότητα του δοκιμασμένου, εκπέμπει τη βεβαιότητα του συμβολικού με τις σημασίες που αποθηκεύτηκαν με την πολύχρονη χρήση και αναγνώριση, έχει και την ειλικρίνεια του απόλυτου αυτοπροσδιορισμού, του οποίου ο σεβασμός επιβάλλεται αυτόματα και χωρίς διαφήμιση και ρεκλάμα. Ο αυθεντικός άνθρωπος φαίνεται ακόμα και στην όψη, τον νιώθεις στην αύρα που εκπέμπει, κι όταν ανοίγει το στόμα του, σε κάποια ντοπιολαλιά ή ιδιόλεκτο θα πει κάτι που δεν είναι σαχλαμάρα, αυτοέπαινος ή άκαιρη κουβέντα: ο λόγος του έχει κύρος.
Η ποιότητα του αυθεντικού είναι αυτό που μας λείπει πολύ: η απλή αλήθεια, το γνήσιο, και το πραγματικά ωραίο· δίχως φκιασίδια, χωρίς υπερβολές. Έχει εξαφανιστεί από τα ΜΜΕ, τα social media, από τα φληναφήματα του κινητού, έχει εκμηδενιστεί στα ψεύδη της ρεκλάμας, τις στρατηγικές πώλησης και τα πλοκάμια της αειφόρας κερδολαγνείας. Η υπερβατική μεταφυσική του χρηματικού και του χρηματισμού δεν το επιτρέπει. Γιατί το αυθεντικό είναι αντιοικονομικό, διαφυγόντα κέρδη, αντιπαραγωγικό, άχρηστο, εκτός αν μπορεί να πωληθεί στις σκηνοθεσίες του τουρισμού ή στους συλλέκτες νοσταλγούς κάποιου παρελθόντος. Μπροστά στις φωτεινές ρεκλάμες, το fashion και το style, τις καλλωπιστικές επεμβάσεις, τα brand names, τα fake news, τις σκόπιμες υπερβολές και παραμορφώσεις της πραγματικότητας, το mixer της τεχνητής νοημοσύνης με τον χυλό τού λίγο απ’ όλα, η αυθεντικότητα είναι μια έννοια χωρίς εφαρμογή, ένα μνημείο άλλων εποχών και η ποιότητά της ένα παράξενο υπόλειμμα συμπεριφοράς σαν ιστορικό κειμήλιο.
Η ποιότητα της αυθεντικότητας είναι το άφταστο ιδανικό της αντικειμενικότητας στη νιοστή.