Skip to content
ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ουδέν κρυπτόν
εκεί – κατάχαμα – τους βρήκαν τεφρωμένους
και γύψο χύσαν στα σφιγμένα μέλη
να σαρκωθεί ο σπάνιος σπαραγμός τους
Ο ένας – είπαν – θα’ ταν δούλος, σκλάβος
από τους πολλούς που εμπορεύονταν
στα fora τότε και τα σκλαβοπάζαρα
– λάφυρο πιθανώς κάποιου πολέμου –
Τον βρήκε μέσα σε λιτό χιτώνι
η ώρα κείνη της καταστροφής
– θα κουβαλούσε κάποιο του αφέντη
του άχθος πάνω απ’ τους σακατεμένους
απ’ τα μυριάδες κρίματα σπονδύλους
σαν άρχισεν η γη να τρέμει –
Ο άλλος
είπαν πατρίκιος.
Μια πλουμιστή
χλαμύδα φόραγε όταν η λαίλαπα
κατάπιε μια για πάντα το κορμί του
και λίπος θά’ τρεχε απ’ τα χείλη του
όταν στο έλεος παραδινότανε
το εύπορο σαρκίο του της στάχτης
κι η σκοτεινιά του έπαιρνε την όραση
– δε θα ξανάβλεπε ποτέ του μάλαμα
μήτε του ήλιου τ’ ακριβό το φως –
Εκεί, λοιπόν, κατάχαμα τους βρήκαν
δύο μάζες απολιθωμένης λάβας
τον πλούσιο, τον φτωχό πανομοιότυπους
– μονάχ’ από τα δόντια τους ξεχώριζες
που λαμπυρίζαν κάτασπρα εξώκοσμα
στιλπνά – στο τελευταίο τους καταφύγιο
Από τον θάνατον ουδέν κρυπτόν
γι’ αυτόν όλοι όμοιον οβολό κομίζουμε”.