You are currently viewing Γιώργος Βέης: ένας χρόνος χωρίς τον Στρατή Χαβιαρά

Γιώργος Βέης: ένας χρόνος χωρίς τον Στρατή Χαβιαρά

Στρατής Χαβιαράς, Άχνα, Εκδόσεις Κέδρος

 

   Διακρίνω εδώ τρεις θεματικούς άξονες: την ανάκτηση του κρίσιμου εκείνου τμήματος του παρελθόντος, το οποίο κατεξοχήν γαλούχησε Εαυτόν, την απόλυτη διαστολή της στιγμής, προκειμένου να χωρέσει ει δυνατόν ολόκληρο το συγγραφικό σύμπαν και την πρόσληψη της εξ αντικειμένου πραγματικότητας χωρίς να εξανδραποδισθεί η εξ υποκειμένου σύστοιχή της. Δύο είναι οι κύριες προθέσεις του μυθιστορήματος, εν πολλοίς αιρετικού: να αναδειχθεί πάση θυσία η σημαίνουσα Διαφορά λόγου και να κρατήσει όσο γίνεται περισσότερο, υπακούοντας ταυτοχρόνως στους νόμους των ατομικών ποιοτήτων, η τελετή της γραφής. Ο Στρατής Χαβιαράς σκοπίμως δεν αφήνει να πέσει τίποτα κάτω, στο έδαφος της λήθης. Ούτε αφήνει ν΄ αναληφθεί κάτι στον ουρανό των αοράτων, αν δεν το αποδελτιώσει πρώτα στο χαρτί της εμπειρικής, της μετά κόπου πολλού πραγματοποιήσιμης τέχνης του. Από το κρώξιμο, το ασφαλώς σιβυλλικό της αρχέγονης κουρούνας της Αργολίδας, από το σκίρτημα της νοήμονος σουσουράδας, ως τις εξομολογήσεις του Αντώνη του κουρέα, τα καθέκαστα περί τον αλλώνυμο Νίκο και τις περιπέτειες της απρόβλεπτης  Αντριάνας διανύονται βεβαίως στάδια πολλά. Ο εποπτικός νους επιτηρεί άυπνος: η μουσική διατηρείται αλώβητη, οι συλλαβές παράγουν δράμα. Διακρίνω άλλωστε τη μητρική παρτιτούρα πίσω, μέσα και πάνω από τις αράδες του τυπωμένου τελικού προϊόντος.

    Το αφηγηματικό πλαίσιο διευρύνεται από σελίδα σε σελίδα, από παράγραφο σε παράγραφο. Τα 485 υποκειμενίδια, εκκλησιδάκια ευσεβούς γραφέως, τα οποία απαρτίζουν το όλο έργο, λειτουργούν ως σπόνδυλοι μιας εμφανώς καλώς συγκερασμένης καταγραφής ένδον τριβών, ρήξεων, συμφιλιώσεων, ανορθώσεων, ακυρώσεων του συμβατικού χρόνου, επιδιορθώσεων ενός συνήθως τραυματικού χθες, πόθων επαναφοράς στην κανονικότητα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, αποκήρυξής της εν συνεχεία,  και άλλων παρεμφερών. Όψεις της Κατοχής, του Εμφυλίου, της ανασυγκρότησης μιας ταλαιπωρημένης, άδικα και βάναυσα, πατρίδας, συνέχονται ή υπονοούνται στο σύνολο των έργων του Στρατή Χαβιαρά. Τα συμφραζόμενά τους διαρθρώνουν έναν αυτοτελή οργανισμό, τον χωρόχρονο δηλαδή του διακεκριμένου αυτού δημιουργού λόγου. Το φάντασμα του χρόνου εννοείται ότι εξανθρωπίζεται επαρκώς. Πλην όμως εδώ έρχεται σήμερα η ελληνική λαλιά, πρώτη φορά στην πεζογραφική διαδρομή, να τα εξάρει όλα αυτά ως τα αυθεντικότερα των Παθών. Μετά από σαράντα χρόνια ασκήσεων και δοκιμών περίσκεψης, η γλώσσα ακούγεται πολλές φορές σαν καινούργια. Δομημένη από μια ελαφρώς τιθασευμένη έξαψη-έξαρση, ανακτά ορισμένα εδάφη προ πολλού χαμένα ή ξεχασμένα της πεζογραφικής μας έλξης. Φρονώ δε ότι το συχνά πυκνά επαναλαμβανόμενο ερωτηματικό «τι», πότε ως κατάλοιπο εφιάλτη, πότε ως απόδοση γνωσιολογικής λαχτάρας, αντηχεί με τον αρχαίο τρόπο των ημέτερων Πατέρων προσωκρατικών. Ναι, τώρα, που επιμελούμαι άλλη μια φορά αυτές τις γραμμές,  το συλλαμβάνω και ως εμβατήριο τρόμου υποχθόνιου: ναι, το «τι» της Άχνας και με  τον βηματισμό της οιδιπόδειας επαναφοράς του άγους καλώς συνάδει, ήτοι: «τυφλός τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματ’ ει».

    Συνοψίζοντας, θεωρώ ότι η Άχνα είναι πρωτίστως συναξάρι Κόσμου. Ενός Κόσμου μισο-ιδεατού, μισο-Αληθούς. Η κριτική έχει ήδη εντοπίσει τις αρετές του. Φέρ΄ ειπείν: «Ενα βιβλίο που διαβάζεται ποικιλοτρόπως και προσφέρεται για αναγνωστική καταβύθιση ως σύνολο αλλά και κομματιασμένο κατά βούληση. Ισως γι’ αυτό η ενάριθμη κατάτμηση της αφήγησης και η παντελής, εκτός της τελείας, έλλειψη στίξης που επιτρέπει εναλλακτικές αναγνώσεις. Εσωτερική ποιητική πνοή συνέχει την αφήγηση. Αναπνοές ασθματικές, χωρίς κόμματα, μάλλον μια λυρική καταιγίδα λόγου χωρίς ανάσα. Ενα βιβλίο εναλλασσόμενων ρόλων και διαρκών μεταμφιέσεων που σε καθηλώνει σε κάθε αράδα». (Ιδέτε, Μαρία Στασινοπούλου, «Μια ζωή χρεωμένη στο όνειρο», Η Εφημερίδα των Συντακτών, 3 Αυγούστου 2014). Ως εγκόλπιο υφολογικών υβριδίων, το έργο αυτό διαβάζεται όντως με αμείωτο ενδιαφέρον. Ως νουνεχής κατάθεση τιμαλφών μιας διευρυμένης ηλικίας θαυμάτων και αποκαλύψεων, δικαιώνει εξ ολοκλήρου μάλιστα τις αφορμές, τα αίτια και τα αιτιατά της οικοδόμησής του. Το λαχάνιασμα του υποκειμένου δράσης, η πρόδηλη γραμματοσυντακτική αλκή, η προσήλωση στην αδιάπτωτη ροή του συνειδησιακού υγρού στοιχειοθετούν ταυτότητα αφηγηματικών παλμών. Οι ορισμοί επιμορφώνουν εν γένει την ανάγνωση. Ένα παράδειγμα:  «Στην αφήγηση η μνήμη των πραγμάτων παλίνδρομη προβάλλει σαν αβέβαιη αίσθηση τόπου και χρόνου. […] Αλήθεια είναι αυτό που ξεχνάς κι επινοείς εξαρχής αλήθεια θα πει φαντασία».

      Συγκρατώ επίσης ότι το ειδικότερο αισθητικό μόρφωμα παραπέμπει σε μιαν ευρύτερη επικράτεια διαδοχικών αλλαγών γωνιών θέασης του γίγνεσθαι, ριζικών μεταμορφώσεων του διάκοσμου και παραγωγικών συνειρμών, οι οποίοι τρόπον τινά ξέρουν πώς να συνέχουν τη διαδικασία συναντίληψης των όντων. Έστω εξ όνυχος το εξής ενδεικτικό εισαγωγικό απόσπασμα: «Παλιά μισοξυπνούσαν τα παιδιά πειραγμένα απ’ το θάνατο τα ’νιωθες να ζηλεύουν την τύχη σου μα όταν ξανάπεφταν στον ύπνο σε πειράζανε το τι σου σέρνανε σαν κάτω από τα πόδια τους γδέρνοντας τις πατούσες για την ώρα επιμένει αμετάφραστο. Τα θυμάσαι η αίσθηση καθόλου δυσάρεστη μήπως τα ανήλικα που τυραννιούνται νύχτα μέρα ξέρουν καλύτερα. Τι ανάποδη στροφή απειλούσαν τα πράγματα μια ώρα δρόμο από το Ανάπλι στον Ίναχο εσύ μαζεύοντας ζόρι να το αδειάσεις πού. Με το καλό στο βάλτο του Ερασίνου να γίνει ο βάλτος βατός Στην ερημιά της συνήθειας τα παιδιά ένα τσούρμο αγίων η δεύτερη επάνω δεξιά μια από τους δώδεκα ή δεκατρείς Μάγδα Ευρυδίκη Ελένη ποια απ’ όλες τας θύρας τας θύρας υψώνει γυαλισμένο δισκοπότηρο λάβετε καταλάβετε κι έρχονται οι καλιακούδες οι κουρούνες οι κάργιες να πιουν το κρασί και εσύ κορακιάζεις».

     Αν «το μυθιστόρημα είναι ένας θάνατος», όπως έχει ήδη διδαχθεί στο πολύτροπο κέντρο των Παρισίων, διηγητικές πράξεις σαν τη διηγητική πράξη της Άχνας συνιστά εμμέσως πλην σαφώς επαναφορά βίου. Το εγώ μαθαίνεται μέσα από το Άλλο, μέσα από το φασματικό Αυτό, μέσα από το επινοημένο, ασφαλώς ιαματικό Νυν της γραφής. Η πραγματικότητα προσεγγίζεται συνεπώς άλλη μια φορά με τα σύνεργα της απόλαυσης, όπως θα μας υπογράμμιζε η λακανική φορά των πραγμάτων. Η Άχνα εκλαμβάνεται και μεταφράζεται πολλαχώς. Θήλυ και μη θήλυ,  τυφλή ή πολυόμματη, πολύφθογγη  δύναμη Όντος, ορμή γονιμοποίησης, αρδεύει από μύχια τινά. Σκοτεινή και φωτεινή μάζα έμπνευσης. Ισχυρίζομαι πάντως ότι ως κομβικό, ιερατικό τετραγράμματο, η Άχνα, σχηματίζεται από τα αρχικά των εξής λέξεων: Αποκαλυπτικά Χνάρια Νεωτερικής Αυτογνωσίας.

      Οίκοθεν νοείται ότι η λέξη επείγεται στην προκειμένη περίπτωση να τεθεί στη υπηρεσία του αριστοτελικού μηχανισμού παραγωγής αγαθού. Συσχετίζω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής από τα Ηθικά Νικομάχεια Α΄: «Πσα τχνη κα πσα μθοδος, μοως δ πρξς τε κα προαρεσις, γαθο τινς φεσθαι δοκε· δι καλς πεφναντο τγαθν, ο πντ φεται. Διαφορ δ τις φανεται τν τελν· τ μν γρ εσιν νργειαι, τ δ παρ ατς ργα τιν. Παρά την όποια διαφορά των «τελών» ή σκοπών καθ΄ ημάς, το μυθιστορηματικό εκτόπισμα της Άχνας διακρίνεται για την πληρότητα των τροπισμών του. Οι προσωπικές χαράξεις, οι οποίες το στελεχώνουν, ξεφεύγουν από τον φράκτη του Εγώ και ταξιδεύουν στη θάλασσα του Εσύ: το εγχείρημα σημαίνει εν ολίγοις φώτιση.

 

*

 

 

 

This Post Has One Comment

  1. Ιωσήφ Βεντούρας

    αχ, βρε Γιώργο, σαν να έχω πιεί 3 μπουκάλια τσίπουρο πενηντάρι….

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.