You are currently viewing Έφη Φρυδά. The Shining, Στάνλεϋ Κιούμπρικ. Μια προσεκτική ματιά μετά από 40 χρόνια…

Έφη Φρυδά. The Shining, Στάνλεϋ Κιούμπρικ. Μια προσεκτική ματιά μετά από 40 χρόνια…

Παράξενα δουλεύει το μυαλό του ανθρώπου. Αυτή την εποχή των εγκλεισμών, των απομονωτισμών και των αναπόφευκτων απολογισμών είπα να δω για πολλοστή φορά, αλλά απρόσκοπτα τώρα, χωρίς διακοπές και περισπασμούς, όπως συνήθως κάνουμε με τις παλιές οικείες ταινίες που τις έχουμε κατατάξει ως προς το είδος, και τις ξέρουμε σχεδόν απ’ έξω και ανακατωτά. Ήθελα μάλλον να πειραματιστώ με την παραξενιά του δικού μου του μυαλού αυτούς τους ανεπανάληπτους καιρούς σε συνάρτηση με μια από τις πιο αλλόκοτες και αινιγματικές ιστορίες του σινεμά.

Μα είναι ξεκάθαρo, θα μου πεις, πρόκειται για μια ιστορία τρόμου. Αρκεί να δεις το φρύδι του Τζακ Νίκολσον, να τον δεις από την αρχική ακόμα σκηνή της συνέντευξης, όταν μαθαίνει ότι στο ξενοδοχείο έχει γίνει μακελειό από τον προκάτοχό του. Ποια είναι η δική του αντίδραση; «Α μην ανησυχείτε για μένα, εγώ αυτό ακριβώς θέλω, απομόνωση δηλαδή, γιατί είμαι συγγραφέας. Όσο για τη γυναίκα μου, αυτή θα καταγοητευθεί, λατρεύει τις ιστορίες φαντασμάτων». Ποιος μιλάει έτσι όταν του πουν ότι το πόστο για το οποίο ενδιαφέρεται έχει αυτή την μακάβρια κληρονομιά; Και άραγε το είπε ποτέ στη γυναίκα του; Αργότερα, όταν η οικογένεια παίρνει το δρόμο μέσα από στο πυκνό δάσος, τι συζητάνε οι τρεις τους; Μα για κανιβαλισμό βέβαια – για τι άλλο θα μπορούσε να συζητά μια οικογένεια; Λίγο αργότερα ο μικρός ενορατικός και χαριτωμένος Ντάνι κουνάει το δαχτυλάκι του μιλώντας με σπούκι φωνή δια μέσου του φανταστικού του φίλου Τόνι που «ζει μέσα στο στόμα του», όπως λέει ο ίδιος στον μαύρο αρχιμάγειρα. Ο μικρός αυτός λοιπόν κάνει βόλτες με το ποδηλατάκι στους δαιδαλώδεις διαδρόμους με το τελείως -70ς χαλί, και νάσου βγαίνουν τα φαντάσματα – πού τα βρήκε ο Κιούμπρικ αυτά τα ανατριχιαστικά κοριτσάκια, που μόνο κοριτσάκια δεν μοιάζουν; Καταρράκτες αίματα μέσα απ’ το κλειστό ασανσέρ, Παναγιά μου φύλα! Νά και η Ουέντι. Μα τι αταίριαστο ζευγάρι, του Τζακ το μάτι γυαλίζει όλο και περισσότερο, αυτηνής της καημένης είναι αγελαδίσιο, τον ατενίζει με απορημένη λατρεία, θα πρέπει να τον ερωτεύτηκε τρελά. Ή ίσως κάτι άλλο. Το ψάχνω.

Είναι που κλεισμένη βδομάδες στο σπίτι, ψήνομαι να καταλάβω τι γίνεται τελικά σ’ αυτή την ταινία γύρω από τον τρόμο της απομόνωσης, κι αυτό είναι κάτι που σηκώνει πολλές ερμηνείες, θεωρίες και απόψεις. Τι θέλει άραγε να τονίσει ο σκηνοθέτης, πέρα από την αδιαμφισβήτητη φρίκη; Είναι άραγε μια ιστορία με φαντάσματα, είναι το ξενοδοχείο στοιχειωμένο; Το μόνο σίγουρο είναι ότι πρόκειται για μια ταινία για την τρέλα. Όλα τα άλλα στοιχεία που χρησιμοποιεί ο Κιούμπρικ είναι εργαλεία που υπηρετούν το σκοπό του: να μας μιλήσει για τη νοσηρή περιπέτεια του μυαλού που εκτροχιάζεται. Του Τζακ, της γυναίκας του και του Ντάνι, του μικρού τους γιου.

Προσπαθώ να καταλάβω ποιος είναι ο αξιόπιστος αφηγητής εδώ. Σαν να λέμε, ποιος είναι ο λιγότερο τρελός σ’ αυτή την ιστορία, τι να πιστέψω; Διάβασα ότι ο Στίβεν Κινγκ – στο βιβλίο του οποίου βασίστηκε η ταινία – δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα. Μάλιστα το 2013 έγραψε το sequel του Shining, το Doctor Sleep, το οποίο γυρίστηκε και σε ταινία (2019), όπου επιχειρεί να γεφυρώσει τις διαφορές με το αρχικό βιβλίο. Μία από τις βασικές αντιρρήσεις του συγγραφέα ήταν η επιλογή της Σέλεϋ Ντυβάλ για τον δευτεραγωνιστικό ρόλο. Ο Κινγκ ήθελε την Τζέσικα Λανγκ, ο Κιούμπρικ όμως ήταν κατηγορηματικός. Επέλεξε την Ντυβάλ, μια ηθοποιό που μπορεί να πει κανείς ότι βρίσκεται στον αντίποδα της εικόνας και της ενέργειας που εκπέμπει η όμορφη ξανθιά Λανγκ – και αυτό βέβαια όχι μόνο λόγω εμφάνισης. Από την αρχή του έργου, πριν ακόμα ξεκινήσει ο εφιάλτης, η Ντυβάλ, δίνει μια αίσθηση ευάλωτης, ψυχικά και διανοητικά, γυναίκας. Γιατί τόση διάσταση, αναρωτιέμαι, ανάμεσα στις δυο προτάσεις; Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας κάτι τελείως διαφορετικό είχε κατά νου, έβλεπε μια δυναμική γυναίκα-σωτήρα που παίρνει την κατάσταση στα χέρια της και εξουδετερώνει το Κακό. Ο σκηνοθέτης από την άλλη, θέλει την Ουέντι ταλαιπωρημένη, υποτακτική από την αρχή. Και το στοιχείο αυτό δεν περιορίζεται βέβαια μόνο στον δικό της ρόλο, στο ρόλο της μητέρας της οικογένειας Τόρενς, αλλά στην ουσία του έργου. Ακριβώς σε αυτό το σημείο ήθελα να φθάσω.

Γιατί το αίνιγμα βαθαίνει με την εικόνα με την οποία η ταινία κλείνει και πέφτουν οι τίτλοι. Ο Τζακ Νίκολσον, λαμπερός μέσα στο φράκο του μπροστά στο φακό, σε μια δεξίωση ανάμεσα σε κυρίες και κυρίους της καλής κοινωνίας. Με τη λεζάντα να γράφει: 4 Ιουλίου 1921. Τυχαίο δεν είναι που ο Κιούμπρικ σημειώνει την εθνική επέτειο των Αμερικάνων. Το θέμα της αμερικάνικης αποικιοκρατίας και των εγκλημάτων της – το ξενοδοχείο έχει κτιστεί πάνω σε ένα ινδιάνικο νεκροταφείο – υφέρπει σε όλη την ταινία. Βλέπε το αίμα του ξεχύνεται ορμητικά από τα ασανσέρ. Ο Κιούμπρικ χρησιμοποιεί το ιστορικό, κοινωνικό υπόβαθρο σαν σχόλιο για την αμερικάνικη κοινωνία και την παθογένειά της. Βλέπε τα πλούσια κελάρια και τις αχανείς κουζίνες όπου ο Ντικ Χάλοραν, ο αρχιμάγειρας, ξεναγεί την Ουέντι μόλις το ζευγάρι φθάνει στο ξενοδοχείο. Αργότερα η Ουέντι κλείνει τον Τζακ σ’ αυτό το κελάρι που περιέχει και του πουλιού το γάλα και που εκεί μέσα ένα είναι σίγουρο: ο Τζακ δεν πρόκειται να πεθάνει από πείνα. Πλούσια τα ελέη της αμερικάνικης κοινωνίας, μοιάζει να σχολιάζει ο Κιούμπρικ.
Ωστόσο η τρέλα είναι το θέμα μας και οι ιστορικοκοινωνικοί σχολιασμοί αποτελούν το υπογραμμιστικό φόντο. Τι έχουμε λοιπόν εδώ; Σε ένα απομακρυσμένο, αποκλεισμένο από τον κόσμο ξενοδοχείο, τρεις άνθρωποι κατέρχονται ο καθένας στη δική του εκδοχή της τρέλας, του ψυχολογικού τρόμου. Με το δωμάτιο 237 σύμβολο του τρόμου των τρόμων. Εμφανώς ο Κιούμπρικ και ο Κινγκ αποτίουν φόρο τιμής στον Όργουελ κάνοντας μια λογοτεχνική αναφορά στο βιβλίο 1984 και στο δικό του δωμάτιο 101. Τι να κρύβει άραγε αυτό το δωμάτιο; Μήπως τον εγκιβωτισμένο τρόμο, αυτόν που πηγάζει από μέσα, από τα δικά μας σκοτεινότερα βάθη;

Κι αν είναι έτσι σε ποιον από τους τρεις Τόρενς μπορούμε να βασιστούμε, ποιος μας αφηγείται αντικειμενικά την πραγματικότητα; επιμένω και ξαναρωτάω. Μέχρι σε ένα σημείο αυτό φαίνεται να το κάνει η Ουέντι. Προς το τέλος όμως αρχίζουν και γι’ αυτήν τα παράξενα, αλλόκοτες σκηνές ξεπροβάλλουν μέσα από μισάνοιχτες πόρτες του ξενοδοχείου (βλέπε σκηνή με τον αρκουδόμορφο άνθρωπο και τον κουστουμαρισμένο κύριο στο κρεβάτι, υπόνοια σεξουαλικής κακοποίησης του Ντάνι ίσως, που κάπου στην αρχή τον βλέπουμε να κρατάει ένα αρκουδάκι), η Ουέντι έχει και αυτή ξεφύγει – όχι ότι δεν υποψιαζόμασταν κάτι τέτοιο από την αρχή, όπως ήδη είπαμε. Άλλωστε ενώ ο Τζακ Τόρενς προσελήφθη για τη θέση του συντηρητή, ποτέ δεν τον βλέπουμε να κάνει κάτι για το ξενοδοχείο. Αντιθέτως η Ουέντι είναι αυτή που κατεβαίνει και ρυθμίζει τους λέβητες. Διάφορα ερωτήματα προκύπτουν και από εδώ. 

Διαβάζω ότι ο Κιούμπρικ απέσυρε την τελευταία σκηνή του γυρίσματος, μια σκηνή στο νοσοκομείο όπου βρίσκεται η Ουέντι μετά τη σωτηρία της. Εκεί ένας αστυνομικός την πληροφορεί ότι δεν βρήκαν πουθενά το πτώμα του άνδρα της. Κι όμως εμείς τον είδαμε παγοκολόνα να κοιτάζει απειλητικά κάτω από τα χιονισμένα φρύδια του με την πιο ανατριχιαστική ματιά του Νίκολσον.

Τι έγινε άραγε ο Τζακ Τόρανς; Μήπως απορροφήθηκε στο χρόνο, για να βρεθεί στη θέση του στη φωτογραφία της δεξίωσης μαζί με άλλους καλοντυμένους γλεντοκόπους; Ή μήπως η Ουέντι ζει τη δική της παραίσθηση, όλη η ιστορία δεν είναι παρά κατασκεύασμα της δικής της παράνοιας; Ή του Ντάνι. Ή και των δύο μαζί – μητέρας και γιου.
Ο Κιούμπρικ πάντως επέλεξε να κόψει την σκηνή του νοσοκομείου. Ρίχνει τους τίτλους πάνω σε αυτή την παλιά φωτογραφία με τη χρονολογία της αμερικάνικης εθνικής εορτής και μας αφήνει να αναρωτιόμαστε. 

Και νά λοιπόν που αυτή η πολλοστή, αλλά προσεκτική ματιά μετά από σαράντα χρόνια σε μια ταινία που νόμιζα ότι είχα κατατάξει οριστικά ως προς το είδος, μου επεφύλασσε μια έκπληξη. Και ακόμα μεγαλύτερο τρόμο. Γιατί η διάσταση αυτή, το ανοιχτό τέλος που αφαιρεί την αξιοπιστία από τον μοναδικό αξιόπιστο αφηγητή της ιστορίας βαραίνοντας και αυτόν με την υπόνοια της τρέλας, μας ρίχνει στα βαθιά βάζοντάς μας να αναρωτηθούμε ποια είναι πραγματικά η πραγματικότητα και ποιος είναι αυτός που την ορίζει. Και έτσι η τρέλα γίνεται ενδεχόμενο για τον καθένα από εμάς. Και η ταινία του Κιούμπρικ γίνεται ακόμα πιο ανατριχιαστική από την ταινία τρόμου όπως την είχα ως τώρα στο μυαλό μου.

Έφη Φρυδά

Η Έφη Φρυδά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, σε ένα ωραίο (ακόμα) κομμάτι του ιστορικού κέντρου. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Οικονομικά. Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση σε όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή της. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, συγγραφείς όπως Ντύλαν Τόμας, Ντ. Χ. Λώρενς, Τ. Χάρντυ, Ε.Μ. Φόστερ, Ι. Ουόρτον, Κ. Μπλίξεν, Τζ. Μπόλντουιν, ΝτεΛίλλο, Τζ. Κ. Όουτς, Μπουκόφσκι, Ρούσντι, Γκόλντινγκ, Ντ. Τζόνσον, Χ. Σέλμπι, Σ. Μπέλοου, Π. Χάισμιθ, Όσιαν Ουόνγκ. Ήταν υποψήφια για το Βραβείο καλύτερης μετάφρασης του Ευρωπαϊκού Κέντρου Λογοτεχνίας και επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ) και για το βραβείο καλύτερης λογοτεχνικής μετάφρασης του Athens Prize Festival. Έχει επίσης μεταφράσει δοκίμια ψυχανάλυσης και ψυχολογίας, έχει συνεργαστεί με το Μουσείο Μπενάκη και έχει συγγράψει και επιμεληθεί κείμενα καταλόγων για εκθέσεις. Αγαπά με πάθος τις εικαστικές τέχνες και ασχολείται με την έρευνα και συγγραφή σχετικών άρθρων. Συνεργάστηκε με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, ασχολήθηκε με το Θέατρο στην Εκπαίδευση και εργάστηκε ως μεταφράστρια για κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γράφει ποίηση.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.